Τι καλύτερο από μια σιωπή μπορεί να συνοδεύσει ένα αντίο; Και είναι μέρες, που με ακολουθεί. Ίσως να θέλει να με προστατεύσει. Ίσως και να μην έχουν μπει στη σειρά, οι λέξεις που θα ήθελα. Μπορεί να υπολογίστηκαν
στο «Πριν», στο «Μετά» όμως στριμώχνονται βιαστικές σε ένα στόμα και αν τις αφήσεις, μπορεί να βγάλουνε κραυγές.
Και όμως ο επίλογος γράφτηκε
μαζί με τον πρόλογο. Όμως και πάλι πλήγωσε.
Αυτά τα «Πριν» και τα «Μετά» κείμενα, με
αφορμή το χρόνο, ζέσταμα είναι για να μη πιάσει κράμπα τη ψυχή και τα φτύσει
στο πρώτο κατοστάρι. Είναι μεγάλη η απόσταση
βλέπεις…
Σε αυτό το διάστημα της προθέρμανσης λοιπόν, λίγο πριν δοθεί
το σήμα του αφέτη, βυθίζομαι σε μια επιλεγμένη σιωπή. Παλεύω με τις λέξεις,
με τις φωνές τους, με την εφηβεία τους, που βιάζεται να αποδώσει δικαιοσύνη.
Διαδικασία επώδυνη.
Ό,τι γυρίζω στα ίδια είναι γνωστό και καταγεγραμμένο.
Όμως αλλιώς τα κοιτάω κάθε φορά. Σαν παιγνίδι
του μυαλού να το εκλάβετε. Ψυχοφθόρο όμως. Και μη νομίζετε ότι μας σώζει η σιγουριά
της σιωπής. Ποτέ άλλωστε δεν περιμέναμε να μιλήσουμε με το δικηγόρο μας. Το «σίγουρο»
δεν υπήρξε για εμάς γοητευτικό, γι’ αυτό
άλλωστε και μια ζωή κομμάτια. Τίποτα ολόκληρο. Μόνο εμείς μείναμε
ολόκληροι, με τα «θέλω» να μας βασανίζουν. Τη στέρηση μπροστά σε κάθε λέξη βάζουμε.
Άηχη. Για τα μικρά μιας ζωής, αλλά και τα μεγάλα.
«Αντίο λοιπόν και τι να πούμε». Οι λέξεις χρειάζονται το χρόνο τους και πάντως
έπονται μετά τη σιωπή. Θα σου γράψω... Που
πάει κανείς όταν φεύγει;
«…φυσικά αντιλαμβάνομαι ότι δίχως εσένα είναι αδύνατον να ζήσει ένας πολιτισμένος άνθρωπος, εάν όμως αυτός ο άνθρωπος έχει μια μικρή ελπίδα να σε δει, τότε, θα είναι πολύ χαρούμενος. Θα είμαι πολύ χαρούμενος
επίσης αν σου χάριζα δέκα μεγάλες κούκλες αρκεί να χαμογελούσες… ελπίζω ότι δεν
θα θυμώσεις με τα ανόητα μου γράμματα. Μη θυμώνεις, σε παρακαλώ - αυτά τα γράμματα είναι οι μόνες γιορτές πού έχω..»
Απόσπασμα επιστολής του Β. Μαγιακόφσι
στη Λίλι Μπρικ.
Και ύστερα έγινε «σύννεφο με παντελόνια»
Αλλά όπως λενε «το επεισόδιο επερατώθη. Ποιος ο λόγος να απαριθμούμε
αμοιβαίες πίκρες, πόνους και προσβολές;»
Έγραψε και έφυγε, όπως
πάντα τεράστιος και πανταχού παρών. Αγαπημένος
και αλησμόνητος. Για τούτο ακριβώς κι ανίκητος.
αλώβητος
και αθάνατος.
Τι καλύτερο από μια σιωπή, μπορεί να συνοδεύσει ένα αντίο;
1 σχόλιο:
Δεν έχω φυσικά καμίαν απάντηση
σηκώνω λοιπόν στους ώμους μου όπως όλοι σας
μ΄εκείνο το παλιό
κουσούρι μου της Άνοιξης
ακόμα δεν ξεμπέρδεψα
κι αφήνω να μου βόσκουν το λαιμό
κάτι σημάδια κόκκινα
δεν είναι φευ από φιλιά
τη λένε πνιγμοσύνη τη λεγάμενη
αλλά δεν είναι η ποίηση που βάζει τη θηλειά
αλλά
κλωτσάει το σκαμνί
Γιατί η ποήση
-ψιτ μεγάλε-
δεν είναι αιώρα ρεμβασμών
δεν είναι το φτερωτό σου κατοικίδιο
-ψιτ μεγάλε-
Όταν υποδύεσαι το φεγγάρι
να το υποδύεσαι και στη χάση του
-δεν θα στο κάνω πιο λιανά-
Αν το νοείς αυτό
έχει καλώς
αλλιώς
Ε ρε Μαγιακόφσκι που σου χρειάζεται
Που νάσαι τώρα βρε Βλαδίμηρε
Τώρα που και τα δυο μας νόμπελ έγιναν συμπληγάδες
Κανείς δεν αρμενίζει πια για τ΄άρμενα
Κανείς για το γαλάζιο
μόνο του συχνάζει στα μεγάλα υψόμετρα
και στις παλιές αγάπες
Γιάννης Στίγγας
Δημοσίευση σχολίου