Παράδοση του παλαιού στο νέο. Τι παραδίδεται και τι παραλαμβάνεται; Η απάντηση βρίσκεται στα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα. Σε ευχές και φράσεις που δεν έχουν καμία σημασία, σε αριθμούς που έπονται από το σημείο της αφαίρεσης. Σε ακόμα ένα ανακάτεμα της τράπουλας, που πατάει στη σιγουριά του φακίρη. Όλα τα φύλλα της, είναι ίδια.
Πάλι από την αρχή. Και είναι η αφετηρία που μηδενίζει το κοντέρ. Που αντισταθμίζει το βάρος του χρόνου. Από την αρχή, με όνειρα επαναλαμβανόμενα και λέξεις… Λέξεις που μένουν και ας φεύγουν οι άνθρωποι.
Ανακεφαλαιώνω κάθε τόσο γιατί η απάθεια είναι κολλητική. Τα ξαναγράφω για να τα διαβάζω, φωναχτά, για να πετάγομαι εκείνη την κατάλληλη στιγμή που θέλει να με πάρει ο ύπνος.
Πάλι από την αρχή. Και είναι η αφετηρία που μηδενίζει το κοντέρ. Που αντισταθμίζει το βάρος του χρόνου. Από την αρχή, με όνειρα επαναλαμβανόμενα και λέξεις… Λέξεις που μένουν και ας φεύγουν οι άνθρωποι.
Ανακεφαλαιώνω κάθε τόσο γιατί η απάθεια είναι κολλητική. Τα ξαναγράφω για να τα διαβάζω, φωναχτά, για να πετάγομαι εκείνη την κατάλληλη στιγμή που θέλει να με πάρει ο ύπνος.
Με προσδιορισμένο ημερολογιακά το χρόνο, μας απομένει να προσδιορίσουμε τον τόπο, αυτήν την πόλη την απροσδιόριστη και για να μην την αδικήσω θα προτιμούσα καλύτερα να ήταν άδεια. Θα μου πείτε τώρα, αν δεν υπήρχε κόσμος πώς θα υπήρχε πόλη; Αυτό είναι άλλη ιστορία.
Ανασύρω από το διαδίκτυο “το φάντασμα της πόλης…”
“Η πόλη μας μοιάζει να εγκληματεί πρωτόγνωρα:
σαν το δέντρο, που τ` απάνθισε η θύελλα,
σαν το λιμάνι χωρίς βραχίονες,
σαν τη στάση χωρίς στέγαστρο,
ανασκαλεύει τη μνήμη μας και ξεθάβει ανόσιες μορφές.
μας ενθαρρύνει τα μέγιστα να θαφτούμε στη σκόνη της.
Τούτη η πόλη σκοτεινούς μας χρειάζεται:
με τα τζάμια μας θολά, να σκουπίζονται διαρκώς
από κουρντισμένους υαλοκαθαριστήρες
υγρούς: με τα μάτια μας να βουρκώνουνε,
μόνο σε πένθιμες κραυγές, απλανείς μας θωρρεί, με τα χέρια μας να βουλιάζουν στις τσέπες και να παίζουν τα κλειδιά των δικαιωμάτων μας.
Απλοϊκούς μας αναζητά στις μορφές,
που γλοιώδικα κινούνται σε δίχως παλμό συλλαλητήρια.
Αδειανούς κι άγνωμους μας ζωγραφίζει,
με τα φύλλα μας να σκορπίζονται στα δελτία θυέλλης της,
με τη μιλιά μας να ξεφτίζει σε αντίλαλους,
με τη πνοή μας να κρυσταλλώνει από φόβο,
με τα μίση μας να σαπίζουν σαν αίμα παλιό.
Αθόρυβα ζούμε, σε μία άκαιρη πόλη,
κι είμαστε αθάνατοι, για να σέρνουμε, παντού την κατάρα της...”
Θα προτιμούσα να ήταν άδεια . Θα μου πείτε τώρα, αν δεν υπήρχε κόσμος πώς θα υπήρχε πόλη; Αυτό είναι άλλη ιστορία…
Ανασύρω από το διαδίκτυο “το φάντασμα της πόλης…”
“Η πόλη μας μοιάζει να εγκληματεί πρωτόγνωρα:
σαν το δέντρο, που τ` απάνθισε η θύελλα,
σαν το λιμάνι χωρίς βραχίονες,
σαν τη στάση χωρίς στέγαστρο,
ανασκαλεύει τη μνήμη μας και ξεθάβει ανόσιες μορφές.
μας ενθαρρύνει τα μέγιστα να θαφτούμε στη σκόνη της.
Τούτη η πόλη σκοτεινούς μας χρειάζεται:
με τα τζάμια μας θολά, να σκουπίζονται διαρκώς
από κουρντισμένους υαλοκαθαριστήρες
υγρούς: με τα μάτια μας να βουρκώνουνε,
μόνο σε πένθιμες κραυγές, απλανείς μας θωρρεί, με τα χέρια μας να βουλιάζουν στις τσέπες και να παίζουν τα κλειδιά των δικαιωμάτων μας.
Απλοϊκούς μας αναζητά στις μορφές,
που γλοιώδικα κινούνται σε δίχως παλμό συλλαλητήρια.
Αδειανούς κι άγνωμους μας ζωγραφίζει,
με τα φύλλα μας να σκορπίζονται στα δελτία θυέλλης της,
με τη μιλιά μας να ξεφτίζει σε αντίλαλους,
με τη πνοή μας να κρυσταλλώνει από φόβο,
με τα μίση μας να σαπίζουν σαν αίμα παλιό.
Αθόρυβα ζούμε, σε μία άκαιρη πόλη,
κι είμαστε αθάνατοι, για να σέρνουμε, παντού την κατάρα της...”
Θα προτιμούσα να ήταν άδεια . Θα μου πείτε τώρα, αν δεν υπήρχε κόσμος πώς θα υπήρχε πόλη; Αυτό είναι άλλη ιστορία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου