Ένα παλιό και ένα καινούργιο. Ένας αέρας που φυσά και γίνονται ένα. Τόπος κοινός. «Εκτός τόπου και χρόνου», συνηθίζουμε να λέμε θέλοντας να δείξουμε την αοριστία των φαινόμενων, «τα έχει χαμένα, είναι αλλού», αλλά που αλλού και πότε άγνωστο. Με προσδιορισμένο ημερολογιακά το χρόνο, μας απομένει να προσδιορίσουμε τον τόπο, αυτήν την πόλη την απροσδιόριστη και για να μην την αδικήσω θα προτιμούσα καλύτερη να ήταν άδεια. Θα μου πείτε τώρα, αν δεν υπήρχε κόσμος πώς θα υπήρχε πόλη; Αυτό είναι άλλη ιστορία.
Κοιτώ γύρω μου σαν τρελός. Τίποτα, ούτε ψυχή, μόνο σκουπίδια και κίτρινα φύλλα.
«Η πόλη μας μοιάζει να εγκληματεί πρωτόγνωρα: Μας ενθαρρύνει τα μέγιστα να θαφτούμε στη σκόνη της. Απλανείς μας χρειάζεται «με τα χέρια μας να βουλιάζουν στις τσέπες και να παίζουν τα κλειδιά των δικαιωμάτων μας.»
«Η ελευθερία της σκέψης μόνο μας έμεινε για τη λύτρωση μας. Άλλως, τι;» Τίποτε άλλο, αγαπητή ανταγωνίστρια. Μονόδρομος. Μόνο η ελευθερία. Συνέχισε…
«Βγήκα στην πλατεία. Δεν είχε κρύο. Μόνο φύσαγε πολύ. Τα μαλλιά μου, το σακάκι μου, τα έσπρωχνε επίμονα ο αέρας. Θέλησα να μείνω εκεί, με χέρια και σακάκι ανοιχτά να με χτυπά ο αέρας και να διώχνει τις λύπες. Να με περάσει ολόκληρη ένας αέρας που θα πάρει μαζί του θυμούς και πίκρες, χρωστούμενα και αδιέξοδα. Όλα να τα πάρει μακριά. Κι εγώ να μείνω εκεί, στη μέση μιας πλατείας φαρδιάς, ανοιχτής, και να ανασαίνω μια καινούργια πνοή. Να γεμίζω τα πνευμόνια μου με καθαρό αέρα, το μυαλό μου με καινούργιες ιδέες. Να μη λερώνεται τίποτα απ’ τους λεκέδες του χτες. Να ζήσω μια ελευθερία και να χορέψω γι’ αυτήν. Τη δική μου ελευθερία, της πόλης μου την ελευθερία, της χώρας μου, του κόσμου όλου. Σκαλοπάτι-σκαλοπάτι κουράστηκα. Δε θέλω άλλο να τ’ ανεβαίνω. Θέλω να βρεθώ εκεί που όλα είναι καθαρά, γιατί δεν υπάρχει από κάτω τίποτα, κρυμμένο ουδέν.
Εκεί που η σκέψη είναι ελεύθερη, απαλλαγμένη από συμβάσεις συμφερόντων, κοινωνική υποχρέωση και συγκατάβαση εξ ανάγκης.
Εκεί που η έκφραση δεν τρακάρει σε φράγματα, που η άποψη δεν
έχει δόλο, που η ιδέα γεννιέται και μεγαλώνει σαν καλοαναθρεμμένο παιδί.
Εκεί που η πόλη μου ντύνεται τα καλά της και μιλά για τους
ανθρώπους της, παλιούς και καινούργιους και τα έργα τους.
Εκεί που η χώρα μου αποφασίζει ποιοι θα την πάνε μπροστά και
σε ποιους θα βγάλει γλώσσα.
Εκεί που ο κόσμος δεν έχει αναπτυγμένους και
αναπτυσσόμενους, γιατί είναι όλοι άνθρωποι, με δυο πόδια και δικαίωμα στα ίδια
βήματα.
Μα τι λέω η τρελή; Ένας αέρας ήταν, και κράτησε λίγο, όσο
κρατούν τα όνειρα στη χώρα των λεπρών. Λερωμένα τα πάντα κι η πλατεία κι η πόλη
κι η χώρα κι ο κόσμος.
Μόνο η σκέψη, ίσως καθαρίσει αν μπορεί κανείς να ψηλώσει,
για να συναντήσει καθαρό αέρα.
Έτσι με τη σκέψη ελεύθερη μόνο γλιτώνεις, γιατί για όλα τα άλλα,
μάταιες αναμονές, σε ξεγελούν για να μη
φτάσεις ποτέ.
Η ελευθερία της σκέψης μόνο μας έμεινε για τη λύτρωση μας.
Άλλως, τι;»Τι να κάνουμε; Ανοίγουμε λογαριασμό με τον ουρανό, η
πραγματικότητα μας πληγώνει. «Εκεί ψηλά να ανεμίζουμε αετούς προσπαθώντας να
ελαφρώσουμε, μήπως και καταφέρουμε να φύγουμε μαζί τους. Προς τα πάνω…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου