Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

"Γιατί τους αγαπάς τους ανθρώπους ρε γαμώτο"

Πω! πω! Τι είναι αυτό που ζούμε. Έχει ενδιαφέρον να το ζήσουμε όμως πριν τελειώσει, που θα τελειώσει σύντομα, να αποθεώσουμε την κάθε του στιγμή. Δεν έχουμε κάθε φορά την ευκαιρία, να περνάμε τόσο δύσκολα. Αφαίρεσα μια άνοιξη, ένα Πάσχα, ένα φθινόπωρο, ένα χειμώνα και όλες τις εορτές των Χριστουγέννων, και της πρωτοχρονιάς, άλλωστε έχουμε αφαιρέσει τόσα σ΄ αυτή ζωή.






Για όσους αντλούν δύναμη από το μέλλον...Είμαστε στα τέλη του χρόνου, σε λίγες μέρες θα μπούμε στο 2021.

Από μόνος του ο χρόνος είναι ένας κύκλος. Ανοίγει και κλείνει, και σου δίνει την ευκαιρία, να σχεδιάσεις, να ταξιδέψεις και να ονειρευτείς. Είναι μια αφετηρία. Άλλωστε έχουν περάσει και τόσα πολλά χρόνια από την εποχή που γνωρίζαμε, ότι «είμαστε από ύλη που είναι φτιαγμένα τα όνειρα» Και εμείς στα όνειρα μας έχουμε απαιτήσεις « Βρεθήκαμε με ένα σύννεφο αγάπης στα χέρια σαν το ψάρι έξω από τα νερά του και με μια γροθιά έρωτα στο στήθος σαν κολασμένοι κατά λάθος στο παράδεισο» Η ζωή είναι στο επόμενο βήμα, σου φανερώνεται σε τρεις ζωγραφιές, που σε νανουρίζουν, με αρώματα, σου επαναφέρει στη μνήμη όλα όσο έζησες. Τόσο πολλά, τόσα δυνατά, που τρομάζουνε το χρόνο. Θα που πείτε, εν μέσω πανδημίας, εσύ άρχισες τους χορούς; Άλλαξες τα βαριά του πόνου τα τραγούδια και έβαλες στο πικάπ τραγούδια της ψυχής; Για να αντέξει. Για να απαιτήσει το χρόνο της. Για να επιστρέψει εκεί που επιθυμεί.
Αυτός ο φόβος για την μοναξιά τελικά μας οδηγεί σε μια ζωή γεμάτη συμβιβασμούς, μια ζωή που περνάει παρέα με τη δυστυχία και ας μην το έχουμε αντιληφθεί. Αυτός ο φόβος του φόβου μπορεί να νικηθεί μόνο με το όνειρο και για να ονειρευτεί κανείς χρειάζεται ησυχία.
Η Κατερίνα Γώγου είχε ταυτίσει την μοναξιά με την ελευθερία, το ερημικό προβάδισμα της πρωτοπορίας και το μαρτύριο της ανθρώπινης ανάγκης που αναγκαστικά αφήνεις πίσω σου, «γιατί τους αγαπάς τους ανθρώπους ρε γαμώτο». Εξάλλου όλα για εκείνους γίνονται και οι αγώνες και οι ελευθερίες και οι μοναξιές και οι πρωτοπορίες.
Κάνει καλό η μοναξιά, σιγά σιγά σου σπάει την εξάρτηση σε συμφιλιώνει με το Μεγάλο! 
Δείτε λιγότερα

Αποσιωπητικά…

Δύσκολες μέρες, χωρίς χρονικό ορίζοντα λήξης. Μόνες σταθερές η πρόσθεση και η αφαίρεση. Αφαίρεση ελαφρύνσεων και πρόσθεση βαρών. Εν τέλει μια διαρκής αφαίρεση ζωής. Για όσους ακόμα, το παλεύουν, με ένα «α» στερητικό σε πρώτη χρήση, κάτι θα μείνει. Τι; το πιο πολύτιμο κομμάτι της ψυχής, που η αφαίρεση δεν το αγγίζει. Λίγη ψυχή, γιατί η υπόλοιπη κάλυψε μέρος των υποχρεώσεων.


Παραμονές Χριστουγέννων , θα μπορούσε, να γίνει η συνήθης αναφορά, όμως οι παραμονές, οι εορτές, τα έθιμα, πολλές φορές υπολείπονται των γεγονότων. Οι αναφορές σε σημαντικά γεγονότα συνοδεύονται, αν ο χρόνος συμμαχήσει, με κάποια Χριστούγεννα, με κάποιο Πάσχα και τούτα τα Χριστούγεννα, όπως και το περασμένο Πάσχα, μας το έκλεψε ο Κορωνοϊός. Η παραμονή των Χριστουγέννων συνδυαστικά με την πανδημία που αφήνει στο πέρασμά της χιλιάδες νεκρούς και πολύ περισσοτέρους κατεστραμμένους ζωντανούς, αποκτάει ιδιαίτερο συγκινησιακό χαρακτήρα.
Τα παραπάνω από ένα ακάλεστο παράπονο. Μόνο του ήρθε για να ζητήσει τα δίκια του. Για να δικαιολογήσει την ύπαρξη μου. Όχι, δεν μπήκε στον κόπο των λογαριασμών, αγνόησε το πάρε δώσε της συναλλαγής των συναισθημάτων, άλλωστε κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Ήρθε για να ενισχύσει την αμυντική λειτουργία, δίνοντας έμφαση στο κόμπο που πνίγει το λαιμό και σε κείνο το απροσδιόριστο βάρος στο στήθος. Και ξέρετε σ’ αυτές τις λεπτές ισορροπίες των συναισθημάτων, αρκούν δυο μάτια, τέσσερις λέξεις και μια σιωπή.
"Είναι ο πόνος, που όταν κρυώσει, ζητάει την απουσία. Είναι τα χέρια που συναντήθηκαν στον ίδιο ρυθμό. Είναι τα λόγια τα άγραφα, που κρύφτηκαν μέσα στις τρεις μεγάλες τελείες των αποσιωπητικών. Είναι αυτά που αντικατέστησες με την σιωπή και σημάδεψες με τρεις τελείες. Είναι αυτά που άφησες σε εκκρεμότητα. Τρεις μπάλες από λέξεις, που προσεχώς πρέπει να μπούνε σε σειρά. Τρεις τελείες χωρίς παύλα. Τρεις τελείες, που περιμένουν τη συνέχεια…

“Κουραστήκαμε να μαθαίνουμε αριθμητική με τις απώλειες”

Η υπομονή εξαντλείται τις τελευταίες μέρες. Πάντα συμβαίνει αυτό. Να φύγει! Να έρθει το νέο, το ελπιδοφόρο, το γεμάτο προσδοκίες και όνειρα. Πάλι από την αρχή, με την ψευδαίσθηση ότι και αυτή η στάση είναι αφετηρία. Με τις βαλίτσες γεμάτες μέχρι την επόμενη στάση που θα διαπιστώσουμε ότι το περιεχόμενο δεν είναι τίποτα άλλο από αέρα κοπανιστό.


Με αυτόν το αέρα πορευόμαστε χρόνια τώρα, προσποιούμενοι ότι κουβαλάμε το μεγάλο θησαυρό. Στο τέλος που αντικρίζουμε τον άνθρακα το γιορτάζουμε.

Είναι το παιγνίδι του χρόνου που μάθαμε να το παίζουμε, βαφτίζοντας τις στάσεις αφετηρίες και αντί για απογοήτευση στις ήττες, μας πλημμυρίζει πάντα ένα χαμόγελο αισιοδοξίας .
Έτσι παίζαμε εμείς με τον χρόνο. Εμείς οι όχι νέοι, οι όχι, παλιοί. Εμείς οι ανάμεσα, με το διστακτικό βήμα του νικημένου στρατιώτη.
«Αυτό που μας λερώνει γύρω μας είναι η ζωή και η πραγματικότητα. Ζητήσαμε εμείς τέτοια ένδεια αισθημάτων; Ονειρευτήκαμε εμείς την εξορία της ηθικής; Έτσι έγινε; Οι αγάπες που χάσαμε είναι όλα τα λεφτά ή εκείνες που δεν ήρθαν ποτέ;»
Χριστούγεννα και πάλι. Τελευταίες μέρες και αυτού του χρόνου. Ωραία φεύγουν τα χρόνια και σε απελευθερώνουν από το βάρος τους, για να πάρουμε και την αισιόδοξη άποψη. Οι απολογισμοί είναι το πρόβλημα, γιατί όπως και να το κάνουμε, δεν πρέπει να κάνουμε ταμείο; Οι χρόνοι είναι κάθετες γραμμές που περικλείουν ότι θυμόμαστε και ότι μας αρέσει, ακόμα και αυτά που μας πληγώνουν αλλά που χρειάζεται που και που να μπαίνουν στα έξοδα για να βγαίνει το υπόλοιπο χωρίς χρέη.
Ο χρόνος δεν μετράει για όλους το ίδιο, σε μερικούς αρκούν οι ισολογισμοί . Αρκεί το συν των υλικών για να είναι ευτυχισμένοι. Ο λόγος γι’ αυτούς που κρατάνε άρρηκτους τους δεσμούς με την παιδική αθωότητα και με μια σπίθα μπορεί ακόμα να πάρουν φωτιά, όχι για να καούν αλλά για να φωτίσουν.
Οι άλλοι; Έτσι και αλλιώς είναι καμένοι και δεν χρειάζεται φωτιά γι’ αυτό.
Χριστούγεννα και πάλι με την πανδημία να ψαλιδίζει ταπεινές επιθυμίες και να βάζει φρένο στην υπερβολή.

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

Καταναλωτική μανία και με click – away

Εδώ στην ερημιά μας, όσο και αν προσπαθούμε με ασκήσεις αποσυμπίεσης, μας ξεφεύγει κάπου το μυαλό και μας τρομάζει.


Μπορεί η κρίση σήμερα, να επιβάλει αυτοσυγκράτηση, και η πανδημία ψώνια με το σύστημα click – away, η μανία του καταναλωτισμού όμως ζει και βασιλεύει. Τρέχει ο κόσμος στην αγορά λες και ήρθε το τέλος. Και πώς να γίνει διαφορετικά αφού το μοντέλο που οδήγησε στην καταστροφή, επιμένει να διαφημίζει κινητά και αυτοκίνητα, μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων, όχι βεβαίως των αγαθών αλλά των χρημάτων.
Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ το 1977 μιλούσε για μια αυτόβουλη ενεργητική εγκράτεια. «Ο άκρατος ατομικός καταναλωτισμός παράγει μόνο διασπάθιση πλούτου και στρεβλώσεις της παραγωγής, αλλά πέραν αυτών και δυσφορία, αποπροσανατολισμό, δυστυχία». Φυσικά και δεν τον ακούσαμε και το χειρότερο, με μια κρίση στην πλάτη μας και μια πανδημία, ακόμα δεν βάζουμε μυαλό.
Διάβασα ότι ιός εξαπλώθηκε αστραπιαία εκεί που υπήρχε μεγάλη ανάπτυξη,
και μεγάλη διασύνδεση με άλλες χώρες και αυτό είναι πασιφανές. Ας μην ξεχνάμε ότι μας ήρθε από την Γιουχάν, μια σχεδόν διαστημική πόλη της Κίνας.
Θα μου πείτε, η γέννηση του ιού είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης; Όχι. Αλλιώς όμως κυκλοφορεί στο μικρο σπίτι στο λιβάδι, αλλιώς στον Ουρανοξύστη. Πού να τον πιάσεις στα ψηλά πατώματα.
Με τρομάζει η Γιουχάν, με τρομάζει το Ντουμπάι, με τρομάζουν τα φτηνά προϊόντα από την Κίνα. Τα κινητά που αλλάζουν μοντέλα κάθε μέρα, τα μπλουζάκια polo από το καλάθι, τα αυτοκίνητα πενταετίας. Με τρομάζει αυτή η παραγωγή που μας γεμίζει σκουπίδια, αυτές οι εργατοώρες, που πάνε στα σκουπίδια. Με τρομάζουν οι συσκευασίες που είναι πιο ακριβές από το περιεχόμενο. Τα προϊόντα μιας χρήσης.
Με τρομάζουν οι γιγάντιες ανώνυμες εταιρίες, εργοστάσια ολόκληρες πόλεις, καράβια νησιά, αυτοκινητοβιομηχανίες ρομπότ. Πλωτά ξενοδοχειακά συγκροτήματα. Τεράστιες αγορές, πολυκαταστήματα, σχολικά συγκροτήματα τύπου Γκράβας, ουρανοξύστες τρίδυμοι. Ο τρόμος είναι ακόμα μεγαλύτερος όταν βλέπεις αυτούς τους γίγαντες να καταρρέουν. Ποτέ αναίμακτα.
Έχω την αίσθηση ότι ο σημερινός κόσμος δεν υπάρχει. Μετά από χρόνια φαντάζομαι ότι δεν θα έχει σημεία αναφοράς. Αυτά που χαρακτηρίζουν κάθε εποχή, υπάρχουν για να μας τη θυμίζουν, η εποχή μας φροντίζει να σβήσει τα σημάδια της, τα στέλνει γρήγορα στις χωματερές. Η Παλαιά σκαλιστή κασέλα του παππού μου, ο κομμός της γιαγιάς μου, το σίδερο με τα κάρβουνα, ακόμα υπάρχουν. Τα σημερινά δεν υπάρχουν και όσα υπάρχουν σε ένα σημείο γράφουν την ημερομηνία λήξεως. Kαι είναι λίγες οι μέρες τους.
Ευελπιστώ ότι θα έρθει κάποια στιγμή που οι άνθρωποι θα καταλάβουν ότι πιο υπέροχο πράγμα από τον έρωτα, την αγάπη, το πάθος, τη ζωή, τις βόλτες και την δημιουργία, δεν μπορεί να υπάρξει. Όλα τα υπόλοιπα, όλη η προσπάθεια του ανθρώπου να αγοράσει ένα σούπερ μάρκετ και να το χώσει σε ένα ψυγείο θα είναι μάταιη…

“Και έρχεται η στιγμή ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις...”

Η διεύθυνση της εφημερίδας “Τα Νέα”, το περασμένο Σάββατο λογοκρίνει κείμενο της Έλενας Ακρίτα και για πρώτη φορά, ύστερα από 20 χρόνια συνεργασίας, δεν το δημοσιεύει. Την ίδια μέρα η δημοσιογράφος το αναρτά στο προσωπικό της λογαριασμό στο fb . Η ανάρτηση έχει πάρει μέχρι στιγμής 22.000 like και την έχουν κοινοποιήσει 10.000 χρήστες. Να σημειώσουμε ότι η κυκλοφορία της εφημερίδας στις 4/12 ήταν 11.080 φύλλα.


Οι εποχές έχουν αλλάξει, η δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έχει ξεπεράσει τα παραδοσιακά κέντρα επιρροής, δημιουργώντας ένα καινούργιο περιβάλλον στο χώρο της επικοινωνίας.
“Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις”, που τραγουδάει και ο Σαββόπουλος.
Δυνάμεις του κακού και στον παλιό και στο νέον κόσμο . Η διαφορά βρίσκεται στην συμμετοχή και στο νέο κόσμο δεν επιλέγουμε μόνο, έχουμε την δυνατότητα και να συμμετέχουμε. Το παρακάτω παλαιό και επίκαιρο:
Δυο κόσμοι και εδώ μέσα, όπως και έξω. Το θέμα είναι σε ποια πλευρά θα βρίσκεσαι. Δεν υπερβάλω και εδώ ένας πόλεμος γίνεται, με τις δυνάμεις του καλού και του κακού να δίνουν κάθε μέρα,κάθε στιγμή, μάχες σκληρές .
Πολλές φορές με την ευκολία που μας προσφέρει το μέσο, χάνουμε τον προσανατολισμό μας και χωρίς να υπάρχει πρόθεση, συντασσόμαστε από εκείνη την πλευρά, που όπως και στον πραγματικό κόσμο μόνο κακό θέλει να κάνει. Φυσικά και δεν διαφωνούμε με το δικαίωμα του καθενός να εκφράζει τη γνώμη του. Διαφωνούμε με την επιπολαιότητα, την προχειρότητα και τη βιασύνη, να γράψει κάτι για να υποστηρίξει ένα μοντέλο επικοινωνίας, που στην ουσία βιάζει την ίδια του την γνώμη. Αν ψάξεις λίγο πιο βαθιά μπορεί και να διαφωνήσεις ή και να αρνηθείς την υπογραφή σου. Το αποτέλεσμα ενός βιασμού, δεν μπορεί να είναι η γνώμη σου και σε πολλές περιπτώσεις αυτό το λάθος με την ακαριαία αναπαραγωγή του, πολλαπλασιάζει τους κινδύνους.
Ακούω σήμερα διαμαρτυρίες. Μα δεν φταίει αυτό καθ’ εαυτό το μέσο, το μέσο μας πάει μπροστά, αλλάζει με τρόπο περισσότερο δημοκρατικό την επικοινωνία. Οι χρήστες δίνουν το τέμπο και διαμορφώνουν το περιβάλλον. Οι χρήστες γίνονται χρήσιμοι ή επικίνδυνοι, το ίδιο όπως και στον έξω κόσμο.
Εδώ μέσα θα μείνω για να πολεμήσω. Εδώ κάθε μέρα μαθαίνω. Μαθαίνω στην πράξη πού κυλάνε τα ρυάκια της επικοινωνίας σήμερα, πώς μεταμορφώνεται το κείμενο από νήμα σε πολύτιμο ύφασμα.

Έχω καταλήξει: το διαδίκτυο με οδηγεί σε δικούς του δρόμους, με βάζει να γράψω διαφορετικά, έχοντας στα χέρια μου ένα οπλοστάσιο πληροφοριών που μου δίνουν την ευχέρεια της υπερκειμενικής γραφής, μου προσθέτει μουσικές, εικόνες και βίντεο, όλα αυτά που ενισχύουν και μεταμορφώνουν τις λέξεις
Με οδηγεί σε ανθρώπους, ενδιαφέροντες, που τους νιώθω κοντινούς ακόμη κι όταν λείπει η φυσική επαφή.
Προσυπογράφω την εκτίμηση που είχε κάνει ο Νίκος Ξυδάκης σε ένα παλαιότερο κείμενο... «την ώρα που η γλώσσα της αφήγησης, της κριτικής, του δημόσιου λόγου, ξεψυχάει στα ρηχά των μαζικών μέσων, στον πολτό του λάιφσταϊλ, στη μυρηκαστική πεζογραφία, στην ανία της ακαδημίας, την ίδια ώρα, εκεί, στα εφήμερα κηπάρια του Δικτύου, καλλιεργείται ένα στυλ που είναι προκλητικό, ερεθιστικό του νοός, σαγηνευτικό, τσιτωμένο στα κόκκινα». Μαθαίνω κάθε μέρα εδώ, αυτό κυρίως .
Αυτός είναι ο στίβος πλέον των μαχών της επικοινωνίας. Εδώ μέσα όσο περνάει ο χρόνος, οι δυνάμεις του καλού χρειάζεται να ενισχυθούν και να νικήσουν. Πριν αρχίσουμε τους αφορισμούς, ας διαλέξουμε πλευρά...

"Υπερασπίσου το παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα"

Και πέρυσι δεν περίσσευε η διάθεση. Εφέτος όμως...Είναι ξεχωριστά τα φετινά Χριστούγεννα. Δεν ξέρω αν έρθουν και χειρότερα.


Μεσημέρι Παρασκευής, με όλη τη μελαγχολία του απογεύματος της Κυριακής. Αυτό πρώτη φορά συμβαίνει. Συνήθως τις παραμονές χτυπούσε το κουδούνι του διαλείμματος, τα προβλήματα έπαιρναν τον αναγκαίο χρόνο της παράτασης, για μετά τις εορτές Σήμερα το πριν και το μετά μια ευθεία και εμείς στο τραίνο χωρίς μηχανοδηγό.
Παραμονές Χριστουγέννων και γιορτές αγίων πολλές. Για άλλη μια χρονιά θα βρούμε τον τρόπο να ξεχάσουμε, τη σκληρή πραγματικότητα, και από κεκτημένη ταχύτητα που υπαγορεύει η δύναμη των εθίμων, έστω και με τα ψέματα , έστω και με παραμύθια, να μεταθέσουμε τις δυσκολίες για μετά. Να ‘ναι καλά τα βιβλία που με έφεραν όσο πιο κοντά γίνεται στο παραμύθι, γιατί σ’ εκείνες τις ηλικίες το ψεύδος του παραμυθιού μπορεί να στηρίξει όλη τη μελλοντική σου ισορροπία. Γιορτή σημαίνει ανάμνηση, για όλους εμάς που έχουμε παρελθόν. Για τα παιδιά είναι διαφορετικά, ζουν το παρόν το μέλλον ευτυχώς δεν το γνωρίζουν. Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε από το να πορευτούμε μαζί , από το να δείξουμε κατανόηση, από να γίνουμε και μεις για λίγο παιδιά. Τα βλέπω να γελούν με μια αθωότητα που ομολογώ είχα ξεχάσει και σκέφτομαι, όση καταστροφή και αν πίνουμε, δεν τέλειωσε ο κόσμος. Απέναντι μας γίνονται οι καθρέπτες που αποφεύγουμε, γίνονται η αντανάκλαση της νεότητας μας. Μας ανακαλούν στην τάξη των αισθημάτων, που πέρασαν πίσω από τις υποχρεώσεις. Γίνονται οι τύψει και η μετάνοιά μας συγχρόνως.
“Ατελείωτο του ήλιου το κυνήγι" λέει ένα τραγούδι και άμα σταματήσεις χάθηκες. Έτσι είναι αγαπητή μου φίλη που το σχολιάζεις. “Το σκοτάδι παραμονεύει. Μεταθέτεις συνέχεια τους προορισμούς για να συνεχίζεται το ταξίδι, για να κινείτε η ζωή, να έχει φόρα η καρδιά και καύσιμα το μυαλό. Ατελείωτο του ήλιου το κυνήγι, για όσους σκαλίζουν ακόμα στον πηλό καράβια και χελιδόνια, για εκείνους που τρέχουν αενάως κυνηγημένοι και κυνηγοί ταυτόχρονα. Εμείς που συνηθίσαμε να ξεκουραζόμαστε στην σκιά ενός Ονείρου, θα συνεχίσουμε. Και αλήθεια σας λέω δεν πρόκειται να νοιώσουμε χειρότερα…” Ακόμα τριγυρνάω στο Εδώ. Στο Εκεί... ελπίζω

Αλλιώς... Καλησπέρα σας...

Δεκέμβρης. Χειμώνας. Χριστούγεννα. Τι να γεννηθεί μετά από μια τέτοια χρονιά; Μέσα από τη γρίλια σχήματα φωτός εξασθενημένα καλωσορίζουν τη σιωπή. Πριν η άχαρη νύχτα πέσει μπροστά μου, ανασαίνω την συμφωνία όλων των χρωμάτων, την αίθρια σύνθεση του δειλινού. Άνοιξα το παράθυρο, για να μ’ ακούσει το μέλλον: Τίναξα από τα μάτια μου τη χρυσόσκονη για να μπορέσω να δω και πίσω απ΄ τη βιτρίνα. Το ραδιόφωνο το βιολί του . Τι θέλεις Κυρία μου τέτοιες ώρες . Μη ξύνεις πληγές:


“Αχ μωρέ μ’ αυτά τα πιστεύω, μεγαλώσαμε και τώρα δεν βρίσκουμε καταφυγή πουθενά. Οι άγριες επαναστάσεις που ονειρευτήκαμε, όχι μόνον δεν έγιναν ποτέ, αλλά μας έκαναν και γραφικούς στις νεότερες γενιές, που έχουν μητρική γλώσσα τα αγγλικά κι ας τις στέλνουμε σ’ ελληνικά σχολεία. Ζουν για να βαριούνται, ξενυχτώντας άσκοπα στα κλαμπ. Κι εμείς μια φορά το μήνα σιδερώνουμε τις τρύπιες μας σημαίες και τις τυλίγουμε με καμφορά να μην τις φάει ο σκόρος, να μην τις φάει ο χρόνος, να μην τις φάει η λησμονιά. Που ξέρεις…. κάποτε… ενδεχομένως…. ένας χαρισματικός και γενναίος άνθρωπος να βρει το θάρρος και να ξεκινήσει την Ιστορία από την αρχή. Αλλιώς. Καλησπέρα σας.”
Αφήστε μας Κυρία μας στις ουτοπίες μας που ζωντανεύουν εδώ στο ανοιχτό παράθυρο.
Καλησπέρα σας. Που είχαμε μείνει;
“Τι να φταίει άραγε; Μπορεί να φταίει η μοίρα μας, που διαρκώς αναζητεί την δυστυχία, άλλωστε τα χωρίς λόγο δάκρυα, από το θάμπος του ήλιου, λίγες στιγμές μας τα χαρίζουν. Μπορεί να φταίει και εκείνο το παιδικό παιγνίδι του Θεού με τον πηλό. Μας έβαλε σε μπελάδες, έπαιξε με τα χώματα και αποκοιμήθηκε. Το αποτέλεσμα το ζούμε. Όταν ξύπνησε, ήταν αργά, αρκέστηκε σε μια ακόμη εντολή, την 13η ο Μωυσής αρνήθηκε να την ανακοινώσει. “ Μην παίζετε με τα χώματα” του είπε.
Η εποχή, μας θέλει καθιστούς και ακίνητους μπροστά στην τηλεόραση, μας θέλει αραχνιασμένους και κλινικά νεκρούς, να δουλεύουμε, να πληρώνουμε, να ψηφίζουμε. Μας θέλει με τις λιγότερες δυνατόν κινήσεις. Η ανάγκη θα μας οργανώσει και πάλι. Ο χρόνος θα κυλήσει στην ώρα του, θα αρχίσει να μετράει κανονικά και οι εικόνες θα έχουν διαπεραστικά χρώματα. Τον κρατάω τον χρόνο εδώ φυλακισμένο, μην αναλωθεί άσκοπα σε τούτο το βαθύγκριζο τοπίο.
Να σηκωθούμε επιτέλους όρθιοι να περπατήσουμε, αυτό από μόνο του σήμερα, αποτελεί πράξη αντίστασης, μπορεί βέβαια να μην είναι κατά της αρχής, σίγουρα όμως είναι κατά του τέλους μας.

Ε! λοιπόν δεν είναι αλήθεια



Δυστυχώς η καινούργια μου τηλεόραση, τις περισσότερες μέρες μένει κλειστή. Κρίμα, τέτοια ευκρινής εικόνα, τέτοια ζωντανά χρώματα να τα τρώει το σκοτάδι. Χθες την άνοιξα να δω αν λειτουργεί. Χειρότερα απ' ό,τι τ΄ άφησα.
Το παρακάτω έρχεται στην επιφάνεια κάθε φορά που αναγκάζομαι να την κλείσω…
Μπορεί κάποια στιγμή να απαλλαγούμε από τα σκουπίδια, από τα άλλα σκουπίδια όμως πως; Αργυρώνητοι, αλλάζουν αγαπητικούς σαν τις «πουτάνες» και δεν διστάζουν να επιστρέφουν σ’ αυτούς που έχουν ξεφτιλίσει αρκεί η πρόσκληση να έχει το χρώμα του χρήματος.
Έγραφα παλαιότερα , γι’ αυτό το τηλεοπτικό σκουπιδαριό που μας πνίγει, επιχειρώντας να συγκρίνω το πρόβλημα, με το πρόβλημα της διαχείρισης των απορριμμάτων.


«Ο μικρός στρουμπουλός χιτλερούλης, μεγάλωσε, δυνάμωσε, με την δική μας συνδρομή και τώρα απειλεί να μας κατασπαράξει».
Αχόρταγοι, άπληστοι, αδίσταχτοι, μεσάζοντες, σε αλληλοσπαραγμούς, που δανείζονται δύναμη από τους εκάστοτε ισχυρούς πελάτες τους, για να την χρησιμοποιήσουν, εναντίον αυτών που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους.
Το κακό παράγινε και δεν έχει τα χαρακτηριστικά του παρελθόντος. Οι δοσίλογοι κάλυπταν το πρόσωπο τους, όταν παρέδιδαν τους πατριώτες στον εχθρό. Αυτοί καλύπτονται πίσω από παραποιημένους ρόλους και ρουφιανεύουν μαζικά, ακουμπώντας στην εγκυρότητα του μέσου. «Το άκουσα στην τηλεόραση» επικαλούνται οι τηλεθεατές, «άρα είναι αλήθεια». Ε! λοιπόν δεν είναι αλήθεια. Πόσες φορές δηλαδή, πρέπει να δούμε το έργο, για να σχηματίσουμε ένα μέτωπο αντίδρασης απέναντι τους; Η το έχουμε δει τόσες πολλές φορές που πιστέψαμε ότι έτσι πρέπει να είναι;
Τι κάνουμε; Δυστυχώς, τίποτα από ότι συμβαίνει γύρω μας δεν μας εμπνέει την έξαρση κάποιας δράσης. Και εγώ εκεί που χρησιμοποιούσα κοφτές προτάσεις και τελείες, γέμισα μακρινάρια και ερωτηματικά. Ο κόσμος αισθάνεται απογοητευμένος, ταπεινωμένος και εξαπατημένος απ’ όλες τις μεριές. Μια ανυπόφορη ψευδολογία που δεν ξεγελά πια κανένα.
Για άλλη μια φορά θα μαζέψω τα κατεστραμμένα σκηνικά της φαντασίας μου και θα προσαρμόσω το όνειρο επάνω σε κρανίου τόπο.
Έχω ανάγκη να πιαστώ από κάποια φαντασίωση. Δεν μπορώ να παραδεχτώ πως τούτη η φτηνή και ηλίθια πραγματικότητα είναι η τελική μου μοίρα. Δεν μπορεί να εξαντλήθηκαν τα όρια μου, πρέπει πάλι, έστω με κάποιο ψέμα να κινήσω την προσοχή μου, να ερεθιστώ.
Είναι ασφαλέστερες οι ψευδαισθήσεις απ’ αυτήν την πραγματικότητα

Σε κάθε λίμνη, η σελήνη λάμπει, γιατί ζει ψηλά

Είχε γραφτεί για μια μέρα σαν τη σημερινή το παρακάτω , μόνο που σήμερα δεν είχα τη τύχη να βρω, μπροστά μου ένα φίλο.


Είναι κάτι μέρες που στις φυλάει Θεός. Όλα μαζεμένα. Τρέχεις και δεν φτάνεις, απελπίζεσαι και αφού είναι αδύνατο να αντεπεξέλθεις στη υπερφορτωμένη καθημερινότητα, εύχεσαι να γλιτώσεις τα χειρότερα. Πάλι καλά, ούτε έμφραγμα, ούτε εγκεφαλικό.
Μια τέτοια μέρα η σημερινή. Στον απόηχο της, συναντήθηκα στο δρόμο με ένα φίλο μου. «Συγκινήθηκα με το σημερινό σου κείμενο» μου είπε.
«Έτσι σε κάθε λίμνη, ολόκληρη, η σελήνη λάμπει, γιατί ζει ψηλά»
Έτσι ένοιωσα και αλάφρωσα από όλα εκείνα τα άχρηστα βάρη. Ψήλωσα και έλαμψα. Αφού κατάφερα να συγκινήσω ένα άνθρωπο, που από την πρώτη ματιά δεν φαίνεται ευάλωτος. Αφού κατάφερα να ανακαλύψω έναν άνθρωπο και από μια άλλη οπτική γωνία. Αφού έγινα αφορμή εξόδου δυνατών συναισθημάτων, που συνήθως καταχωνιάζουμε για να μην δηλώσουμε αδυναμία, ελάχιστα σκοτίζομαι που δεν κατάφερα να διεκπεραιώσω, όλο εκείνο το χάρτινο βουνό των υποχρεώσεων, που πριν από αυτή τη συνάντηση με είχαν φέρει στα όρια μου.
«Εδώ στου δρόμου τα μισά που έχουμε φτάσει, φίλε, τα πράγματα είναι οριακά. Η ζωή πίσω μας, έχει χαλάσματα. Η ζωή μπροστά μας έχει την ηλικία των παιδιών μας, το θέμα είναι έχει το σχήμα των ονείρων μας; Κλείσαμε πολλές υποθέσεις βιαστικά, βγήκαμε σε άγριες θάλασσες και επιστρέψαμε ζωντανοί, δώσαμε το χρόνο μας αντιπαροχή, για μια ασφαλή αγκαλιά. Πόσο πόνο έχει ακόμα; Δεν ξέρω, αν το ήξερα, θα είχαμε ξοφλήσει και τα πανωτόκια και θα τρέχαμε ξένοιαστοι με τις μηχανές μας, στα τοπία που μας νοιάζονται».
Δύο ώρες πριν, αν οι δρόμο είχαν συνεννοηθεί και οι παράλληλοι, προσποιούνταν ότι τέμνονται, θα είχα ξεφορτωθεί, αυτό το χάρτινο βουνό από τα άχρηστα, γιατί φίλε μου, εκείνη η στιγμή της συγκίνησης είναι τελικά αυτό που μετράει. Τα υπόλοιπα ασκήσεις γυμναστικής.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Δεν νυχτώνει. Νύχτωσε...

Τι εμμονή και αυτή των ανθρώπων, στο παρελθόν και στις οικείες καταστάσεις. Τι εγωιστική προσήλωση στις παλιές πληγές, στην πλήρη υποταγή, στα παλιά τραύματα, στο φόβο του θανάτου – κατά συνέπεια, στον φόβο της ζωής. Διότι κάθε γέννηση προϋποθέτει και ένα θάνατο. Του παλιού χρόνου για να έρθει ο καινούργιος, της παλιάς αγάπης για να γεννηθεί ένας καινούργιος έρωτας. Του ψεύτικου εαυτού μας για να αναδυθεί από μέσα μας ο αληθινός. Αυτό το τελευταίο σηκώνει συζήτηση...




Για να ξεχάσεις τον εαυτό σου πρέπει πρώτα να έχεις. “Κι όταν σε τρώνε οι δρόμοι, τα πολυκαταστήματα και η τηλεκατευθυνόμενη ενημέρωση, δεν έχεις εαυτό, δεν έχεις είναι, είσαι ένα μόρφωμα με σάρκα και οστά που μιλάει κινείται πράττει όντας απόν από την ίδια του τη ζωή”, μου υπενθυμίζει η αγαπημένη ραδιοφωνική φωνή. Να πεις καταστρέφω τον εαυτό μου -το ακούω. Να πεις τον παραμελώ -το δέχομαι, να πεις τον πετάω στα σκυλιά ή τον στριμώχνω στον πάτο ενός μπουκαλιού που προηγουμένως οικειοθελώς άδειασα στο στομάχι μου, μη σας πω ότι το απολαμβάνω κιόλας. Το «ξεχνάω τον εαυτό μου», δεν περνάει με τίποτα εδώ. Κι εντάξει, ζωή είναι και θα περάσει αλλά είναι κρίμα καθώς θα περνάει απέναντι να μην αφήσει πίσω της ούτε ένα δακτυλικό αποτύπωμα. Στην άσφαλτο. Ή στην καρδιά ενός ανθρώπου.”

Πως είναι δυνατόν να ξεπουλήσει κάποιος τον εαυτό του, εάν είναι ανύπαρκτος; Προδίδει κανείς μες την ακινησία του; Μπορεί κάποιος να κάνει επανάσταση ανενόχλητος για μια ζωή; Αλλάζοντας η μένοντας ίδιος ξεπουλάει κανείς τον εαυτό του; Κι όταν εμείς αλλάζουμε εξακολουθούμε να έχουμε το ίδιο ασάλευτο παρελθόν;
Παιγνίδια με τον χρόνο τα παραπάνω και τα ερωτηματικά, βάση για μια πορεία, που θα οδηγήσει τα βήματα μας πέρα από το σκοτάδι.
Για το χρόνο λοιπόν, που μονίμως μας παίζει κρυφτούλι και αδιάκοπα πονά.
Υπάρχει άνθρωπος που νικά το παρελθόν του;
“Και είναι το παρελθόν μαχαίρι που πονά. Ακόμα κι όταν εσύ έχεις φροντίσει να βγεις επιτέλους από την πληγή, ο πόνος είναι εκεί και η ουλή, όπως ο πόνος στο πόδι του ανάπηρου, ακόμα και αν το πόδι λείπει”

Που να φανταστώ

Εσύ δεν πρέπει να κάθεσαι στο 2012, να πας στο ΄20 που εκπνέει, είπα σε ένα παλαιότερο κείμενο. Να πας στο ’20 που μας έχει κλεισμένους μέσα, φοβισμένους και απογοητευμένους. Που να φανταστώ και εγώ οκτώ χρόνια πίσω, ότι εκείνα τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας ήταν αληθινά.


Όσο και αν προσπαθώ, δεν μπορώ να αντικαταστήσω τις λέξεις, ούτε και τη διάθεση. Τι πάει να πει παράπονο, μόνο με τον εαυτό μας κολλάει αυτή η λέξη, παράπονο που δεν αφήσαμε την αύρα να μας διαπεράσει και έμεινε η υγρασία να μας οδηγήσει στην μιζέρια. Παράπονο που δεν τινάξαμε με δύναμη το κεφάλι μας και αφήσαμε όλα αυτά τα ενοχλητικά έπεα πτερόεντα να μας ζαλίσουν τον έρωτα.
Κάθε αλλαγή του χρόνου γράφεται με παρουσίες και απουσίες, η σκέψη τρέχει διαρκώς στις άδειες θέσεις στο τραπέζι, στον χρόνο που μας καταπίνει.
Με μειονέκτημα ξεκινάμε αλλά είμαστε ακόμα στην αρχή. Όλος ο χρόνος μπροστά μας. Και ό,τι ήρεμο, δεν είναι πάντα όμορφο και εύκολο να διαχειριστεί. Πνίγει!
Δυστυχώς κουβαλάμε την ποινή λες και έχουμε υποπέσει στο προπατορικό αμάρτημα. Φορτωμένοι συμβιβασμούς, σε μια εύθραυστη ισορροπία, που να πάμε; Είναι ασφαλέστερες οι ψευδαισθήσεις απ’ αυτήν την πραγματικότητα.
Τελειώνει ο χρόνος και μας τελειώνει. Πολλά μαζεμένα αυτές τις τελευταίες μέρες , με αναμονές και προσμονές, που επιμηκύνουν το διάστημα, σχεδόν το ακινητοποιούν. Βγήκα στη ταράτσα του σπιτιού μου, που δεν τη στολίζουν πολύχρωμα λαμπιόνια των ημερών. Απέναντι φωτισμένα μπαλκόνια με χαρούμενη μουσική απ’ τα κινεζικά φωτάκια που τραγουδούν χαζά, χριστουγεννιάτικους ρυθμούς της κατανάλωσης. Γελάω με την εικόνα, για να μην αφήσω τη ζήλια να εκδηλώσει καμία αξίωση. «Θέλω να μείνω μόνος». Επακόλουθο, μιας αμυντικής λειτουργίας, με τον εγωισμό να θριαμβεύει. Τη μάχη απέναντι σε όλους τους άλλους, που μου φταίνε, πάντα με ένα πικρό παράπονο την κερδίζω, όπλο δοκιμασμένο και αποτελεσματικό. Η όποια φωνή αυτοκριτικής, που επιχειρεί να ψελλίσει κάτι, πνίγεται εν τη γενέσει της.
Μόνο του ήρθε το παράπονο. Ακάλεστο. Για να ζητήσει τα δίκια του. Για να δικαιολογήσει την ύπαρξη μου. Ήρθε για να ενισχύσει την αμυντική λειτουργία, δίνοντας έμφαση στο κόμπο που πνίγει το λαιμό και σε κείνο το απροσδιόριστο βάρος στο στήθος.
Δεν έχει σημασία πως, δυνατός ή ηττημένος, πικραμένος ή χαρούμενος. Σημασία έχει ότι μ’ αυτά και μ’ αυτά, κατάφερα να μείνω μόνος εδώ στο κέντρο της ταράτσα μου, στο κέντρο του κόσμου.
Και συνεχίζει το παράπονο να γκαζώνει, να τα σκεπάζει όλα σαν δέκα μέτρα χιόνι. «Θέλω να μείνω μόνος», ούτε λαμπιόνια, ούτε αστέρια, ούτε Χριστούγεννα. Τι να γεννηθεί από έναν;

«Υπάρχει ελπίδα αρκεί να πονέσουμε ξανά»

Ό,τι μας πόνεσε, έχει αφήσει το σημάδι του και είναι σαν ένα παλιό τραύμα που το κουβαλάμε μια ζωή. Πάντα θα βρίσκεται η ευκαιρία να μας πονάει.
Είναι ο πόνος τελικά το υπέρτατο συναίσθημα και όταν θέλουμε να μετρήσουμε την αγάπη εξαντλώντας τους αριθμούς και φτάνοντας μέχρι τον έβδομο ουρανό, ο πόνος είναι από εκεί και πάνω. Ο πόνος κάνει την διαφορά και ορίζει την κατάσταση.


«Η μονή ελπίδα μας, είναι να βγάλουμε την ψυχή μας από το μπαούλο. Μόνο έτσι θα μπει φρένο στο τρεχαλητό του μυαλού μας. Το μυαλό είναι ένα σκυλί που αν δεν το δέσεις από την ψυχή ικανοποιεί τις επιθυμίες του όπως τα ζώα. Άρα οδηγεί τον άνθρωπο με ιλιγγιώδη ταχύτητα στον θαυμαστό κόσμο των ζώων. Υπάρχει ελπίδα, αρκεί να πονέσουμε ξανά», γράφει, Οκτάβιο Πας. Και να πεινάσουμε και να διψάσουμε και να κρυώσουμε και να ζεσταθούμε και να νυστάξουμε και να κουραστούμε και να ερωτευθούμε. Να αισθανθούμε επιτέλους την ανάγκη για να χαρούμε πραγματικά, όταν καταφέρουμε να την ικανοποιήσουμε.
Θύματα της καταναλωτικής μανίας, κινδυνεύουμε να μετατραπούμε σε «τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας». Η απόλαυση των καθημερινών αναγκών πνίγεται στα «πρέπει». Πρέπει να φάμε να πιούμε να κοιμηθούμε να κάνουμε έρωτα. Δεν πρέπει να κρυώσουμε, δεν πρέπει να ζεσταθούμε. Μα πως θα ζεσταθούμε αν δεν κρυώσουμε και πως θα δροσιστούμε αν δεν ζεσταθούμε; Πνίγουμε τις ανάγκες μας πριν γεννηθούν, ανάβουμε το κλιματιστικό πριν ζεσταθούμε και το καλοριφέρ πριν κρυώσουμε.

Περιμένοντας ψες το βράδυ τον Μορφέα, ύστερα από μια κουραστική μέρα ένοιωσα την αγαλλίαση της ανάγκη του ύπνου, αυτού που έρχεται και σε τυλίγει και εσύ παραδίνεσαι με την ασφάλεια μιας άλλης εποχής. Της εποχής που ο χρόνος είχε εποχές. Μιας εποχής που νοιώθαμε τη δροσιά του αέρα αλλά και τ’ αγιάζι, που έβγαινε ο ήλιος στην ώρα του, που τα καλοκαίρια ήταν καλοκαίρια. Κλεισμένη στη γυάλα, όχι με τα χρυσόψαρα αλλά με τους καρχαρίες, προστατευμένοι, τυλιγμένοι σε κύματα κλιματισμού, με αδρανοποιημένες τις αισθήσεις έχουμε την ψευδαίσθηση ότι ικανοποιούμε τις ανάγκες μας, αυτές που δεν τους δίνεται η ευκαιρία να εκδηλωθούνε πια. «Υπάρχει ελπίδα αρκεί να πονέσουμε ξανά». 

Πρέπει να βάλεις φωτιά και να την κάψεις

Και τις γιορτές με τις περασμένες τις ζούμε. Με εκείνες τις απόλυτες στιγμές που ζήσαμε. Με την αθωότητα και την αλήθεια.


Όμως: «Κι όσες σελίδες κι αν γεμίσεις,
πάντα, σ’ εκείνες τις άγραφες θα ζεις…»
Για τις άγραφες σελίδες όλη αυτή η αγωνιώδης προσπάθεια. Για τις αφιερώσεις με αόρατα γράμματα στην πρώτη λευκή σελίδα του βιβλίου. Πρέπει να βάλεις φωτιά και να την κάψεις, δεν αντέχει άλλο να μένει λευκή. Πρέπει να βάλεις φωτιά, για να δεις τα σημάδια. Να δεις τα μυστικά, να δεις όλα αυτά που η εποχή μας έκλεψε. Αυτά που οι προϋπολογισμοί απαγόρευσαν να δουν το φως του ήλιου. Αυτά που κρύφτηκαν φοβούμενα, μην καταλήξουν σε ξένα χέρια. Αυτά που ενώ έχει σβήσει η φωτιά, σου καίνε τα μάτια.
Οχι δεν χρειάζονται εκπτώσεις. Η στιγμή τα θέλει όλα, για να μπορεί κάποτε να μνημονευτεί. Η μιζέρια τη σβήνει από το χάρτη.
Για τα βιβλία τα γραμμένα και τα άγραφα ο λόγος
Για τα γραμμένα...Τα ανθρώπινα ίχνη, δίνουν μια ζεστασιά, κάνουν εκείνον που πιάνει το βιβλίο στα χέρια του δεύτερος, να «γνωρίσει» κάτι από εκείνον που το έπιασε πρώτος. Είναι σαν να αγγίζονται, να συναντιούνται.
Για τα άγραφα…
Τώρα ζούμε το παρόν και ελπίζουμε ότι η επόμενη σελίδα να γραφτεί με γράμματα καθαρά και ευανάγνωστα…

Για να αντέξω

Δεν θα συνεχίσω με όλα αυτά που μας πληγώνουν. Θα τα θυμόμαστε αυτά τα χρόνια από το ’10 έως το ΄20. Θα τα μνημονεύουμε σαν ένα μελανό χρονικό σημείο της ιστορίας, που υποθήκευσε το μέλλον.

Τι άλλο θα ζήσουμε… και δυστυχώς αυτό που ζούμε δεν είναι πόλεμος, ο πόλεμος έχει αρχή και τέλος. Έχει συμμετοχή, έχει μάχες έχει νίκες και ήττες. Έχει προ και μετά. Συντρίμμια και ανοικοδόμηση. Ο πόλεμος έχει μετρήσιμο χρόνο. Η λήξη του πολέμου, σε βρίσκει στην αφετηρία για μια νέα αρχή, δύσκολη όπως κάθε αρχή, αλλά και ελπιδοφόρα.
Σήμερα μια οικονομική κρίση που συνεχίζεται και ας μιλούν περί του αντιθέτου και μια πανδημία εν εξελίξει. Τίποτα δεν είναι πιο τρομακτικό μπροστά στο απροσδιόριστο του χρόνου, ό,τι ανοίγεται μπροστά μας έχει ήδη υποθηκευθεί.
Ζούμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Οι βεβαιότητες του παρελθόντος, έμειναν για να νανουρίζουν τις ώρες των διαλειμμάτων. Εδώ στην ερημιά μας, όσο και αν προσπαθούμε με ασκήσεις αποσυμπίεσης, μας ξεφεύγει κάπου το μυαλό και μας τρομάζει.
Είναι μέρες που με βασανίζει: θα κυκλοφορούμε σαν αστροναύτες πλέον στη γη; Η μάσκα θα γίνει απαραίτητο αξεσουάρ όχι για τα καρναβάλια αλλά για κάθε μας έξοδο;
Ας επανέλθουμε από εκεί που ξεκινήσαμε και ας ψάξουμε να βρούμε όλα αυτά που μπορούν να μας κρατήσουν δυνατούς. Αυτές τις μέρες διαβάζω ένα αισιόδοξο βιβλίο «Ο ευαίσθητος εαυτός» τουBoris Cyrulnik, όχι για να ξεχάσω αλλά για να αντέξω.


“Δίχως νόημα ύπαρξης, η ζωή γίνεται αδιάβατη. Αποδεικνύεται έρημος.
Η ανάκαμψη δεν είναι ουτοπία”, υποστηρίζει ο συγγραφέας και ψυχίατρος. Στηρίζοντας ολόκληρο το βιβλίο στο τι είναι τελικά, αυτό που κάνει άλλους ν’ αντέχουν και κάποιους άλλους να καταποντίζονται στα τάρταρα και να χάνονται.
Η μαγική έννοια της ανθεκτικότητας, ευθύνεται για όλα αυτά.
Και «ανθεκτικότητα» σημαίνει τη δυνατότητα που έχει ένα πρόσωπο αντιμέτωπο με οδυνηρές καταστάσεις να κινητοποιεί μηχανισμούς άμυνας που του επιτρέπουν να απορροφήσει το σοκ, να ανταπεξέλθει και να αντλήσει από αυτό οφέλη.
Και επειδή «γράφουμε με αυτό που είμαστε» το βιβλίο του είναι ακριβώς αυτό: φαναράκι που υποδεικνύει με τον πιο μεταξωτό τρόπο, το πώς θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε την οδύνη. Τα χρειαζόμαστε αυτά τα στηρίγματα στις δύσκολες μέρες που βιώνουμε. 

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Σήμερα σιωπή

Μαχαιριά η είδηση, συντάραξε τη τοπική κοινωνία. “Κόπηκε το νήμα της ζωής για ένα δεκατετράχρονο αγόρι που προσπάθησε να διασχίσει την εθνική Παλαιοκαστρίτσας.”Εσείς οι όψιμοι εμπειρογνώμονες σκάστε. “Φταίει ο χαμηλός φωτισμός, η στροφή, η ταχύτητα, η ομίχλη, η κακοτεχνία του δρόμου, και χίλια άλλα.” Σήμερα, θρηνούμε. Τα παρακάτω άηχα τα επαναλαμβάνω σε τέτοιες ώρες που τα λόγια είναι περιττά.


Η αντίσταση στον πόνο κτίζεται με πέτρες σιωπής, όχι για να περάσει, αλλά για να μη δραπετεύσει το μυαλό και το κλάμα το κάνει γέλιο. Έτσι η ζωή συνεχίζεται και κτίζει πάνω στα χαλάσματα, σε μια αέναη διαδικασία, που η ιστορία επαναλαμβάνει.
Δεν γράφω σήμερα για να διαβάσετε, δεν γράφω για να καταλάβετε, σαν άσκηση παραμιλητού, παυσίπονο για τα κακά παιγνίδια που η ζωή σκαρώνει να το εκλάβετε.
Είναι το παραμιλητό της σιωπής, δεν έχω ανοίξει το στόμα μου. Αποτυπωμένη αμηχανία το αποτέλεσμα, όπως η μουτζούρα με εκείνα τα ακανόνιστα σχήματα όταν παιδεύουμε το χαρτί και το μολύβι. Όταν χαμηλώνουμε τα μάτια για να δούμε το αποτέλεσμα, βλέπουμε ένα κόσμο μπερδεμένο, οι γραμμές γίνονται σχήματα κανονικά, παίρνουν μορφές ανθρώπινες γίνονται θάλασσες και στεριές. Γίνονται παιδικά παιγνίδια στις λεωφόρους της ζωής. Αν υπάρχει Θεός, κάπου είναι κρυμμένος. Για να κλάψει. Ή για να ντραπεί.
Όταν η πουτάνα η ζωή τα φέρνει έτσι, και δεν υπάρχει και Θεός να του τα πεις, πας σε χρόνους ανώδυνους προσπαθώντας να σβήσεις ό,τι αγάπησες εκ των υστέρων... Πριν λίγα χρόνια δεν είχε γεννηθεί. Η προσπάθεια να σβήσεις το χρόνο και να συνεχίσεις από κει που έμεινες, δεν είναι εύκολη, αναγκαία όμως πριν την τρέλα.
Ύστερα και να ζήσει; Σιγά το πράγμα. Στοιβάζεις το ένα πρόβλημα πάνω στο άλλο, αναιρείς τη χαρά της ζωής, γιατί δεν σε συμφέρει και λυπάσαι για τη ζωή.
Και αν δεν σου φτάνει λύπη δανείζεσαι για να κτιστεί η λήθη στέρεα και να αντέξεις.
Ποιος Θεός και ποιος Διάολος μπορεί ν’ έχει βάλει το χέρι του. Κανένας δε μπορεί. Γιατί κανένας δεν θα άφηνε τον άλλο. Είναι αυτό που λέμε «δεν το θέλει ούτε ο Θεός ούτε Διάολος», μόνο που δεν είναι τόσο ισχυροί για να το αποτρέψουν.
Όταν η πουτάνα η ζωή τα φέρνει έτσι, τι να πιστέψεις…

Το έργο του Σπύρου Αλαμάνου 

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Και αύριο θα υπάρχουμε

Τελευταίες μέρες του χρόνου που φεύγει, χωρίς δυστυχώς να μας απελευθερώνει. Οι χρόνοι είναι κάθετες γραμμές που περικλείουν ότι θυμόμαστε και ότι μας αρέσει, ακόμα και αυτά που μας πληγώνουν αλλά που χρειάζεται που και που να μπαίνουν στα έξοδα για να βγαίνει το υπόλοιπο χωρίς χρέη. Κάπως έτσι είναι η λογική σειρά, κάπως έτσι συνέβαινε, σήμερα μέσα σε αυτόν τον παραλογισμό, η μεταφορά υπολοίπου μας έχει δεσμεύσει, όχι μόνο για το χρόνο που έρχεται, αλλά για μια ζωή. Από όσο θυμάμαι μια ζωή, αυτός Λαός θυσίες κάνει, χωρίς ακόμα να κατορθώσει να έχει την εύνοια των θεών. Δεν είναι η απαισιοδοξία που με οδηγεί σ’ αυτήν την διαπίστωση, είναι η πραγματικότητα που τη βιώνουμε αισιόδοξα. «Έχει θεός», για το αύριο και κάπως έτσι περνάμε τις μέρες, τσιμπολογώντας.


Η ανακύκλωση των προβλημάτων, η μάχη της καθημερινότητας, οι προσωρινές λύσεις, μας έχουν καταδικάσει σε μια διαχείριση του σήμερα, χωρίς επιπλέον δυνάμεις και δυνατότητες.
Ένα οικοδόμημα χωρίς θεμέλια, που μοιάζει περισσότερο με ημιυπαίθριο, που να στηρίξει το μέλλον, πώς να σταθεί αλληλέγγυο στις γενιές που έρχονται.
Τα καταφέραμε και φέτος, για του χρόνου… « Έχει ο Θεός»
Αφού ακόμα τριγυρίζουμε γύρω από τον Παρθενώνα, το κάθε αύριο γίνεται σήμερα και είμαστε εδώ, αισιόδοξοι για το θαύμα που δεν θα γίνει μιας και από μόνοι μας είμαστε ένα θαύμα!
Είναι θαύμα ότι υπάρχουμε σαν χώρα σήμερα. Και αύριο θα υπάρχουμε ακόμα και χωρίς την βοήθεια των Θεών…Και αφού θα υπάρχουμε, τι άλλο μπορούμε να κάνουμε εκτός από όνειρα… Τι ονειρεύομαι; Ίσως η περιφρόνηση σ’ αυτό το σάπιο σύστημα που μας περιβάλει, αποτελεί σήμερα την πλέον επαναστατική στάση όλων αυτών που σέβονται τον εαυτό τους. Αν γελαστείς και ακολουθήσεις την τρέχουσα επικαιρότητα, μοιραία θα ενισχύσεις αυτή την σαπίλα της πολιτικής ζωής, που βιώνουμε σαν χώρα, αλλά και σαν τοπική κοινωνία.
Τι άλλο μπορώ να κάνω εκτός από την περιφρόνηση; Να διαφυλάξω σαν κόρη οφθαλμού τους σπόρους της αναρχίας μου, σε ένα σύστημα που έχει κατορθώσει να του ανήκουν όλοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και μάλιστα στοιχισμένοι στο ίδιο λόχο, του ίδιου τάγματος, του ίδιου συντάγματος, της ίδιας στρατιάς, του ίδιου παγκόσμιου στρατού.

Κρύψου

Κόντρα στην καταιγίδα, κόντρα στην πανδημία με ασκήσεις αποσυμπίεσης. Με μουσικές ταξίδια, με βιβλία με αφιέρωση στο αληθινό.


Τι θα κάνουμε; Τόσα χρόνια, μάθαμε το δρόμο.
“Η πραγματικότητα μας πληγώνει και ανοίγουμε λογαριασμούς με τον ουρανό ή τη θάλασσα. Που θα μας βρείτε; Στο βουνό ψηλά εκεί να ανεμίζουμε αετούς προσπαθώντας να ελαφρώσουμε, μήπως και καταφέρουμε να φύγουμε μαζί τους προς τα πάνω…”
Χειμώνιασε δεν υπάρχει αμφιβολία. Το σούρουπο σου επιδεινώνει τη θλίψη ενός ατελείωτου χωρισμού. Είναι σπουδαίο να έχεις μεγάλη καρδιά, πιο σπουδαίο είναι να μπορείς να την κάνεις πέτρα. Εγώ δε ξέρω.
Αν η ζωή μου δεν έχει την ποιότητα που επιθυμώ τι να την κάνω; Στο μεταίχμιο της αλλαγής της μέρας με τη νύχτα, σε εκείνο ακριβώς το σημείο που σε ξεγελάει, η ρομαντική εφηβεία μου ξεσηκώνεται και μου θυμίζει εκείνα που ήθελα και δεν μπόρεσα.
Και ύστερα ήρθε το βράδυ και ο Ρίτσος, που τον ήξερα από τα χρόνια της πρώιμης επανάστασης, έβαλα την «εαρινή συμφωνία» στο πικ απ και φώτισε… Όχι την δική του, εκείνη που τα δόγματα μου στέρησαν. Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο. Εγώ το κόκκινο. Κι εγώ. Το σώμα σου ωραίο. Το σώμα σου απέραντο. Χάθηκα στο απέραντο. Ὅσο ἀπομακρύνεσαι Σὲ πλησιάζω στὴν ἀπουσία σου. Σὲ ἀναπνέω. Ἡ γλῶσσα μου στὸ στόμα σου ἡ γλῶσσα σου στὸ στόμα μου - σκοτεινὸ δάσος... Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα ἀφοῦ λείπεις; Μὲ τὸ κόκκινο του αἵματος εἶμαι. Εἶμαι γιὰ σένα.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου…
Κάποτε όλα αλλάζουν. Όχι γιατί το θέλεις. Όχι γιατί το μπορείς. Γιατί η ζωή είναι εκεί, πιο μπροστά από σένα. Πάντα ένα βήμα μπροστά. Σε τραβάει.

Nα περιμένω...

Κοιτάζω πίσω να ελέγξω την κίνηση, κοιτάζω μπρος σε αυτά που έρχονται. Γράφτηκε πριν ένα χρόνο, είχαμε μπροστά μας την πανδημία. Την βγάζω στην άκρη σήμερα. Ξανακοιτάζω πίσω. Τα μπαλκόνια φωτισμένα αναβοσβήνουν, φίλοι που δεν ζουν ή δεν είναι τόσο φίλοι.


Κάθε αλλαγή του χρόνου γράφεται με παρουσίες και απουσίες, η σκέψη τρέχει διαρκώς στις άδειες θέσεις στο τραπέζι, στον χρόνο που μας καταπίνει.
Άχρονος ο χρόνος από πάντα του με πολεμά. Όλα αυτά τα χρόνια πίσω, προσπάθησα να κλέψω κάποιες του στιγμές. Ίσα που πρόλαβα κάποια ανεπαίσθητα αρώματα, κάποιες θαμπές αχτίδες, ένα παλιό κονιάκ και λίγο Χατζιδάκι. Α! να μην ξεχάσω και εκείνο το άγγιγμα που κουβαλάω ακόμα σφιχτά στο δεξί μου χέρι…
Βλέπετε οι λέξεις όταν τις αφήσουμε ελεύθερες, πως συναντάνε την αλήθεια;
Με μειονέκτημα ξεκινάμε αλλά είμαστε ακόμα στην αρχή. Όλος ο χρόνος μπροστά μας. Και ό,τι ήρεμο, δεν είναι πάντα όμορφο και εύκολο να διαχειριστεί. Πνίγει!
Θα συμφωνήσω, με μείον ξεκινάμε. Και το μείον αποτέλεσμα είναι, το θέμα είναι πως το αντιλαμβανόμαστε. Δε λέω έχει μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας, η πορεία όμως γίνεται πιο ελκυστική.
Η νίκη, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, δικαιολογημένα φέρνει ξέφρενους πανηγυρισμούς. Δυστυχώς κουβαλάμε την ποινή λες και έχουμε υποπέσει στο προπατορικό αμάρτημα. Φορτωμένοι συμβιβασμούς, σε μια εύθραυστη ισορροπία, που να πάμε; Είναι ασφαλέστερες οι ψευδαισθήσεις απ’ αυτήν την πραγματικότητα.
Τι κάνουμε; Δυστυχώς, τίποτα από ότι συμβαίνει γύρω μας δεν μας εμπνέει την έξαρση κάποιας δράσης. Και εγώ εκεί που χρησιμοποιούσα κοφτές προτάσεις και τελείες, γέμισα μακρινάρια και ερωτηματικά. Ο κόσμος αισθάνεται απογοητευμένος, ταπεινωμένος και εξαπατημένος απ’ όλες τις μεριές. Μια ανυπόφορη ψευδολογία που δεν ξεγελά πια κανένα.
Για άλλη μια φορά θα μαζέψω τα κατεστραμμένα σκηνικά της φαντασίας μου και θα προσαρμόσω το όνειρο επάνω σε κρανίου τόπο.
Έχω ανάγκη να πιαστώ από κάποια φαντασίωση, πρέπει πάλι, έστω με κάποιο ψέμα να κινήσω την προσοχή μου, να ερεθιστώ. Να περιμένω...

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...