Είναι η πρώτη κυβέρνηση μετά την μεταπολίτευση, για να μη πω από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, που ενοχοποίησε την εργασία. «Η δουλειά είναι ντροπή» και οι εργαζόμενοι πρέπει να ντρέπονται. ΟΧΙ δεν ένοιωσα ντροπή, οργή όμως μεγάλη για τους κυβερνώντες, για τους εργολάβους, της δημοσιογραφίας και για όλους αυτούς τους από «χομπυ μισάνθρωπους» όπως γράφει ο Στάθης, που μιλούν για τους εργαζόμενους σαν να 'ναι σαρδέλες τελαριασμένες στον πάγκο του ψαράδικου. Μάλιστα για τις μισές απ’ αυτές τις σαρδέλες, όταν πρόκειται για τους δημοσίους υπαλλήλους, ομιλούν σαν να χουν κι όλας βρωμίσει.
«Τον 20όν αιώνα οι εργάτες με το αίμα τους σε δύο Μεγάλους Πολέμους, μιαν Επανάσταση και πολλές θυγατέρες της, με τα κόμματά τους και τα συνδικάτα τους, με τις τέχνες και τα γράμματα συμμάχους, κέρδισαν μια θέση στον ήλιο. Δηλαδή στη μόρφωση, την περίθαλψη, τη στέγαση, απέκτησαν υπόσταση στα κράτη, εξανθρώπισαν την πολιτική - με έναν λόγο με τους αγώνες τους και τις επιτυχίες τους ευεργέτησαν όλες τις άλλες τάξεις, ακόμα και την αστική.

Τώρα οι εργάτες τα χάνουν όλα. (Τους) γυρίζουν πίσω στον 19ον αιώνα. Από απασχολήσιμοι που κατά πρώτον έγιναν, κατάντησαν στη συνέχεια αναλώσιμοι, ενώ καθημερινώς, με την ευλογία των ευφημισμών της κυρίαρχης προπαγάνδας (όπως «εργασιακή εφεδρεία», «ευέλικτη εργασία» κι άλλα) κατεβαίνουν ένα - ένα τα σκαλιά στου ξεπεσμού τη σκάλα και γίνονται άνεργοι, άστεγοι, απόκληροι, άφραγκοι -τρώνε το στερητικό άλφα με το καντάρι- ώσπου εξουθενώνονται. Κάποτε στη Γερμανία απεργούσαν οι καθαρίστριες και κατέβαζαν τους διακόπτες οι μεταλλεργάτες» Σ’ αυτήν την τελευταία φράση κρύβεται η ειδοποιός διαφορά, για να συνδέσουμε και το χθεσινό κείμενο της στήλης, που βρίσκεται στο ίδιο πνεύμα του θυμού με σήμερα.
Οι εργαζόμενοι για την κυβέρνηση είναι ένοχοι και ακόμα κυβερνάει…