Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

Δεν αλλάζουν



Για την πόλη που όλο και περισσότερο την πνίγει η μοναξιά, για την πόλη που οι πολίτες της αλληλοσπαράζονται σ’ έναν αιμοβόρο χαιρέκακο χορό γράφαμε παλαιότερα.
Ένα απέραντο εγώ κυβερνά τους επιθυμούντες την εξουσία και το ίδιο εγώ κυβερνά τους πολίτες της πόλης μας που βολεύονται καθένας για τον εαυτό του ή τη μικρή του ομάδα.
Κι αφού το εγώ ποτέ δεν υπηρετεί τις ανθρώπινες αξίες, αυτές υποσκελίζονται μπροστά στο στόχο. Ο σεβασμός στον συμπολίτη και ο σεβασμός στον πολίτη, κύρια αξία της δημοκρατίας, μοιάζουν να μην έχουν θέση σ’ αυτήν τη χώρα ούτε σε αυτήν την πόλη. Ο χορός, στήνεται γύρω από τα συντρίμμια ή από την επικείμενη κατάρρευση, δε στήνεται για να την προλάβει, αλλά για να την γιορτάσει. Έχασες εσύ για να κερδίσω εγώ. Όχι ‘χάσαμε’. Ο πρώτος πληθυντικός, μάλλον άγνωστη γραμματική φόρμα, για τους περισσότερους.
Γι’ αυτό επιμένω στις παρέες. Στις παρέες εκείνες που αντιστέκονται στο εγώ, στις παρέες εκείνες που έμειναν για πάντα στο εμείς. Γι’ αυτό, όπως επιμένει η φίλη του ραδιοφώνου, «θέλω κόσμο πολύ κι ας μην ξέρω κανέναν τους, να περπατώ ανάμεσα σε σώματα που προχωρούν στο δικό τους πεπρωμένο να διασχίζω δρόμους που προπορεύονται και έπονται άλλοι κι ας μην ξέρω κανέναν κι ας μη μου μιλήσει κανείς. Είναι η ελπίδα πως ίσως... που ξέρεις… μπορεί… σ’ αυτή τη στροφή…. στην επόμενη... να περιμένει μια συνάντηση…».
Επιμένω κι εγώ μαζί της ότι ανάμεσα στον κόσμο, θα υπάρχουν κι άλλες παρέες όπως η δική μου, που έμειναν στο εμείς.
Κι ας ντύθηκαν οι ένοχοι τα κουστούμια των αθώων, κι ας ανέβηκαν στη σκηνή της εξουσίας με καινούργια προσωπεία, τίποτα δε μας πείθει ότι απέβαλαν το ‘εγώ’ από τον προγραμματισμένο στο στόχο χαρακτήρα τους.
Στις μεγάλες ομάδες της διαφθοράς γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν. Δεν αλλάζουν.

photo: Aliki Katsarou  

Δεν έχει νόημα η συνέχεια



Μια γρήγορη ματιά στον απίθανο κόσμο των κοινωνικών δικτύων ενισχύει αυτό που έγραφα παλαιότερα “ Κακό χωριό τα λίγα σπίτια”. Ο Κωστής Παπαγιώργης , αναφερόμενος στον τόπο μας, υποστηρίζει: “αν εξαιρέσει κανείς, τους πολιτικούς και κάποιους επιχειρηματίες, κανείς άλλος δεν κάνει μεγάλη «καριέρα» στην Ελλάδα. Το πιο πολύτιμο πράγμα στον άνθρωπο – η μεγάλη πνοή, η μεγάλη δημιουργικότητα, η μέγιστη ανάταση – φαίνεται πως το αποθαρρύνει ο τόπος. Υποβιβασμένη φύσει και θέσει, η νεοελληνική κοινωνία, μοιάζει βοηθητικό διάζωμα ξένων κοινωνιών, πεδίο δοκιμών, αγορά αντί παραγωγή, πελατεία παρά κατάστημα, μετάφραση και όχι πρωτότυπο, οπότε είναι ευνόητο σε κάθε άτομο, ακόμα και το νοήμον, αυτός ο υποβιβασμός να χρωματίζει με σκούρα χρώματα το σύνολο το φρόνημά του”.
Τα παραπάνω γενικότερα τα παρακάτω ειδικότερα:


Προσπαθώ να κρατάω μια συνέχεια στις εκρήξεις των περιλήψεων της σιωπής. Μάταια. Ότι και να γράψω αυτός εδώ ο τόπος πάντα μου υπενθυμίζει το στοιχείο της υπερβολής. Είναι η μιζέρια της επαρχίας, που σου χαμηλώνει τον πήχη και σου κλείνει τον ορίζοντα. Είναι η θάλασσα που σε περικυκλώνει, σου κόβει τη στεριά στα δύο, σου παίρνει μέρος του αέρα και η αναπνοή μένει ημιτελής.
«Κακό χωριό τα λίγα σπίτια», μπερδεύονται, ανακυκλώνονται, παραγνωρίζονται, οι άνθρωποι και στο τέλος πεθαίνουν αμίλητοι. Γι’ αυτό σας λέω μια περίληψη και πολύ, κάτι σαν υπενθύμιση, επιβεβαίωση της παρατεταμένης σιωπής, απόδειξη, ότι είναι ηθελημένη.
Δεν έχει νόημα η συνέχεια, υπερτίμηση χωρίς αντίκρισμα. Και η οργή, που πολλές φορές με παρασέρνει εξανεμίζεται την επόμενη, όταν το μέγεθος φαντάζει δυσανάλογο.
Δεν είναι μόνο η μιζέρια της επαρχίας, τα στενά όρια του νησιού, είναι οι ίδιοι άνθρωποι, που μπορεί να γίνονται κάθε τόσο άλλοι, παραμένουν όμως εκεί, γαντζωμένοι στο προσκήνιο για να μας βασανίζουν και να βασανίζονται.
«Ζώντας δια μέσου των σιωπών νοσταλγούμε τους ήχους μιας άλλης ζωής. Εκεί που η συνείδηση δεν είναι ύβρις και η ύβρις δεν εκτελεί χρέη εξουσίας»

Είναι τα χρόνια



Το συνειδητοποιώ τώρα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τα πίσω. Πόσες φορές το έχουμε πει: “Τι μαλακίες έκανα, ή τι δεν έκανα”. Είναι τα χρόνια, αυτά τα πολύτιμα χρόνια που ωριμάζουν τη σκέψη και μαλακώνουν την ψυχή. Είναι τα χρόνια που ανοίγουν τα μάτια για να βλέπουν πέρα από τον ήσκιο μας, πέρα από τον μικρόκοσμό μας. Είναι τα χρόνια που μπορεί να μας βαραίνουν μας δίνουν όμως και την δυνατότητα να βλέπουμε καθαρά την μεγάλη εικόνα.
Παρηγοριά τα παραπάνω


«Δεν έχω πρόβλημα με την ηλικία», είπα. «Σιγά μη σε πιστέψουμε», ήρθε η αντήχηση. Θα που πείτε η αντήχηση επαναλαμβάνει, έτσι γίνεται συνήθως, αυτή τη φορά όμως δεν άντεξε το ψέμα. Ανεμίζω και πάλι μνήμες. Ανοίγω πληγές και οι φόβοι αναπόφευκτοι. Στη διασταύρωση και πάλι εκεί ακριβώς που τελειώνει η ανηφόρα και αρχίζει η κατηφόρα. Στο σημείο μηδέν, εκεί που στυλώνεις τα πόδια και διαβεβαιώνεις τον εαυτό σου, ότι ποτέ δεν ήταν καλύτερα τα πράγματα. Και όλα αυτά, με άγνοια παντελή, για το τι θα ακολουθήσει. Το «τι ωραία που μεγαλώνουμε», ακούγεται καλό σαν ευχή, αλλά φτάνει πια, μεγαλώσαμε, ας σταματήσει ο χρόνος για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μας εδώ. Ειλικρινά δεν νοσταλγώ τα νιάτα, πιστεύω πως η κορύφωση βρίσκεται κάπου στη μέση, με τις επιδόσεις να έχουν κάνει τα απαραίτητα χιλιόμετρα και να ρολάρουν καλύτερα, σαν στρωμένη μοτοσικλέτα. Είναι στιγμές που νοιώθω την ανάγκη να ακινητοποιήσω το χρόνο, όχι για να ζήσω την ευτυχία της στιγμής, αλλά γιατί καμιά ευχή δεν έχει θέση. Ούτε ένα λεπτό πίσω, ούτε είκοσι χρόνια. Ούτε ένα λεπτό μπροστά. Λες και τούτο τελικά είναι το σημείο μηδέν. Κάπου εκεί στη μέση, ή ακριβώς στη μέση. Πόσο πια το μυαλό να ωριμάσει. Αλλά και το πίσω έχει αναθεωρηθεί. Στερημένο από τις μετέπειτα εμπειρίες τι αξία μπορεί να έχει;
Η γνώση τελικά επιβάλει την ανάγκη, να μείνουμε εδώ που ξέρουμε πια ότι δεν ξέραμε. Μπορεί η ανηφόρα να μας κούρασε αλλά μας έδωσε την δυνατότητα να βλέπουμε από εδώ ψηλά και τις δυο κατηφόρες και αυτήν που μόλις ανεβήκαμε και αυτήν που έχουμε μπροστά μας και ετοιμαζόμαστε να κατεβούμε.
«Η ώρα των δακρύων έχει καλύτερη αίσθηση του χρόνου και ως εκ τούτου μεγαλύτερη διάρκεια», μονολογεί η ραδιοφωνική μου φίλη. «Διότι το πηγάδι για να δώσει νερό, πρέπει τα ποτάμια και οι λίμνες να έχουν καταβάλει το ποσοστό τους. Γεμίσεις, γεμίζεις, δημιουργείς μια τεχνητή πλημμύρα για να μην εκτεθείς, φωνάζεις, όλους τους απόκληρους να έρθουν να ξεδιψάσουν, βάζεις στα σκυλιά νερό να μην γαβγίζουν και τρομάξουν τις ώρες που έρχονται, αλλά πάλι κάτι μένει. Δικό σου, για ποτέ και για πάντα, κάτοπτρο των οφειλών σου στη μνήμη και είναι τα μάτια οι μόνες εκβολές για να στεγνώσει ο ύπνος σου. Έτσι πιστεύαμε εμείς, οι όχι νέοι, οι όχι παλιοί. Οι ανάμεσα, με το διστακτικό βήμα του νικημένου στρατιώτη».

Της μετακόμισης





Κλείνομαι μέσα. Ακόμη κι όταν είμαι έξω. Ακολουθώ με πίστη πλέον, ότι μπορεί να με απομακρύνει. Ό, τι μεγαλώνει την απόσταση από την κεντρική σκηνή, από τα φώτα, που φωτίζουν ετερόφωτους. Ανασαίνω λίγο πιο εκεί. Πάλι από την αρχή. Στα ίδια πατήματα που μπορεί να μας έφεραν μέχρι εδώ, ξέρουν καλά όμως να κόβουν δρόμο και να προσπερνάνε.
Κατά την διάρκεια της μετακόμισης, που βρίσκεται σε εξέλιξη αυτές τις μέρες το θυμήθηκα. Πολλές μετακομίσεις σ’ αυτή τη ζωή, πολλές απώλειες κάθε φορά και πολλές ελπίδες. Την ίδια στιγμή που συσκευάζεις το παρελθόν σου σε χαρτόκουτα, την ίδια στιγμή, ανοίγεις δρόμους για το μέλλον.
Στο μεταίχμιο αυτής της εποχής σε εκείνο ακριβώς το σημείο που σε ξεγελάει, ανασύρω απ’ τα συρτάρια της μνήμης μου όλες εκείνες τις πράξεις που μου δίνουν το δικαίωμα να καταδικάσω τον εαυτό μου.


«Ο ήχος του όπλου, του αυτόχειρα Καρυωτάκη, θα ηχεί πάντα στ' αυτιά των λεπταίσθητων ανθρώπων, που έχουν το καταραμένο χάρισμα να μπαινοβγαίνουν στις ζωές των άλλων, νιώθοντας τους». Συμφωνώ κυρία μου. Αυτό που απλά λέμε, «έλα στη θέση μου», και που ελάχιστοι μπορούν να το καταφέρουν ουσιαστικά. Να δουν το έγκαυμα και να νιώσουν τον τρόμο της φωτιάς, να ακούσουν το ουρλιαχτό και να αισθανθούν στο σώμα τους τη βία που υφίσταται ο άλλος. Δεν μιλώ μεταφυσικά ούτε μεταφορικά. Είναι λέω παιχνίδια αυτά του μυαλού και της καρδιάς που σε κρατούν μετέωρο ανάμεσα στους δύο κόσμους, έτσι που και ο θεός να διστάζει και ο διάβολος να έχει αμφιβολίες για πάρτη σου.
Κάποιους η νοσταλγία τους βυθίζει στη θλίψη. Είναι αυτοί που παραβλέπουν το χρόνο, ακινητοποιημένοι στο παρελθόν, δίνουν στα γεγονότα μια συνέχεια, έχοντας τη ψευδαίσθηση ότι εκείνοι που ήταν τότε, είναι αυτοί που είναι σήμερα. Όχι δεν νοσταλγώ και δεν επιθυμώ κάτι ξανά. Μόνο να θυμηθώ προσπαθώ.
Τώρα που το σκέφτομαι, η ζωή μου, έχει να διηγηθεί ένα «πριν» και ένα «μετά». Τα μεσοδιαστήματα, ο περισσότερος χρόνος, κύλησαν χωρίς να το αντιληφθώ. Στο πριν και στο μετά των γεγονότων έζησα. Στην προσπάθεια και στο αποτέλεσμα, στο όποιο αποτέλεσμα. Στη χαρά της νίκης και στην πίκρα της ήττας. Στην πραγματική ζωή δηλαδή. 

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...