Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

«Να ανοίξει το παιγνίδι» ( προδημοσίευση)

Μετά τη Κούβα και την Βενεζουέλα το παιχνίδι πρέπει να ανοίξει, αυτό αποτελεί και σύνθημα πλέον των ημερών. Θα μας απασχολήσει το θέμα στα επόμενα, γιατί αυτή ατομική συμπεριφορά είναι καταστροφική. Δεν μπορεί ο καθένας να δημιουργεί το «Βασίλειο» του και να οδηγούμαστε στην απομόνωση. Χάνονται οι φίλοι, χάνονται οι παρέες, χάνεται η κοινωνία της χαράς «Το παιγνίδι πρέπει να ανοίξει τελεία και παύλα».
……………………………………………………………………………
Για να ξεμπερδεύω και με τον Οκτώβρη μια και τον υποσχέθηκα.
Τι το θυμήθηκα… Αυτές τις μέρες τα έχω βάλει με τη μνήμη μου. Με ποια κριτήρια κάνει επιλογές ανάμεσα στις αναμνήσεις. Αναρωτιέμαι γιατί μου έφερε στο προσκήνιο αυτό και όχι κάποιο άλλο.
Οκτώβριος, ένας ανάποδος μήνας. Υπήρξαν στιγμές του, που δεν θα ήθελα να τις θυμάμαι, ευτυχώς που το μυαλό μου τις περισσότερες φορές υπήρξε συνεργάσιμο σ’ αυτήν μου την επιθυμία
Ξεφυλλίζω άλμπουμ παλιών φωτογραφιών, παλιές ατζέντες, δυσδιάκριτες σημειώσεις, προκαλώντας τον Οκτώβρη να μου φέρει ενώπιον μου, το γεμάτο συρτάρι του αρχείου του.
Σεργιανάω σε μέρες εκλογών, από το 1974. Χάνομαι μέσα σε μεγάλες πολιτικές συγκεντρώσεις, δυναμικές διεκδικήσεις. Οι στόχοι δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Απογοήτευση. Ύστερα απολογισμός. Διαβάζοντας τις θέσεις της καθοδήγησης, που την ήττα την βάφτιζε νίκη έπαιρνα θάρρος για τη συνέχεια, μια συνέχεια που οδήγησε στα σημερινά αδιέξοδα.
Η σημερινή σκληρή πραγματικότητα βράχος αδύνατον να τον παρακάμψεις. Οι μνήμες εξασθενημένες ωχριούν μπροστά σε τούτο το χαμόγελο διάρκειας της εξουσίας. Να υποστώ αυτή τη την κατάσταση ή να τη διαμορφώσω; Με ενοχλούσε πολύ η ιδέα ότι μπορώ να πεθάνω εν άγνοια μου.
Ποτέ δεν πίστεψα ότι ο ατομισμός αποτελεί διέξοδο. Τον ακολούθησα όμως όπως και οι περισσότεροι και τώρα τρέχουμε να προλάβουμε τη συλλογική καταστροφή. Ενώ έτρεχα, να καλύψω τις ανάγκες μου, κάποιοι προεξόφλησαν τη θυσία, που θα έκανα για τα επόμενα χρόνια.
Είναι δύσκολο να ξεφύγεις απ’ αυτούς τους τύπους με το χαμόγελο διαρκείας. Μας την είχαν στημένη, όταν έβλεπαν ότι δεν μπορούν να μας ελέγξουν μας συμπίεσαν, ίσα – ισα να χωράμε στο μικρόκοσμο ενός υπολογιστή και για την ευκολία της μεταφοράς σε ένα τόσο δα στικάκι που κρεμιέται μαζί με τα κλειδιά. Μας έβαλαν στο αρχείο τους σε καθορισμένη σειρά και έδωσαν τις εντολές για τον έλεγχο της υπόλοιπης ζωής μας. Ότι και να πέτυχα στην ακτίνα δράσης μου επήγανε χαμένα.
Μπήκα στη μηχανή του χρόνου και εξαφανίστηκα, για λίγο, οι τύποι με το χαμόγελο διαρκείας με προσγείωσαν…

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

τίποτα δεν χάσαμε

Σιγά σιγά να φεύγει και ο Σεπτέμβρης, για τον Οκτώβρη οι μνήμες έχουν το χρώμα της πολιτικής, αυτά όμως από βδομάδα. Ας συνεχίσουμε το μουρμουρητό γκρινιάζοντας , με το ψιλοβρόχι να μας κάνει σιγόντο.
Γκρινιάζουμε, έχοντας γνώση για όλα αυτά τα καλά που ζήσαμε. «Δεν υπάρχουν χρόνια αγάπης και έρωτα χαμένα. Τίποτα δεν χάσαμε, μπορεί να υποφέραμε, αλλά κερδίσαμε. Ότι αγαπήσαμε κυκλοφορεί στο αίμα μας, ανεβοκατεβαίνει στις αρτηρίες, περνάει από τα καρδιά μας. Διεισδύει στα νέα μας συναισθήματα και μας παγιδεύει στο λάθος των συγκρίσεων. Ότι αγαπήσαμε ζει πάντα μαζί μας.
Και όλοι εμείς που ξυπνήσαμε μια μέρα και δεν πιστεύαμε πως γίναμε σαράντα, που βρεθήκαμε ανάμεσα σε δύο βουνά και ρωτήσαμε πόσο χρόνο έχουμε ακόμα, όλοι εμείς κέρδος κουβαλάμε. Μπορεί ο χρόνος να μην φτάνει για να τ’ αλλάξουμε όλα, μπορεί όμως, αυτός που μένει να μην πάει χαμένος. Στις αποσκευές μας κουβαλάμε λάφυρα της υπομονής και περιμένουμε».
Θα συνεχίσω, τις ενέσεις ηθικού, για μένα και για όλους που είναι σαν και μένα, γιατί αυτές τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη, στο μεταίχμιο, μεταξύ Φθινοπωρινού καλοκαιριού και φθινοπωρινού χειμώνα, παρατηρείται μια έξαρση της κρίσης, της ηλικίας εννοώ.
Δεν υπάρχουν χρόνια αγάπης χαμένα. Και τα δικά μας χρόνια, ήταν παραμυθένια. Από τον Χατζηδάκη, στο Θεοδωράκη, από την «όμορφη πόλη» στην οδό ονείρων». Αν δεν κουβαλούσαμε, αυτά τα πολύτιμα χρόνια, πως θα σιγοψιθυρίζαμε σήμερα τα τραγούδια. Και τα δικά μας τραγούδια δεν παλιώνουν, δεν είναι απ’ αυτά που κάνουν μακαρόνια με κιμά, είναι απ΄ αυτά που έγραψαν ποιητές και μεγάλοι συνθέτες, «σ’ αγαπώ μα δε θα ‘ρθω», επιθυμία και άρνηση στο ίδιο ποτήρι νερό, έλξη και άπωση στον ίδιο πόλο του μαγνήτη. Τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη πριν σαράντα χρόνια.
Τα ηλικιακά νιάτα διαρκούν όσο τους πρέπει. Τα δικά μας νιάτα των σαράντα, (ακόμα δεν είμαστε πενήντα) κουβαλούν τα κερδισμένα χρόνια, τη δύναμη και την υπομονή.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Ελεύθερος έστω και πολιορκημένος…

Συνεχίζουμε αυτή την εβδομάδα με φίλους. Ο Γιώργος Σκλαβούνος, έγραψε το παρακάτω κείμενο «για μένα», δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ναι» που εκδίδει ο όμιλος UNESKO Κέρκυρας.

Το να μπορείς να τραγουδάς χωρίς να περιμένεις κανένα αυτί να σε ακούσει, σημαίνει ότι είσαι ελεύθερος, αυτόνομος, αυτάρκης. Το να μπορείς να δημιουργείς, να εργάζεσαι, να προσφέρεις «χωρίς να περιμένεις κανένα αφεντικό να σε πληρώσει το Σάββατο», σημαίνει ότι θα είσαι ελεύθερος, αυτόνομος, αυτάρκης. Το να μπορείς σαν κλέφτης του παλιού καιρού στον κλέφτικο χορό σου, να γεύεσαι άφοβα του χορού τη χαρά στη γειτονιά του χάρου σημαίνει ότι είσαι ελεύθερος έστω και πολιορκημένος.
Το να είσαι αυτάρκης προϋποθέτει άσκηση στην ολιγάρκεια, σημαίνει επίγνωση του πλούτου της ολιγάρκειας. Σημαίνει την αλήθεια του «τη ταπεινώσει τα υψηλά και τη πτώχεια τα πλούσια».
Ο φόβος, η ανασφάλεια για το σήμερα και το αύριο μας σπρώχνουν να νικήσουμε ότι φοβόμαστε, μας σπρώχνουν να κατακτήσουμε όποια ή όποιον, δεν μπορούμε να κερδίσουμε, όποιον νομίζουμε ότι δεν μας αποδέχεται, όποιον δεν μπορούμε να φέρουμε στα μέτρα μας.
Ο φόβος και η ανασφάλεια, μας σπρώχνουν να αποκτήσουμε πανοπλία που θα μας καταστήσει άτρωτους από κάθε όπλο και κάθε εχθρό που φοβόμαστε. Τη μοναξιά, τη φτώχεια, την αδυναμία απέναντι στους ισχυρούς.
Αγωνιζόμαστε να αποκτήσουμε την πανοπλία που θα μας απαλλάξει από τη στέρηση κάθε χαράς που δεν χαρήκαμε, κάθε απόλαυσης που επιθυμήσαμε. Με αυτό τον τρόπο οδηγούμαστε σε μια ομηρία τόσο στον εχθρό, τον αντίπαλο, το φόβο του εχθρού και του αντιπάλου, στην ανάγκη αυτού που νομίζουμε ως πανοπλία απέναντι στους εχθρούς.
Είναι αλήθεια «το κρασί δεν το απολαμβάνει ούτε ο δοκιμαστής, ούτε ο μέθυσος» Η ερωτική σχέση όταν αποτελεί προϊόν ανάγκης, συμβιβασμού, υποκρισίας, όταν είναι καρπός κατά συνθήκη ψεύδους και εθισμού, όταν δεν είναι σχέση ελευθερίας, σχέση αμοιβαία αναπτυξιακή, είναι προϊόν κάποιας μορφής εξάρτησης.
Όταν ο Ν. Καζαντζάκης στο πρόλογο της Οδύσσειάς του μεταξύ άλλων μας λέει:
«… Κρασί δεν είναι αδέλφια η λευτεριά
Μήτε γλυκιά γυναίκα
Μήτε και βιός μες τα κελάρια σας
Μήτε και γιος στη κούνια…
Έρμο τραγούδι είν’ ακατάδεκτο
Που σβήνει στον αγέρα
Μαστόροι ρίχτε πια τα σύνεργα
Διπλώστε τις ποδιές σας
Σχολάστε απ’ της ανάγκης το ζυγό
Κι η λευτεριά φωνάζει…»

Ούτε και η ανάγκη της εξουσίας μπορεί να καταστεί πηγή ελευθερίας, ούτε κοινωνικής απελευθέρωσης και ανάπτυξης. Ίσως αποτελεί τον κίνδυνο της χείριστης εξάρτησης: ίντριγκες, αποστασίες, δολοπλοκίες, δολοφονίες πισώπλατα και συντροφικά μαχαιρώματα, εξαγορές φίλων και εχθρών, καρποί αυτής της εξάρτησης και στερητικά της σύνδρομα.
Η ανάγκη της εξουσία αυτοαναπαράγεται ως ακόρεστη δίψα που όσοι φλέγονται απ’ αυτή, προσπαθούν να την πνίξουν πίνοντας αρμυρό νερό. Τον έρωτα και τη πολιτική μπορούν να υπηρετήσουν αναπτυξιακά και απελευθερωτικά όσοι δεν είναι δούλοι τους. Για να γίνει ποίηση πράξη και η πράξη ποίηση, «η αγάπη και ο έρωτας καλού» πρέπει να αποτελούν το μητρικό μας γάλα. Η μάνα, η πόλη και η πολιτική ως παιδαγωγοί πρέπει να μας μυούν στη σχέση με απελευθερωτικές ανάγκες, σε σχέσεις απελευθέρωσης και ελευθερίας.
Ευσεβείς πόθοι Γιώργο μου. Δυστυχώς όλα τα παραπάνω δεν έχουν σχέση με τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα και όσοι τα πρεσβεύουν, εξοστρακίζονται. Μα καλύτερα απ΄ έξω και ελεύθερος παρά μέσα εξαρτημένος…

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

Κρατάει χρόνια αύτη η κολόνια

Σήμερα δεν έχει κείμενο είχα αρκετά στο μυαλό μου, ο χρόνος όμως και πάλι δεν μου έδωσε την ευκαιρία. Αντί κειμένου λοιπόν μια πρόταση από την φίλη μου βιβλιοκριτικό και συγγραφέα Ελένη Γκίκα. Μια πρόταση για να περάσει ο Σεπτέμβρης, ο τρόπος του λέγειν όσο πιο ανώδυνα γιατί μπορεί να μας τρόμαξε ο Αύγουστος ο φετινός Σεπτέμβρης όμως μου στέρησε το ετήσιο προσκύνημα στα βιβλιοχαρτοπωλεία. Κάθε χρόνο ανελλιπώς δίνω το παρόν, από το δημοτικό, αυτήν την εποχή αγοράζω κασετίνες, μολύβια γόμες πλαστελίνες τετράδια διαβήτες ξύστες και κάποιες φορές, όταν έχει φθαρεί, σχολική τσάντα. Για μένα όλα αυτά. Τι τα κάνω; Ξορκίζω το χρόνο και ενισχύω τη μνήμη μέσω της όσφρησης με αυτό το ανεπανάληπτο άρωμα του χώρου.
Για σας και για μένα φέτος «Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ» του Άμος Όζ, «Να λοιπόν οι κυριότερες ερωτήσεις: Γιατί γράφεις; Γιατί γράφεις ειδικά μ’ αυτό τον τρόπο; Σ’ ενδιαφέρει να επηρεάζεις τους αναγνώστες σου, και αν ναι, προς ποια κατεύθυνση επιδιώκεις να τους κατευθύνεις;…Είσαι στρατευμένος συγγραφέας και αν ναι, υπέρ τίνος; Οι ιστορίες σου είναι αυτοβιογραφικές ή δημιουργήματα της φαντασίας σου;…Και θα μπορούσες, σε παρακαλούμε, να μας εξηγήσεις εν συντομία και με δικά σου λόγια τι ακριβώς θέλεις να πεις στο τελευταίο σου βιβλίο;»Παρότι ο συγγραφέας γνωρίζει τις ερωτήσεις του αναγνωστικού του κοινού και τις προτάσσει μάλιστα στις δυο πρώτες σελίδες, εν τούτοις, πρόθεσή του δεν είναι να απαντήσει σ’ αυτές. Αλλά απλώς γενναία και γενναιόδωρα να μας τραβήξει την κουρτίνα.Αντί να μας απαντά, μπουκίτσα- μπουκίτσα σε ό,τι ο καθένας ρωτά, αποφασίζει εντελώς θαρραλέα να μας τα κάνει γνωστά, όλα.Επιλέγοντας ως ήρωα στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Η νύχτα του συγγραφέα» τον εαυτό του ή έναν συγγραφέα. Κι ακολουθώντας τα εσωτερικά βήματά του- για ένα οκτάωρο- με ακρίβεια εντομολόγου ή ανατόμου.Χωροταξικά η ιστορία διαδραματίζεται στο Τελ- Αβίβ, κατά τη διάρκεια μιας καλοκαιρινής νύχτας, στην αρχή της δεκαετίας του ’80. Ο συγγραφέας είναι καλεσμένος σε λογοτεχνική βραδιά και αποφασίζει να μας πάρει μαζί του: στις σκέψεις του, στις κινήσεις του, στα διλήμματα και στις αντιρρήσεις του, στις ερωτικές επιθυμίες και τις αναστολές του, στην έμπνευσή του, στις φαντασιακές εικόνες του που θα μπορούσαν και να αποτελέσουν τη μαγιά για μια καινούργια ιστορία. Στην ζωή και στην έμπνευσή του.«Υπάρχουν οι πλάγιες απαντήσεις και υπάρχουν οι απαντήσεις υπεκφυγής. Απαντήσεις απλές και ευθείες δεν υπάρχουν», σκέφτεται παρατηρώντας τα πόδια της σερβιτόρας. Σταμάτησε στο μικρό καφενείο για να σκοτώσει την ώρα του πιο πολύ αλλά στο μεταξύ στήνει στο νου του μια ολόκληρη ιστορία. Σκιαγραφώντας με διάφανο, αόρατο μελάνι εκεί, την πρώτη της αγάπη, σε ηλικία μόλις δεκαέξι χρονών με τον αναπληρωματικό τερματοφύλακα της ομάδας Μπνέι Γεούντα, τον Τσάρλι. Την λένε Ρίκι, έτσι αποφασίζει να την πει, κι ο Τσάρλι την προδίδει με τη Λούσι που είχε βγει Μις Νερό, διότι έτσι το θέλει. Ακολουθεί τη σκέψη της, τις ιδέες της, την προδομένη καρδιά, τις παράτολμες επιθυμίες: «Φιλία μεταξύ γυναίκας και άντρα δεν υφίσταται σε καμία περίπτωση: αν υπάρχει μεταξύ τους χημεία, δεν μπορεί να υπάρξει φιλία. Κι αν δεν υπάρχει χημεία, τότε δεν μπορεί να υπάρξει μεταξύ τους τίποτα. Ανάμεσα όμως σε δύο κοπέλες, και ειδικά ανάμεσα σε δύο κοπέλες που έχουν υποφέρει και απογοητευτεί αρκετά από τους άντρες, και μάλιστα ανάμεσα σε δύο κοπέλες που έχουν υποφέρει από τον ίδιο άντρα… μήπως τελικά άξιζε τον κόπο να βρω κάποτε αυτή τη Λούσι;»Όμως, παρότι «στην πραγματικότητα δεν είναι έτοιμος για τη συνάντηση και δεν ξέρει τι θα απαντήσει στις ερωτήσεις», πηγαίνει και γίνεται ένας απ’ αυτούς. Παρατηρώντας με οξυδέρκεια τους παρουσιαστές του, το αναγνωστικό κοινό, τον χώρο, τα όσα συμβαίνουν και όσα υπαινίσσονται. Τους αφήνει να μιλούν σα να τον ξέρουν χρόνια, λες και γνωρίζουν τα πάντα γι’ αυτόν, τους επιτρέπει να κάνουν υποθέσεις. Κοιτάζοντας τους εξάλλου επιχειρεί κι εκείνος τα δικά του συγγραφικά σενάρια, «ο συγγραφέας μοιάζει να τους κλέβει τα πορτοκάλια από τις τσέπες, ενώ εκείνοι είναι βυθισμένοι στα άδυτα του έργου του με την καθοδήγηση του ειδικού στη λογοτεχνία».Υπάρχουν στιγμές που ασφυκτιά: «Γιατί ήρθες απόψε εδώ; Ρωτάει ο συγγραφέας τον εαυτό του, τι ψάχνεις; Η θέση σου είναι στο σπίτι, μπροστά στο γραφείο σου, ή ξαπλωμένος πάνω στο χαλί να αποκρυπτογραφείς τα σχήματα στο ταβάνι. Ποιος σκοτεινός δαίμονας σε σπρώχνει ξανά και ξανά να στριμώγνεσαι σε παρόμοιες συγκεντρώσεις; Αντί να βρίσκεσαι τώρα εδώ, θα μπορούσες, για παράδειγμα, να κάθεσαι και να απολαμβάνεις μέσα στην ησυχία του δωματίου σου την εκατοστή έκτη καντάτα, με την επονομασία «Actus Tragicus». Ή θα μπορούσες να έχεις γίνει μηχανικός και να σχεδιάζεις σιδηροδρομικές γραμμές που θα διασχίζουν εδάφη ορεινά και σκληρά, όπως ονειρευόσουν όταν ήσουν μικρός να γίνεις όταν μεγαλώσεις».Αλλά βρίσκεται εκεί και είναι πια συγγραφέας, υποχρεωμένος να υποστεί έως τον πάτο αυτή τη βραδιά, να περπατήσει στο δρόμο και να φλερτάρει την όμορφη Ρούχαλε Ράζνικ που τόσο ωραία διαβάζει, συνεχίζοντας τα σενάρια επάνω στις άγνωστες ζωές των άλλων. Και θα γυρίσει σπίτι ενώ ακόμα είναι σκοτάδι πυκνό. Αναλογιζόμενος ότι ίσως τελικά και ν’ «αξίζει ν’ ανάβει κανείς το φως πού και πού και να κοιτάζει τι συμβαίνει τριγύρω». Κι ότι «το αύριο έγινε ήδη σήμερα, ξαφνικά».Ένα μαγευτικό, εσωτερικό, συγγραφικό ταξίδι σχεδόν… εργαστηρίου. Το παράλληλο σύμπαν που ακολουθεί τον συγγραφέα ακόμα κι όταν βρεθεί εκτός ιστορίας. Η καθημερινότητα και η όντως ζωή που επιτρέπει να γεννιέται αυτή καθ’ εαυτή η ιστορία.Με εξομολογητική διάθεση, εσωτερική ατμόσφαιρα, υπαινικτικές σιωπές και κουβέντες που μετεωρούνται ανάμεσα σε πραγματικότητα και φαντασία. Μια ιστορία που αποδεικνύει ότι μπορεί κάλλιστα η τέχνη να τροφοδοτεί τη ζωή και η ζωή την τέχνη. Διότι στεγανά δεν υπάρχουν τελικά, ούτε και για τον αναγνώστη. Πόσο μάλλον για τον συγγραφέα. Ενδεχομένως το πιο εσωτερικό, αυτοβιογραφικό και αποκαλυπτικό βιβλίο του Άμος Όζ, συγγραφέα. Διότι οι ιστορίες του βρίσκονται παντού, κυκλοφορούν ελεύθερα, αδέσποτες και ανεξέλεγκτες στο κεφάλι μας αλλά κι ανάμεσα στους άλλους.

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...