Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022

Έκλεψα 6 φθινοπωρινές μέρες

Μια ανάρτηση στο fb και από κάτω ποτάμι η χολή. Δεν είναι μόνο ιδεολογικό, είναι αισθητικό το θέμα. Ο σκοπός είναι κάτι τόσο θεωρητικό, που δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για κανέναν.

Δεν αλλάζουμε τελικά. «Δεν αλλάζουμε και ας πήγαμε κόντρα στις ροές και ας φεύγαμε πάντα προς την θάλασσα κι ας ξέραμε πως το γλυκό νερό σκοτώνεται στην πρώτη του επαφή με την αλμύρα. Εδώ μείναμε για να επαναλαμβάνουμε όλα αυτά που θέλαμε να αλλάξουμε»
Μπορεί να μη καταγράφω γεγονότα, να πηδάω ημερομηνίες, να βρίσκομαι πολλές φορές έξω, από τα μικρά που συμβαίνουν στον τόπο μας, κατά κάποιο τρόπο όμως, τον μετράω τον χρόνο. Τον μετράω και όταν βρω την ευκαιρία τον κλέβω.


Γι' αυτόν τον κλεμμένο χρόνο θέλω να σας πω, αυτόν που κρατάει ζωντανή τη ψυχή μας. Αυτόν το χρόνο που αναζητάμε και αυτόν που χαρίζουμε σε όσους αγαπάμε.
“Πάνω απ’ όλα θα έβαζα τον χρόνο”, γράφει ο Νίκος Ξυδάκης “Τον χρόνο της σχόλης, τον χρόνο των επισκέψεων και των τραπεζωμάτων, τον χρόνο που παγώνει για λίγο και αργοκυλάει και σταλάζει σε καναπέδες και φορτωμένες ροτόντες, σε καφενεία και φωτεινούς πεζοδρόμους, που καθυστερεί γενναιόδωρα”.
Δυστυχώς αυτός ο χρόνος, στριμώχνεται σε μεσοδιαστήματα στην σύντομη ζωή μας. Ο πολύς χρόνος ρουφιέται από την ανάγκη, τη ρουτίνα, τον μόχθο, την υποταγή.
Τώρα ο χρόνος είναι συμπιεσμένος. Όμως πόση συμπίεση να αντέξει η ζωή;
Πόσο να συμπυκνώσουμε τις εμπειρίες, να στριμώξουμε αισθήματα, όνειρα, ομιλίες, παραμιλητά; Πώς να καταργήσουμε το χάσιμο, το άδειασμα, το χασομέρι, τη φυγή; Πώς να χτίσεις τη ζωή χωρίς κενά. Δεν ζεις χωρίς άδειο χρόνο.
Έκλεψα 6 φθινοπωρινές μέρες, έζησα σε ένα άδειο χρόνο. Ουφ… από ανακούφιση το επιφώνημα. Αυτόν το λίγο χρόνο της σχόλης πρόλαβα να αισθανθώ ένα ολόκληρο φθινόπωρο Με αρέσουν τα αργόσυρτα φθινοπωρινά βράδια. Η ησυχία της πόλης και προπαντός η ησυχία που η αντίθεση κάνει ακόμα εντονότερη, στα μέρη εκείνα που την ημέρα σφύζουν από θόρυβο.
Αυτές οι μέρες του Φθινοπώρου μου δοκιμάζουν τις αισθήσεις. Ένα στρώμα βελούδινο έχει καθίσει σε ότι με περιβάλλει και σμιλεύει ότι αιχμηρό έχει προηγηθεί. Ακόμα και το νερό της θάλασσας αποκτάει μια βελούδινη υφή. Και η μοναξιά διαφορετική μου φαίνεται . Έχει χρώματα έχει αρώματα έχει μνήμες

Η ΑΕΚ είναι ιδέα που δεν προδίδεται

Όταν τα σταθερά της πίστης μου, είχαν εξανεμιστεί , όταν οι ιδέες μου, προδόθηκαν από όλους αυτούς που εμπορεύονταν ελπίδες, η ιδέα της ομάδας, ακόμα και όταν έπεσε στην Γ’ εθνική παρέμεινε σταθερή.

Παρασκευή βράδυ, παρακολουθώντας την τελετή των εγκαινίων του νέου γηπέδου της ΑΕΚ, ξανάζησα κάτι ξεχασμένο, ξεπερασμένο ίσως, αλλά απολύτως μαγικό. Κατάλαβα γιατί είναι ακόμα και σήμερα βαθιά μέσα μου ριζωμένη η ΑΕΚ, σαν τις χαμένες πατρίδες για εκείνους που τις έχασαν…


Είναι μερικά βράδια που σ’ ανοίγουν ρωγμές στον χρόνο. Διαπιστώνεις ότι ακόμα και το παρελθόν είναι χρόνος ρευστός, σου φανερώνει πτυχές που απαιτούσαν ρυτίδες.
Η εικόνα του Κώστα Νεστορίδη να μπαίνει στον αγωνιστικό χώρο της Νέας Φιλαδέλφειας, με ταξίδεψε στην ΑΕΚ των παιδικών μου χρόνων.
Τον εαυτό μου τότε δεν τον θυμάμαι και μια παλιά φωτογραφία που σώζεται ακόμα, δεν την πιστεύω. Τον Κώστα Νεστορίδη όμως τον θυμάμαι με τον δικέφαλο στο στήθος, έτοιμο να μαγέψει και να παρασύρει τα όνειρά μας. Ακριβώς την ίδια φωτογραφία , την έχω από τις «τύχες» που πουλούσαν τότε τα περίπτερα για να μας ξεγελούν. Όμως ο Νεστορίδης δεν μας ξεγέλασε ποτέ, ήταν πάντα συνεπής σ΄ αυτό που τόσο καλά έκανε, και το έκανε για μας.
Ακόμα και σήμερα στα 92 του, ήρθε σε αναπηρικό καροτσάκι για να μας χαιρετίσει και να μας θυμίσει ότι η ΑΕΚ πέρα από μια ποδοσφαιρική ομάδα είναι ιδέα που δεν προδίδεται.
Θα μου πείτε ότι ο κόσμος του ποδοσφαίρου δεν είναι αγγελικά πλασμένος, όμως αυτά που συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο είναι παρανυχίδες μπροστά στα σκάνδαλα της εξουσίας. Ακόμα και σήμερα που ένα σάπιο κομμάτι έχει γίνει ορατό, αυτή η άποψη δεν αλλάζει. Γιατί στο ποδόσφαιρο υπάρχει ακόμα ψυχή και πόδια που μπαίνουν στη φωτιά και τσακίζονται. Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν φίλαθλοι που δεν περιμένουν στο προθάλαμο βουλευτικών γραφείων, που υποστηρίζουν την ομάδα τους χωρίς ανταλλάγματα. Δεν υπάρχουν αναποφάσιστοι, που καθορίζουν το αποτέλεσμα, υπάρχουν αποφασισμένοι πρωταγωνιστές και οπαδοί. Στο ποδόσφαιρο χύνεται ιδρώτας και αίμα. Εμείς οι παλιοί των ημερών, που ζήσαμε το ποδόσφαιρο, μόνο με την αξία της φανέλας, θα συνεχίσουμε, ακόμα και σήμερα που μπήκε στο χρηματιστήριο να είμαστε κοντά του. Και θα συνεχίσουμε, γιατί οι πρωταγωνιστές, που είναι οι αθλητές που αγωνίζονται, ακόμα την ιδρώνουν αυτήν την φανέλα. Θα συνεχίσουμε γιατί στο ποδόσφαιρο υπάρχουν ακόμα άνθρωποι σαν το Κώστα Νεστορίδη.
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό παιδί που αγαπούσε πολύ μια ομάδα, φορούσε κίτρινες φανέλες με τον δικέφαλο στο στήθος, μετρούσε τον χρόνο με βάση τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες της… Είδε τους ήρωες των παιδικών του χρόνων, να διατηρούν αναλλοίωτο το υπερφυσικό τους μέγεθος και να του ξετυλίγουν το κουβάρι του παραμυθιού που τον μεγάλωσε, διαπιστώνοντας πως μόνο αυτό θέλει να είναι τελικά: ΑΕΚ των παιδικών του χρόνων!»

Η αλήθεια σου κατοικεί στο παρελθόν

Αυτή η τοπική ανακύκλωση με έχει κουράσει, τα ίδια και τα ίδια, σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσουν την ύπαρξη τους, μέσα από την ανυπαρξία τους.

Για την «Κέρκυρα μας», «Το καταπράσινο νησί, την ιστορία και τον πολιτισμό μας…», «τη θάλασσα μας». Διαφήμιση που ξέμεινε από προϊόν. Διαφήμιση αναντίστοιχη της πραγματικότητας. Τα στερεότυπα που πάλιωσαν από την κατάχρηση.


Δυστυχώς όσο κυριαρχεί αυτό το είδος της πολιτικής λειτουργίας, που εντάσσεται στην επικοινωνιακή λογική που παραβλέπει το ζητούμενο, που είναι να «κάνουμε κάτι» και επιδιώκει την προβολή, δηλαδή να φανεί ότι κάνουμε κάτι και ας μην κάνουμε τίποτα, η πορεία θα είναι προς τα πίσω.
Τον ήξερα από το Δημοτικό. Συνέχισα να παρακολουθώ ανελλιπώς τα βήματά του. Τον είδα χθες στην τηλεόραση να μιλάει. Έλεγε μεγάλες κουβέντες, απ’ αυτές που χαϊδεύουν αυτιά, που δίνουν λύσεις, εδώ και τώρα. Επικοινωνούσε τις ουτοπίες του, τα ψέματά του . Ήταν ηλίου φαεινότερο, είχε παρακολουθήσει μαθήματα επικοινωνίας.
Προσπαθούσε να ξεφύγει απ΄ όλες τις κακές συνήθειες του παρελθόντος. Μάταια.
“ Το κορμί δεν ξεκορμίζει” γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης, πού να πάει άλλωστε;
Πως ν’ αλλάξεις την περπατησιά σου, πως μιμούμενος ξένη φωνή, να μην ξεχαστείς στην διάρκεια μιας συζήτησης; Πρόσωπο, φωνή, μάτια, κίνηση, νοοτροπία έχουν διαποτιστεί από τον βιωθέντα χρόνο.
“Κάθε καταργημένη συνήθεια κάνει τον τέως εθισμένο να νιώθει σαν «τραβηγμένο» πρόσωπο. Κάποιο βέβηλο χέρι απλώθηκε πάνω του και τον βελτίωσε, κόβοντας ένα κομμάτι του εαυτού του”. Δεν μπορείς φίλε να ξεφύγεις από τις παλιές σου συνήθειες, δεν μπορείς να το σκάσεις από τον παλιό σου εαυτό.
Θέλεις να απαλλαγείς από τις βαριές δουλείες της νεότητάς σου. Το λες και το πιστεύεις.
“Αυτοί που σε δασκάλεψαν πιθανώς δεν γνωρίζουν ότι οι εθισμοί είναι μεταμορφώσεις μιας βαθύτητας η οποία συγκροτεί εσωτερικά την προσωπικότητα”.
“Η αλήθεια σου κατοικεί στο παρελθόν. Αν δραπετεύσει -πράγμα που δεν αποκλείεται- μοιάζεις πλέον με μεσήλικα που ανανεώνει την παιδικότητά του.
Κάθε προσπάθεια, που δεν διέπεται από ένα ισχυρό πάθος, παίρνει εύκολα τους τρόπους των άλλων, όπως τα ψάρια και τα ζώα του δάσους που παίρνουν το χρώμα του περιβάλλοντός τους για να διασωθούν.
Και ο άνθρωπος που δεν καθοδηγείται από μέσα του, βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κόσμους, μετέωρος, ικανός για τα πιο αντίθετα πράγματα, μανιακός για κάτι όσο και αδιάφορος, μα πάνω απ’ όλα ανασφαλής. Η κοινωνία χρειάζεται ανθρώπους που εκπέμπουν φως , όχι όλους αυτούς που προσπαθούν να φάνουν μέσα από το φως των προβολέων και των υποβολέων…

Είναι και ο καιρός

Μισή ώρα διακοπή στο ηλεκτρικό ή στο νερό και ακολουθεί πανικός. Κανείς εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτεται τα παιδιά που πεθαίνουν από πείνα και δίψα, κανείς δεν μπαίνει στο κόπο να έρθει στη θέση ενός πρόσφυγα , που θαλασσοπνίγεται, μιας οικογένειες που ζει μέρες στα καταφύγια, για να γλυτώσει από τους βομβαρδισμούς, ενός ανθρώπου που υποφέρει.


Όσο και αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να αντικαταστήσω τις λέξεις, ούτε και τη διάθεση. Πολλά μαζεμένα αυτές τις τελευταίες μέρες , με αναμονές και προσμονές, που επιμηκύνουν το διάστημα, σχεδόν το ακινητοποιούν. Δεν περνάει με τίποτα.
Είναι και ο καιρός και ένα βάρος, σε απροσδιόριστο σημείο, από πολλά μαζεμένα μιας ζωής, που την κυνηγούν οι μήνες.
Μια στιγμή αρκεί για να αλλάζει η ορμή, να καεί με το οξυγόνο μιας αλήθειας, που προηγήθηκε. Άναψα και κάηκα.
Μια πραγματικότητα μας σφίγγει καθημερινά όλο και περισσότερο και το χειρότερο την έχουμε αποδεχθεί. «Ο ήχος του όπλου, του αυτόχειρα Καρυωτάκη, θα ηχεί πάντα στ' αυτιά των λεπταίσθητων ανθρώπων που έχουν το καταραμένο χάρισμα να μπαινοβγαίνουν στις ζωές των άλλων νοιώθοντας τους», σχολίαζε παλαιοτέρα η αγαπημένη φωνή του ραδιοφώνου. Αυτό που απλά λέμε, «έλα στη θέση μου», και που ελάχιστοι μπορούν να το καταφέρουν ουσιαστικά. Να δουν το έγκαυμα και να νιώσουν τον τρόμο της φωτιάς, να ακούσουν το ουρλιαχτό και να αισθανθούν στο σώμα τους τη βία που υφίσταται ο άλλος. Δεν μιλώ μεταφυσικά ούτε μεταφορικά. Είναι λέω παιχνίδια αυτά του μυαλού και της καρδιάς που σε κρατούν μετέωρο ανάμεσα στους δύο κόσμους, έτσι που και ο θεός να διστάζει και ο διάβολος να έχει αμφιβολίες για πάρτη σου.

Ζεϊμπέκικο βαρύ

Aυτές τις μέρες χωρίς, κάποια επιχειρήματα που να δικαιολογούν την αισιοδοξία, από αίσθημα αυτοσυντήρησης περισσότερο, επαναλαμβάνω:


«Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά. Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά» και να σκεφτεί κανείς ότι στο στρατό κινδύνευσα με φυλάκιση, γιατί αρνήθηκα να το τραγουδήσω. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα, εκτός φοβερού σεισμού, που θα την σκεπάσει η θάλασσα, δεν πεθαίνει, οι άνθρωποι όμως;
Σήμερα μια μαυρίλα απλώνεται στη χώρα, οι ψυχές πλακώνονται από απαισιοδοξία, από την ταγκή γεύση της ήττας.
“Αν ζούσε σήμερα ο Νικόλαος Μάντζαρος” , μας λέει πριν ξεκινήσει να παίζει το τραγούδι η Κυρία του ραδιοφώνου, θα ενέκρινε απολύτως τον ύμνο του νεοέλληνα που συνέγραψε προ δεκαετιών ο Βασίλειος Τσιτσάνης εκ Τρικάλων, υπό τον τίτλο “Είμαστε αλάνια - διαλεχτά παιδιά μέσα στη πιάτσα”. Η δική μας ράτσα είναι όντως άλλης κοπής. ΄Ο,τι θυμόμαστε χαιρόμαστε , ό,τι πονάει το ξεχνάμε, κοιμόμαστε αθώοι ξυπνάμε κατηγορούμενοι, παίρνουμε μέρος σε τηλεοπτικά παιγνίδια για να μας πληρώσουν τις πιστωτικές κάρτες, καταπίνουμε μπαταρίες λιθίου, για να βγάλουμε το δωδεκάωρο στη δουλειά, χωρίς να απενεργοποιηθούμε. Πουλάμε το έχει μας για ένα κρεβάτι στο Ιατρικό Κέντρο και μόλις βγούμε μεταμοσχευμένοι όπα πάλι οι χαρές και ποιο σύστημα, ρε παιδιά η ζωή να βγει, η ζωή να βγει,”
Παρακολουθώντας χθες ένα παλαιότερο ελληνικό σήριαλ γυρισμένο το 1995, πάλι για οικονομική κρίση ο λόγος και όμως χωρίς να την ξεπεράσουμε ποτέ, αντέξαμε.
Όπως αντέξαμε και τους πολέμους και τις χούντες και τα μνημόνια και την πανδημία, θα αντέξουμε και την ενεργειακή κρίση και την ακρίβεια και ότι άλλο παρουσιαστεί στο μέλλον σε τούτον τον μαρτυρικό τόπο.
Μπορεί το πολιτικό προσωπικό να είναι κατώτερο των περιστάσεων, αφού στο ενεργητικό του, εμπορεύθηκε ελπίδες, καλλιέργησε τη συναλλαγή, έσπειρε τη διαφθορά, δεν ενέπνευσε πίστη και κουράγιο, η ιστορία όμως του καθενός, που πολλές φορές σ’ αυτή τη διαδρομή την έχει κλείσει σε χαρτόκουτα, για άλλη μια φορά θα εγγυηθεί τη συνέχεια της πορείας και το δικαίωμα στη ζωή .

Χρόνοι άγραφτοι

Η αναφορά στα χρόνια τα παλιά. Όταν γράφτηκε υπήρχαν ακόμα κερκυραίοι που τα έζησαν και αναπολούσαν, σήμερα από όσα γραπτά έχουν αντέξει.


Την αγάπη που έδειχναν για το θέατρο και τη μουσική οι παλιοί κερκυραίοι - και αυτό ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη – εκφράζεται σήμερα με παράπονο... Πλούσιοι και φτωχοί, είχαν εντάξει στις προτεραιότητες τους τις τέχνες και τις υποστήριζαν κατά τρόπο μοναδικό. Αυτό το παράπονο το αντίκρισα στον απόηχο κάποιων εκδηλώσεων που γίνονται στην πόλη μας.
Σήμερα, όσων έζησαν εκείνα τα χρόνια, διακρίνεις στα μάτια τους, τη στιγμή της αναπόλησης, μια γλυκιά μελαγχολία.
«Αν η σκέψη και τα ενδιαφέροντα της Κέρκυρας είναι στο παρόν, η ψυχή της πλανάται στα περασμένα», έγραφε ο κορυφαίος χρονογράφος Παύλος Παλαιολόγος.
Μια φορά και έναν καιρό εδώ που βλέπετε… Πουθενά αλλού δεν θα δείτε τόση έντονη την αναπόληση. Έντονη, όχι όμως συντριπτική. Δεν είναι η νοσηρή νοσταλγία που προκαλεί την αδράνεια. Είναι η ενατένιση ενός κόσμου, του κόσμου τους, που από μέρα σε μέρα αλλάζει και χάνεται. Τον βλέπουν, κάνουν τις συγκρίσεις τους και μελαγχολούν. Από τη σκοπιά του ο καθένας.
Μελαγχολεί ο μέσος κερκυραίος, γιατί νομίζει ότι άρχισε να κάμπτεται στους νέους ανθρώπους η παλιά κερκυραϊκή αβρότητα.. Μελαγχολεί ο ευγενής, γιατί ξεκληρίστηκε το αρχοντολόι. Θλιμμένοι οι ποπολάροι για τα τραύματα που άνοιξε στο νησί τους ο πόλεμος. Απαρηγόρητος ο μουσικός γιατί δεν είναι όσος έντονος ήταν άλλοτε ο μουσικός οίστρος.
Πώς να ξεφύγει η Κέρκυρα από τον τυφώνα, των αλλαγών, που θέλει να επιβάλλει ένα μέσο όρο για όλους, μια ουδετερότητα άχρωμη και άοσμη, που δεν θα αφήσει τίποτα ύστερα από χρόνια για να θυμόμαστε.
Είναι αλήθεια ότι εκείνα τα χρόνια ήταν πιο δύσκολα. Τις παραστάσεις του λυρικού θεάτρου, με θυσίες και στερήσεις τις παρακολούθησε ο κερκυραϊκός λαός. Όμως το χρόνο τον οδηγούσε ο άνθρωπος, ενώ σήμερα συμβαίνει το αντίθετο και έτσι έχουμε χρόνους άγραφτους να προσθέτονται στην ηλικία μας, χωρίς να μπορούμε να τους αναπολήσουμε, γιατί δεν υπάρχουν σημάδια να τους θυμίζουν.

Για να ξεχάσεις τον εαυτό σου πρέπει πρώτα να έχεις

Τι εμμονή και αυτή των ανθρώπων, στο παρελθόν και στις οικείες καταστάσεις. Τι εγωιστική προσήλωση στις παλιές πληγές, στην πλήρη υποταγή, στα παλιά τραύματα, στο φόβο του θανάτου – κατά συνέπεια, στον φόβο της ζωής. Διότι κάθε γέννηση προϋποθέτει και ένα θάνατο. Του παλιού χρόνου για να έρθει ο καινούργιος, της παλιάς αγάπης για να γεννηθεί ένας καινούργιος έρωτας. Του ψεύτικου εαυτού μας για να αναδυθεί από μέσα μας ο αληθινός. Αυτό το τελευταίο σηκώνει συζήτηση...



Για να ξεχάσεις τον εαυτό σου πρέπει πρώτα να έχεις. “Κι όταν σε τρώνε οι δρόμοι, τα πολυκαταστήματα η τηλεκατευθυνόμενη ενημέρωση, και οι οθόνες, δεν έχεις εαυτό, δεν έχεις είναι, είσαι ένα μόρφωμα με σάρκα και οστά που μιλάει κινείται πράττει όντας απόν από την ίδια του τη ζωή”, μου υπενθυμίζει η αγαπημένη ραδιοφωνική φωνή. Να πεις καταστρέφω τον εαυτό μου -το ακούω. Να πεις τον παραμελώ -το δέχομαι, να πεις τον πετάω στα σκυλιά ή τον στριμώχνω στον πάτο ενός μπουκαλιού που προηγουμένως οικειοθελώς άδειασα στο στομάχι μου, μη σας πω ότι το απολαμβάνω κιόλας. Το «ξεχνάω τον εαυτό μου», δεν περνάει με τίποτα εδώ. Κι εντάξει, ζωή είναι και θα περάσει αλλά είναι κρίμα καθώς θα περνάει απέναντι να μην αφήσει πίσω της ούτε ένα δακτυλικό αποτύπωμα. Στην άσφαλτο. Ή στην καρδιά ενός ανθρώπου.”
Πως είναι δυνατόν να ξεπουλήσει κάποιος τον εαυτό του, εάν είναι ανύπαρκτος; Προδίδει κανείς μες την ακινησία του; Μπορεί κάποιος να κάνει επανάσταση ανενόχλητος για μια ζωή; Αλλάζοντας η μένοντας ίδιος ξεπουλάει κανείς τον εαυτό του; Κι όταν εμείς αλλάζουμε εξακολουθούμε να έχουμε το ίδιο ασάλευτο παρελθόν;
Παιγνίδια με τον χρόνο τα παραπάνω και τα ερωτηματικά, βάση για μια πορεία, που θα οδηγήσει τα βήματα μας πέρα από το σκοτάδι.
Για το χρόνο λοιπόν, που μονίμως μας παίζει κρυφτούλι και αδιάκοπα πονά. Υπάρχει άνθρωπος που νικά το παρελθόν του;
“Και είναι το παρελθόν μαχαίρι που πονά. Ακόμα κι όταν εσύ έχεις φροντίσει να βγεις επιτέλους από την πληγή, ο πόνος είναι εκεί και η ουλή, όπως ο πόνος στο πόδι του ανάπηρου, ακόμα και αν το πόδι λείπει”

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...