Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

Γιατί αγοράζουμε φρίκη;

Τι ανθρωποφαγία θεέ μου μας κατακλύζει, 12 χρονών κοριτσάκι, συνεχίζει να βιάζεται από μια ολόκληρη κοινωνία, που διψάσει για αίμα, ψέμα σπέρμα.

Σπάνια παρακολουθώ ειδήσεις από την τηλεόραση. Χθες τα γεγονότα μου έστησαν παγίδα. Το ξέρουμε είναι άσχημα τα πράγματα. Αυτή η καταστροφή όμως, που κάθε μέρα μπαίνει στα σπίτια του κόσμου από τους τηλεοπτικούς δέκτες, και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μου δημιουργεί εύλογα ερωτήματα . Είναι δυνατόν να ζούμε ακόμα; Την έκλεισα.


Έχουμε ευθύνη , την μεγαλύτερη για αυτήν την άθλια κατάσταση. Αρχίζω να πιστεύω ότι εμείς διαμορφώνουμε αυτήν την εικόνα. Εμείς ζητάμε αυτά τα τηλεοπτικά σκουπίδια. Εμείς ζητάμε τις λεπτομέρειες για το δωδεκάχρονο. Και την φωτογραφία του θα θέλαμε να δούμε, για να διαπιστώσουμε αν έδειχνε μεγαλύτερο. Αυτοί πουλάνε και εμείς αγοράζουμε, αν αλλάξουν οι προτιμήσεις μας , να είστε σίγουροι θα αλλάξουν και αυτοί τα προϊόντα τους . Τώρα γιατί ζητάμε να αγοράσουμε φρίκη, είναι μια άλλη, μεγάλη κουβέντα.
Δε βαριέσαι, πάντα θα είμαστε παγιδευμένοι στη σχετικότητα και στη διάθλαση ανάμεσα στα γεγονότα και την προβολή τους, πιστεύοντας πως το βασικό δίλημμα είναι ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα.
“Μικρός, όταν βαριόμουν τα παιχνίδια μου (το ψέμα δηλαδή) τα έσπαγα για να δω πώς δουλεύουν.” γράφει ο Οδυσσέας Ιωάννου “Να βρω τον μηχανισμό τους, την αλήθεια τους. Είχα σπάσει και τις κούκλες της ξαδέρφης μου για να δω γιατί κλείνουν τα μάτια όταν ξαπλώνουν και ανοίγουν όταν είναι όρθιες. Της πέταξα την «αλήθεια» στα μούτρα της. Δεν ξαναπήρε κούκλα που να κλείνει τα μάτια. Ήταν αδύνατον πια να την πιστέψει. Της κατέστρεψα ένα από τα αγαπημένα της παιχνίδια. Και την έκανα καλύτερο άνθρωπο"
Κλείνομαι μέσα. Ακόμη κι όταν είμαι έξω. Ακολουθώ με πίστη πλέον, ότι μπορεί να με απομακρύνει. Ανασαίνω λίγο πιο εκεί. Πάλι από την αρχή. Στα ίδια πατήματα που μπορεί να μας έφεραν μέχρι εδώ, ξέρουν καλά όμως να κόβουν δρόμο και να προσπερνάνε.

Λόγια σιωπής



Εδώ που έχουμε φθάσει, πριν ξοδέψουμε λόγια, που μας χοντραίνουν το πετσί και μεγαλώσουνε την ανοσία, ας τα κρατήσουμε.
Αυτά που γράφω δεν είναι αυτά. Αυτά είναι λόγια της σιωπής, που θέλει να με προστατεύσει.
Να γράψω κάτι επιπλέον, δεν μπορώ. Θα κρυφτώ σ’ αυτές τις λέξεις, που όταν γίνουν προηγούμενες, ακολουθώντας ό,τι επόμενο γραφτεί, ίσως γίνω πιο κατανοητός.
Με πνίγει η αντίφαση όπως και τούτη τη πόλη. Βρώμικη μέσα και έξω. Λίγες εξαιρέσεις μόνο να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Έχει μια λάμψη δε λέω, μια αρχοντιά μια ιστορία πονεμένη. Έχει μια ομορφιά κρυμμένη σε κάτι σοκάκια χωρίς λάμπες να καίνε τα βράδια.


Με ποιον να συμμαχήσεις ; Ποιανού το μέρος να πάρεις και να ενώσεις τη φωνή σου. Δεν βγαίνει κιχ. Δεν είναι ότι βράζουνε όλοι στο ίδιο καζάνι, δεν βράζουνε με τίποτα.
Για την πόλη που όλο και περισσότερο την πνίγει η μοναξιά, για την πόλη που οι πολίτες της αλληλοσπαράζονται σ’ έναν αιμοβόρο χαιρέκακο χορό γράφαμε παλαιότερα.
Για τη χώρα που επιτρέπει στους ενόχους της να ντύνονται αθώοι και με ψέματα και μίμηση συναισθημάτων να παίρνουν κόσμο στο λαιμό τους, γράφαμε παλαιοτέρα , για τους ίδιους ενόχους με άλλα προσωπεία γράφουμε σήμερα.
Το απέραντο εγώ κυβερνά τους επιθυμούντες την εξουσία και το ίδιο εγώ κυβερνά τους πολίτες της πόλης μας που βολεύονται καθένας για τον εαυτό του ή τη μικρή του ομάδα.
Κι αφού το εγώ ποτέ δεν υπηρετεί τις ανθρώπινες αξίες, αυτές υποσκελίζονται μπροστά στο στόχο. Ο σεβασμός στον συμπολίτη και ο σεβασμός στον πολίτη, κύρια αξία της δημοκρατίας, μοιάζουν να μην έχουν θέση σ’ αυτήν τη χώρα ούτε σε αυτήν την πόλη. Ο χορός, στήνεται γύρω από τα συντρίμμια ή από την επικείμενη κατάρρευση, δε στήνεται για να την προλάβει, αλλά για να την γιορτάσει. Έχασες εσύ για να κερδίσω εγώ. Όχι χάσαμε. Ο πρώτος πληθυντικός, μάλλον άγνωστη γραμματική φόρμα, για τους περισσότερους.
Γι’ αυτό επιμένω στις παρέες. Στις παρέες εκείνες που αντιστέκονται στο εγώ, στις παρέες εκείνες που έμειναν για πάντα στο εμείς. Γι’ αυτό, όπως επιμένει η φίλη του ραδιοφώνου, «θέλω κόσμο πολύ κι ας μην ξέρω κανέναν τους, να περπατώ ανάμεσα σε σώματα που προχωρούν στο δικό τους πεπρωμένο να διασχίζω δρόμους που προπορεύονται και έπονται άλλοι κι ας μην ξέρω κανέναν κι ας μη μου μιλήσει κανείς. Είναι η ελπίδα πως ίσως... που ξέρεις… μπορεί… σ’ αυτή τη στροφή…. στην επόμενη... να περιμένει μια συνάντηση…»
Η φωτογραφία είναι του Βασίλη Δουκάκη

 Αμφιβάλω


Οι νέες σκληρές συνθήκες διαβίωσης, μας βρίσκουν με ένα σούπερ κινητό στο χέρι, και παντελώς ανέτοιμους. Θα μου πείτε η φύση του ανθρώπου είναι να προσαρμόζεται στην νέα πραγματικότητα, μετά όμως απ΄ όλα αυτά που προηγήθηκαν, έχω αρχίσει να αμφιβάλλω. Και αμφιβάλλω όχι τόσο για τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε , αλλά για το πόσο απόθεμα ενσυναίσθησης διαθέτουμε για να αντεπεξέλθουμε.
Ό,τι μας πόνεσε, έχει αφήσει το σημάδι του και είναι σαν ένα παλιό τραύμα που το κουβαλάμε μια ζωή. Πάντα θα βρίσκεται η ευκαιρία να μας πονάει.


Είναι ο πόνος τελικά το υπέρτατο συναίσθημα. Ο πόνος κάνει την διαφορά και ορίζει την κατάσταση.
«Η μόνη ελπίδα μας, είναι να βγάλουμε την ψυχή μας από το μπαούλο. Μόνον έτσι θα μπει φρένο στο τρεχαλητό του μυαλού μας. Το μυαλό είναι
ένα σκυλί που αν δεν το δέσεις από την ψυχή ικανοποιεί τις επιθυμίες του όπως τα ζώα. Άρα οδηγεί τον άνθρωπο με ιλιγγιώδη ταχύτητα στον θαυμαστό κόσμο των ζώων. Υπάρχει ελπίδα, αρκεί να πονέσουμε ξανά», γράφει, ο Οκτάβιο Πας.
Και να πεινάσουμε και να διψάσουμε και να κρυώσουμε και να ζεσταθούμε και να νυστάξουμε και να κουραστούμε και να ερωτευθούμε. Να αισθανθούμε επιτέλους την ανάγκη για να χαρούμε πραγματικά, όταν καταφέρουμε να την ικανοποιήσουμε.
Θύματα της καταναλωτικής μανίας, κινδυνεύουμε να μετατραπούμε σε «τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας». Η απόλαυση των καθημερινών αναγκών πνίγεται στα «πρέπει». Πρέπει να φάμε να πιούμε να κοιμηθούμε να κάνουμε έρωτα. Δεν πρέπει να κρυώσουμε, δεν πρέπει να ζεσταθούμε. Μα πώς θα ζεσταθούμε αν δεν κρυώσουμε και πώς θα δροσιστούμε αν δε ζεσταθούμε; Πνίγουμε τις ανάγκες μας πριν γεννηθούν, ανάβουμε το κλιματιστικό πριν ζεσταθούμε και το καλοριφέρ πριν κρυώσουμε.
Κλεισμένοι στη γυάλα, όχι με τα χρυσόψαρα αλλά με τους καρχαρίες, προστατευμένοι, τυλιγμένοι σε κύματα κλιματισμού, με αδρανοποιημένες τις αισθήσεις έχουμε την ψευδαίσθηση ότι ικανοποιούμε τις ανάγκες μας, αυτές που δεν τους δίνεται η ευκαιρία να εκδηλωθούν πια.
«Υπάρχει ελπίδα αρκεί να πονέσουμε ξανά».


Είναι ο κανόνας ρε γαμώτο

Το έγραψα πριν 4 χρόνια τέτοια εποχή, δυστυχώς, το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται , δεν αποτελεί εξαίρεση, είναι πλέον ο κανόνας.

Σημασία έχει η πρόθεση. Και οι προθέσεις των περισσοτέρων, που κόπτονται για την εξουσία εδώ στη μικρή μας πόλη, κάθε άλλο παρά αγαθές είναι. Μικρά και μεγάλα συμφέροντα, άκρατες φιλοδοξίες και βλακείες, σκοτεινές συναλλαγές και ότι δεν έχει σχέση, με το ζητούμενο, που είναι να υπηρετήσουν την πόλη και τους πολίτες, συνθέτουν ένα προεκλογικό σκηνικό, που αρχίζει πλέον να γίνεται ορατό έναν χρόνο πριν τις Δημοτικές εκλογές. Δεν θέλουν να υπηρετήσουν την πόλη, θέλουν να πάρουν την πόλη.


Έχω υποστηρίξει κατά καιρούς, ότι η ενότητα περνάει μέσα από την σύγκρουση. Η δύναμη που θα προκύψει, θα έχει την ανάλογη συνοχή, ώστε να μπορεί να υποστηρίξει τις θέσεις της και να εφαρμόσει την πολιτική της. Η σημερινή «χλαπάτσα», αποτέλεσμα σκοπιμοτήτων, που έχει προκύψει απ’ αυτό το ανακάτεμα, δεν μπορεί να παίξει ουσιαστικό ρόλο στην επίλυση των τοπικών προβλημάτων. Και δεν αναφέρομαι σε ιδεολογίες, αυτές μάλλον δεν υπήρξαν ποτέ.
Σεβαστή λένε η φιλοδοξία του καθενός. Η φιλοδοξία ποτέ δεν είναι σεβαστή, γιατί περιέχει εγωισμό. Κανείς φιλόδοξος δεν ξέρει που πρέπει να σταματήσει, βρίσκεται σε μια αέναη διαδικασία προσωπικής κατάκτησης, εις βάρος τις περισσότερες φορές της κοινωνίας.
Ο φιλόδοξος μετέρχεται χίλιους τρόπους προκειμένου να ικανοποιήσει την αρρώστια του. Το πάθος του τον οδηγεί πολλές φορές στην ανεντιμότητα, στον συμβιβασμό, στο ξεπούλημα.
Η φιλοδοξία, κυρίως στην πολιτική πρέπει να συνοδεύεται και με τα απαραίτητα προσόντα, σε διαφορετική περίπτωση, όχι μόνο δεν πρέπει να την σεβόμαστε αλλά να την πολεμάμε.
Τώρα για όλο αυτό το αλισβερίσι: Στους δημοτικούς συνδυασμούς, που αποτελούνται από εθελοντές και ανθρώπους που υποτίθεται θέλουν να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο, οι μεταγραφές της προεκλογικής περιόδου ξεπερνούν αυτές των ποδοσφαιρικών ομάδων. Στο ποδόσφαιρο άλλωστε, οι ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται για πολλά χρόνια σε μια ομάδα, χαρακτηρίζονται σημαία της ομάδας και είναι δημοφιλείς στις τάξεις των φιλάθλων. Δεν είναι όμως λίγες οι περιπτώσεις που ακόμα και σ΄ αυτό το σκληρό περιβάλλον η αγάπη για την ομάδα, παραμερίζει συμφέρουσες προτάσεις.
Αντίθετα υποψήφιοι, των δημοτικών συνδυασμών, εκεί που έφτυναν χωρίς αιδώ σήμερα γλύφουν. Έχουν το θράσος να ζητούν τη ψήφο του Λαού για να υπηρετήσουν εκείνα που πολεμούσαν την προηγούμενη τετραετία. Δεν έχουν κανένα σκοπό να προσφέρουν στην κοινωνία, μια θέση στον ήλιο αναζητούν για να ικανοποιήσουν τις μωροφιλοδοξίες τους και τα στενά προσωπικά τους συμφέροντα.
Όλοι αυτοί, δεν θέλουν να υπηρετήσουν την πόλη, θέλουν να πάρουν την πόλη

Η μόνη ιστορία μας το μέλλον

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ήττα. Ηττηθήκαμε κατά κράτος. Ούτε «αέρα» δεν ψελλίσαμε. Ούτε μια τουφεκιά, για την τιμή των όπλων. Υπό τοιαύτας συνθήκας, δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Μας είχαν υποδουλώσει χρόνια πριν, με δολώματα μας οδήγησαν στη μεγάλη φάκα και ύστερα μας έκαναν πειραματόζωα.


Κάθε μέρα και ισχυρότερη δόση δηλητηρίου, μέχρι τελικής πτώσεως για να δούνε πόσο θα αντέξουν τα ποντικάκια.
Δεν είναι η απαισιοδοξία που με οδηγεί σ’ αυτήν τη διαπίστωση, είναι η πραγματικότητα που τη βιώνουμε αισιόδοξα .
Σαν άσκηση επιβίωσης το παρακάτω που επανέρχεται για να ενισχύσει την αμυντική λειτουργία που είναι απαραίτητη στις μέρες μας.
«Συνειδητοποιώ πως αυτήν την εποχή εκείνα που με βοηθάνε να συνεχίζω είναι αυτά που ξεχνάω», έγραφε ο Οδυσσέας Ιωάννου, “όχι τα άλλα. Οι ευτυχισμένες στιγμές, οι εύκολες νίκες, τα γκολ από θέση οφσάιντ που δεν μου ακύρωσαν. Δεν θέλω να θυμάμαι αν κάποτε ζούσα καλύτερα. Τι σημαίνει καλύτερα; Το μόνο μέτρο σύγκρισής μου είναι το παρόν και η μόνη ιστορία μου το μέλλον. Τα υπόλοιπα –αναφορές, καταγωγές, βιώματα- έτσι κι αλλιώς κάπου υπάρχουν, τι νόημα έχει να κάνω καταμέτρηση και να βάλω τάξη στην αποθήκη;»
Μια απλή κίνηση είναι τελικά. Στρίβεις το χερούλι της πόρτας αριστερά και αφήνεις πίσω τον μικρόκοσμο σου, τον απέραντο, πριν λίγα δευτερόλεπτα. Αφήνεις πίσω σου, τα ανυπέρβλητα προβλήματα, που σε βασάνιζαν και αρχίζεις να προχωράς με ανάσες που ολοκληρώνονται, σε μια διαδρομή με σπίτια γύρω σου, που κατοικούνται, από ανθρώπους, που έχουν αίμα. Που έχουν μικρές στιγμές μεγαλύτερες από μια ζωή. Αυτός ο κόσμος των εξαιρετικών αισθημάτων, ο πραγματικός κόσμος, ο μεγάλος, είναι κόσμος μας.
Σ΄ αυτόν τον αληθινό κόσμο, όλα εκείνα τα μεγάλα που μας βασάνιζαν στο προηγούμενο περιβάλλον του μικρόκοσμου μας, μοιάζουν αστεία. Τα διλήμματα, η ψυχολογική πίεση, η αγωνία, η ανασφάλεια, μοιάζουν ξεθωριασμένοι εφιάλτες από το φως της μέρας.

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...