Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

Μη δολοφονείτε τον Ιωάννη Καποδίστρια

Η Καποδιστρολαγνεία που κυριαρχεί τον τελευταίο καιρό στην Κέρκυρα, έχει ξεπεράσει τα όρια της υπερβολής. Έχει πλέον φτάσει πανηγυρικά στην πράξη του αυνανισμού.

Πριν 12 χρόνια περίπου, στην Ελβετία πραγματοποιήθηκε τελετή τιμής και μνήμης για τον Ιωάννη Καποδίστρια. Όχι μόνον δεν πάτησε το πόδι του Έλληνας εκπρόσωπος, αλλά ούτε έφτασε ποτέ έστω μια λιτή, τυπική επιστολή.


Ο μεγάλος Κυβερνήτης , ήταν ξεχασμένος στα βάθη της Ιστορίας από τους συμπατριώτες του. Ξαφνικά όμως φοριέται παντού και συνεχώς! Τρέχουν να τον τιμήσουν, από τους κεντρικούς θεσμικούς φορείς μέχρι το τελευταίο πολιτιστικό σωματείο. Κάποιοι μάλιστα ψυχωτικά.
«Και είναι απαραιτήτως κακό αυτό;» θα ρωτήσετε. Όχι, αν εκπορεύονταν από αγνά αισθήματα θαυμασμού, σεβασμού και αναγνώρισης για την μεγάλη του προσφορά . Δυστυχώς όμως, τα πανηγυράκια που παρακολουθούμε εμπεριέχουν σκοπιμότητα και εκπορεύονται από την επείγουσα ανάγκη της εποχής για ακόμα μια ευκαιρία επικοινωνίας και προβολής.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν μια από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες της νεώτερης ευρωπαϊκής Ιστορίας, προσωπικότητα, σπάνιας εμβέλειας και παγκόσμιας αναγνώρισης. Διορατικός, σπουδαίος, αριστοκράτης στην καταγωγή και το πνεύμα έζησε με αυταπάρνηση για να δώσει στο νεογέννητο ελληνικό έθνος πορεία προσανατολισμού. Η προσφορά του για την πορεία της χώρας μας, ήταν καθοριστική. Πρωτοστάτησε και καθιερώθηκε σε μια διαπολιτισμική διεθνή κοινότητα ως εκφραστής του ευρωπαϊκού ιδεώδους. Ακόμη και σήμερα, η έννοια ενός «κυβερνήτη», παραμένει ισχυρή στην συλλογική συνείδηση του μέσου Έλληνα, ακριβώς επειδή ο Καποδίστριας υπήρξε Κυβερνήτης, στην κυριολεκτική έννοια του όρου.
Η πολιτική διαθήκη του Καποδίστρια δεν αποτυπώθηκε ποτέ σε ένα φυσικό έγγραφο. Την έγραψε με την πολιτική του πρακτική και την υπέγραψε με το αίμα του.
Αν ζούσε σήμερα ο Καποδίστριας, οι περισσότεροι από όσους επιχειρούν να τον “προβάλλουν” θα είχαν κρυφτεί. Και θα είχαν κρυφτεί γιατί ο Κυβερνήτης δεν λειτουργούσε επικοινωνιακά αλλά ουσιαστικά.
Να τιμούμε τον Καποδίστρια με την σοβαρότητα και την ευθύνη που επιβάλλει το μέγεθος του. Είναι ντροπή να τον αντιμετωπίζουμε επικοινωνιακά. Είναι ντροπή να κοντεύουμε να τον κάνουμε μπλουζάκι – σουβενίρ. Ας σταματήσουμε να τον δολοφονούμε αισθητικά, 190 χρόνια μετά την δολοφονία του .
Ας κοιτάξουμε λιγάκι την επόμενη μέρα. Ας δούμε κάποια στιγμή τι θέλουμε από τη ζωή μας. Φτάνει πια αυτή η αναφορά στην ιστορία. Ας πετάξουμε επιτέλους τα δεκανίκια που μας παρέχει και ας περπατήσουμε μπροστά με τα δικά μας πόδια. Ας μην επιμένουμε πια να φορτώνουμε το παρόν με ένα βάρος, που πολύ αμφιβάλλω αν μας ανήκει.
Διαφημίζουμε τον Μεγάλο Κυβερνήτη, με την κοινή καταγωγή μας, και τελικά αποδεικνύουμε ότι δεν είμαστε άξιοι απόγονοι και συμπατριώτες του.
Με την υπερβολή της επετειολογίας, τελικά ακυρώνουμε την ουσία των γεγονότων. Τα πανηγυράκια, συστατικά στοιχεία του τοπικού μας λαϊκισμού δεν αρμόζουν στην ιστορική προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια.
Την ιστορία ας την κάνουμε πεδίο γνώσης και σκέψης και όχι δεκάρικους. Ας φύγουμε από την ατμόσφαιρα του μνημόσυνου. Ας μετακινηθούμε σε μια ατμόσφαιρα γέννας, δημιουργίας!
Γιατί γνώρισμα ενός ζωντανού λαού δεν είναι ότι έχει ιστορία, αλλά ότι φτιάχνει ιστορία. Κάτι τέτοιο θα μας έλεγε και ο ίδιος ο Κυβερνήτης.
Αλλά βλέπετε, πολύ πιο δύσκολο το χτίσιμο του μέλλοντος από τα λιβάνια και τα φλύαρα μνημόσυνα που τείνουν να γίνουν συνήθεια…

Δευτέρα

Από κάποια Δευτέρα ξεκίνησα την αφαίρεση στο λόγο μου.

Ακόμα δεν έχω περάσει απέναντι, όμως θαυμάζω, εκείνους που τα κατάφεραν, τους ποιητές και αυτούς που ελαφρά την καρδία αποκαλούμε τρελούς. Αυτούς δηλαδή που δεν άντεξαν την μάταιη φθορά της ψυχής τους.


Σήμερα ξύπνησα με ένα όνειρο που ακόμα δεν μπορώ να το ξεπεράσω. Δεν ήταν κάτι τρομακτικό, ούτε χαρούμενο ή λυπητερό. Ήταν κάτι παγωμένο, κάτι ξένο. Και ενώ το όνειρο το έχω σχεδόν ξεχάσει, ένα περίεργο συναίσθημα κυριαρχεί ακόμα μέσα μου. ΄Ενα συναίσθημα καινούργιο, ούτε χαρά, ούτε λύπη, ούτε φόβος, ούτε θυμός, ένα συναίσθημα μοναδικό που μόνο κοιμισμένος κανείς μπορεί να το νοιώσει.
Μπροστά στην έφοδο της πιο μικρής συγκίνησης, όλα τ’ άλλα μοιάζουν χάρτινες αρματωσιές.
Η απουσία; Μια παρουσία, σε μια στιγμή, που ανακαλύπτεις, την ανεκτίμητη αξία της ζωής. Σε ένα κόσμο που βασιλεύουν τα πιο βαθιά συναισθήματα. Εκεί που ο γρανίτης άμμος γίνεται …
Δεν είχα πάει κάπου. Κάπου χαμένος στο χρόνο γύριζα. Εκεί στο Άλφα, που σβήνει όλα τα βήματα, που προηγήθηκαν. Σε χρόνο μηδέν, που σε απελευθερώνει από τα περιττά, που σε ελαφρώνει από τα βάρη, που με επιμέλεια απέκτησες. Στην κοιλιά της μάνας μου πήγα, για να μάθω να περπατάω απ’ την αρχή. Όχι να θυμηθώ τα πρώτα βήματα, να γνωρίσω τα καινούργια.
Γύρισα με τρεις δρασκελιές, πατώντας πάνω από τον γκρεμισμένο μικρόκοσμο, που με ταλαιπωρούσε.
Από κάποια Δευτέρα ξεκίνησα την αφαίρεση στο λόγο μου.
«Γράφω για να νικήσω την απώλεια, κορόιδευα. Τον εαυτό μου πρώτα κι ύστερα τους άλλους. Να σε ξανακερδίσω θέλω, γι’ αυτό γράφω. Να μη σε χάσω, μη σε ξεχάσω να μη χαθώ».

Η αλήθεια σου κατοικεί στο παρελθόν



Στην πολιτική πάντα υπήρχε η λογική της αγοράς. «Να πουλήσει». Tι; Φρούδες ελπίδες.
Το κακό σήμερα, παράγινε, οι πολιτικοί συνεπικουρούμενοι από τα ηλεκτρονικά κυρίως μέσα ενημέρωσης, πουλάνε σε απίστευτες δόσεις «αέρα κοπανιστό», να φανεί πως κάτι κάνουν και ας μην κάνουν τίποτα.
Με εννοιολογικά θραύσματα, λαϊκίστικα στερεότυπα, γενικεύσεις αλλά και υπεραπλουστεύσεις, προσπαθούν να δημιουργήσουν μία εικόνα, που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Πως λοιπόν να αντέξεις μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον ψευτιάς και υποκρισίας; Πώς ν’ αντέξεις, μέσα σε ένα θλιβερό «φαίνεσθαι», όταν γνωρίζεις πολύ καλά το «είναι»;


Τον ήξερα από το Δημοτικό. Συνέχισα να παρακολουθώ ανελλιπώς τα βήματά του, μέχρι την τέταρτη δεκαετία της ζωής του. Τον είδα χθες στην τηλεόραση να μιλάει. Έλεγε μεγάλες κουβέντες, απ’ αυτές που χαϊδεύουν αυτιά, που δίνουν λύσεις, εδώ και τώρα. Επικοινωνούσε τις ουτοπίες του, τα ψέματά του . Ήταν ηλίου φαεινότερο, είχε παρακολουθήσει μαθήματα επικοινωνίας.
Προσπαθούσε να ξεφύγει απ΄ όλες τις κακές συνήθειες του παρελθόντος. Μάταια.
“ Το κορμί δεν ξεκορμίζει” γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης, πού να πάει άλλωστε;
Πως ν’ αλλάξεις την περπατησιά σου, πως μιμούμενος ξένη φωνή, να μην ξεχαστείς στην διάρκεια μιας συζήτησης; Πρόσωπο, φωνή, μάτια, κίνηση, νοοτροπία έχουν διαποτιστεί από τον βιωθέντα χρόνο.
“Κάθε καταργημένη συνήθεια κάνει τον τέως εθισμένο να νιώθει σαν «τραβηγμένο» πρόσωπο. Κάποιο βέβηλο χέρι απλώθηκε πάνω του και τον βελτίωσε, κόβοντας ένα κομμάτι του εαυτού του”. Δεν μπορείς φίλε να ξεφύγεις από τις παλιές σου συνήθειες, δεν μπορείς να το σκάσεις από τον παλιό σου εαυτό.
Θέλεις να απαλλαγείς από τις βαριές δουλείες της νεότητάς σου. Το λες και το πιστεύεις.
“Αυτοί που σε δασκάλεψαν πιθανώς δεν γνωρίζουν ότι οι εθισμοί είναι μεταμορφώσεις μιας βαθύτητας η οποία συγκροτεί εσωτερικά την προσωπικότητα”.
“Η αλήθεια σου κατοικεί στο παρελθόν. Αν δραπετεύσει -πράγμα που δεν αποκλείεται- μοιάζεις πλέον με μεσήλικα που ανανεώνει την παιδικότητά του.

Δεν θυμάμαι τίποτα

Αφορμή μια μέρα από εκείνες που έγιναν τόσα πολλά, τόσο γρήγορα, που στο τέλος διαπιστώνεις ότι δεν έγινε τίποτα ή για να ακριβολογώ, δεν θυμάμαι τίποτα. Η ταχύτητα, δυναμώνει τη λήθη.

Το αποφάσισα: για ένα διάστημα, μέχρι το χέρι να συνηθίσει στα παλιά θα σταματήσω να γράφω στον υπολογιστή.


Έρχεται σιγά σιγά χωρίς να καταλάβεις και ξαφνικά διαπιστώνεις ότι υπάρχει δυσκολία να πιάσεις το μολύβι και με την άνεση που κάποτε είχες, να γράψεις εκείνα τα ωραία καλλιγραφικά. Μέχρι νεωτέρας, δηλαδή μέχρι το χέρι να ξαναθυμηθεί, τα κείμενα θα είναι χειροποίητα.
Στο κυνήγι του χρόνου, θα φτάσουμε κάποια στιγμή όχι μόνο να ξεχάσουμε να γραφούμε, αλλά και να μιλάμε. Για τα μαθηματικά δεν γίνεται λόγος. Το ένα και ένα σε λίγο θα τον υπολογίζουμε για έντεκα
Στη ζωή μας την άκρως βιαστική, το έχουμε νιώσει, όταν αδειάζουμε, στη χάση και στη φέξη, λίγο να σκεφτούμε.. Όταν επιταχύνουμε διαρκώς, καθημερινώς για να χαθούμε: από τον αληθινό εαυτό μας, τις βαθύτερες σκέψεις μας, τις βασικές αλήθειες και αρχές της όντως ζωής.
Ούτε ένα δευτερόλεπτο κενό. Πρόγραμμα ακόμα και στο ύπνο. Με θεωρίες άλλοθι και μια ζωή κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μας. Το διαπιστώνουμε αυτό στα όνειρα μας, τινάζοντας ξαφνιασμένα το κεφάλι μας.
Έχω γράψει παλαιότερα για ένα εξαιρετικό βιβλίο του Μίλα Κούντερα «βραδύτητα» ο τίτλος του.
«Στα υπαρξιακά μαθηματικά - επιμένει ο κύριος Κούντερα - η εμπειρία της ζωής λαμβάνει τη μορφή δύο στοιχειωδών εξισώσεων: ο βαθμός της βραδύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της μνήμης. Ο βαθμός της ταχύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της λήθης»
«Γιατί χάθηκε η ηδονή της βραδύτητας;» «Που είναι οι παλιοί αργόσχολοι;» Μας ρωτάει ο συγγραφέας «Που είναι αυτοί οι φυγόπονοι ήρωες των λαϊκών τραγουδιών, αυτοί οι πλάνητες που χαζεύουν από μύλο σε μύλο και κοιμούνται στην ύπαιθρο; Άραγε χάθηκαν μαζί με τους χωματόδρομους, μαζί με τα ξέφωτα, μαζί με τη φύση;
Ο χρόνος τελικά είναι αυτός που μας λείπει περισσότερο και χτίζει ένα κόσμο που χάνει την μνήμη του. Η ζωή αποκτά την ταχύτητα του φωτός, γίνεται δηλαδή ένα τίποτα. 

Βαρέθηκα

Δεν μας αρέσει αυτό που ζούμε και αυτό που περιμένουμε είναι χειρότερο. Να επιλέξω με τη λογική του μη χείρον... Βαρέθηκα. Δεν κυνηγάω το απόλυτο, αλλά κουράστηκα να ζυγίζω λεπτομέρειες ανάμεσα από δυο κακά, πιο είναι το λιγότερο. Μακάρι να υπήρχαν λέξεις να περιγράψουν όλον αυτόν τον παραλογισμό. Σιγά μη τρυπούν τα λόγια, το χοντρό πετσί τους. Τα γράφουμε για να ξεθυμάνουμε. Σαν άσκηση αναπνοής να το εκλάβετε. Απέναντι σε τέτοια φαινόμενα τα λόγια περιττεύουν. Και αν εμείς τα ξοδεύουμε, είναι για εσωτερική κατανάλωση.


Αν έχεις να κάνεις με τέτοιους τύπους σηκώνεις τα χέρια ψηλά και παραδίδεσαι άνευ όρων, ή «Βάζεις την καπαρντίνα γιατί σιχαίνεσαι τις ομπρέλες, φοράς τα καλά σου από μέσα, παίρνεις μια μικρή βαλίτσα με τα απολύτως απαραίτητα ανοίγεις την πόρτα κι αφήνεις πίσω σου το σπίτι. Καμένο».
Δυστυχώς οι περισσότεροι που κατέχουν σήμερα θέσεις στο δημόσιο Βίο, δεν μπορούν να τις υποστηρίξουν γιατί ως γνωστό, δεν κάνει η θέση τον άνδρα, αλλά ο άνδρας τη θέση. Ο καθένας είναι ένας και πρέπει να μπορεί να υποστηρίζει αυτήν την μοναδικότητα μέσα στον κόσμο που είναι γύρω του. Αν δεν μπορεί πρέπει να πάει σε μια ερημιά όπου σε σχέση με το τίποτα, θα μπορεί να ξεχωρίζει. Θα μπορεί να είναι κάποιος.
Δε σας κρύβω, δυσκολεύομαι σ’ αυτήν την καθημερινή επικοινωνία. Δυσκολεύομαι σε μια προσπάθεια ν’ αλλάξω τα κλισέ. Αφαιρώ λέξεις, διαφοροποιώ τη σειρά, αυθαιρετώ, χρησιμοποιώντας πολλές φορές, αδόκιμους όρους, όχι για να πρωτοτυπήσω, αλλά για να κρατήσω στη ζωή λέξεις, που απ’ την κατάχρηση αδυνατούν να αποδώσουν το πραγματικό τους νόημα.
Δυσκολεύομαι γιατί μπροστά στην ανυποληψία της πολιτικής, στα νεκροταφεία των λέξεων που δημιούργησαν οι πολιτικοί, το διάστημα που προηγήθηκε, χρειάζονται λέξεις μαχαίρια, που θα σηματοδοτήσουν τη νέα εποχή. Που θα δώσουν μια άλλη αισθητική. Που θα υπερασπίζονται την αλήθεια.

Για ζωή μιλάω

Το έχω σκεφτεί πολλές φορές, όλα αυτά τα κείμενα, τα θυμωμένα, τα μελαγχολικά, τα αισιόδοξα, που κάθε μέρα σας προσφέρω σκέτα, και σας σκοτίζω το κεφάλι, πρέπει να τα συνοδεύσω και από μια πράξη ηρωική. Κάποιες τουφεκιές στον αέρα για την τιμή των όπλων, μια αυτοσχέδια βόμβα, μια απεργία πείνας. Όχι αυτοκτονία, παρότι θαυμάζω τον Μαγιακόφσκι, για ζωή σας μιλάω, μαζί με τις λέξεις μια ισόποση δόση ζωής, γιατί τα πολλά λόγια και η λίγη ζωή έχουν γείρει την πλάστιγγα επικίνδυνα.


Μέσα στην δίνη του μυαλού μου πολλές φορές το νοιώθω, δεν το έχω πάθει, το έχουν πάθει όμως πολλοί, ζουν στο κόσμου τους τον χάρτινο και το χειρότερο πιστεύουν ότι αυτή είναι η ζωή, ΟΧΙ. Όταν θα βγουν στο φως του ήλιου θα τυφλωθούν, στο δρόμο της θα σκοντάφτουν.
Η ζωή είναι αλλού και κάθε που τελειώνω ένα κείμενο τρέχω να την συναντήσω. Δεν θα εξαντλήσω τη μάχη για ζωή σε ένα πληκτρολόγιο . Δεν θα χωθώ στην καμπίνα προσομοίωσης του αεροπλάνου μου, θα πάω να πετάξω πραγματικά. Να δω τον κόσμο από ψηλά.

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...