Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

Α...Χρόνε


Τελεία. Ιούνιος. Για τις εκλογές έχουμε χρόνο. ΄Έναν Ιούνιο το έγραψα, που είχε όλες τις προδιαγραφές του φετινού.

Που είχαμε μείνει; Στο χρόνο, που αλλού. Όταν συνάντησα το βλέμμα τους, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η επόμενη συνάντηση θα έπαιρνε τόσο χρόνο. Είκοσι χρόνια μετά. Πέντε διαφορετικές γυναίκες, που σε ανύποπτο χρόνο φωτογραφήθηκαν στο μυαλό μου, τις γνώρισα φέτος τον Ιούνιο. Απαλλαγμένες από υποχρεώσεις και διαθέσιμες. Το ενδιαφέρον δεν βρίσκεται στη συνεχεία, βρίσκεται στο γεγονός. Η εκδίκηση του χρόνου, δε μπορώ να δώσω διαφορετική ερμηνεία, σ’ αυτήν την πενταπλή σύμπτωση. Κάτι συνέβη, κάτι μαγικό. Ήταν απασχολημένες τότε, αμφιβάλλω αν με είχαν προσέξει και καταλήγω ότι η δική μου επιθυμία εκπλήρωσε την μεταχρονολογημένη συνάντηση. Και το έκανε σε μένα, τον άπιστο που μόνο σε σύμπτωση ρίχνω την εξήγηση, αλλά πενταπλή;


Παλαιοτέρα είχα κάνει μια αναφορά στην ανεκπλήρωτη στιγμή, την επαναλαμβάνω για όσους τους 
 ενδιαφέρει η συνεχεία.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, όμως μια ανεκπλήρωτη στιγμή παραμένει ακόμα ζωντανή. Θυμάμαι είχα διστάσει να προχωρήσω σε ένα ερωτικό κάλεσμα, ένα αυγουστιάτικο απόγευμα σε μια παραλία. Πέρασαν δέκα χρόνια από εκείνη τη στιγμή, σε πιο εύκολες συνθήκες, η επιθυμία μου εκπληρώθηκε. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και σήμερα πενθώ τη στιγμή που έχασα, σε κείνο το χρόνο, σε κείνο το τόπο με κείνα τα νιάτα.
Στην ίδια παραλία, με την ίδια γυναίκα, τον ίδιο μήνα και απόγευμα με διαφορά δέκα χρόνια, ήταν μια άλλη στιγμή, που όσο καλή κι αν ήταν, δεν κατάφερε να καλύψει την απώλεια. Είναι ο χρόνος τελικά…
Και μια άλλη ερμηνεία από την Κυρία, που μάλλον δεν πιστεύει στις συμπτώσεις
«Μην ψάχνεις τον κόσμο να βρεις τίποτα. Ο,τι είναι να βρεθεί, βρίσκεται ήδη κοντά σου, δίπλα σου, στο απέναντι μπαλκόνι. Όταν πρόκειται να συμβεί η συνάντηση, οι δρόμοι, λες και έχουν συνεννοηθεί, αν και παράλληλοι, προσποιούνται ότι τέμνονται και έρχονται τα βήματα κοντά. Σαν να υπάρχει ένας αόρατος κόσμος μέσα στον κόσμο που κινεί νήματα κι εμείς σαν μαριονέτες οδεύουμε σ΄ αυτό που νομίζουμε τυχαίο και τελικά είναι μοίρα. Κι ύστερα; Κι ύστερα όλα σαν όνειρο περνούν, αν δεχτούμε ότι τα όνειρα δε μένουν πιστά στο δημιουργό τους κι όταν ξημερώνει φοράνε τα ρούχα μας και βγαίνουν στους δρόμους αναζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία σ’ ένα δεύτερο κορμί. Που επιστρέφει κανείς όταν πρέπει;»


Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Όλα τα φύλλα της, είναι ίδια


Παράδοση του παλαιού στο νέο. Τι παραδίδεται και τι παραλαμβάνεται; Η απάντηση βρίσκεται στα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα. Σε ευχές και φράσεις που δεν έχουν καμία σημασία, σε αριθμούς που έπονται από το σημείο της αφαίρεσης. Σε ακόμα ένα ανακάτεμα της τράπουλας, που πατάει στη σιγουριά του φακίρη. Όλα τα φύλλα της, είναι ίδια.
Πάλι από την αρχή. Και είναι η αφετηρία που μηδενίζει το κοντέρ. Που αντισταθμίζει το βάρος του χρόνου. Από την αρχή, με όνειρα επαναλαμβανόμενα και λέξεις… Λέξεις που μένουν και ας φεύγουν οι άνθρωποι.
Ανακεφαλαιώνω κάθε τόσο γιατί η απάθεια είναι κολλητική. Τα ξαναγράφω για να τα διαβάζω, φωναχτά, για να πετάγομαι εκείνη την κατάλληλη στιγμή που θέλει να με πάρει ο ύπνος.
Με προσδιορισμένο ημερολογιακά το χρόνο, μας απομένει να προσδιορίσουμε τον τόπο, αυτήν την πόλη την απροσδιόριστη και για να μην την αδικήσω θα προτιμούσα καλύτερα να ήταν άδεια. Θα μου πείτε τώρα, αν δεν υπήρχε κόσμος πώς θα υπήρχε πόλη; Αυτό είναι άλλη ιστορία.
Ανασύρω από το διαδίκτυο “το φάντασμα της πόλης…”
“Η πόλη μας μοιάζει να εγκληματεί πρωτόγνωρα:
σαν το δέντρο, που τ` απάνθισε η θύελλα,
σαν το λιμάνι χωρίς βραχίονες,
σαν τη στάση χωρίς στέγαστρο,
ανασκαλεύει τη μνήμη μας και ξεθάβει ανόσιες μορφές.
μας ενθαρρύνει τα μέγιστα να θαφτούμε στη σκόνη της.
Τούτη η πόλη σκοτεινούς μας χρειάζεται:
με τα τζάμια μας θολά, να σκουπίζονται διαρκώς
από κουρντισμένους υαλοκαθαριστήρες
υγρούς: με τα μάτια μας να βουρκώνουνε,
μόνο σε πένθιμες κραυγές, απλανείς μας θωρρεί, με τα χέρια μας να βουλιάζουν στις τσέπες και να παίζουν τα κλειδιά των δικαιωμάτων μας.
Απλοϊκούς μας αναζητά στις μορφές,
που γλοιώδικα κινούνται σε δίχως παλμό συλλαλητήρια.
Αδειανούς κι άγνωμους μας ζωγραφίζει,
με τα φύλλα μας να σκορπίζονται στα δελτία θυέλλης της,
με τη μιλιά μας να ξεφτίζει σε αντίλαλους,
με τη πνοή μας να κρυσταλλώνει από φόβο,
με τα μίση μας να σαπίζουν σαν αίμα παλιό.
Αθόρυβα ζούμε, σε μία άκαιρη πόλη,
κι είμαστε αθάνατοι, για να σέρνουμε, παντού την κατάρα της...”
Θα προτιμούσα να ήταν άδεια . Θα μου πείτε τώρα, αν δεν υπήρχε κόσμος πώς θα υπήρχε πόλη; Αυτό είναι άλλη ιστορία…

Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

Η κατάσκοπος "Νελλη"


Εκλογές στις 7 Ιουλίου . Με την αριστερά όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις να ξαναφέρνει πάλι την δεξιά. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά μετά από όσα προηγήθηκαν. Το έγραψα πριν τέσσερα χρόνια, την ήμερα που ο ο Υπουργός Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων κ. Σπίρζης, Με “πόνο ψυχής” όπως είπε έβαλε την υπογραφή του, για τη χαριστική βολή στο ξεπούλημα των 14 περιφερειακών αεροδρομίων. Να πονέσουμε και μεις μαζί του. Να
πονέσουμε για τη δοκιμασία που υφίσταται η κυβέρνηση να κάνει την πόρνη, συναλλασσόμενη με τους κατακτητές, για το καλό της πατρίδας. Μου θύμισε εκείνες τις ελληνικές ταινίες που η ωραία Ελληνίδα πρωταγωνίστρια, με πόνο ψυχής πηδιόντανε με Γερμανούς αξιωματικούς για να δίνει πληροφορίας στην αντίσταση “Κατάσκοπος Νέλλη”, “Γυναίκες στην αντίσταση”, “Η μεσόγειος φλέγεται” , “Κονσέρτο για πολυβόλα” και πολλές άλλες.

Αν το δούμε απ' αυτήν την άποψη, επιμηκύνονται τα όρια της υπομονής μας, άλλωστε κατοχή έχουμε και σήμερα. Η μόνη διαφορά είναι ότι σε εκείνη την κατοχή υπήρχε και αντίσταση, αντίσταση με κορμό την αριστερά . Τώρα που η αριστερά “αμάρτησε για το παιδί της” και το ΕΑΜ παρέδωσε τα όπλα, με πόνο ψυχής παραδίδουμε εκτός των ακινήτων και ο,τι άλλο μας έχει απομείνει ως ενθύμιο μιας εποχής, που παρά την ήττα, μας έκανε να νοιώθουμε υπερήφανοι.
Που να φανταστεί η κατάσκοπος “Νέλλη” που έδινε το κορμί της στους κατακτητές, για να βοηθήσει τους αντάρτες, ότι τζάμπα ξεπουλήθηκε. Που να φανταστούν οι χιλιάδες αγωνιστές της αντίστασης που για μια ιδέα, έδιναν τη ζωή τους, ότι οι σημερινοί της “αριστεράς και της προόδου”, θα πούλαγαν τόσο φτηνά, όχι τα αεροδρόμια, αλλά την ψυχή τους. Και μαζί την ίδια την αριστερά.
Υπερβάλω. Γιατί και να ήθελε να παραδώσει την “αριστερά” μια κυβέρνηση που αυτοπροσδιορίζεται “αριστερή”, δεν θα μπορούσε, δεν θα μπορούσε, γιατί υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που έχουν όραμα, που παλεύουν για κοινωνική δικαιοσύνη, αξιοκρατία ελευθέρια . Που αντιστέκονται στις αγορές, που επιβάλουν ανεξέλεγκτες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Είναι αυτοί που σημάδεψαν την κοινή συνείδηση με την εικόνα της αριστεράς, που λειτουργεί με ανιδιοτέλεια.
Τι να κάνει και αυτή η κυβέρνηση θα μου πείτε, εσείς οι περισσότερο επιεικείς μπροστά σ΄ αυτό το χάος που παρέλαβε. Τι να  κάνει μέσα σ΄ αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον. Τι να κάνει με ένα μαχαίρι στο λαιμό; Να παραδεχτεί την ήττα και να είναι περισσότερο ειλικρινής. Γιατί αν σε πρακτικό επίπεδο “αριστερά” σήμερα δεν σημαίνει τίποτα, θα μπορούσε να σημάνει τουλάχιστον ειλικρίνεια. 


Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Όταν οι ποιητές είναι μακριά


Είναι αλήθεια η ποίηση δεν χρειάζεται την στήριξη του αναγνωστικού κοινού, αλλιώς δεν θα υπήρχε. Υπάρχει όμως για να φωτίζει και να καθοδηγεί, όχι αυτούς που τη διαβάζουν αλλά και αυτούς που τυχαίνει να ακούσουν τρεις λέξεις, ένα στίχο για να στηριχτούν πάνω τους και να κερδίσουν τόσο χρόνο, όσο αντιστοιχεί σε μια ζωή. Πόσα εκατομμύρια λέξεις χρειάζονται για να αποτυπώσουν ένα στίχο του Ελύτη; “Πριν απ΄ μάτια μου ήσουν φως¨ Πόσα; «Γιατί η ποίηση είναι η αποθέωση του λόγου, το καθαρό του απόσταγμα και η προσέγγιση στα τοπία της, απαιτεί την άσκηση της ευαισθησίας του αναγνώστη, η ποίηση εκ προοιμίου απευθύνεται σε όσους είναι πρόθυμοι να καταβάλλουν το αντίτιμο μιας πνευματικής περιπέτειας …» λέει ο συμμαθητής μου, ποιητής Σωτήρης Τριβιζάς σε μια παλαιότερη συνέντευξη του στην εφημερίδα «Τα ΝΕΑ»

Οι περισσότεροι όμως, δυστυχώς, δεν δείχνουν πρόθυμοι, και αυτό το ξέρουν οι πολιτικοί, και δεν διστάζουν να θυσιάσουν λέξεις για να χαϊδέψουν τα αυτιά των ψηφοφόρων τους.
Αυτή η επανάληψη, είναι που σκοτώνει τις λέξεις και έτσι έχουμε τίτλους πινακίδες και σφραγίδες, που προσπαθούμε με κάθε τρόπο να μη θυμόμαστε. Τι κακό π.χ θα είχε μια λέξη όπως ο «εκσυγχρονισμός» αν δεν είχε ταυτισθεί με την ζοφερή οκταετία Σημίτη; Χιλιάδες λέξεις έχουν φονευθεί από την ανάγκη των πολιτικών να τις χρησιμοποιούν και να πράττουν τα ακριβώς αντίθετα από το νόημα τους. Χιλιάδες λέξεις έχουν θυσιαστεί στο βωβό της
προπαγάνδας, λέξεις ξέπνοες από την πολλή χρήση, δεν μπορούν να πείσουν ούτε καν αυτόν που τις αρθρώνει, ο οποίος αρκείται στην όλο και πιο κουρασμένη επανάληψή τους.

Και αν δεν υπήρχαν οι ποιητές, που δοξάζουν τις λέξεις, σήμερα θα συνεννοούμαστε με νοήματα.
«Για τον ποιητή είτε βραδιάζει είτε φέγγει μένει λευκό το γιασεμί. Όταν οι ποιητές είναι μακριά δεν υπάρχουν ούτε μήνες ούτε μέρες. Ποιος θα καταγράψει τις λύπες μας, ποιος θα πενθήσει τις χαρές μας; Τα ημερολόγια φυλλορροούν και ο χρόνος, άδειος και ακατοίκητος, σαν αφόρετο ρούχο, κρέμεται πίσω από την πόρτα, μην χτυπάτε, δεν ανοίγει σε πόλεις χωρίς ποιητές. Μην του μιλάτε, δεν απαντά σε ανθρώπους που σκότωσαν τα αηδόνια τους.» Τα εντός εισαγωγικών από μια πονεμένη ψυχή που βάζει την ποίηση σημαιοφόρο των τεχνών.







Το τέλος πονάει


Φιλολογούμε και αγωνιούμε για διάρκειες που δεν είναι εφικτές. Αν δεν το καταλάβουμε απλά ρίχνουμε σταχτή στα μάτια μας.
Δεν είναι εύκολο να μπεις στο όνειρο του άλλου, δεν είναι σίγουρο ότι ο άλλος θα σε καταλάβει. Σχέσεις σαν τραύμα διαμπερές. Κύκλοι επάλληλοι, πόνος, χαρά, λύπη, ενθουσιασμός, ενοχές επιθετικότητα, είμαι - είσαι…
Το ξέρω δεν υπάρχει ισότητα στην αγάπη όμως και η ανισότητα δημιουργεί παράπονα. Εντάξει δεν περιμένω ανταλλάγματα όποιος άλλωστε τα περιμένει σε λάθος μέρα ξύπνησε.
Σας το γράφω κομψά γιατί το τέλος πονάει, είτε ήρεμα γίνει είτε με συγκρούσεις.
«Εκ του αποτελέσματος θα μετρήσουμε τις αγάπες μας;» αναρωτιέται η κυρία που ομορφαίνει τα τραγούδια, «Δεν πολυσυμφέρει. Οι ισολογισμοί μπατάρουν. Όσο άσχημα και να τελειώσει κάτι, ξεχνάει κανείς την υπέρτατη τρέλα του ξεκινήματος, την απίστευτη φόρα, εκείνο το μαγικό χαλί που σε αρπάζει και σε τριγυρνάει στον ουρανό της ουτοπίας σου; Οι αρχές έχουν πάντα μια άλλη χαρά και δύναμη, έχουν το ακαταλόγιστο, εδώ που τα λέμε». Ενώ το τέλος… Το τέλος πονάει
“Θα συνεχίσουμε το ταξίδι καταπίνοντας χιλιόμετρα χρόνου. Θα συνεχίσουμε με τον ίδιο βηματισμό, αφήνοντας το κοντέρ να γράφει αριθμούς.
Θα συνεχίσουμε αν δεν μας αφήσει η αγάπη, αν δεν μείνουμε από λάστιχο από δάκρυα από αντοχή.
Και σε αυτήν διαδρομή η ευχή είναι μία για να μην μας αφήσει η αγάπη. Να μην την αφήσουμε ακάλυπτη, απροστάτευτη, αδέσποτη. «Να μην αφήσουμε να μας προσπεράσουν όλα τα άλλα τα δίλιτρα, με τους πανίσχυρους κινητήρες. Να την προτάξουμε κι ας την πατήσουν. Ας γίνει αλοιφή οπό τις ρόδες των υποχρεώσεων και των κλεισμένων επαγγελματικών ραντεβού»

Ας επιστρέψουμε στα καλοκαίρια


Πολύ βαρύναμε, ας επιστρέψουμε στα καλοκαίρια , τότε που δεν ήταν
μασκαρεμένα, τότε που δεν μελετούσαμε σενάρια καταστροφής. 
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία κείμενα είναι ντυμένα στα μαύρα, παρότι εγώ φοράω τα αγαπημένα μου κάτασπρα λινά. Διάλειμμα. Η παραλία σήμερα απαλλαγμένη από τις ενοχλητικές φωνές, Βούτηξα στα ταραγμένα δροσερά νερά του Ιονίου. Ξάπλωσα. Μια γλυκιά ισορροπία δροσερού αέρα και καυτού ήλιου στην ατμόσφαιρα. Μια γλυκιά κούραση σαν αυτή που μας επισκέπτεται, λίγο πριν μας πάρει ύπνος, δημιουργούσε τις ιδανικές συνθήκες για επιτόπιες διαδρομές.
Ανάσκελα, προσκέφαλο χαλίκια/ τα μάτια, όπου και να κοιτάξουμε γαλάζιο/ Χίλια χρώματα ο ήλιος μέσα από ένα δάκρυ φαίνεται/ Απαλή μουσική, των κυμάτων ήχος/ Και ένα καράβι χάρτινο μου φαίνεται.(η πρώτη απόπειρα να γράψω στίχο) 
Πέρασε για λίγο ο Τσίρκας με τη «Λέσχη» του.
Και ύστερα ήρθε η λύτρωση σαν καταιγίδα, με καλέσματα γλαρών και αστραπές. Βιαστικοί αγέρηδες έφερναν μυρωδιές από τριανταφυλώνες ψηλά και νεραντζιές.

Δεν είναι η ζέστη του καλοκαιριού που με οδηγεί στην παράλια. Είναι η θάλασσα η ίδια.«Η θάλασσα ίσως τελευταίος ισορροπιστής των ψυχικών μας μεταβολών που δεν έχουμε καταστρέψει ακόμα ολοσχερώς σ’ αυτόν τον πλανήτη». Σχόλιο ανάμεσα από δυο θαλασσινά τραγούδια μιας αγαπημένης ραδιοφωνικής φωνής. Ο καθένας τη χρησιμοποιεί με τον τρόπο του, για παρηγοριά για ευδαιμονία για ναυάγιο - αλλά εκείνη δεν θέτει όρους. Αφήνει να τη χειριζόμαστε ξέροντας πως το βύθισμα στο μπλε της τις περισσότερες φορές είναι καλύτερο κι από ανθρώπινη αγκαλιά.

«Τους αγαπάς τους ανθρώπους ρε γαμώτο»


Καμιά πραγματικότητα δεν είναι ικανή να αντισταθεί στις εμμονές μας. Και αν αξίζει κάτι για να τη ζήσεις αυτή την ζωή, είναι η δυνατότητα να παίξεις με τους φόβους σου, να τα παίξεις όλα για όλα. Πολλά πράγματα θέλουν το χρόνο τους τελικά. Και έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να αντιληφθώ, τη γοητεία που μου ασκούσε η μοναξιά. Ένα παράξενο, φλερτ, που μου έδινε την ευκαιρία να επικοινωνήσω, όχι μονάχα με τον εαυτό μου, αλλά με αυτούς κυρίως που θα ήθελα να ήταν δίπλα μου. Τους δικούς μου ήρωες, τους δικούς μου μύθους, που δεν ήταν χάρτινοι, αλλά φτιαγμένοι με τέτοια στέρεα υλικά, που δεν μου έδιναν καμία αφορμή να αποδράσω.
Θα ήταν ψέμα να υποστηρίξω ότι δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να ζήσω λαμπερές στιγμές. Υπήρχαν και υπάρχουν.
"Αν η ζωή είναι ένα αστραφτερό κέρας της Αμαλθείας , όχι μόνο δεύτερη αλλά άπειρες ευκαιρίες προσφέρει. Κάθε μέρα κάθε ώρα, οι εκδοχές ζωής που μας δίνονται είναι ατελείωτες. Όταν ζω αυτές τις λαμπερές στιγμές λέω πως ούτε χίλια χρόνια δεν μου φτάνουν για να ζήσω τις ευκαιρίες που αντιλαμβάνομαι . Φανταστείτε πόσες δεν αντιλμβάνομαι"
Είναι αλήθεια ότι από μόνη της η λέξη «μοναξιά» μας προκαλεί θλίψη. Και αν εμένα με γοητεύει, είναι γιατί πριν απ’ αυτήν δεν την φοβήθηκα ποτέ μου. Αυτός ο φόβος για την μοναξιά τελικά μας οδηγεί σε μια ζωή γεμάτη συμβιβασμούς, μια ζωή που περνάει παρέα με τη δυστυχία και ας μην το έχουμε αντιληφθεί. Αυτός ο φόβος του φόβου μπορεί να νικηθεί μόνο με το όνειρο, και για να ονειρευτεί κανείς χρειάζεται ησυχία.
Πολλά πράγματα θέλουν το χρόνο τους και ο χρόνος σιγά σιγά με έκανε να υποψιαστώ ότι δεν υπάρχει μοναξιά. Μοναξιά είναι μόνο ο τρόμος του εχθρικού εγώ. Η Κατερίνα Γώγου είχε ταυτίσει τη μοναξιά με την ελευθερία, το ερημικό προβάδισμα της πρωτοπορίας και το μαρτύριο της ανθρώπινης ανάγκης που αναγκαστικά αφήνεις πίσω σου, «γιατί τους αγαπάς τους ανθρώπους ρε γαμώτο». Εξάλλου όλα για εκείνους γίνονται και οι αγώνες και οι ελευθερίες και οι μοναξιές και οι πρωτοπορίες.
Κάνει καλό η μοναξιά, σιγά σιγά σου σπάει την εξάρτηση σε συμφιλιώνει με το Μεγάλο! Άλλωστε «Χάνεται κάτι όταν είναι δικό σου; Αυτό το «Σου», όταν απαρνιέται την κτητική του ιδιότητα και αφήνει μόνο την αντωνυμία, να νομίζει ιδιοκτήτρια, ποτέ δεν χάνεται». Απ’ αυτή την άποψη δεν υπάρχει απώλεια. «Θέλω να μείνω μόνος», με το «θέλω» να επιβάλλεται από έναν εγωισμό κόντρα σε επιθυμίες. «Θέλω να μείνω μόνος» κόντρα στην επιδίωξη μιας ζωής, να είμαι στο μαζί.

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...