Είναι μαγικό να συναντάς τη σκέψη σου αλλού γραμμένη, με άλλες λέξεις, που ήθελες να χρησιμοποιήσεις και εσύ.
Να, έτσι μας έκανες να νοιώσουμε με το φευγιό σου Μίκη μου. Ψαχουλέψαμε στο μπαούλο των αναμνήσεων και βγάλαμε το λεύκωμα της νιότης της Αριστεράς. Το λεύκωμα των πληγών, των θυσιών, των συμβιβασμών, των ματαιώσεων και των υποσχέσεων. Το λεύκωμα των ερώτων και των ονείρων. Και ξαφνικά αρχίσαμε πάλι να γράφουμε. Σαν 19χρονοι όπως ο Στέφανος και σαν αιωνόβιοι όπως εσύ. Ταυτοχρόνως.
Με καρδιά, με πνοή, με πόθους και με πάθος. Ξανά. Πώς μας την έφερες έτσι ρε Μίκη;
Εκεί που τάχαμε όλα τακτοποιήσει, τάχαμε αποχαιρετήσει, τάχαμε βολέψει στο μυαλό μας, από δω η μουσική σου, από κει τα πολιτικά ακροβατικά σου, άλλοι καιροί τώρα, άλλες ανάγκες, άλλες μουσικές, πώς μας έκανες πάλι να κλαίμε μια βδομάδα, να τραγουδάμε όλοι μαζί και να σηκώνουμε γροθιές; Πώς τα κατάφερες από κει που είπα “πάει πέθανες για μένα” όταν σε είδα στο Σύνταγμα για το Μακεδονικό, να σε θυμάμαι τώρα μόνο στο άλλο Σύνταγμα, των μνημονίων, μαζί με το Γλέζο στην πρώτη γραμμή μέσα στα δακρυγόνα;
Πώς τα κατάφερες βρε αιώνιε έφηβε, να μην συμμορφωθείς ούτε τώρα, σε κανενός τας υποδείξεις; Και να υποδείξεις εσύ μόνο, με συνταρακτική σαφήνεια ποιος θέλεις να είσαι στη μνήμη μας και στην καρδιά μας: Ένας κομμουνιστής που πολέμησε το Δεκέμβρη.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά για το πώς την έφερες σ’ αυτούς που σε πιλάτευαν δεκαετίες να σε κάνουν εθνικό τοτέμ- κι εσύ φλερτάριζες μαζί τους, διαπλανητικέ μου νάρκισσε, το ξέρεις και το ξέρω. Και πώς έχασαν τη γη κάτω απ’ τα βρώμικα πόδια τους, με την τελευταία σου μεγάλη χειρονομία. Πώς άσπρισαν και τρόμαξαν από το πλήθος της οργής και της συγκίνησης. Πώς συνέτριψες στρατιές πληρωμένων κονδυλοφόρων και “επικοινωνιολόγων” με την επικοινωνία της συγκίνησης.
Αλλά δεν με νοιάζουν αυτοί. Με νοιάζει ο κόσμος της Αριστεράς που τον σήκωσες πολύ ψηλότερα. Με νοιάζει που μια βδομάδα τώρα ζούμε μέσα στη μουσική σου, γενιές και γενιές. Γενιές που μεγαλώσαμε μαζί σου, γενιές που σε συνάντησαν στο δρόμο, γενιές που σε ανακαλύπτουν τώρα.
Πάμε βόλτα στα Χανιά Μίκη μου. Μαζί σου. Και χαιρετίσματα στη μάνα μου που σε λάτρευε. Εκεί κοντά σου αναπαύεται κι αυτή.