Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

Κάτω απ’ τη μαρκίζα

Ένα χρόνο μετά τις ημέρες του εγκλεισμού, διαπιστώνω ότι το να ζεις με τον ιό είναι λιγότερο επώδυνο από το φόβο να τον περιμένεις. Κάθε απόγευμα θυμάμαι περιμέναμε το ανακοινωθέν για τα κρούσματα, τους νεκρούς και τους διασωληνομένους. Μέχρι που το συνηθίσαμε. Ήρθε και ο πόλεμος στην Ουκρανία και τελειώσαμε με τους γιατρούς και με αυτούς που έκαναν τους γιατρούς. Το παρακάτω από εκείνες τις μέρες του φόβου, που έκλεινα την τηλεόραση και ταξίδευα με αγαπημένα τραγούδια και παλιές φωτογραφίες.


Προλογίζει ο Μάνος Ελευθερίου: «Ένα απόγευμα, που είχα πιει λίγο παραπάνω -για να μην πω ότι ήμουν εντελώς μεθυσμένος- κάθισα κι έγραψα! Εκείνη την εποχή διάβαζα ένα μυθιστόρημα του Γιάγκου Πιερίδη. Αφορούσε ένα ζευγάρι που είχε χωρίσει και συναντήθηκε μετά από χρόνια, κάτω από μία μαρκίζα μία βροχερή μέρα και σχεδόν δεν θυμούνταν ο ένας τον άλλο! Είχα κι εγώ μια εμπειρία: Βροχή κι εγώ στην Πανεπιστημίου βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο, τρέχω κάτω απ' τη μαρκίζα του ξενοδοχείου "Μετρόπολις", στη γωνία Πανεπιστημίου και Μπενάκη και κοιτάζω τη βροχή. Η ανάμνηση αυτής της σκηνής συνδέθηκε με τη σκηνή του τραγουδιού».
Το ραδιόφωνο τώρα παίζει τη “Μαρκίζα”.
Δεν ξέρω γιατί όταν ακούω αυτό το τραγούδι στο μυαλό μου έρχονται παλιές φωτογραφίες.
Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει
σε μια φωτογραφία της στιγμής
είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη
σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής.
Πάντα μου άρεσαν οι παλιές φωτογραφίες, αυτές που ξεθωριάζουν λίγο με το χρόνο, που κιτρινίζουν στις άκρες, που μυρίζουν πολυκαιρία, που γεμίζουν ρυτίδες από το τσαλακωμένο χαρτί. Είναι ελκυστικό να τις διαβάζεις, σε ταξιδεύουν στο χρόνο πίσω για κλάσματα του δευτερολέπτου και σε γυρίζουν και πάλι στο παρόν. Οι διαφορές είναι αναμενόμενες, εκείνο όμως που συναρπάζει είναι οι ομοιότητες, ίδια ματιά από τη μονοψήφια ηλικία μέχρι σήμερα.
Όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει
κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής.
Εσύ όπου να πας, σ’ όποιο ταξίδι,
σε λάθος στάση θα κατεβείς.
Το πιο ωραίο πράγμα σε μια φωτογραφία είναι ότι δεν αλλάζει ποτέ, λειτουργεί ως δίαυλος της μνήμης, κρύβει μέσα της την ιστορία ενός προσώπου, Μοιάζει να αποτελεί το μόνο μέσο για να βρούμε ξανά ίχνη ενός χαμένου παρελθόντος, ένα μοναδικό παράθυρο σε ένα κόσμο που έχει αλλάξει.
Κάθε βλέμμα που κοίταξε το φακό τότε, έρχεται σήμερα μπροστά στα δικά μας μάτια που κοιτάνε αυτές τις φωτογραφίες, που καταφέρνουν να παγώσουν μια στιγμή στο χρόνο, να γίνουν μνήμη.

Χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα
σε βρήκα που 'ρθες για να μη βραχείς,
ίδια η βροχή τα μάτια σου τα γκρίζα
μα τίποτα, όπως πάντα, δε θα πεις.

Από ύλη είναι φτιαγμένοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή γινόμαστε όλοι παλιές φωτογραφίες. “Δε λένε ψέματα, οι παλιές φωτογραφίες, ψεύτικος είναι ο πακτωλός των χρωμάτων σήμερα που επί χάρτου υποδύονται μοιραίες διαφορές και τονικότητες”
Και ο Μάνος Ελευθερίου πάνω σε μια παλιά φωτογραφία ύφανε την Μαρκίζα
Μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα
πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις,
κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα
δεν έχεις κάτι για να μου πεις.

Τι υποκρισία θεέ μου

 Σας έγραφα στο προηγούμενο για τον πόλεμο που βλέπουμε μέσα από τη τηλεόραση. Κλεισμένος στο σπίτι αναγκαστικά τουλάχιστον για πέντε ήμερες εξαιτίας του ιού, προσπαθώ να φαντασθώ μέχρι που μπορεί να φτάσει η εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου. Μια τεράστια μηχανή προπαγάνδας δίπλα στα πεδία των μαχών επιχειρεί και πολλές φορές το κατορθώνει να παρουσιάσει μια εικόνα που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Τι υποκρισία θεέ μου. Πόσα ψέματα μπορεί να αντέξει ένας τηλεθεατής.



Δεν σας κρύβω, δυσκολεύομαι σ’ αυτήν την καθημερινή επικοινωνία. Δυσκολεύομαι σε μια προσπάθεια ν’ αλλάξω τα κλισέ. Αφαιρώ λέξεις, διαφοροποιώ τη σειρά, αυθαιρετώ, χρησιμοποιώντας πολλές φορές, αδόκιμους όρους, όχι για να πρωτοτυπήσω, αλλά για να κρατήσω στη ζωή λέξεις, που απ’ την κατάχρηση αδυνατούν να αποδώσουν το πραγματικό τους νόημα.
Δυσκολεύομαι ακόμα περισσότερο αυτήν την περίοδο, γιατί μπροστά στα νεκροταφεία των λέξεων που δημιούργησε η ανυποληψία της πολιτικής, και της επικοινωνίας, χρειάζονται λέξεις μαχαίρια, που θα δώσουν μια άλλη αισθητική. Που θα υπερασπίζονται την αλήθεια.
Αυτοί που γράφουν κάθε μέρα θα με καταλάβουν, υπάρχουν μέρες που δεν σου χρειάζονται λέξεις, αυτά που θέλεις να πεις, η γλώσσα του σώματος μπορεί καλύτερα να τα εκφράσει. Μια αποστροφή του προσώπου, μια ματιά, μια κίνηση του χεριού, που δεν θα χαιρετάει, μια κλωτσιά, μια φτυσιά.
Σ’ αυτόν τον τόπο, που το χώμα υποχωρεί, που η γη βουλιάζει και μας έχει αφήσει μετέωρους, είναι ανάγκη να γυρίσουμε σε κείνες τις σταθερές, που έγιναν στίχοι, έγιναν τραγούδια και έμειναν.
Και αν δεν υπήρχαν οι ποιητές, που δοξάζουν τις λέξεις, σήμερα θα συνεννοούμαστε με νοήματα.

«Αν δεν υπήρχε η απόσταση
θα μαραζώνανε τα μακρινά ταξίδια
με μηχανάκι θα μας έφερναν στα σπίτια
σαν πίτσες την υφήλιο που ορέχτηκε η φυγή μας.
Θα ήτανε σαν βδέλλες κολλημένα
πάνω στα νιάτα τα γεράματα
και θα με φώναζαν γιαγιά απ' τα χαράματά μου
εγγόνια μου και έρως αδιακρίτως.
Και τι θα ήταν τ' άστρα
δίχως την υποστήριξη που τους παρέχει η απόσταση.
Επίγεια ασημικά, τίποτα κηροπήγια τασάκια
να ρίχνει εκεί τις στάχτες του ο αρειμάνιος πλούτος
να επενδύει ο θαυμασμός την υπερτίμησή του.»

Λέξεις μαχαίρια για να ξεκολλήσουμε, για να προχωρήσουμε, όπως οι παραπάνω της Κικής Δημουλά, από την «εφηβεία της λήθης»

Η φωτογραφία είναι παλαιότερη από τους βομβαρδισμούς στην Γιουγκοσλαβία

Δεύτερη ανάγνωση

Δημοσιεύτηκε στην αρχή της πανδημίας τότε που δεν γνωρίζαμε τι μας περιμένει. Δύο χρόνια μετά, με τον ιό να με έχει επισκεφτεί από χθες, το διαβάζω διαφορετικά.

Ετοίμασα το σπίτι κατάλληλα για να με δεχτεί μόνον. Το φώτισα με κάθε είδους πολύχρωμα κεριά. Ένα στρογγυλό ασημί κομμάτι φωτός, από τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου, ξεχώριζε στο κέντρο της θάλασσας απέναντι, κάποιοι θα μπορούσαν να το εκλάβουν σαν σημάδι και να έδιναν τη δική τους μεταφυσική εξήγηση. Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια συγκυρία φυσικών φαινομένων. Η μοναξιά του σπιτιού σε κάνει πρώτο μαθητή, διαβάζεις βλέπεις ταινίες, ακούς Χατζιδάκι και γράφεις. Μόνος στο σπίτι. Έχω την εντύπωση, ότι έζησα ανάποδα. Νομίζω ότι ξεκινάω τη ζωή μου από το τέλος. Νοιώθω λίγο - λίγο κάθε τέτοια ώρα, να αυτοκτονώ και να πενθώ τον παραλίγο θάνατό μου.


Υπό το φως των κεριών, που αναδεικνύεται σιγά - σιγά, ύστερα από το βασίλεμα του ήλιου, σου γράφω εσένα φίλε μου, που έφυγες πριν 40 χρόνια.
“Ξέρεις μεγαλώσαμε. Νοιώθω τη ζωή να μου ξεφεύγει από τα χέρια. Ένα τρενάκι που τρέχει στο κάμπο χωρίς μηχανοδηγό. Κοιμάσαι χειμώνα και όταν ξυπνάς έχει φτάσει η άνοιξη. Οι άνθρωποι δεν κάνει να σκέφτονται. Ούτε που ονειρεύονται, κανείς σήμερα, είναι λέει χάσιμο χρόνου. Η επανάσταση δεν είναι πια των ανθρώπων αλλά των μηχανών. Αφήνεις τα δένδρα με καρπούς και πριν καλά καλά τους γευτείς, σου έχουν μείνει τα κλωνάρια. Τώρα φίλε μου τον πόλεμο τον βλέπουμε μέσα από τη τηλεόραση και κάθε βράδυ στο σαλόνι γίνονται φόνοι, μοιχείες, καλλιστεία τσακωμοί. Ζωή χαρισάμενη, όπως χαλασμένη, μέσα και έξω. Ποιος έκλεψε το χαμένο χρόνο μας φίλε;”
Άνοιξη στο μυαλό μου και τα “θέλω” από παράκληση έγιναν απαίτηση. Από τον κορωνοϊό και τη χρεοκοπία μπορεί να γλιτώσουμε, από την βλακεία όμως πως;

8 Μαρτίου

Πάντα έτσι συμβαίνει. Ο Μάρτης δεν φέρνει την άνοιξη, την αναγγέλλει όμως και περιμένει το χειμώνα να εκδηλώσει τους τελευταίους του σπασμούς.

«Τι θέλω; Τη θέλω, ντυμένη με το άσπρο του πάγου και το κόκκινο της φωτιάς, όπως πρέπει να είναι μια ζωή, σε μια αέναη διαδικασία εναλλαγής, για να μπορείς να τη ζήσεις.» Για τη γυναίκα το έγραψα πριν επτά χρόνια 8 Μαρτίου σαν σήμερα.
Τη θέλω για μια ζωή, ύμνο στην ελευθερία


Τι θέλω; Τη θέλω, να μην κοιτάει με τα μάτια των άλλων, για να δει τι ήταν. Να μην σκεπάζεται με το σύννεφο της ενοχής όσων δεν την πίστεψαν. Να μην είναι δική μου. Να είμαστε ένα.
Τι θέλω; Τη θέλω χαρά γεμάτη, να μπορώ να της δώσω όσα δεν πήρα μέχρι σήμερα από μια ζωή. Να δω την αλήθεια της, που τη βασανίζει ακόμα σε λίγα τετραγωνικά, κάτω από τα «πρέπει» και τα «μη», να κάνει φτερά και να πετάξει. Θέλω το επόμενο, γιατί το τωρινό δεν της έπρεπε.
Τι θέλω; Τη θέλω Ύμνο στην Ελευθερία και μ’ ένα κόκκινο καπέλο, τόσο κόκκινο, που να σκεπάζει όλο το γκρίζο.

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...