Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Μέγεθος δυσανάλογο

Θα μείνω εντός. Γι όσο χρειαστεί αφού οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι δεν ανταποκρίνονται. Περί άλλων τυρβάζουν. Θα διατηρήσουμε ζεστό το κάλεσμα, με κείμενα συναφή, μπας και καταφέρουμε να κτυπήσουμε κάποια κρυμμένη φλέβα ευαισθησίας. Εδώ στο δικό μας κόσμο το μικρό, τον καθημερινό, στον δικό μας τόπο, που καμιά φορά τυχαία μας εκπλήσσει, πάντα όμως, για μας που δεν ψάχνουμε στα σκοτεινά καταλήγουμε με ένα «κοίτα σύμπτωση» και το κλείνουμε το θέμα.
Προσπαθώ να κρατάω μια συνέχεια στις εκρήξεις των περιλήψεων της σιωπής. Μάταια. Ότι και να γράψω αυτός εδώ ο τόπος πάντα μου υπενθυμίζει το στοιχείο της υπερβολής. Είναι η μιζέρια της επαρχίας, που σου χαμηλώνει τον πήχη και σου κλείνει τον ορίζοντα. Είναι η θάλασσα που σε περικυκλώνει, σου κόβει τη στεριά στα δύο, σου παίρνει μέρος του αέρα και η αναπνοή μένει ημιτελής. Πόσες φορές χρειάστηκε να προκαλέσω τεχνητό χασμουρητό για να εισπνεύσω μεγαλύτερη δόση αέρα φτάνοντας έτσι την ανάσα εκεί που το ααα σε ησυχάζει.

Στους μικρούς τόπους, μπερδεύονται, ανακυκλώνονται, παραγνωρίζονται, οι άνθρωποι και στο τέλος πεθαίνουν αμίλητοι. Γι’ αυτό σας λέω μια περίληψη και πολύ, κάτι σαν υπενθύμιση, επιβεβαίωση της παρατεταμένης σιωπής, απόδειξη, ότι είναι ηθελημένη.
Δεν έχει νόημα η συνέχεια, υπερτίμηση χωρίς αντίκρισμα. Και η οργή, που πολλές φορές με παρασέρνει εξανεμίζεται την επόμενη, όταν το μέγεθος φαντάζει δυσανάλογο.
Δεν είναι μόνο η μιζέρια της επαρχίας, τα στενά όρια του νησιού, είναι οι ίδιοι άνθρωποι, που μπορεί να γίνονται κάθε τόσο άλλοι, παραμένουν όμως εκεί, γαντζωμένοι στο προσκήνιο για να μας βασανίζουν και να βασανίζονται.

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Για να μην έχει η πόλη την εικόνα της ήττας

Κατ’ εξαίρεση η στήλη, μπήκε σε ξένα χωράφια χθες, άφησε τη σκιά της φαντασίας, και τις διαδρομές πέρα από τα χωρικά ύδατα και επιχείρησε να σπάσει την ομερτά των τοπικών μέσων, με την ελπίδα ότι θα ακολουθήσουν και άλλες φωνές. Για να επανέλθω στην τάξη, ένα παλαιότερο κείμενο, με την σκέψη μου στο ποιητή της σιωπής, στο μεγάλο έλληνα σκηνοθέτη Θεόδωρο Αγγελόπουλο, στον δικό μου Αγγελόπουλο και ας μην τον έχω γνωρίσει.

Το να ξεφεύγεις από την πραγματικότητα, στις μέρες μας αποτελεί αδήριτη ανάγκη. Μια στάση εδώ, μια στάση εκεί στη σκιά της φαντασίας και της ευχέρειας που σου δίνει να πλάθεις όνειρα, πριν σε πάρει ο ύπνος, γιατί αυτά που ακολουθούν, κατά πάσα πιθανότητα σε ξυπνούν βάναυσα, για να σε προετοιμάσουν για την καθημερινή σου μάχη.
Για μας που αρνηθήκαμε το «δεν βαριέσαι», που πήγαμε κόντρα στην επικρατούσα ιδεολογία, που ακόμα το συναίσθημα έμεινε για να μας βασανίζει, το όνειρο που χτίζουμε σε κάθε στάση, είναι ανάσα επιβίωσης. Δεν αποφεύγω με κείμενα συναισθηματικών διεργασιών την πολιτική πραγματικότητα, απεναντίας.
Ποιος είπε ότι το συναίσθημα δεν έχει πολιτική πλευρά; Ποιος νομοθέτησε να μας κυβερνούν οι αναίσθητοι και οι ακαλλιέργητοι; Οι ίδιοι θα μου πείτε, το πρόβλημα όμως είναι ότι την πληρώνουν αθώοι, αθώοι που βρέθηκαν στο λάθος τόπο τη λάθος στιγμή. «Οι ένοχοι ξαναντύνονται την αδιατάρακτη αυτοπεποίθησή τους και συνεχίζουν με ψέματα και μίμηση συναισθημάτων να παίρνουν κόσμο στο λαιμό τους. Τι κρίμα! Κάποτε ήταν γραφιάδες του αίματος, σήμερα το κόκκινο είναι απλώς διαρροή από την Μονμπλάνκ…»
Αγαπητοί συνένοχοι αναγνώστες, αν επιλέγω το συναίσθημα είναι ότι χρειάζομαι συνοδοιπόρους, γιατί δεν αισθάνομαι καλά σ’ αυτήν την έρημη πόλη.
Και εγώ σαν και εσάς αγαπητή μου Κυρία «θέλω κόσμο πολύ κι ας μην ξέρω κανέναν τους, να περπατώ ανάμεσα σε σώματα που προχωρούν στο δικό τους πεπρωμένο να διασχίζω δρόμους που προπορεύονται και έπονται άλλοι κι ας μην ξέρω κανέναν κι ας μη μου μιλήσει κανείς. Είναι η ελπίδα πως ίσως... που ξέρεις… μπορεί… σ’ αυτή τη στροφή…. στην επόμενη... να περιμένει μια συνάντηση…»
Γι’ αυτό επιμένω στις παρέες, για να μην έχει η πόλη την εικόνα της ήττας, από μια μοναξιά που όλο και περισσότερο την πνίγει...

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

«Ουδέν σχόλιο»

Σήμερα ξεκίνησα από τον τίτλο, για να ενισχύσω την άποψη, ότι εδώ στη μικρή μας πόλη, το ασήμαντο τις περισσότερες φορές γίνεται πρωτοσέλιδο και για πράγματα που θα έπρεπε να έχουν ξεσηκωθεί και οι πέτρες «Ουδέν σχόλιο». Είναι η παθογένεια της επαρχίας, η μικρή κοινωνία, που δεν επιτρέπει, που βάζει κόκκινες γραμμές και υποβαθμίζει το δημοσιογραφικό λειτούργημα. Σε κάποιες περιπτώσεις θα λέγαμε ότι είναι ανθρώπινο, γνωρίζει ο ένας τον άλλο, «έχουμε πιει και έναν καφέ», «βρεθήκαμε σ’ κείνη την παρέα», «λέμε και μια καλημέρα». Έτσι παρατηρούμε μια αντιστροφή των ρόλων. Παρουσιάζεται το φαινόμενο, ο κόσμος να το έχει τούμπανο και τα τοπικά Μ.Μ.Ε, κρυφό καμάρι. Ένα παράδειγμα. Κανένα μέσο ενημέρωσης δεν αναρωτήθηκε για κάποιες σκανδαλώδεις περιπτώσεις κερκυραίων μεγαλοοφειλετών - δόθηκαν στην δημοσιότητα τα ονόματά τους - από πού προέκυψαν τέτοια ιλιγγιώδη ποσά χρεών προς το δημόσιο; Κανένα σχόλιο. Το «ρεπορτάζ» και η «έρευνα» της πλειοψηφίας των μέσων, σε τοπικό επίπεδο, σταματούν, εκεί που αρχίζει η δημοσιογραφία.
Σε άλλες περιπτώσεις, δημιουργούν την ψευδαίσθηση, ότι αποτελούμε το κέντρο του κόσμου, τα τοπικά ζητήματα προσλαμβάνουν εθνικό χαρακτήρα. Τα μεγεθύνουν για να χωρέσει το επαρχιώτικο κόμπλεξ τους, για να δούνε τον μικρόκοσμό τους μεγάλο. Για να επισημοποιήσουνε την ύπαρξη τους.
Σκηνοθετούνε γεγονότα, σχολιάζουνε κιόλας. Μπαίνουνε στο ψέμα και το ζούνε. Το βαφτίζουνε σημαντικό για να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο βρασμού. Στο ζουμί τους.

"Η τοπική επικαιρότητα με γεμίζει θλίψη", έγραφα σε ένα παλαιότερο κείμενο, μήπως όμως θα μπορούσε να είναι άλλη. Μήπως αυτές οι τηλεοπτικές αψιμαχίες, θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από την άλλη Κέρκυρα, που σκέφτεται θετικά, που δημιουργεί, που προσφέρει, που προβληματίζεται που αγωνίζεται, που δεν γκρινιάζει για του ψύλλου πήδημα. Το τίποτα κάνει μεγάλη φασαρία. Αξιοπεριφρόνητες σαχλαμάρες, που θεριεύουν εκ του μηδενός και γίνονται προβλήματα πρώτου μεγέθους εδώ στην μικρή μας πόλη.
Σάμπως ο δαίμων της καθημερινότητας να πλάθει καταστάσεις για να βρίσκουν δουλειά οι άεργες ψυχές.
«Σκηνοθετούμε την πραγματικότητα για μας χωρέσει. Πόσα χρόνια περάσαμε επιχρωματίζοντας το σώμα μας, να μην φαίνονται ουλές και τραύματα; Φορέσαμε στη καρδιά μας αθλητικά παπούτσια για να φαντάζει δρομέας μακρινών αποστάσεων και ας τα έχει φτύσει στο πρώτο κατοστάρι»

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Δεν περιγράφονται με λέξεις

Η επανάληψη των λέξεων, που χρησιμοποιούνται για την αναφορά προβλημάτων, τις οδηγεί στη βαθμιαία ανυποληψία, στον μαρασμό και εν τέλει στο θάνατο. Πάλι οικονομική κρίση, πιο σοβαρή αυτή την φορά και από το οικονομικό κραχ του 1929 υποστηρίζουν μερικοί. Πάλι λιτότητα, ανεργία φτώχεια. Να σφίξουμε και άλλο το ζωνάρι, ποιο ζωνάρι και σε ποια μέση; Πέθανε και ο Βέγγος…
Όλα αυτά τα χρόνια ξορκίζαμε το κακό, ώστε όταν μας βρει, να μας έρθει ποιο μαλακά. Είναι αυτό που κάνω και εγώ με την ηλικία από τα τριάντα, για να μπω στα πενήντα, σαν έτοιμος από καιρό. Κάθε χρόνο γράφουμε για την τουριστική σαιζόν, για την καλλίτερη που πέρασε και για την χειρότερη που θα έρθει. Κάθε χρόνο τα ίδια, τόσες φορές πια που χόντρυνε το πετσί μας για να σπάζει τα μούτρα του ο φόβος. Αν αυτά που έγραφα πριν πέντε χρόνια τα έγραφα και σήμερα τίποτα δεν άλλαζε και για του λόγου το αληθές ορίστε…

«Τουριστική κρίση», πόσες φορές την ημέρα και επί ποσά χρόνια ακούμε την παραπάνω φράση; Τόσες θα έλεγα ώστε να μπορεί πλέον να μπαίνει από το ένα αυτί και να βγαίνει από το άλλο.
Η φετινή χρονιά για την Κέρκυρα είναι η χειρότερη, με πεθαμένες λέξεις όμως, πώς να την περιγράψεις; Έχουμε γίνει θεατές, μιας βασανιστικής μείωσης όλων των δεικτών της τουριστικής οικονομίας, είναι σαν να μας πέφτουν τα μαλλιά λίγα λίγα το χρόνο και όταν πλέον γίνουμε γλόμποι, δεν μας κάνει καμία αίσθηση. Έχω την αίσθηση ότι απλώς σχολιάζουμε, και περιμένουμε παθητικά το τέλος, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση δεν το γνωρίζουμε και ίσως και αυτός είναι ένας λόγος, αυτού του άνευ προηγούμενου εφησυχασμού. Μπορεί να έχει αλλάξει ο παγκόσμιος χάρτης, οι τουριστικές αγορές να έχουν μεταβληθεί, εμείς όμως εκεί περιμένουμε το θαύμα. Και επειδή θαύματα δεν γίνονται στις μέρες μας, η επόμενη χρονιά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, θα είναι χειρότερη της φετινής.
Μπορεί, η παλιά πόλη της Κέρκυρας, να άντεξε στο χρόνο, μπορεί τα φρούρια να δεσπόζουν, και να θυμίζουν εποχές δόξης λαμπρής, μπορεί τα στενά καντούνια, να εκπέμπουν ζεστασιά και νοσταλγία. Μπορεί όλα αυτά μαζί και τόσα άλλα να αποτελούν σήμερα ένα από τα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, το ζωντανό στοιχείο όμως, όπου έχει την ευθύνη της διαχείρισης του, κάνει ότι μπορεί για να αποτρέψει τους επισκέπτες. Δυστυχώς τα κτίρια από μόνα τους, δεν μπορούν να διεκπεραιώσουν μια τόσο δύσκολη διαδικασία. Η Κέρκυρα δεν είναι φιλόξενη πόλη. Το χάσμα μεταξύ τόπου και αυτών που τον κατοικούν, συνεχώς διευρύνεται.
Πάλι οικονομική κρίση; Το πρόβλημα θα ήταν πλέον όπως έχουμε μάθει, να είχαμε ανάκαμψη.

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Η πραγματικότητα σκάει στη ζήλια

Όνειρο ήταν και έσβησε. Για την ώρα δεν με ενδιαφέρει η φροϋδική θεώρηση. Δεν θα σας βάλω στη δοκιμασία, να σας το διηγηθώ, για να είμαι ειλικρινής ούτε και εγώ μπορώ να αντέξω διηγήσεις ονείρων. Πέρα από την συγκεχυμένη εικόνα, που έστω με κάποιο τρόπο μπορεί να μεταφερθεί, τα έντονα συναισθήματα πώς να τα μεταφέρεις;
Απόψε ταξίδεψα σε άγνωστο χρόνο και τόπο, στην κόλαση ή στον παράδεισο, δύο προορισμοί για τους οποίους ακόμα δεν έχω αποφασίσει. Ήταν από εκείνα τα όνειρα, που νομίζεις ότι τα έχεις ξαναδεί, απ’ αυτά που θέλεις να ξαναδείς, και με κάποιο τρόπο μαγικό το υποσυνείδητο, σου κάνει το χατίρι και τα προβάλλει, όταν η ψυχή τα έχει ανάγκη. Οι αισθήσεις έδωσαν το καλύτερο εαυτό τους, ακόμα και η όραση που ταλαιπωρείτε, από τον ολοένα αυξανόμενο βαθμό πρεσβυωπίας, κατάφερε να δει και στο σκοτάδι. Όλα δυνατά. Με την πραγματικότητα να σκάει στη ζήλια.

«Μην τον ξυπνάτε θα λαχταρήσει όταν γυρίσει ξανά στη γη»,λέει ένα τραγούδι. «Τώρα το που υπνοβατεί και πως περνάει ο καθένας που κλείνει τα μάτια του, είναι μεγάλη ιστορία. Άλλοι καλοπερνούν περιδιαβάζοντας ήσυχους ωκεανούς, ωραία νερά, καλοτάξιδα καράβια, φωτεινές αγκαλιές. Άλλοι μπαίνουν στα μνήματα της μνήμης τους, να φέρουν πίσω αγαπημένους, προσπαθούν να πετάξουν αλλά έχει βοριά, επιχειρούν να τρέξουν αλλά έχει εμπόδια».
Πιο πολύ από το όνειρο θυμάμαι εκείνο το δέκατο του δευτερόλεπτου που άνοιξα τα μάτια μου το πρωί. Αυτό το σχεδόν κενό χρόνου, που ονειρεύεσαι ότι ξύπνησες και ζεις μια εκδοχή του ονείρου, για άλλη μια φορά μέσα στο όνειρο. Προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις αν είσαι καλύτερα εκεί που ξύπνησες ή μήπως έπρεπε να μείνεις στο χρονοχώρο του ονείρου. Δεν χρειάζεται δεύτερη σκέψη. Εκεί στο όνειρο ακόμα και για πάντα. Δύσκολα έρχονται τέτοια όνειρα να σου γλυκάνουν την ψυχή.

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...