Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Θα ήταν λάθος να προλάβουμε τα λάθη μας…

Μεγαλώνοντας ξεχνάμε τα λάθη μας, ξεχνάμε ακόμα και τη δικαίωση των γονιών μας. Σήμερα, στη θέση τους πια, επιδιώκουμε να κάνουμε πράγματα που ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να γίνουν.

Τώρα που το σκέφτομαι, θα ήταν ολέθριο να προλαβαίναμε τα λάθη.
Μόνο αν γυρίζαμε πίσω, όλα όσα αυτά τα χρόνια έχουμε μάθει, θα ήταν χρήσιμα.
Αν μπορούσες να ακούσεις αυτά που έμαθες μέσα στο χρόνο, είμαι βέβαιος πως, στη συνέχεια οι συγνώμες σου θα λιγόστευαν. Λιγότερα λάθη, για τα οποία θα κληθείς να μετανιώσεις. Τι το θέλεις, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ, μόνο για τον εαυτό μου μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτά που ξέρω και επειδή δυστυχώς δεν γυρίζουμε πίσω και για μένα άχρηστα είναι.
«Έρχονται νέοι ιχνηλάτες και πυροτεχνουργοί να δοξάσουν τις ήττες μας και να προβάρουν τις δικές τους».


Θα πορευτούμε λοιπόν σε μια αέναη πορεία, εμείς με την προσδοκία να μας ακούσουν τα παιδιά μας, και ας μην ακούσαμε εμείς τους γονείς μας. Τα παιδιά με την αυτοπεποίθηση της ηλικίας, που τους δίνει φτερά στα πόδια και αέρα στα μυαλά να ακολουθούν πιστά το παράδειγμά μας, όταν είμαστε στην ηλικία τους. Τα παρακολουθούμε να σχεδιάζουν τα επόμενα λάθη τους, χωρίς καμία δυνατότητα να τα αποτρέψουμε.
Λιγότερα λάθη, λιγότερο συναίσθημα. Οι ηλικίες είναι το πρόβλημα.
Και μεις οι παλιοί των ημερών, θα πρέπει κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσουμε, ότι ο λόγος που δώσαμε, να προστατεύσουμε τα νήπια βήματα τους, όταν πάρουν τα πατήματα δεν ισχύει.
Η σχέση θα συνεχιστεί αμφίδρομη, μπορεί να κάνουν το λάθος το ένα πίσω απ’ το άλλο, μας επαναφέρουν όμως στην τάξη των συναισθημάτων, που μπερδεύτηκαν με τα χρόνια, χλόμιασαν και παραιτήθηκαν.
«Έρχονται νέοι ιχνηλάτες και πυροτεχνουργοί να δοξάσουν τις ήττες μας και να προβάρουν τις δικές τους»

Μια αριστερά και μια δεξιά

Ξημερώνει Δευτέρα. Μια Δευτέρα, που εκείνο το «Αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα», φυσικά και δεν εννοούσε τη Δευτέρα. Οι καιρικές συνθήκες; Οι χειρότερες . Νοιώθω μια καθολική ψύξη να με διαπερνά, στην κυριολεξία και στη μεταφορά. Αόριστες ενοχές, χορεύουν ανεξέλεγκτα μέσα μου, με τον καλύτερο εαυτό μου εξαφανισμένο. Καλά καλά δεν θυμάμαι αν διαθέτω ένα καλό εαυτό, πράο και γενναιόδωρο, σίγουρο και αταλάντευτο, δυνατό και αστείρευτο, φωτεινό και ταπεινό. Τον ψάχνω, αλλά στη θέση του συναντάω ένα απύθμενο κενό, ένα τρομακτικό κενό με όλους τους πανικούς της γης. Με τους θυμούς και τους φόβους, με τις αμφιβολίες και όλες τις ανασφάλειες του κόσμου τούτου.


Τα γεγονότα από μόνα τους, μου αφαιρούν κάθε διάθεση για απονομή δικαιοσύνης. Σχεδόν πάντα είμαι διαθέσιμος να επωμισθώ το βάρος και χωρίς να έχω καταλήξει στον ένοχο, αλυσοδένομαι εκ των προτέρων. Σ’αυτές τις χρονικές στιγμές «Πάντοτε με βάραινε μια αόριστη ενοχή, σαν να ‘χα κλείσει την πόρτα μου σ΄ έναν άγγελο» Ευτυχώς που ο θυμός μου, αποτελεί εξαίρεση του κανόνα και έρχεται πάντα καθυστερημένος για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Πέρασε ένα ουδέτερο Σαββατοκύριακο. Ό,τι χειρότερο δηλαδή. Τα άσχημα και τα όμορφα γεμίζουν τις λευκές κόλλες της ζωής, τα ουδέτερα τις αφήνουν κενές και πολλαπλασιάζουν τις ώρες της προσμονής. Και η υπομονή μου έχει εξαντληθεί.
Από τέτοιες μοναξιές τελικά φτιάχνουμε Θεούς και έρωτες, μόνο που κάποια στιγμή μας ξεφεύγουν από τα χέρια, ελευθερώνονται, μας επιβάλλονται και μας δυναστεύουν.
Αιχμάλωτοι στην ανάγκη σερνόμαστε σαν καταραμένοι. Η ανάγκη μας αιχμαλωτίζει, μα κανείς δεν αγαπά την αιχμαλωσία, ούτε και οι αφέντες αγαπούν τους σκλάβους . Μόνο ελεύθεροι μπορούν να εκφράζουν πραγματικά συναισθήματα.
Η σχέση μου μπήκε σε μια διαρκή δοκιμασία με τα όνειρά μου. Το ερώτημα για το πόσο είναι ελεύθερος κανείς να καθορίζει τη ζωή του αρχίζει να με βασανίζει. Όσο περνούν τα χρόνια , όσο απογοητεύομαι, όσο κουράζομαι, αυτή η αξιοπρεπής ελευθερία των επιλογών εξαφανίζεται. Ώρες ώρες χρειάζεται να ακουμπήσω στο πεπρωμένο.
Γιατί είναι απογοητευτικό μετά τις απανωτές ήττες, από το κόκκινο της φωτιάς να βολεύομαι σήμερα στις αποχρώσεις του κόκκινου. Ακόμα και τις πιο ξεβαμμένες.
Μια κοινωνία πλαστελίνη από κάτω, αλλάζει χρώματα και σχήματα, βολεύεται παντού, παίρνει επίκαιρες θέσεις. Μια κοινωνία με την Αριστερά της και τη Δεξιά της, απαραίτητο συστατικό για την επιβίωση , μόνο που η Αριστερά λιγοστεύει επικίνδυνα και τότε τι θα κάνει η Δεξιά; Και μην σας πάει το μυαλό σας σε τίποτα κακό ( κόμματα), μιλάμε για την Αριστερά που αναπτύσσεται σε κάθε οργανισμό για την Αριστερά της Δεξιάς για την Αριστερά της Αριστεράς των κομμάτων, την Αριστερά της κυβέρνησης , την Αριστερά της παιδείας, της ενημέρωσης, του πολιτισμού, την Αριστερά του έρωτα, της ζωής όλης. Γιατί τι νομίζετε πως είναι είναι η ζωή μας; Μια αριστερά και μια Δεξιά…

Το μυαλό είναι το πρόβλημα...

Μεγαλώσαμε. Δεν μπαίνει θέμα. Το μυαλό είναι το πρόβλημα. Ζηλεύει. Όχι στιγμές περασμένες. Στιγμές καινούργιες που σβήνουν ό,τι πέρασε, που προχωρούν ένα βήμα παραπέρα. Είναι στιγμές που νοιώθω την ανάγκη να ακινητοποιήσω το χρόνο, όχι για να ζήσω την ευτυχία της στιγμής, αλλά γιατί καμιά ευχή δεν έχει θέση. Ούτε ένα λεπτό πίσω, ούτε είκοσι χρόνια. Ούτε ένα λεπτό μπροστά. Λες και τούτο τελικά είναι το σημείο μηδέν. Κάπου εκεί στη μέση, ή για να είμαι απόλυτος, ακριβώς στη μέση. Πόσο πια το μυαλό να ωριμάσει, δεν θα τρώγεται. Αλλά και το πίσω έχει αναθεωρηθεί. Στερημένο από τις μετέπειτα εμπειρίες τι άξια μπορεί να έχει;


Η γνώση τελικά επιβάλει την ανάγκη, να μείνουμε εδώ στου δρόμου τα μισά, εδώ που ξέρουμε πια ότι δεν ξέραμε, αλλά και έχουμε την δυνατότητα για ασφαλείς προβλέψεις.
Θα έχετε καταλάβει, ότι δεν ασπάζομαι «Το όσο ζεις μαθαίνεις». Τι να μάθουμε πια; Μπορεί η ανηφόρα να μας κούρασε, αλλά μας έδωσε την δυνατότητα να βλέπουμε από εδώ ψηλά και τις δυο κατηφόρες και αυτήν που μόλις ανεβήκαμε και αυτήν που έχουμε μπροστά μας και ετοιμαζόμαστε να κατεβούμε.
Έπρεπε να διαβώ χιλιόμετρα χρόνου, για να μην κάνω ούτε μια δεκάρα έκπτωση, για να μην σκέφτομαι με αριθμούς, για να μην κρατάω πισινές, για να μην υπολογίζω κανένα αύριο. Η ανηφόρα πράγματι μας κούρασε, αλλά γύμνασε κατάλληλα τα αισθήματα μας, τόσο που να μη μετανιώνω για ότι προηγήθηκε και για ότι θα ακολουθήσει. Μπορώ να υποστηρίζω πλέον ότι: «ο έρωτας είναι πράξη ακραία και οριακή. Και ή τη ζεις με τα όλα της – συμπεριλαμβανομένης της ολικής καταστροφής ενίοτε – η την προσπερνάς, κι όταν γκριζάρεις ψάχνεις τοίχους να ματώσεις το κεφάλι σου που δεν την έζησες».

Μόνο εκείνη η παιδική χαρά μου λείπει

Δεν θέλω να γυρίσω πίσω, μόνο εκείνη η παιδική χαρά, η απέραντη ευχαρίστηση, για τα πιο απλά, για τα ελάχιστα, για το τίποτα, πως να το κάνουμε μου λείπει.

Χθες κοίταζα τον ουρανό και ταξίδεψα 50 χρόνια πίσω για να εισπράξω εκείνο το συναίσθημα της ηλικίας της μονοψήφιας.
Δρόσισε, γιατί τελικά όλα στο μυαλό μας είναι, αν θέλουμε να ζήσουμε στη ζέστη και στην υγρασία, θα το κατορθώσουμε και ας φυσάει έξω ο βοριάς…
Τι πάει να πει παράπονο, μόνο με τον εαυτό μας κολλάει αυτή η λέξη, παράπονο που δεν αφήσαμε την αύρα να μας διαπεράσει και έμεινε η υγρασία να μας οδηγήσει στη μιζέρια. Παράπονο που δεν τινάξαμε με δύναμη το κεφάλι μας και αφήσαμε όλα αυτά τα ενοχλητικά έπεα πτερόεντα να μας ζαλίσουν τον έρωτα.
Ετοίμασα το σπίτι κατάλληλα για να με δεχτεί μόνον. Το φώτισα με κάθε είδους πολύχρωμα κεριά. Ένα στρογγυλό ασημί κομμάτι φωτός, από τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου, ξεχώριζε στο κέντρο της θάλασσας απέναντι, κάποιοι θα μπορούσαν να το εκλάβουν σαν σημάδι και να έδιναν τη δική τους μεταφυσική εξήγηση. Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια συγκυρία φυσικών φαινομένων. Το πικάκ άρχισε να παίζει. “Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι». Αργά και βασανιστικά, ξεκινάει «ο μεγάλος ερωτικός...».
«αν μ’ αγαπάς και είναι όνειρο ποτέ να μη ξυπνήσω, γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω…» Αδιαχείριστες καταστάσεις ψυχής οι αποψινές.
Μόνος στο σπίτι. Έχω την εντύπωση, ότι έζησα ανάποδα. Νομίζω ότι ξεκινάω τη ζωή μου από το τέλος. Νοιώθω λίγο - λίγο κάθε τέτοια ώρα, να αυτοκτονώ και να πενθώ τον παραλίγο θάνατό μου.
Υπό το φως των κεριών, που αναδεικνύεται σιγά - σιγά, ύστερα από το βασίλεμα του ήλιου, σου γράφω εσένα φίλε μου, που έφυγες πριν 40 χρόνια.
“Ξέρεις μεγαλώσαμε . Νοιώθω τη ζωή να μου ξεφεύγει από τα χέρια, ένα τρενάκι που τρέχει στο κάμπο χωρίς μηχανοδηγό. Κοιμάσαι χειμώνα και όταν ξυπνάς έχει φτάσει Άνοιξη. Ώσπου να γίνει πανσέληνος έχουμε χάσιμο φεγγαριού. Οι άνθρωποι δεν κάνει να σκέφτονται. Ούτε που ονειρεύεται κανείς σήμερα, είναι λέει χάσιμο χρόνου. Ακόμα και ο έρωτας στα χρέη τους μπαίνει. Στις μέρες μας τα έντονα συναισθήματα έχουν αντικατασταθεί από την γκριμάτσα της “Κολυνος”. Η επανάσταση δεν είναι πια των ανθρώπων αλλά των μηχανών. Αλλάζεις το κλαρίνο με βιολί και κάνεις βιόλα την κιθάρα. Τώρα φίλε μου τον πόλεμο τον βλέπουμε μέσα από τη τηλεόραση και κάθε βράδυ στο σαλόνι γίνονται φόνοι, μοιχείες, καλλιστεία τσακωμοί. Ζωή χαρισάμενη, όπως χαλασμένη, μέσα και έξω. Ποιος έκλεψε το χαμένο χρόνο μας φίλε;”
Δρόσισε στο μυαλό μου και τα “θέλω” από παράκληση έγιναν απαίτηση. Θέλω μια αγάπη να μην σβήνει ποτέ να είναι ανεξίτηλο το χρώμα της. Θέλω μια αγάπη να με αντέχει. Και να την αντέχω βεβαίως αφού όλη αυτή η ανταλλαγή είναι από τις σκληρότερες στον κόσμο του εμπορίου των αισθημάτων.
Η ευτυχία δεν θα μας βρει ξαπλωμένους κάτω από ένα ίσκιο. Η ευτυχία θα μας βρει σε μια στροφή της ανηφόρας.

«έλα στη θέση μου»

Απίστευτο χάσιμο χρόνου να μισείς και να ζηλεύεις. Συναισθήματα προς αποφυγήν. Άχρηστα.

Όσο και αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να αντικαταστήσω τις λέξεις, ούτε και τη διάθεση. Πολλά μαζεμένα αυτές τις τελευταίες μέρες , με αναμονές και προσμονές, που επιμηκύνουν το διάστημα, σχεδόν το ακινητοποιούν. Δεν περνάει με τίποτα.
Είναι και η ζέστη … και ένα βάρος, σε απροσδιόριστο σημείο, από πολλά μαζεμένα μιας ζωής, που την κυνηγούν οι μήνες.
Μια στιγμή αρκεί για να αλλάζει η ορμή, να καεί με το οξυγόνο μιας αλήθειας, που προηγήθηκε. Άναψα και κάηκα.


Μια πραγματικότητα μας σφίγγει καθημερινά όλο και περισσότερο και το χειρότερο την έχουμε αποδεχθεί. «Ο ήχος του όπλου, του αυτόχειρα Καρυωτάκη, θα ηχεί πάντα στ' αυτιά των λεπταίσθητων ανθρώπων που έχουν το καταραμένο χάρισμα να μπαινοβγαίνουν στις ζωές των άλλων νοιώθοντας τους», σχολίαζε παλαιοτέρα η αγαπημένη φωνή του ραδιοφώνου. Αυτό που απλά λέμε, «έλα στη θέση μου», και που ελάχιστοι μπορούν να το καταφέρουν ουσιαστικά. Να δουν το έγκαυμα και να νιώσουν τον τρόμο της φωτιάς, να ακούσουν το ουρλιαχτό και να αισθανθούν στο σώμα τους τη βία που υφίσταται ο άλλος. Δεν μιλώ μεταφυσικά ούτε μεταφορικά. Είναι λέω παιχνίδια αυτά του μυαλού και της καρδιάς που σε κρατούν μετέωρο ανάμεσα στους δύο κόσμους, έτσι που και ο θεός να διστάζει και ο διάβολος να έχει αμφιβολίες για πάρτη σου.

Η ζωή να βγει

Σε μια μετακόμιση το θυμήθηκα. Πολλές μετακομίσεις σ’ αυτή τη ζωή. Πολλές απώλειες κάθε φορά, αλλά και πολλές ελπίδες. Την ίδια στιγμή που συσκευάζεις το παρελθόν σου, την ίδια στιγμή, ανοίγεις δρόμους για το μέλλον.


Σήμερα μια μαυρίλα απλώνεται στη χώρα, οι ψυχές πλακώνονται από απαισιοδοξία, από την ταγκή γεύση της ήττας.

Αυτές τις μέρες χωρίς, κάποια επιχειρήματα που να δικαιολογούν την αισιοδοξία, από αίσθημα αυτοσυντήρησης περισσότερο, επαναλαμβάνω:
«Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά. Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά» και να σκεφτεί κανείς ότι στο στρατό κινδύνευσα με φυλάκιση, γιατί αρνήθηκα να το τραγουδήσω. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα, εκτός φοβερού σεισμού, που θα την σκεπάσει η θάλασσα, δεν πεθαίνει, οι άνθρωποι όμως;
“Αν ζούσε σήμερα ο Νικόλαος Μάντζαρος” , μας λέει πριν ξεκινήσει να παίζει το τραγούδι η Κυρία του ραδιοφώνου, θα ενέκρινε απολύτως τον ύμνο του νεοέλληνα που συνέγραψε προ δεκαετιών ο Βασίλειος Τσιτσάνης εκ Τρικάλων, υπό τον τίτλο “Είμαστε αλάνια - διαλεχτά παιδιά μέσα στη πιάτσα”. Η δική μας ράτσα είναι όντως άλλης κοπής. ΄Ο,τι θυμόμαστε χαιρόμαστε , ό,τι πονάει το ξεχνάμε, κοιμόμαστε αθώοι ξυπνάμε κατηγορούμενοι, παίρνουμε μέρος σε τηλεοπτικά παιγνίδια για να μας πληρώσουν τις πιστωτικές κάρτες, καταπίνουμε μπαταρίες λιθίου, για να βγάλουμε το δωδεκάωρο στη δουλειά, χωρίς να απενεργοποιηθούμε. Πουλάμε το έχει μας για ένα κρεβάτι στο Ιατρικό Κέντρο και μόλις βγούμε μεταμοσχευμένοι όπα πάλι οι χαρές και ποιο σύστημα, ρε παιδιά η ζωή να βγει, η ζωή να βγει,”
Παρακολουθώντας χθες ένα παλαιότερο ελληνικό σήριαλ γυρισμένο το 1995, πάλι για οικονομική κρίση ο λόγος και όμως χωρίς να την ξεπεράσουμε ποτέ, αντέξαμε.
Μπορεί το πολιτικό προσωπικό να είναι κατώτερο των περιστάσεων, αφού στο ενεργητικό του, εμπορεύθηκε ελπίδες, καλλιέργησε τη συναλλαγή, έσπειρε τη διαφθορά, δεν ενέπνευσε πίστη και κουράγιο, η ιστορία όμως του καθενός, που πολλές φορές σ’ αυτή τη διαδρομή την έχει κλείσει σε χαρτόκουτα, για άλλη μια φορά θα εγγυηθεί τη συνέχεια της πορείας και το δικαίωμα στη ζωή .

Ο θύτης και το θύμα είναι ρόλοι εναλλασσόμενοι

Όσο μικραίνει η ημέρα, όσο προχωράει το φθινόπωρο, όσο δεν υπάρχουν διλήμματα για τον ερχομό του χειμώνα, τα υπαρξιακά προβλήματα, αναδύονται με περισσότερη ένταση


.

Είναι τα μείον των απολογισμών, η αδυναμία των προϋπολογισμών, τα χρόνια που βαραίνουν και δεν αφήνουν περιθώρια για επενδύσεις.
Το «ότι φάμε και ότι πιούμε», δεν μπορούμε δυστυχώς να το πούμε όλοι, οπότε, θα το ρίξουμε στα παραμύθια, αυτά που μας μεγάλωσαν όπως τα μάθαμε, και αυτά που μας κρατάνε ζωντανούς όπως θέλουμε πλέον εμείς να τα λέμε. Άλλωστε εκείνο το παράπονο, τα παιδιά και τους μεγάλους επισκέπτεται.
Το στάδιο των πολλών απαιτήσεων, το έχουμε περάσει προ πολλού. Ούτε δόξα ούτε χρήμα. Πολύ λίγα είναι αυτά που ζητάμε σήμερα, γι' αυτό και το παράπονο. Έτσι είναι κυρία μου, στα παραμύθια όταν το παράπονο μας πνίγει, γινόμαστε και θύτες…
«Κάποιος να μας περιμένει. Κάποιος να μας θυμάται. Κάποιος να μας πονάει. Τα κόκκινα σκουφάκια έχουν πάψει να είναι στη μόδα κάτι δεκαετίες τώρα, αλλά η αποπλάνηση συνεχίζει να έλκει τους ανά πάσα στιγμή δωρητές σωμάτων. Η εξέλιξη μουτζουρώνει τα χρώματα των ονείρων, ο κακός λύκος έγινε μαλάκας λύκος και το κοριτσάκι με το πάλαι ποτέ κόκκινο σκουφί γέρασε, γέρασε με σημείο αναφοράς το λύκο πάντως. Κι αν αναποδογυρίζαμε τα παραμύθια; Αν φέρναμε τα μέσα τους έξω; Αν ο λύκος ήταν καλός και κακό το κοριτσάκι; Πάλι το ίδιο τέλος θα είχε η ιστορία; Επί τους ουσίας ναι. Ο θύτης και το θύμα είναι ρόλοι εναλλασσόμενοι, αενάως, Όποτε; Ο, τι έκανες έκανες. Την επόμενη σεζόν θα είμαι εγώ ο θύτης.»
Παράπονο, παράπονο όχι να μας πιάσουν και τα κλάματα.
Την επόμενη χρονιά θα είμαι εγώ ο θύτης...

Δεν υπάρχει παιδεία λέμε

Σήμερα ανοίγουν τα σχολεία . Η κοινωνία δεν θα ήταν οι άλλοι. Η κοινωνία θα είμαστε εμείς, αν υπήρχε παιδεία. Η παιδεία είναι το μεγάλο πρόβλημα. Άλλη θα ήταν η θέση μας μέσα στην κοινωνία, άλλη θα ήταν η στάση μας. Αλλιώς θα είχαν εξελιχτεί τα πράγματα αυτή τη μακρά ειρηνική περίοδο της μεταπολίτευσης. Δεν φτάνει μόνο η ανάγκη για να γεννηθούν πρωτοπορίες, χρειάζεται και γνώση.


Η αλήθεια είναι, ότι με τέτοια παιδεία, δεν θα μπορούσαμε να έχουμε τίποτα καλύτερο. Ούτε πολιτισμό, ούτε υγεία, ούτε οικονομία, ούτε δημόσιο τομέα, ούτε τηλεόραση.
Το 1915 ο Δ. Γληνός γράφει: «όλοι το εγνωρίσαμε το σχολείον φυλακήν και το σχολείο υπνωτήριο, το σχολείον των λόγων, των γραμματικών τύπων και των κενών φράσεων, το σχολείον του ευρώτος και του ψυχικού αποπνιγμού, το σχολείον οδοστρωτήρα και Προκρούστην των ψυχών, το σχολείον το αφρονημάτιστο, το σχολείο που δίδει χαρτιά και τίποτα άλλο, το σχολείον το περιφρονημένο από μαθητάς, από γονείς, από κοινωνία και πολιτεία. Όλοι εγνωρίσαμε το περιφρονητικό μειδίαμα και την προσωνυμία «δάσκαλος», σημαίνουσαν το φορέαν πάσης πνευματικής, κοινωνικής ταπεινώσεως, πενιχρότητας και ευτελείας»
Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια, και ας μνημονεύουν κάποιοι τα σχολαρχεία, από την αρχή στραβά τα κτίσαμε τα σχολεία, πάνω στα κόμπλεξ μας, στα ελαττώματα μας, στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, στα βιβλία της ιστορίας που ποτέ δεν έλεγαν την αλήθεια, στα βιβλία των θρησκευτικών που προσηλύτιζαν, στις παρελάσεις, "στη Μακεδονία ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα", "στων εχθρών τα φουσάτα περάσαν σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά", στην αντικομουνιστική προπαγάνδα και στις εθνικές επετείους.
Ακόμα θυμάμαι ένα σκετς της έκτης Δημοτικού «Ο γέρο Δήμος πέθανε ο γέρο Δήμος πάει». Όταν το αποστήθιζα δεν γνώριζα ότι εννοούσε την παιδεία, ο Γέρο Δήμος πέθανε, πριν καν γεννηθεί. Και ποτέ δεν αναστήθηκε.
Όταν στο τραπέζι του προβληματισμού προσπαθούμε να εντοπίσουμε τις αιτίες, για τα δεινά αυτού του τόπου, στο βάθος σχεδόν πάντα ανακαλύπτουμε το νεκρό σώμα της παιδείας.
Αν θέλουμε κάποτε να διορθώσουμε κάτι σ’ αυτόν τον τόπο, από την παιδεία πρέπει ν' αρχίσουμε.

“εσθάνομε ακόμι τιν μιροδιά τις πλαστελίνις, τον πρότον σχολικόν βιβλίον”

Τα άσχημα και τα όμορφα γεμίζουν τις λευκές κόλλες της ζωής μας, τα ουδέτερα τις αφήνουν κενές και πολλαπλασιάζουν τις ώρες της προσμονής. Το χειρότερο... η υπομονή μου έχει εξαντληθεί.


Από τέτοιες μοναξιές τελικά φτιάχνουμε Θεούς και έρωτες, μόνο που κάποια στιγμή μας ξεφεύγουν από τα χέρια, ελευθερώνονται μας επιβάλλονται και μας δυναστεύουν. Ύστερα έρχεται το μίσος. Τίποτα δεν είναι αγριότερο από μια τέτοια κατάσταση. Αιχμάλωτοι στην ανάγκη σερνόμαστε σαν καταραμένοι. Η ανάγκη μας αιχμαλωτίζει, μα κανείς δεν αγαπά την αιχμαλωσία, ούτε και οι αφέντες αγαπούν τους σκλάβους.
Κυριακή και Σεπτέμβρης τι περιμένετε; «Ο ήχος του όπλου, του αυτόχειρα Καρυωτάκη, θα ηχεί πάντα στ' αυτιά των λεπταίσθητων ανθρώπων, που έχουν το καταραμένο χάρισμα να μπαινοβγαίνουν στις ζωές των άλλων,νιώθοντας τους», Συμφωνώ κυρία μου. Αυτό που απλά λέμε, «έλα στη θέση μου», και που ελάχιστοι μπορούν να το καταφέρουν ουσιαστικά. Να δουν το έγκαυμα και να νιώσουν τον τρόμο της φωτιάς, να ακούσουν το ουρλιαχτό και να αισθανθούν στο σώμα τους τη βία που υφίσταται ο άλλος. Δεν μιλώ μεταφυσικά ούτε μεταφορικά. Είναι λέω παιχνίδια αυτά του μυαλού και της καρδιάς που σε κρατούν μετέωρο ανάμεσα στους δύο κόσμους, έτσι που και ο θεός να διστάζει και ο διάβολος να έχει αμφιβολίες για πάρτη σου.
Η σχέση μου μπήκε σε μια διαρκή δοκιμασία με τα όνειρά μου. Σε τίποτα τελικά δεν συμπίπτουν.
Το ερώτημα για το πόσο είναι ελεύθερος κανείς να καθορίζει τη ζωή του, αρχίζει να με βασανίζει.

“εσθάνομε ακόμι τιν μιροδιά τις πλαστελίνις, τον πρότον σχολικόν βιβλίον”

Αισθάνομαι και εγώ την μυρωδιά κάθε Σεπτέμβρη και την αισθάνομαι έτσι παιδικά και ανορθόγραφα όπως ο Σπύρος Αλαμάνος.

Βγήκα στο παράθυρο το Δυτικό

Το ημερολόγιο έδειχνε 12 Σεπτεμβρίου του 2012. Είναι πολλά εκείνα που δεν χωράνε στα σχήματά μου έγραφα. Ένα βαθύ σκοτωμένο κόκκινο κυριαρχούσε στον ορίζοντα το βράδυ. Τα σταθερά της πίστης μου, είχαν εξανεμισθεί. Τα δόγματα, που διευκόλυναν τη ζωή μου, διάτρητα πλέον από τις σφαίρες των αμφιβολιών. Νοιώθω να γρονθοκοπούμαι από πλήθος μπερδεμένων συναισθημάτων. Οι αδιάβλητες μαρξιστικές μου ιδέες, με καθήλωναν σε μια πιστή ζωή, με νανούριζαν εν ειρήνη, με σκέπαζαν με το πέπλο του ύπνου του δικαίου, η απειλή της παράβασης, της κομματικής ορθοδοξίας, θα ήταν ηπιότερη της σημερινής ψυχικής μου ορφάνιας και ίσως απαραίτητη για να αποφύγω τα πλοκάμια κάθε αμφιβολίας γύρω από τα δογματικά «πιστεύω». Ήταν ξεκούραστη εκείνη η εποχή, η σημερινή συμπεριφοράς της σκέψης μου άσπλαχνη, πήρε αέρα και περιφέρεται τις νύχτες σε αλήτικες διαδρομές. Με παράτησε άοπλο να τα ανακαλύψω όλα μόνος μου. Βγήκα στο παράθυρο το Δυτικό. Τα χρώματα άρχισαν να χάνονται. Κοίταξα στο βάθος. Λέξεις μαχαίρια έσκιζαν τον ουρανό... Αη στο διάολο. Έως εδώ. Φτάνει πια φώναξα,Συνήθως έτσι τελειώνει κάτι ανυπόφορο και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για κάτι άλλο.

 
Είναι στιγμή που ένα μείγμα συναισθημάτων εκρήγνυται. Από την υπερένταση στην ανακούφιση, από την αγωνία στην εκτόνωση. Οι συμπεριφορές διαφορετικές για τον καθένα, όλες όμως συμφωνούν, εμφορούμενες από ένα φορτίο που ξεπέρασε τον αποθηκευτικό χώρο της ψυχής. Νοιώθεις από την αντίθετη πλευρά, ακριβώς τη ζωή εκείνου του δευτερόλεπτου, μετά την εκσπερμάτωση. Σκορπισμένες λέξεις, και καμία προσπάθεια για να μπουν σε μια σειρά. Και τι σειρά να βρουν, που να χωρέσουν; Λέξεις μάνες, μήτρες, κυψέλες, τα άπαντα των ποιητών που μας συνάντησαν. Κάθε μία σέρνει πίσω της και μια ζωή.

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...