«Γι’ αυτό το λόγο γράφω, για να μετατρέψω τη λύπη σε νοσταλγία, τη μοναξιά σε αναμνήσεις. Για να μπορώ, σαν θα έχω τελειώσει αυτή την ιστορία, να την ρίξω στον ποταμό, τα νερά να σβήσουν αυτά που έγραψε η φωτιά».
Μια ερωτητική ιστορία – ισχυρίζεται ο Κοέλο – κλείνει μέσα της όλα τα μυστικά του κόσμου. Αλλά όμως η πεμπτουσία της βρίσκεται στο φινάλε. Αυτό περιζώσει τη λύπη κι έτσι μπορεί και να την κάνει νοσταλγία. Εκείνο που επιβάλλει τη μοναξιά και έτσι μπορεί να τη κάνει ανάμνηση.

Διότι «όταν οι θεοί ρίχνουν τα ζάρια δεν μας ρωτάνε αν παίζουμε» Και επειδή «ο σοφός είναι σοφός επειδή αγαπάει κι ο ανόητος, ανόητος, γιατί υποκρίνεται πως καταλαβαίνει την αγάπη».. Αλλά ο σοφός πολύ συχνά αδυνατεί να καταλάβει τον ανόητο. Έτσι ο ανόητος μπορεί να υποκρίνεται αλλά δεν ανταποκρίνεται.
Αποτέλεσμα τα κείμενα χωρίς αναγνώστες, οι επιστολές χωρίς παραλήπτες. Παραλήπτης βέβαια προκύπτει, που αντιλαμβάνεται το θαύμα και προσλαμβάνει την συγκίνηση. Πολλές φορές όμως άσχετος με το θέμα και χωρίς αρμοδιότητα. Οι κυρίως πρωταγωνιστές, αυτοί που αποτελούν την αφορμή, είναι παντού και πάντοτε απόντες.
Αυτός είναι ο στόχος των υπερβολών, όχι για να συγκινηθούνε, αλλά για να φοβηθούνε.