Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

'Oχι γιατί δε θέλουμε άλλα γιατί δε μπορούμε .

Όσο και να προσαρμόζονται οι άνθρωποι, πάντα υπάρχει κάτι που μένει, από ένα τρόπο ζωής που προηγήθηκε. Θα ήταν ηπιότερη η κρίση σε ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας, αν δεν είχε κολλήσει το μικρόβιο της κατανάλωσης. Μπορεί στις μέρες μας οι αριθμοί να φθίνουν και η κατανάλωση να μην παρουσιάζει την ίδια ένταση, δυστυχώς όχι γιατί δε θέλουμε άλλα γιατί δε μπορούμε. Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε στο ξεκίνημα της κρίσης. Χριστούγεννα και πάλι.
«Μπορεί η κρίση να επιβάλει αυτοσυγκράτηση, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να στερεί την δυνατότητα ακόμα και για τ’ αναγκαία, η μανία του καταναλωτισμού όμως ζει και βασιλεύει. Και πώς να γίνει διαφορετικά αφού το μοντέλο που οδήγησε στην καταστροφή, επιμένει να διαφημίζει κινητά και αυτοκίνητα, μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων, όχι βεβαίως των αγαθών αλλά των χρημάτων.

Δεν είναι η σωματική κόπωση, που μας καταβάλει αυτές τις μέρες, αλλά η ψυχική ταλαιπωρία, που υπαγορεύεται από την αθέατη ανάγκη της απληστίας, που εισβάλει χωρίς την θέληση μας σαν ναρκωτική ουσία στα εγκεφαλικά μας κύτταρα και μας ομογενοποιεί.
Τρέχουμε να προφτάσουμε τα πάντα, να μην μας λείψει τίποτα για να τα κλειστούμε στην κιβωτό της απόλαυσης, περιμένοντας τη συντέλεια του κόσμου.
Και επειδή βεβαίως είναι αδύνατον, να μην ξεχάσουμε και κάτι έξω από την κιβωτό, έρχεται το απαραίτητο άγχος να μας χαλάσει τη γιορτή.
Ας δούμε τα πράγματα με μια άλλη ματιά, που θα δυναμώσει τη ψυχή μας και θα μηδενίσει την πίεση από την έλλειψη του κάποιου αγαθού, που επιβλήθηκε και έγινε ανάγκη.
Αυτές τις μέρες, έρχεται το παρελθόν σε κάποιες στιγμές και μας αιφνιδιάζει με την δύναμη της επικαιρότητας του. Και είναι τέτοια η επιρροή, που ο νους μας γοητεύεται και μας δίνει την ευκαιρία να ξαναντικρύσουμε τον κόσμο χωρίς τις επιρροές της καταναλωτικής πώρωσης που εντέχνως προσπαθεί να επιβληθεί.
Ευελπιστώ ότι θα έρθει κάποια στιγμή που οι άνθρωποι θα καταλάβουν ότι πιο υπέροχο πράγμα από τον έρωτα, την αγάπη, το πάθος, τη ζωή, τις βόλτες και την δημιουργία δεν μπορεί να υπάρξει. Όλα τα υπόλοιπα, όλη η προσπάθεια του ανθρώπου να αγοράσει ένα σούπερ μάρκετ και να το χώσει σε ένα ψυγείο θα είναι μάταιη…»


Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Τι να γεννηθεί από έναν

 
«Η Γη έτσι κ αλλιώς θα γίνει κόκκινη», μόνον που δεν φαίνεται να ξέρουμε πια τον τρόπο για να το πετύχουμε. «Κόκκινη από ζωή» κι όχι από «θάνατο». Διότι τα παίγνια της Αριστεράς με ανήθικες εκδοχές της πολιτικής, μόνον σε τυραννίδες οδήγησαν” γράφει ο Στάθης.
Κάποτε παραμονές εορτών είχαμε την πολυτέλεια να μεταθέτουμε για   αργότερα. Υπήρχε μια περίοδος ανακωχής.  Μετά εορτών, σε μέρες καθημερινότητας, η επίλυση των όποιων προβλημάτων.
Σήμερα δεν έχουμε την πολυτέλεια να σπαταλάμε χρόνο. Δεν έχουμε την ακρίβεια της ΔΕΗ αλλά το σκοτάδι, δεν έχουμε το ασφαλιστικό, άλλα την ανασφάλεια, δεν έχουμε την δυσκολία της δουλειάς, αλλά την ανεργία, δεν έχουμε τους επιπλέον φόρους άλλα την εξόντωση των φορολογουμένων.     Κάθε ώρα κάθε μέρα,  και ανήμερα της εορτής στη μάχη, της επιβίωσης και της αντίστασης απέναντι  σ’  αυτήν την λαίλαπα των αγορών που απειλεί να μας αφανίσει. Η διάθεση των ημερών αποτυπωμένη σε ένα κείμενο παλαιότερο με τις δυσκολίες τότε σε πολύ πιο ήπια μορφή από τις σημερινές.  


Εσύ  δεν πρέπει  να κάθεσαι στο 2012,  να πας στο ’15 που εκπνέει, είπα σε ένα παλαιότερο  κείμενο. Όσο και αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να αντικαταστήσω τις λέξεις, ούτε και τη διάθεση.   Τελειώνει ο χρόνος και μας τελειώνει. Πολλά μαζεμένα αυτές τις τελευταίες μέρες και νύχτες, με αναμονές και προσμονές, που επιμηκύνουν το διάστημα,  σχεδόν το ακινητοποιούν. Δεν περνάει  με τίποτα. Είναι και η βροχή… Και ένα βάρος, σε απροσδιόριστο σημείο, από πολλά μαζεμένα μιας ζωής,  που την κυνηγούν οι μήνες. Βγήκα στη ταράτσα  του σπιτιού μου,  που δεν τη  στολίζουν πολύχρωμα λαμπιόνια  των ημερών. Απέναντι φωτισμένα  μπαλκόνια με χαρούμενη μουσική απ’  τα κινεζικά φωτάκια που τραγουδούν χαζά, χριστουγεννιάτικους ρυθμούς της κατανάλωσης. Γελάω  με την εικόνα, για να μην αφήσω τη ζήλια  να εκδηλώσει καμία  αξίωση. «Θέλω να μείνω μόνος».  Επακόλουθο, μιας αμυντικής λειτουργίας, με τον εγωισμό να θριαμβεύει. Τη μάχη  απέναντι  σε όλους τους άλλους, που μου φταίνε,  πάντα με ένα πικρό παράπονο την κερδίζω, όπλο δοκιμασμένο και αποτελεσματικό. Η όποια φωνή αυτοκριτικής, που επιχειρεί να ψελλίσει  κάτι, πνίγεται εν τη γενέσει της.
Δεν έχει σημασία πως,  δυνατός ή ηττημένος, πικραμένος ή  χαρούμενος. Σημασία έχει ότι μ’  αυτά και μ’  αυτά,  κατάφερα να μείνω μόνος  εδώ στο κέντρο της ταράτσα μου, στο κέντρο   του κόσμου. «Μαζεύω ότι κομμάτια απόμειναν. Μέσα στα κομμάτια προβάλλονται στιγμές αναπαραγωγής ενός μυαλού, που δεν θέλει να αισθάνεται. Τίποτα. Κανέναν…»
Από εδώ στριφογυρίζοντας, γύρω από τον άξονα μου, αρχίζω να κτίζω τον τοίχο προστασίας μου. Κάθε πέτρα και παράπονο και πάντα μπροστά ένα «Εγώ», όπως αυτό του Καζαντζίδη: 
 Εγώ περπάτησα γυμνός εγώ βαδίζω μόνος μου `γινε ρούχο ο σπαραγμός και σπίτι μου ο πόνος
Δεν ξέρεις τι `ναι μοναξιά καρδιά που κλαίει τη νύχτα όσα τραγούδια σου `γραψα
στην κρύα νύχτα ρίχ΄ τα

Μια στιγμή αρκεί  για να  αλλάζει η ορμή,  να καεί με το οξυγόνο μιας αλήθειας, που προηγήθηκε. Άναψα και κάηκα.
Και συνεχίζει το παράπονο να γκαζώνει,  να τα σκεπάζει όλα σαν δέκα μέτρα χιόνι. «Θέλω να μείνω μόνος», ούτε λαμπιόνια, ούτε αστέρια,  ούτε Χριστούγεννα. Τι να γεννηθεί από έναν μόνο του; 





Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Για να νικήσουμε τον χρόνο

Από την φίλη μου την Ελένη Γκίκα, που μου το χάρισε πριν έξι χρόνια, κομμάτι της ποιητικής συλλογής «το γράμμα που λείπει». Παραμονές του Αγίου, στην Κέρκυρα έναν Άγιο έχουν και δεν χρειάζονται ονοματεπώνυμο για να τον προσδιορίσουν. Θα μου πείτε τη σχέση έχει το παρακάτω; Έχει σχέση με τον τόπο αλλά και με το χρόνο, που σήμερα μου επιτρέπει μόνο να επαναλάβω, ότι δεν μοιράστηκα με νέους αναγνώστες αυτής εδώ της στήλης. «το γράμμα που λείπει», για να νικήσουμε το χρόνο… «Δεν γράφουμε επειδή είμαστε ανίκανοι να ζήσουμε, αλλά για να τον νικήσουμε τον καιρό, εν τέλει»
Εάν το είχαμε εφεύρει, όλα θα είχαν νόημα. Εάν υπήρχε, θα υπήρχε ελπίδα. Εάν το είχαμε γυρέψει, όλα θα ήταν δρόμος. Και αν το βρίσκαμε, θα λύναμε το αίνιγμα. Θα είχε άρει την θνητότητα, δεν θα βιώναμε την απώλεια στον έρωτα, το απόλυτο θα έβρισκε σχήμα και πρόσωπο και εμείς δεν θα είμαστε μονάχα ένας σβώλος χώμα. «Τ’ απόκρυφο κλειδί των χρόνων που ‘ζησα», «το γράμμα που λείπει» με το τέλειο σχήμα. «Το γράμμα που γνώριζε ο Θεός απ’ την αρχή», το άγνωστο αλλά όντως υπάρχον προαιώνιο γράμμα. Αν το ‘χα βρει, θα σ’ έσωζα. Θα είχα διασώσει έστω το Πρόσωπό σου.
Μετά το Μι που όλα είμαι μέλι και μαχαίρι,
Το Έψιλον που είναι έρως και ερημιά,
Το Σίγμα, σώμα και σταυρώθηκα,
Το Θήτα, θάνατος και θαύμα,
Το Άλφα, άλμα και αρχή αέναη,
«Το γράμμα που λείπει» κι όλοι υποψιαζόμαστε’ αλλά δεν το ψέλλισε κανείς ακόμα.

Να σε ξανακερδίσω θέλω’ γι’ αυτό γράφω
1
“Θα μείνω δίπλα”, έτσι μου είπαν. Σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο, εξίσου παλιό. «Καλύτερα» σκέφτηκα “που δεν θα με βαραίνουν κι αναμνήσεις”. Κι ούτε νανάκια μπρελόκ, ούτε φαγάκια, ούτε αρώματα, ούτε αφές.
Αυτή τη φορά θα παραμείνω νηφάλια. Χωρίς μάταιες συγκρούσεις. Και δίχως δεύτερη σκέψη, βουτήχτηκα σε ένα πάπλωμα - σύννεφα, και να ‘μαι που ήρθα.
Είχα πολλά χρόνια να σε δω’ και σε φοβόμουν.
Τον εαυτό μου, δηλαδή, φοβόμουν περισσότερο, με τόσες στρώσεις μαύρης σοκολάτας πάνω, με όλες αυτές τις χρονομετρικές ρυτίδες.
Ξέρεις, εγώ στην Αθήνα το έτρεξα το κοντέρ.
Αλλά φοβόμουν και το πώς θ’ αντιδράσω. Ανάβουν οι στάχτες, συχνά κρύβουνε κάρβουνα. Το νου, να σε προσέχω!
Τρέμαν τα πόδια μου όσο ερχόμουνα. Ποιος μπορεί εύκολα να αναμετρηθεί με τη ζωή του.
Κι εσύ, είσαι τα νιάτα μου. Τι λέω, κι η σκέψη σου, ως τα γεράματα. Με τα χείλη και με τα χέρια σου επιθυμώ να βαδίσω. Από μακριά. Ίσως και να ‘ναι καλύτερα.
Όπως και να ‘ναι, επιστρέφω.

2
Το πρώτο που συνάντησα ήταν το φρούριο. Κατόπιν το χαρούμενο πανηγύρι της πλατείας. Κι ύστερα ο δρόμος μας. Το καινούργιο μου σπίτι ένα παλιό φρεσκοβαμμένο ροζ ξενοδοχείο σαν κουφέτο.
Το δωμάτιο, ειδική παραγγελιά να βλέπει ιππότες. Κάστρα, μπαλόνια, ένα χαρούμενο ανθρωπομάνι, ένα καντούνι, ώχρα, κεραμμοσκεπές. Αφέθηκα. Στις νέες τους φροντίδες παιδικά αφέθηκα. Ό,τι κι αν δω, τ’ ορκίστηκα, δεν θα τρομάξω. Εξάλλου κάπου εκεί στο παρελθόν είσαι κι εσύ.
3
Και στο παρόν μου είσαι. Υπήρξες! Δεν το φαντάστηκα, έτσι; Ούτε «Τα γράμματα στη Λίλια» φαντάστηκα. Και τη συγκίνηση την ένοιωσα στο βλέμμα.
“Το σύννεφο με τα παντελόνια”, εγώ στο έδωσα. Επέμενες. Δεν θα αντιδικήσω. Εσύ μου το ‘στειλες, εγώ το φρόντισα, αυτά “τα γράμματα” στοιχειώσαν τη ζωή μου.
Υπάρχεις!
Υπήρξες και θα υπάρχεις κι ας χάνομαι κι ας χάνεσαι. Όσο θα υπάρχει ανελέητο άσπρο χαρτί για μένα.
4
Το βράδυ στη γιορτή άστραφτες μεσ’ τα μαύρα. Κι εγώ έκλαιγα. Έσβηνε η θάλασσα στο βάθος κι ερχότανε η δύση με όλο της το φέγγος. Εικοσιπέντε χρόνια, μια ζωή, δεν είναι λίγα!
Γράφω για να νικήσω την απώλεια’ κορόιδευα. Τον εαυτό μου πρώτα κι ύστερα τους άλλους.
Να σε ξανακερδίσω θέλω, γι’ αυτό γράφω. Να μη σε χάσω, μη σε ξεχάσω’ να μη χαθώ.
Μόνο κοιτώντας σε βλέπω το πρόσωπό μου.
5
“Ανεπίδοτοι”, λέει. Πώς “αγκαλιάστηκαν λάθος”. Πως θα ‘θελα απόψε να μου κάνεις μιαν αγκαλιά. Όπως και να ‘χει, όσα χρόνια και να περάσουν, πάντοτε Βλαδίμηρο θα σε φωνάζω. Όσο για σένα, φώναζέ με όπως θες.
Αλλ’ επί του παρόντος θα πρέπει κι αυτή τη φορά να σ’ αποχαιρετήσω, χαιρετώντας. Όπως αυτό το “Χαίρε” της Θεοτόκου και των χαιρετισμών. Μ’ ευγνωμοσύνη πάντα που, ως παραμύθι έστω, υπήρξες. Για μια ολόκληρη ζωή’ όπως Παραμυθία Ζωής.
6
Θα φύγω αύριο. Αλλά “τα νέα απ’ το αιώνιο” τα δέχτηκα. Τα φώτα έπεσαν για άλλη μια φορά επάνω σου. Κι ο κεραυνός χτύπησε στο μελάνι γράφοντας τα χέρια σου. Δεν γράφουμε επειδή είμαστε ανίκανοι να ζήσουμε, αλλά για να τον νικήσουμε τον καιρό, εν τέλει.
7
Και ό,τι και να λέω, όσο να το φοβάμαι κι ας το μετανιώσω, υπήρξες! Και ας αναρωτιέμαι. Έρχομαι εδώ επειδή υπήρξες.
Κι αυτό το ποίημα το γράψαμε εμείς οι δυο.

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει

Αυτός ο λαός τελικά δείχνει μια αξιοζήλευτη αντίδραση απέναντι στη λογική. Τι πιο λογικό αυτή η βαθιά κρίση να μας ενώσει. Κόντρα εμείς και απέναντι στη κρίση, Πάνω απ΄ όλα το τομάρι μας. Και η κρίση μας διχάζει για να επιβεβαιώσει τη μοναδικότητα. Το παρακάτω από το χθεσινό κείμενο του Νίκου Μπογιόπουλου
Την είχε διατυπώσει ένας γενναίος Γερμανός λουθηρανός πάστορας, ο Μάρτιν Νίμελερ.
Τα λόγια του έχουν παραφρασθεί χιλιάδες φορές. Το πνεύμα τους, όμως, είναι αυτό:
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους δεν αντέδρασα γιατί δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν για τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν κατεδίωξαν τους τσιγγάνους δεν αντέδρασα γιατί δεν ήμουν τσιγγάνος.
Όταν φυλάκιζαν ομοφυλόφιλους δεν αντέδρασα γιατί δεν ήμουν ομοφυλόφιλος.
Όταν έκλεισαν το στόμα των Ρωμαιοκαθολικών που αντιτάσσονταν στο φασισμό, δεν αντέδρασα γιατί δεν ήμουν καθολικός.
Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει.”
Η σοβαρή κρίση που βιώνει η ελληνική κοινωνία ωχριά μπροστά στο διχασμό της ίδιας της κοινωνίας. Και ενώ η φτώχεια καλύπτει όλο και μεγαλύτερα τμήματα, η αντίθεση συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς. Θα περίμενε κανείς ότι η γενικευμένη κρίση θα μπορούσε να λειτουργήσει ενωτικά, να δημιουργήσει μια αλυσίδα αλληλεγγύης, να εκφράσει την συλλογική αντίθεση απέναντι στο σαθρό σύστημα που δημιούργησε την κρίση και όχι να ενισχύει τις διχαστικές τάσεις μέσα στον λαό.
Αν ανατρέξουμε στα βάθη της ιστορίας αυτού του τόπου και μέχρι τον πρόσφατο διχασμό του εμφυλίου, ίσως δικαιολογήσουμε αυτήν την παράλογη στάση που μας διακρίνει, απέναντι στο κοινό πρόβλημα.
Παραθέτω ένα κείμενο από τα Σικελικά του Θουκυδίδη, εξιστόρηση της απόπειρας κατάκτησης της Σικελίας από τους Αθηναίους, το 415 π. Χ., κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, η οποία έληξε με πανωλεθρία των Αθηναίων.
 

«Μόλις ξημέρωσε, με τον Νικία επικεφαλής, ο στρατός ξεκίνησε να φύγει. Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι τους, επιτέθηκαν ρίχνοντας βέλη και ακόντια. Οι Αθηναίοι βιάζονταν να φτάσουν σε ένα ποτάμι, τον Ασσίναρο, όχι μόνο για να αποφύγουν τα απανωτά πλήγματα που δέχονταν από το ιππικό και το πεζικό των εχθρών, ελπίζοντας ότι θα βρουν ασφαλές καταφύγιο πέραν του ποταμού, αλλά κυρίως για να ξεκουραστούν και να πιουν νερό. Μόλις έφτασαν στο ποτάμι, άρχισαν να πέφτουν μέσα, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον και ο καθένας προσπαθούσε να διαβεί αυτός πρώτος το ποτάμι – αλλά δεν μπορούσαν μιας και οι εχθροί που ακολουθούσαν τους είχαν πλησιάσει.
Οι Αθηναίοι, αναγκασμένοι να προχωρούν όλοι μαζί, έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον και ο ένας πατούσε τον άλλον. Πολλοί έπεσαν πάνω σε δόρατα και πέθαναν, ενώ άλλοι πνίγηκαν και παρασύρθηκαν από το νερό. Οι Συρακούσιοι, έριχναν βέλη πάνω από την απότομη όχθη του ποταμού, ενώ οι Αθηναίοι για το μόνο που νοιάζονταν ήταν να πιουν όσο περισσότερο νερό μπορούσαν και όλο και μαζεύονταν περισσότεροι σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον. Οι σύμμαχοι των Συρακουσίων από την Πελοπόννησο κατέβηκαν και άρχισαν να σφάζουν αυτούς που ήταν στο ποτάμι και έπιναν νερό. Το νερό όμως ήταν ήδη βούρκος και παρόλο που ήταν γεμάτο λάσπη και είχε κοκκινίσει από το αίμα, αυτοί όχι μόνο συνέχιζαν να πίνουν αλλά και να τσακώνονται μεταξύ τους»



Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...