Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Δεν τέλειωσε και ο κόσμος…

Κυνηγός ο χρόνος μας παίρνει τα χρόνια και μας λευτερώνει από το βάρος τους.
Κάθε φορά αυτές τις μέρες, που ο χρόνος μας αποχαιρετά, ο μίζερος λογιστής που κρύβεται μέσα µου, ζητά απολογισμό πεπραγμένων. Ποτέ δεν ανταποκρίθηκα με συνέπεια, απεναντίας το μόνο που μου απομένει είναι ένα τσούρμο ενοχές, ενοχές που με προσγειώνουν και με βάζουν στην διαδικασία να συντάξω με τις καλλίτερες των προθέσεων τον καινούργιο προϋπολογισμό.
Ωραίο πράγμα οι προϋπολογισμοί. Ακόμα και οι πιο σφιχτοί έχουν την άπλα τους. Είναι σαν τα όνειρα που κάνουμε όταν ξυπνάμε. Αν βάλουμε και λίγο παραπάνω δεν χάθηκε και ο κόσμος. Τώρα για τις ενοχές, για όλα αυτά που έτσι και αλλιώς δεν θα πραγματοποιηθούν, έχουμε δώδεκα μήνες μπροστά μας.
Α… να μην ξεχάσουμε και το τέλος του κόσμου στις 22 Δεκεμβρίου του 2012, σύμφωνα με τους Μάγια. Το περιγράφει σε σημείο εκνευρισμού η πολυσυζητημένη ταινία «2012». Ανοίγει η γη και καταπίνει πόλεις, ανθρώπους, ηπείρους ολόκληρες, δε μένει τίποτα. Δεν ξέρω πως θα τελειώσει ο κόσμος, κανείς δεν ξέρει, όπως κανείς δεν ξέρει πως θα τελειώσει και ο ίδιος. Το 2012, πάντως δεν θα τελειώσει. Θα είναι πιο φτωχός, πιο συνειδητοποιημένος, μπορεί και πιο αποφασισμένος.

Τα καταφέραμε και φέτος, και μπορεί του χρόνου καλύτερα. Πάντα υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο, κρυμμένο σε μια άκρη του προϋπολογισμού, αόρατο δια γυμνού οφθαλμού. Δεν θα τελειώσει ο κόσμος, και ας προσπαθούν να τον τελειώσουν, καταστρέφοντας το περιβάλλον, αφαιρώντας κρίκους από την αλυσίδα της αλληλεγγύης των γενεών. Δεν θα τελειώσει γιατί οι δυνάμεις τους είναι κατώτερες των προθέσεων τους.
Αυτές τις τελευταίες μέρες του χρόνου, υπερασπιζόμαστε, όχι τις ελπίδες και τις προσδοκίες αλλά την ανάγκη να ξεκουραστούμε για έναν ακόμα χρόνο στην σκιά ενός Ονείρου. «Φυσικά και ονειρεύομαι. Ζει κανείς μόνο μ’ ένα ξερό μισθό;» Να θυμηθούμε και την Κική Δημουλά.

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Με γράμματα καθαρά και ευανάγνωστα

Για τις άγραφες σελίδες και σήμερα. Για τις αφιερώσεις με αόρατα γράμματα στην πρώτη λευκή σελίδα του βιβλίου. Πρέπει να βάλεις φωτιά και να την κάψεις, δεν αντέχει άλλο να μένει λευκή.
Πρέπει να βάλεις φωτιά, για να δεις τα σημάδια. Να δεις τα μυστικά, να δεις όλα αυτά που η εποχή μας έκλεψε. Αυτά που οι προϋπολογισμοί απαγόρευσαν να δουν το φως του ήλιου. Αυτά που κρύφτηκαν φοβούμενα, μην καταλήξουν σε ξένα χέρια, όπως τα κορμιά που κάποτε αγαπήθηκαν. Αυτά που ενώ έχει σβήσει η φωτιά σου καίνε τα μάτια.
Όχι δεν χρειάζονται εκπτώσεις. Η στιγμή τα θέλει όλα, για να μπορεί κάποτε να μνημονευτεί. Η μιζέρια τη σβήνει από το χάρτη.

«Έλα. Κοίταξε με. Κι άφησε πάνω μου ό,τι σε πονά. Αντέχω. Είμαι εδώ για σένα. Η δική σου, λευκή σελίδα, η επόμενη σελίδα, του βιβλίου, της ζωής σου…»

Αγαπώ τα ανθρώπινα ίχνη στα χάρτινα σώματα των βιβλίων, δίνουν μια ζεστασιά, κάνουν εκείνον που πιάνει το βιβλίο στα χέρια του δεύτερος, να «γνωρίσει» κάτι από εκείνον που το έπιασε πρώτος. Είναι σαν να αγγίζονται, να συναντιούνται στην αγάπη του ίδιου βιβλίου.

Και αν το βιβλίο περάσει σε άλλα χέρια… ποτέ δεν θα ζήσει τη στιγμή της εξομολόγησης. Τη στιγμή της απόλυτης παράδοσης, της απόλυτης ελευθερίας.
Και τις γιορτές με τις περασμένες τις ζούμε. Με εκείνες τις απόλυτες στιγμές που ζήσαμε. Με την αθωότητα και την αλήθεια.
Τα Χριστούγεννα που ζωντάνεψαν τα παραμύθια, όπως έχω ξαναγράψει ήταν του ’72, τα Χριστούγεννα των Χριστουγέννων.
Ο πρώτος έρωτας, το πρώτο ραντεβού. Η αφορμή να κόψουμε το κυπαρίσσι που θα στολίζαμε, και η ευκαιρία να μείνουμε μόνοι. Σε μια πλαγιά ακουμπισμένοι σε ένα δέντρο, ανταλλάσσοντας ντροπές και παιδικές χαζομάρες. Τότε ζούσαμε το παρόν και ευτυχώς δεν γνωρίζαμε το μέλλον.
Και τώρα ζούμε το παρόν και ελπίζουμε ότι η επόμενη σελίδα να γραφτεί με γράμματα καθαρά και ευανάγνωστα…

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Χριστούγεννα: τι να γεννηθεί;

Απολογισμός. Το χρόνο που πέρασε προσπαθώ να διαχειρισθώ, πολλές φορές δεν τα καταφέρνω. Μαζεύτηκαν μέσα μου πολλά. Αδιαχείριστα. Δεν πρόκειται να κλείσουμε ισοσκελισμένα. Ξεκίνησα με μείον. Άδειος. Μόνος. Έδωσα πήρα κι όλα μπροστά μου μείνανε. Δεν φεύγει το παρελθόν, εγώ προσπαθώ να φύγω. Πουθενά δεν χωράω. Μπορεί οι εκβολές του χρόνου, που μας αποχαιρετά να γεμίζουν επικίνδυνα τις πηγές του νέου χρόνου. Μπορεί το μεταφερόμενο υπόλοιπο να γεννά βουνά και να αποτρέπει προσδοκίες. Μπορεί οι ευχές, να πέρασαν στην εθιμοτυπία… Δεν μπορεί, όμως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, να γράφουμε ανούσιες λέξεις, βγαλμένες από τα κλισέ του «πρέπει».
Δεν μπορεί και δεν πρέπει, να βιάζουμε τις λέξεις. «Ταλαντώνομαι μέσα στο βράδυ. Επιμηκύνομαι για να φτάσω εκεί που δεν έπρεπε καν να ονειρευτώ. Μπαίνω μέσα μου για να δω τι έχει επιζήσει... Άχρονος ο χρόνος από πάντα του με πολεμά. Πήγα ίσως να κλέψω κάποιες του στιγμές, αλλά μ’ έπιασαν». Ίσα που πρόλαβα κάποια ανεπαίσθητα αρώματα, κάποιες θαμπές αχτίδες, ένα παλιό κονιάκ και λίγο Μότσαρτ. Α! να μην ξεχάσω και εκείνο το άγγιγμα που κουβαλάω ακόμα σφιχτά στο δεξί μου χέρι…
Βλέπετε οι λέξεις όταν τις αφήσουμε ελεύθερες, πως συναντάνε την αλήθεια;

Χριστούγεννα! Τι να γεννηθεί μετά από μια τέτοια χρονιά, που μας έκλεψε και μας υποθήκευσε το μέλλον; Τι να γραφτεί στην επόμενη λευκή σελίδα; Είναι αυτά που κρατάμε, και τα σιγοψιθυρίζουμε με κλειστό το στόμα για να τ’ ακούμε μόνοι μας. Είναι αυτά που αν ξεφύγουν από την ψυχή μας, εξαερώνονται. Είναι αυτά που δεν χωρούν στην πραγματικότητα.
Ημιτελή παραμύθια, με επιλόγους από λάστιχο. Τα δικά μας παραμύθια, που παίρνουν μορφή ανάλογα με τους καιρούς. Σήμερα βρέχει, αύριο θα έχει λιακάδα και το βράδυ ξαστεριά. « Κι όσες σελίδες κι αν γεμίσεις,
πάντα, σ’ εκείνες τις άγραφες θα ζεις…»






.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Μας αφορούν

Όχι που δεν με αφορούν, όμως αυτά που γράφω, για άλλη μια φορά θα το πω, δεν είναι προσωπικά. Για να εξηγούμαστε! Δεν πρόκειται για εξομολόγηση. Αν το μυαλό δεν είχε βάλει τους αναγκαίους περιορισμούς, εγώ δεν θα έγραφα θα έφτυνα.
Για να μην ρωτάτε τι μου συμβαίνει, θέλω να σας διαβεβαιώσω: ποτέ δεν έχω εξομολογηθεί με την εκκλησιαστική έννοια του όρου. Έχω εξομολογηθεί σε φίλες και φίλους. Aποσπασματικά, ανάλογα πως ο καθένας είναι διαθέσιμος, τι θέλει και τι μπορεί να ακούσει. Για να γίνω πιο κατανοητός. Τι άλλο από ένα χέρι συγκατάβασης περιμένει κανείς από μια κατάθεση ψυχής; Για να το έχεις όμως πρέπει να μπορεί να σε καταλάβει ο άλλος. Υπάρχουν φίλοι αγαπημένοι που δεν μπορούν να καταλάβουν για την ερωτική απογοήτευση, γιατί απλούστατα ποτέ τους δεν βίωσαν κάτι τέτοιο. Άλλοι σε κοιτάζουν αμήχανα όταν τους μιλάς για κάποιο πρόβλημα με τα παιδιά σου και είναι φυσιολογικό αφού δεν έχουν παιδιά. Πώς να μεταφέρεις την πίκρα για την ήττα της ομάδος σου στη γυναίκα σου που χασκογελάει, όχι για την ήττα αλλά γιατί ποτέ δεν έχει καταλάβει γιατί μαζεύονται εκατό χιλιάδες άνθρωποι σε ένα γήπεδο για να δουν 22 μαντραχαλάδες να τρέχουν πάνω κάτω επί ενενήντα λεπτά και να κλωτσάνε μια μπάλα. Πώς να σε καταλάβει ο πλούσιος φίλος σου που δεν ξέρει τι σημαίνει τα είσαι επτά μήνες απλήρωτος; Συμπέρασμα δεν υπάρχει εξομολόγηση εφ όλης της ύλης και αυτή που γίνεται στους παπάδες για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες μας ενώπιον του Θεού, δεν έχει νόημα. Το βάρος θα συνεχίσουμε να το κουβαλάμε ενώπιον των ανθρώπων και πρωτίστως ενώπιον του εαυτού μας.

Για να εξηγούμαστε: δεν βγάζω τα απωθημένα μου, απ’ αυτήν εδώ την στήλη, προσπαθώ να βάλω σε μια σειρά τις λέξεις τέτοια, που το προσωπικό να εισχωρεί βαθιά στο κοινωνικό, σαν μια μετάγγιση αίματος. Δεν με αφορούν μόνο, μας αφορούν.
Σε έναν επίλογο παλαιοτέρου κειμένου, είχα δώσει μια εξήγηση, φαίνεται, όμως πως η περιέργεια κάποιων αναγνωστών επιβάλλει να ξαναδώσουμε εξηγήσεις.
«Δεν ξέρω τι με έπιασε, θέλω να γράψω για τη μοναξιά του έρωτα. Την ερημιά του πλήθους και την παρηγοριά της γραφής. Το βάσανο που γίνεται βάλσαμο αλλά όμως δεν μεταβάλλει την ζωή. Μονάχα εκείνο το δηλητήριο στο αίμα μας το μετατρέπει σε τοξίνη των γραμμάτων. Κι αυτό το αντιλαμβάνεται ο τυχαίος παραλήπτης, ο ευαίσθητος. Ενώνει τα δικά του βιώματα κι είναι κι αυτό, ξέρετε, μια δύναμη μια ζεστασιά…»
Για να εξηγούμαστε, δεν μου συμβαίνουν πάντα, αυτά που καταθέτω κάθε μέρα, με αφορούν όμως. Και αν τα καταθέτω σε πρώτο πρόσωπο, είναι γιατί αυτή η σχέση όλα αυτά τα χρόνια, απέκτησε αυτό το δικαίωμα.

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Η Παρασκευή, που ντύθηκε Κυριακή

Είναι ξεχωριστά τα φετινά Χριστούγεννα. Δεν ξέρω αν έρθουν και χειρότερα. Μεσημέρι Παρασκευής, με όλη τη μελαγχολία του απογεύματος της Κυριακής. Αυτό πρώτη φορά συμβαίνει. Συνήθως τις παραμονές χτυπούσε το κουδούνι του διαλείμματος, τα προβλήματα έπαιρναν τον αναγκαίο χρόνο της παράτασης, για μετά τις εορτές. Για πρώτη φορά εφέτος, η Τρόικα σε συνεργασία με όσους μας «κυβερνούν», κατά Παντελή Μπουκάλα «μεταβατικοί» με ορέξεις μονιμοποίησης, «ειδικού σκοπού» με επιθυμία γενίκευσης, επιθετικοί πράσινοι, δήθεν αμυντικοί γαλάζιοι, ημίμαυροι λάτρεις της δασείας, τεχνοκρατικώς άχρωμοι», προετοιμάζουν τα νέα δεσμά, με χρονικό ορίζοντα το 2015. Αυτά σε γενικές γραμμές, σε ειδικές… Κάποιοι θα το έλεγαν προαίσθημα. Ένα κοκτέιλ φόβου, πόνου, ενοχής και παράπονου, για μήνες τώρα έχει καθίσει στο στομάχι μου. Ενίοτε, για να με ξεγελάσει προφανώς, περνάει στο σώμα, διεκδικώντας το αντίδοτο, που θα το διώξει. Και τότε επανέρχεται στη φυσική του θέση εκεί, που δεν χωράει καμία αμφιβολία γι’ αυτά που το προκάλεσαν. Απλά μαθηματικά. Δυστυχώς για μένα δεν έμαθα να κάνω προϋπολογισμούς, μόνο απολογισμούς. Ποτέ δεν μέτρησα δεν σχεδίασα δεν πρόβλεψα, μόνο εισέπραξα, συνήθως λάθη, που τώρα έχω την ευκαιρία να μετρώ.
Κάθε φορά το ίδιο συμβαίνει και μακάρι να ξανασυμβεί, δεν αλλάζουν οι άνθρωποι, το μόνο που αλλάζει είναι το «δεν το ξανακάνω», που η απειρία υπαγόρευε χρόνια πριν, σήμερα να μην ξαναβγεί από τα χείλη μας.
Στην τελευταία άθροιση λαθών, αυτό το συνειδητοποίησα, έτσι θα πορευτώ με τα μάτια κλειστά, αλλά με κεκτημένο το δικαίωμα στο παραμύθι και στο όνειρο. Πώς να το κάνουμε κάποιοι άνθρωποι αγαπητή μου συμπάσχουσα του ραδιόφωνου, δεν αλλάζουν.
«Μια ζωή παραμύθι κι όνειρο γαμώ την ωριμότητά που δεν ήρθε ποτέ και άι σιχτίρ η ενηλικίωση που δεν επιβιβάστηκε ποτέ στο τρένο για τα μέρη μου. Κουράστηκα να μαζεύω από τα χαντάκια τα πτώματα από τις ηλικίες των λαθών μου. Βαρέθηκα η μόνη μου επένδυση να είναι οι άνθρωποι και στους ισολογισμούς να βλέπω μόνο λευκές σελίδες και σκισμένες φωτογραφίες».
Παρόλα αυτά θα το επαναλάβεις.
Κάποιοι θα το έλεγαν προαίσθημα, εμείς ύστερα από τόσες ήττες, μπορεί να μην μάθαμε να τις αποφεύγουμε, ξέρουμε πολύ καλά, ότι γι’ αυτό το αναφαίρετο δικαίωμα στο όνειρο και στο παραμύθι, μπορούμε να τις επαναλάβουμε.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

«Έρχεται όποτε θέλει»

Ούτε κομματικά τείχη ούτε συμφέροντα ούτε φιλοδοξίες, δεν μπορούν να πλήξουν το αληθινό. Και αληθινό είναι αυτό που πηγάζει από μέσα και γίνεται έρωτας ή φιλία. Παραμονές Χριστουγέννων. Μπορεί η ανεργία να καλπάζει, η χώρα να βυθίζεται στη φτώχεια, αλλά και η ψυχή που τόσα έχει υποστεί απ’ όλα αυτά, να απαιτεί χρόνο έστω και λίγο για να επιστρέψει εκεί που κατά βάθος όλοι θα επιθυμούσαμε.
Χθες τα ξημερώματα μετά από μια πολύωρη συζήτηση ένας φίλος ένοιωσε την ανάγκη να εξομολογήσει τα αδιέξοδα του, προσπάθησε να βρει τον προσανατολισμό του, ύστερα από μια πρόσκρουση στο σύστημα, που δεν την δέχτηκε ο οργανισμός του. Επέστρεψε στις σταθερές, στην κοιλιά της μάνα του, για να ξεκινήσει απ’ την αρχή. Ας μην ανοίξουμε πάλι τη συζήτηση «πουτάνα κοινωνία» και τα συναφή. Είναι η κούραση, η ατελέσφορη προσπάθεια και το αποτέλεσμα μια τρύπα στο νερό. Αφορμή λοιπόν απ’ αυτό προτείνω ασκήσεις αποσυμπίεσης με ένα βιβλίο που φρόντισε η φίλη μου η Ελένη να το βρει και να αφιερώσει στο αληθινό.
«Κάθε αληθινή φιλία είναι ένα απόκτημα διαρκές. Η φιλία, όπως και ο έρωτας, απαιτεί τόση τέχνη όσο μια πετυχημένη φιγούρα χορού. Χρειάζεται πολλή άνεση και μεγάλος συγκρατημός. Ανταλλαγές λόγων. Μεγάλη σιωπή. Και προπαντός σεβασμός. Το συναίσθημα της ελευθερίας του άλλου. Της αξιοπρέπειάς του. Την παραδοχή. Θυμάμαι πάντα το κοριτσάκι στο βιβλίο του Μοντερλάν που δεν έχει δώσει όνομα στη γάτα του. "Και πώς τη φωνάζεις;" την ρωτούν. "Δεν τη φωνάζω, έρχεται όποτε θέλει". Έτσι είναι οι φίλοι».Στο βιβλίο «Μια ευλαβική ανάμνηση». Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ παραδίδει μαθήματα Ζωής κι Ελευθερίας. Ακόμα κι όταν αναφέρεται στον έρωτα:«Όταν αγαπάς, όταν είσαι ερωτευμένος, όλα γίνονται από μόνα τους. Δε χρειάζονται θυμοί, φόβοι, αντάρες.
Έρωτας σημαίνει να τα δίνεις όλα στον άλλον, αλλά να σέβεσαι την ατομικότητά του. Σημαίνει να μη χάνεται ο κόσμος γύρω σου όταν απομακρύνεσαι, γιατί τότε γίνεται εξάρτηση. Η ερωτική πράξη είναι μυσταγωγία, είναι ιερή και έτσι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε. Ο έρωτας είναι έρωτας όταν δεν προσθέτει, ούτε αφαιρεί. Είναι η βάση για όλα».Όσο για την αγάπη: «Η Αγάπη είναι δράση, είναι προσπάθεια να βοηθήσεις τον άλλον να αναπτυχθεί. Ακούμε τακτικά να λένε ότι μας αγαπούν. Τα κριτήρια όμως είναι υποκειμενικά, όπως και το κίνητρο. Οτιδήποτε κάνουμε για τον άλλο γίνεται γιατί το θέλουμε εμείς, γιατί καλύπτει μια δική μας εσωτερική ανάγκη, είναι επιλογή μας. Η αγάπη αλλάζει τον εαυτό μας, τον μεγαλώνει». Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς για το μεγαλείο της: «Δεν θέλω να μου δίνουν διαστάσεις ή να μου προσδίδουν ιδιότητες που δεν έχω. Είμαι ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος, που ζυμώνει το ψωμί του για να φάει, που λατρεύει τα ζώα, τα φυτά, τους φίλους και νιώθει ευτυχισμένος όταν τ’ αγαπάει όλα αυτά, χωρίς να περιμένει να τον αγαπήσουν».Κι έτσι έζησε μια ζωή. Έτσι έγραψε. Αριστουργήματα.

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

«Κάτι θα γίνει θα δεις»

Η είδηση, αναμενόμενη «Κύμα απολύσεων και μειώσεις αποδοχών και στον ιδιωτικό τομέα!» Επτά στους δέκα εργοδότες προτίθενται να κόψουν ή - στην καλύτερη περίπτωση - να συγκρατήσουν τις αποδοχές των εργαζομένων τους στο επόμενο διάστημα, σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης. Επιπλέον, σχεδόν ένας στους δύο θα προχωρήσει σε περικοπές των πριμ, των επιδομάτων παραγωγικότητας και των διαφόρων έμμεσων παροχών, ενώ σχεδόν ένας στους τρεις προτίθεται να προχωρήσει σε απολύσεις! Πρόκειται για στοιχεία που απεικονίζουν με τον πιστότερο τρόπο το δράμα που βιώνει ο μέσος Έλληνας εργαζόμενος και τα οποία προκύπτουν από έρευνα που έδωσε το μεσημέρι της περασμένης Τρίτης στη δημοσιότητα το ΙΟΒΕ (Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών).
Ο τίτλος δανεισμένος από το βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου. Δεκάξι ιστορίες - μικρές τραγωδίες για εργάτες, υπαλλήλους, μικροεπαγγελματίες που έχασαν τη δουλειά τους, που έκλεισαν την επιχείρηση τους. Άνθρωποι που βρέθηκαν στο κενό αλλά δεν έχασαν το κουράγιο τους πιστεύοντας ότι «κάτι θα γίνει, θα δεις».

«Τ' απόγευμα που μας έδιωξαν απ' τη δουλειά κατέβηκα στο λιμάνι. Με τα πόδια απ' τον Κορυδαλλό σαν κυνηγημένος Χαλκηδόνα Μανιάτικα Θερμοπυλών κι ύστερα καρφί στον Άγιο Διονύση στην αποβάθρα των κρητικών. Σαν κυνηγημένος πήγαινα γιατί ήταν η μέρα δεν ξέρω τρομαχτική Ιούλιος μήνας απομεσήμερο μαύριζε ο τόπος απ' τη ζέστη. Είχε ένα παράξενο φως εκείνη η μέρα μαύρο και σκληρό σαν τιμωρία που άλλαζε το σχήμα των πραγμάτων και τα 'κανε όλα αγνώριστα σπίτια δρόμοι αυτοκίνητα όλα αγνώριστα σα να 'σουν ξένος σε ξένη χώρα και οι άνθρωποι εξαφανισμένοι...»
«Να σε διώχνουν απ’ τη δουλειά είναι σαν κάταγμα»,
«Μπορεί το τέλος του κόσμου να 'ρθει κάπως έτσι. Μπορεί κι όχι όμως. Μπορεί να μην τελειώσει ο κόσμος αλλά οι άνθρωποι. Να σταματήσουν οι άνθρωποι να βλέπουν όνειρα ή να κοιμούνται ή να κάνουν έρωτα ή να πίνουν κρασί ή να φιλιούνται. Κάτι τέτοιο. Μπορεί έτσι να 'ρθει το τέλος. Όχι από μετεωρίτες ή απ' τα πυρηνικά ή απ' το λιώσιμο των πάγων. Όχι μ' εκρήξεις και σεισμούς και τυφώνες. Όχι απέξω αλλά από μέσα. Έτσι είναι το σωστό να γίνει. Γιατί ζούμε μέσα στον κόσμο αλλά όχι μαζί με τον κόσμο. Αιώνες τώρα σταματήσαμε να ζούμε μαζί με τον κόσμο. Θα 'ναι άδικο λοιπόν να χαθεί ο κόσμος μαζί μας. Μεγάλη αδικία».

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Δεν πρόκειται να νοιώσουμε χειρότερα

Συνηθίσαμε τα μέτρα, συνηθίσαμε την καθημερινή υποβάθμιση της ζωής μας. Συνηθίσαμε τη φτώχια, όπως το αίμα στον πόλεμο. Και άλλα μέτρα και άλλες μειώσεις μισθών και συντάξεων και άλλες απολύσεις. Παιχνίδια με αριθμούς, ερήμην των ανθρώπων, ερήμην της ζωής. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ήττα. Ηττηθήκαμε κατά κράτος. Ούτε «αέρα» δεν ψελλίσαμε. Ούτε μια τουφεκιά στον αέρα, για την τιμή των όπλων. Υπό τοιαύτας συνθήκας, δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Μας είχαν υποδουλώσει χρόνια πριν, με δολώματα μας οδήγησαν στην μεγάλη φάκα και ύστερα μας έκαναν πειραματόζωα.
Κάθε μέρα και ισχυρότερη δόση δηλητηρίου, μέχρι τελικής πτώσεως για να δούμε πόσο θα αντέξουν τα ποντικάκια. Όμως, «και των ανθρώπων τα κακά κουράζονται και των ανέμων οι πνοές δεν έχουν πάντοτε την ίδια δύναμη. ‘Όσοι ευτυχούν, δεν μένουν ως το τέλος πάντοτε ευτυχείς. Στον κόσμο όλα αλλάζουνε, γι’ αυτό εκείνος πάει πιο καλά που έχει για στήριγμα του την ελπίδα. Δειλού ανθρώπου γνώρισμα είναι το ν’ απελπίζεται» (Ευριπίδου Ηρακλ, Μαινόμ.101)

«Ατελείωτο του ήλιου το κυνήγι» λέει ένα τραγούδι και άμα σταματήσεις χάθηκες. Έτσι είναι αγαπητή μου φίλη που το σχολιάζεις. Το σκοτάδι παραμονεύει. Μεταθέτεις συνέχεια τους προορισμούς για να συνεχίζεται το ταξίδι, για να κινείτε η ζωή, να έχει φόρα η καρδιά και καύσιμα το μυαλό. Ατελείωτο του ήλιου το κυνήγι, για όσους σκαλίζουν ακόμα στον πηλό καράβια και χελιδόνια, για εκείνους που τρέχουν αενάως κυνηγημένοι και κυνηγοί ταυτόχρονα. Του χρόνου, που αμείλικτος μαζεύει τις ζωές μας οι οποίες κρέμονται από τα δέντρα.
Εμείς που συνηθίσαμε να ξεκουραζόμαστε στην σκιά ενός Ονείρου, θα συνεχίσουμε. Και αλήθεια σας λέω δεν πρόκειται να νοιώσουμε χειρότερα…
Δεν είναι η απαισιοδοξία που με οδηγεί σ’ αυτήν την διαπίστωση, είναι η πραγματικότητα που τη βιώνουμε αισιόδοξα.

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Χριστούγεννα και δεν χιονίζει

«Μια φορά γεννιόμαστε, δεν γίνεται να γεννηθούμε δυο φορές κι ούτε θα υπάρξουμε ξανά πια ποτέ, στον αιώνα τον άπαντα. Κι εσύ, χωρίς να' χεις το αύριο στο χέρι σου, αφήνεις τη χαρά για άλλοτε, και στο μεταξύ η ζωή - από αναβολή σε αναβολή - χάνεται κι ο θάνατος βρίσκει τον καθένα μας διαρκώς απασχολημένο»
Σοφά λόγια του Επίκουρου τα παραπάνω, μόνο που η απόσταση από την πράξη, φαντάζει αμέτρητη. Χριστούγεννα και δεν χιονίζει.
Δεκέμβριος. Η μελαγχολία αναπόφευκτη και το παρελθόν σύμμαχος για αυτές τις ώρες, αυτό έμεινε, κάποιες μυρωδιές και κάποιες μουσικές ,να μας θυμίζουν, εποχές ένδοξες. Και ο Παπαδιαμάντης.
«Την άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.

_ Άσπρο σινδόνι... να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού... ν' ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
Εφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, εν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν' ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Το καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τα σιδηράς, τας πόρνας της Μασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, δια να μην παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου...»
Χριστούγεννα και πάλι με την κρίση να ψαλιδίζει ή και να αποκλείει σε πολλές περιπτώσεις ταπεινές επιθυμίες. Χριστούγεννα χωρίς υπερβολές.
Η εναλλακτική σκέψη, η διέξοδος. Χριστούγεννα, σε μια φωτιά, σ’ ένα τζάκι, όπου μαζί με τις φλόγες χορεύουν και τα παραμύθια του παλιού καιρού.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Λέξεις μόνες ψάχνουν

Δεν μπορεί και δεν πρέπει, να βιάζουμε τις λέξεις, τοποθετώντας τες στη σειρά σαν στρατιωτάκια για να υπηρετήσουν αυτά που μας υπαγορεύονται. Είναι προτιμότερο να τις αφήσουμε να ψάξουν μόνες τους σ’ αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς, βλέπουν και στο σκοτάδι.
Είναι μέρες που κουράζονται οι λέξεις. Δεν θέλουν να γεννηθούν ξέρουν τι τις περιμένει και αρνούνται να βγουν στο φως.
Θα τα γιορτάσουμε και φέτος τα Χριστούγεννα, θα εξαντλήσουμε όλα τα όρια της ελπίδας, όσο και αν η προσδοκία μας έχει κουράσει. Η αλήθεια είναι ότι τίποτα δεν προδικάζει την αισιοδοξία. Δεν ξέρω πως τα έχουν καταφέρει και κάθε χρόνο προσθέτουν ένα μεσοδιάστημα άγονο για ελπίδες. Κάπως έτσι περνούν τα χρόνια όμως και επειδή πλέον είμαστε υποψιασμένοι, δεν θα αφήσουμε να μας πάρει από κάτω.

Γιατί να γιορτάσουμε; Ας είναι καλά το ψεύδος του παραμυθιού, που το κουβαλάμε από εκείνες τις μονοψήφιες ηλικίες. Αυτό το ψεύδος μας στήριξε και μας στηρίζει ακόμα, αυτό το παραμύθι μας κράτησε σε ισορροπία.
Αν δεν υπήρχαν τα Χριστούγεννα του παραμυθιού, δεν ξέρω τι νόημα θα είχε η γιορτή. Γιορτή σημαίνει ανάμνηση, για όλους εμάς που έχουμε παρελθόν. Για τα παιδιά είναι διαφορετικά, ζουν το ζωντανό παρόν και το μέλλον ευτυχώς δεν το γνωρίζουν.
Είμαστε ακόμα εδώ πολεμώντας τον ίδιο μας τον ίσκιο. Το ήπιαμε το κρασί μας. Το κάψαμε το λάδι μας. Μπορεί να ξοδευτήκαμε λάθος, αυτό όμως αφαίρεσε, η πρόσθεση έρχεται από το βάρος των άλλων και σ’ αυτά τα χρόνια οι ανησυχίες για τους δικούς μας, έγιναν εαυτός μας. Δεν είναι τα χρόνια μου, που με βαραίνουν, είναι τα χρόνια μου, που κέρδισαν παρέες, παιδιά δικά τους, γυναίκες, συντρόφους και φίλους. Είναι τα χρόνια μου, που απέκτησαν απώλειες δικών μου, απώλειες, που δεν μπαίνουν στην αφαίρεση.
Βλέπετε οι λέξεις όταν τις αφήσουμε ελεύθερες, πως συναντάνε την αλήθεια;

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Η κρίση διχάζει

Η σοβαρή κρίση που βιώνει η ελληνική κοινωνία ωχριά μπροστά στο διχασμό της ίδιας της κοινωνίας. Και ενώ η φτώχεια καλύπτει όλο και μεγαλύτερα τμήματα, η αντίθεση συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς. Θα περίμενε κανείς ότι η γενικευμένη κρίση θα μπορούσε να λειτουργήσει ενωτικά, να δημιουργήσει μια αλυσίδα αλληλεγγύης, να εκφράσει την συλλογική αντίθεση απέναντι στο σαθρό σύστημα που δημιούργησε την κρίση και όχι να ενισχύει τις διχαστικές τάσεις μέσα στον λαό.
Αν ανατρέξουμε στα βάθη της ιστορίας αυτού του τόπου και μέχρι τον πρόσφατο διχασμό του εμφυλίου, ίσως δικαιολογήσουμε αυτήν την παράλογη στάση που διακρίνει, απέναντι στο κοινό πρόβλημα Παραθέτω ένα κείμενο από τα Σικελικά του Θουκυδίδη, εξιστόρηση της απόπειρας κατάκτησης της Σικελίας από τους Αθηναίους, το 415 π. Χ., κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, η οποία έληξε με πανωλεθρία των Αθηναίων.
«Μόλις ξημέρωσε, με τον Νικία επικεφαλής, ο στρατός ξεκίνησε να φύγει. Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι τους, επιτέθηκαν ρίχνοντας βέλη και ακόντια. Οι Αθηναίοι βιάζονταν να φτάσουν σε ένα ποτάμι, τον Ασσίναρο, όχι μόνο για να αποφύγουν τα απανωτά πλήγματα που δέχονταν από το ιππικό και το πεζικό των εχθρών, ελπίζοντας ότι θα βρουν ασφαλές καταφύγιο πέραν του ποταμού, αλλά κυρίως για να ξεκουραστούν και να πιουν νερό. Μόλις έφτασαν στο ποτάμι, άρχισαν να πέφτουν μέσα, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον και ο καθένας προσπαθούσε να διαβεί αυτός πρώτος το ποτάμι – αλλά δεν μπορούσαν μιας και οι εχθροί που ακολουθούσαν τους είχαν πλησιάσει.

Οι Αθηναίοι, αναγκασμένοι να προχωρούν όλοι μαζί, έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον και ο ένας πατούσε τον άλλον. Πολλοί έπεσαν πάνω σε δόρατα και πέθαναν, ενώ άλλοι πνίγηκαν και παρασύρθηκαν από το νερό. Οι Συρακούσιοι, έριχναν βέλη πάνω από την απότομη όχθη του ποταμού, ενώ οι Αθηναίοι για το μόνο που νοιάζονταν ήταν να πιουν όσο περισσότερο νερό μπορούσαν και όλο και μαζεύονταν περισσότεροι σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον. Οι σύμμαχοι των Συρακουσίων από την Πελοπόννησο κατέβηκαν και άρχισαν να σφάζουν αυτούς που ήταν στο ποτάμι και έπιναν νερό. Το νερό όμως ήταν ήδη βούρκος και παρόλο που ήταν γεμάτο λάσπη και είχε κοκκινίσει από το αίμα, αυτοί όχι μόνο συνέχιζαν να πίνουν αλλά και να τσακώνονται μεταξύ τους»

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Η φτώχια σε αριθμούς

Όταν το γενικό γίνεται συγκεκριμένο σοκάρει. Το «κάτω από τα όρια της φτώχιας» όταν συνοδεύεται με αριθμούς πολιτών που συνωστίζονται στις ουρές των συσσιτίων για ένα πιάτο φαΐ, δεν αποτελεί εφεξής σχήμα λόγου. Διαβάζουμε στην εφημερίδα «Έθνος». «…Περισσότεροι από 20.000 νεόπτωχοι συνωστίζονται έξω από τα ιδρύματα που διανέμουν φαγητό σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Έλληνες το 60%, οι περισσότεροι χαμηλοσυνταξιούχοι ή πρόσφατα απολυμένοι...» Τουλάχιστον 10.000 μερίδες διανέμει καθημερινά η Αρχιεπισκοπή και άλλες 3.500 διαθέτει ο Δήμος Αθηναίων στο Ίδρυμα Αστέγων, στο οποίο γίνονται καθημερινά τρία συσσίτια. Πρώην επιχειρηματίες, μισθωτοί που απολύθηκαν από τη δουλειά τους, άνθρωποι που λίγους μήνες πριν δεν τους είχε απασχολήσει ποτέ η επιβίωση, σήμερα συνωστίζονται για ένα πιάτο φαγητό στις ουρές των συσσιτίων.

Το προφίλ των ανθρώπων που αναζητούν φαγητό στα συσσίτια τους τελευταίους μήνες, έχει αλλάξει σχεδόν ριζικά, με την είσοδο ανέργων, χαμηλοσυνταξιούχων, μονογονεϊκών οικογενειών, ανθρώπων που έχασαν την επιχείρηση, το σπίτι τους ή ανθρώπων με πενιχρό μισθό που δεν επαρκεί για να συντηρήσουν στοιχειωδώς τα εξαρτημένα μέλη της οικογένειάς τους. Το 60% είναι Έλληνες και ακολουθούν μετανάστες από αφρικανικές χώρες (16,6%), χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης (13,8%) και ασιατικές χώρες (9,6%). Οι μισοί είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 50 ετών (2.548 άτομα), ενώ αμέσως μετά είναι τα άτομα ηλικίας από 31 έως 50 ετών (1.574 άτομα).
Εν Ελλάδι Δεκέμβρης του 2011 εν καιρώ ειρήνης…

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Εξέγερση του 2008 περιμένει τη συνέχεια

Τρία χρόνια πέρασαν από την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και τη μεγαλειώδη εξέγερση των νέων. Ο Δεκέμβρης 2008 ήταν μια συλλογική κατάθεση ονείρων και ιδανικών, μιας ολόκληρης γενιάς. Μπορεί να μην έδωσε απαντήσεις, έδειξε όμως το δρόμο. Τα πράγματα στη χώρα χειροτέρεψαν, οι αιτίες που προκάλεσαν το ξεσηκωμό, γιγαντώνονται. Ο Αλέξανδρος σηματοδότησε το υποσχόμενο Νέο, που δολοφονείται από τη διαφθορά και τον κυνισμό του Παλαιού. «Εκεί ακριβώς, στο οδυνηρό μεταίχμιο, στεκόμαστε τώρα». Έγραφε ο Νίκος Ξυδάκης «Πίσω μας σωρεύονται ερείπια και σκάνδαλα, αποκαϊδια παρακμής. Μπροστά μας ανοίγεται η έρημος του πραγματικού, στρωμένη με φτώχεια και δυσχέρεια. Κι εμείς, στο χείλος, στο δυσοίωνο πέρασμα, σαστισμένοι και απαράσκευοι…» Η εξέγερση του 2008 αφύπνισε χιλιάδες συνειδήσεις. Εκείνα τα παιδιά, που δεν πρόλαβαν να τους ελέγξουν το μυαλά, σήκωσαν πολλούς από τους καναπέδες. Δημιούργησαν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Αλέξανδρος έγινε σύμβολο της Νεολαίας. «Όλα μπροστά θα πάνε» έγραφα εκείνες τις μέρες «Θα ξεκουτιάνουμε. Θα καθαρίσει το μυαλό μας. Σ’ αυτά τα παιδιά το χρωστάμε που εδώ και πολλές ημέρες είναι όλα εκεί, στις συγκεντρώσεις, ενωμένα μια γροθιά, αντιμετωπίζοντας το φόβο του αύριο.

Τα βλέπω να γελούν με μια αθωότητα που ομολογώ είχα ξεχάσει και σκέφτομαι, όση καταστροφή και αν πίνουμε, δεν τέλειωσε ο κόσμος. Απέναντι μας γίνονται οι καθρέπτες που αποφεύγουμε, γίνονται η αντανάκλαση της νεότητας μας. Μας ανακαλούν στην τάξη των αισθημάτων που, πέρασαν πίσω από τις υποχρεώσεις. Γίνονται οι τύψει και η μετάνοια μας συγχρόνως. Ποτέ ψέματα… Τίποτα δεν είναι όπως παλιά, όσο και να προσπαθούν, όλοι μαζί να μας πείσουν πως σύντομα όλα θα είναι όπως πριν… Αυτή τη φορά δεν θα τα καταφέρει η τηλεόραση να ακυρώσει την εξέγερση των εφήβων προτάσσοντας δραματοποιημένες εικόνες με κατεστραμμένες βιτρίνες. Αυτό το γεγονός περίμενε τριανταπέντε χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, πως είναι δυνατόν να μπει σε δεύτερο πλάνο;
Τίποτα δεν είναι όπως πρώτα. Ο Δεκέμβρης του 2008, βάζει τέλος στους ψιθύρους της παρατεταμένης απάθειας και γυρίζει σελίδα».
Όσα ζήσαμε εκείνες τις μέρες μετά την δολοφονία του μαθητή, ήταν αποτέλεσμα μιας βαθύτερης κρίσης που ξεχείλισε. Μιας κρίσης, που αποκαλύφθηκε τα επόμενα χρόνια και έδωσε τέλος στις ψευδαισθήσεις, που καλλιέργησε το σύστημα της μεταπολίτευσης. Την εξέγερση των νέων το Δεκέμβρη του 2008, είναι βέβαιο πως σύντομα θα την θυμηθούμε απ’ αυτές που θα ακολουθήσουν…

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Ο σκληρός χειμωνας του 2011

Βαρύς ο Δεκέμβρης του 2009, ασήκωτος του 2010 τι να γράψουμε για το φετινό; Ο Λαός παγωμένος, παρακολουθεί για τρίτη συνεχή χρονιά, να χάνει ό,τι για δεκαετίες κατακτήθηκε με αγώνα και αίμα.
Η βαρυθυμία αυξάνει καθώς πλησιάζουμε στις γιορτές. Η οικονομική κρίση ήρθε να ενισχύσει την συνεχιζόμενη πολιτική κρίση, να οξύνει την κοινωνική και να επιβεβαιώσει την κρίση θεσμών και αξιών. Αυτές τις μέρες, είναι αλήθεια, δύσκολα μου βγαίνουν οι λέξεις. Ακόμα και τα παραμύθια ημιτελή τα παρατάω.
Τα δάκρυα έπονται, προηγούνται οι συμβιβασμοί, οι ταπεινώσεις, οι εκποιήσεις, οι αλλοτριώσεις, οι εκρήξεις, η φρίκη, έτσι που και με τον άνθρωπό σου γίνεσαι εχθρός και με τον εαυτό σου ξένος.
Ένα μόνιμο άγχος που μετατρέπεται σε αγωνία και φόβο για το μέλλον. Ένα άγχος που μετατρέπεται σε απόγνωση και απελπισία. Ο Δεκέμβρης του 2011, βρίσκει το Λαό απελπισμένο να βλέπει τις διεξόδους να λιγοστεύουν, να συνειδητοποιεί ότι η κρίση ήρθε για να μείνει και αυτό είναι χειρότερο από τον πόλεμο.
Χριστούγεννα και πάλι, με την κρίση να ψαλιδίζει ταπεινές επιθυμίες. Σύμμαχος το παρελθόν που ζήσαμε, και όσο αυτοί επιχειρούν να αφαιρέσουνε ζωή, εμείς θα ζήσουμε σε μια φωτιά, σ’ ένα τζάκι, όπου μαζί με τις φλόγες χορεύουν και τα παραμύθια του παλιού καιρού.
Είναι αυτά που κρατάμε, και τα σιγοψιθυρίζουμε με κλειστό το στόμα για να τ’ ακούμε μόνοι μας. Είναι αυτά που αν ξεφύγουν από την ψυχή μας, εξαερώνονται. Είναι αυτά που δεν χωρούν στην πραγματικότητα.
Ημιτελή παραμύθια, με επίλογους από λάστιχο. Τα δικά μας παραμύθια, που παίρνουν μορφή ανάλογα με τους καιρούς. Σήμερα βρέχει, αύριο θα έχει λιακάδα και το βράδυ ξαστεριά.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Μια σπίθα είναι αρκετή

Μια σπίθα είναι αρκετή για να λαμπαδιάσει η οργή. Μια οργή που σωρεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια. Ένα μίσος, που φώλιαζε, για μια γενιά πολιτικών που θεωρούν την αυθαιρεσία κανονικότητα. Για μια γενιά πολιτικών, που οδήγησε τη χώρα στην χρεοκοπία. Ένας κόσμος απαξιωμένος, μια γενιά προδομένη, που δεν περιμένει τίποτα απ’ αυτούς που έχουν την υποχρέωση να την στηρίξουν, μια γενιά που δεν έχει πλέον σύμμαχο την αλληλεγγύη. Η εκδίκηση, δεν έχει χρώμα, δεν έχει κόμμα, δεν έχει ιδεολογία. Τροφοδοτείται από τη συλλογική μνήμη.

Αυτό που ζούμε δεν το έχουμε ξαναζήσει, θυμάμαι το Νοέμβριο του 1980. Κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας. Μαζική διαδήλωση. Η εργάτρια Σταματίνα Κανελλοπούλου, 21 ετών, πέφτει νεκρή, χτυπημένη από τα κλομπ των αστυνομικών, ενώ ο Κύπριος φοιτητής Ιάκωβος Κουμής, 26 ετών, σκοτώνεται από πυροβόλο όπλο. Πάλι Νοέμβριος στην επέτειο του Πολυτεχνείου το 1985, κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Ο αστυνομικός Αθανάσιος Μελίστας σκοτώνει τον μαθητή Μιχάλη Καλτεζά στα Εξάρχεια. Η σφαίρα βρίσκει τον δεκαπεντάχρονο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ο φόνος του μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008, από σφαίρα του ειδικού φρουρού στα Εξάρχεια άλλη μια σπίθα που έκαψε την Αθήνα. Είμαστε μια χώρα που πενθεί. Είμαστε ένας λαός απογοητευμένος, διαψευσμένος, οργισμένος. Πολύ οργισμένος.
Σήμερα ακόμα πιο οργισμένος, εντελώς χαμένος, μια σπίθα είναι αρκετή.
για να δικαιωθεί ο Νίκος Καρούζος - από τα βάθη του μέλλοντος: «Να μεγαλώνει / η φωτιά να μεγαλώνει / να γίνεται ολοένα ψηλότερη / εξαρπάζοντας ιαματικά τον πλανήτη»...
Μια σπίθα είναι αρκετή, για αυτούς που δεν έχουν να φοβηθούνε τίποτα.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Δεν ξέρω. Κάτι πιο δραστικό

Οι απεργίες συνεχίζονται, φαντάζομαι για συμβολικό σκοπό. Το ισχυρότερο όπλο των εργαζομένων, που χρησιμοποιούσαν ενάντια στην εργοδοσία και κατ’ επέκταση στην εξουσία, κατάντησε νεροπίστολο.
Μέσα σ’ αυτό το πρωτόγνωρο περιβάλλον, με κατακτήσεις δεκαετιών να εξαφανίζονται, με την ανεργία να καλπάζει, με τους περισσότερους έλληνες να ζουν κάτω από τα όρια της φτώχιας και τη χώρα ολόκληρη να ζει τη μεγαλύτερη μεταπολεμική ύφεση, η αντίδραση γίνεται για την τιμή των όπλων.
Οι εργαζόμενοι σαστισμένοι, μπροστά σ’ αυτήν τη ισοπέδωση, μη έχοντας άλλα όπλα, αντιδρούν με λογικές προ μνημονίου. Αντιδρούσαν χθες απέναντι σε μια ανύπαρκτη κυβέρνηση, που παρέδωσε τη χώρα στους δανειστές της και σήμερα σε μια κυβέρνηση περιορισμένης ευθύνης, που έχει αναλάβει να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της προηγούμενης.
Σε παλαιότερες απεργιακές κινητοποιήσεις, οι εργαζόμενοι σχεδόν πάντα έκαναν ένα βήμα μπροστά, πετύχαιναν μικρές νίκες, κέρδιζαν ψιχία και δύσκολα, αλλά κέρδιζαν.
Σήμερα η επόμενη απεργία, τους βρίσκει σε χειρότερες θέσεις από την προηγούμενη, σε κάθε απεργία μετρούν απώλειες, μετρούν ήττες.
Οι απεργίες γίνονται εθιμοτυπικά, αφού δεν υπάρχει κυβέρνηση να διαμαρτυρηθούν, ο εχθρός είναι αόρατος και ακούει στο όνομα «αγορές». Άντε τώρα να κάνεις απεργία εναντίον των αγορών και των προστάτιδων δυνάμεων και αυτές να σε ακούσουν.
Δεν σας λέω τίποτα καινούργιο, αλλά ακούγοντας σήμερα το δελτίο απεργιών, που είναι γεμάτο από κινητοποιήσεις διαφόρων κλάδων εργαζομένων, σκέφτηκα, ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσει αυτή η ανώφελη προσπάθεια, όχι να σταματήσει η προσπάθεια αντίστασης, να σταματήσουν αυτές οι νεροπιστολιές, στο αέρα, κυριολεκτικά στον αέρα.
Τώρα θα με ρωτήσετε και τι άλλο μας απομένει. Δεν ξέρω κάτι πιο δραστικό, κάτι πιο ενοχλητικό, κάτι που θα τους γρατσουνίσει.
Να βγούμε στους δρόμους, στις πλατείες και εκεί να μείνουμε.
Εδώ που φτάσαμε, δεν μπορεί να εκφράζουμε την λύπη μας, αλλά την οργή μας.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Πόσες λέξεις πια…

«Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν», η απάντηση στην πίεση μετά τα αποσιωπητικά.
«Άμα πρέπει να εξηγείς, το έχεις χάσει το παιγνίδι. Έχει χαθεί εκείνη η μαγική χημεία που ήξερα τι ήθελες πριν το θελήσεις. Που γνώριζες τι σκεφτόμουν πριν το σκεφτώ»
Έχω βρεθεί πολλές φορές σ’ αυτή θέση. Λέξη δεν βγαίνει από το στόμα μου. Έχω την εντύπωση ότι άλλος στερείται ακοής, τούβλο απροσπέλαστο, όσα επιχειρήματα και να επιστρατεύσεις, όσο διαλεκτικός και να είσαι, στο τέλος θα μετρήσεις χαμένο χρόνο.
Σε τέτοιες περιπτώσεις ας περιοριστούμε σε μορφασμούς που είναι ακίνδυνοι για το λαιμό μας και δεν επιβαρύνουν την πίεση μας.
Στο «Σύγνεφο με παντελόνια», ο Μαγιακόφσκι, προσπάθησε να γίνει επεξηγηματικός.
«Τη σκέψη σας που νείρεται πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές σ’ ένα ντιβάνι λιγδιασμένο, εγώ θα την τσιγκλάω επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου. Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα ως να χορτάσω χλευασμό».
Εικοσιδυό χρονών λεβέντης τότε που έγραφε αυτά. Στα τριάντα εφτά του αυτοκτόνησε είχε βαρεθεί τις επεξηγήσεις και τις πολλές συνεδριάσεις.
«Ξημερώνει και εγώ ονειρεύομαι: Ω, να γινόταν μια συνεδρίαση ακόμα για να καταργηθούνε όλες οι συνεδριάσεις.

Ο ποιητής της επανάστασης έκλεισε με ένα λιτό σημείωμα.
Μεταξύ των άλλων αναφέρει:
«Για τον θάνατο μου μην κατηγορήσατε κανέναν και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Το απεχθανόταν αυτό φοβερά ο μακαρίτης»
Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν.
|Άμα πρέπει να εξηγείς το έχεις χάσει το παιγνίδι. Σπαταλάμε πολύτιμο χρόνο, στεγνώνει ο λαιμός μας, ανεβαίνει η πίεση και το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο. Μια τρύπα στο νερό
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έχει δηλώσει ότι κάνει ταινίες για τον εαυτό του και για τους φίλους του. Καμία προσπάθεια επεξήγησης, οι λέξεις είναι πολυτέλεια το κύριο ρόλο έχει η γλώσσα του σώματος. Αν ο Μεγάλος Μαγιακόφσι το είχε σκεφτεί έτσι ίσως να μην αυτοκτονούσε…

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Το ταξίδι συνεχίζεται

Το έγραψε παλαιότερα η Ελένη στη στήλη της. Το δημοσιεύω σαν απάντηση στις διαφορετικές ερμηνείες που έδωσαν αναγνώστες στο χθεσινό κείμενο. « Το τελευταίο ταξίδι;» «Τα κίνητρα της γραφής προσπάθησε να συγκέντρωση η συγγραφέας Μάργκαρετ Ατγουντ στο βιβλίο της «Συνομιλώντας με τους νεκρούς» Δηλαδή με τους συγγραφείς που αγάπησε. Τα φαντάσματά της. Τους μελλοντικούς της ήρωες που θα ζωντανέψει. Και ιδού μερικά… κίνητρα απ’ αυτά. Τα αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι συγγραφείς στο ερώτημα «γιατί γράφω»:
Για να καταγράψω τον κόσμο όπως είναι. Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί. Για να ανασκάψω το παρελθόν επειδή λησμονήθηκε. Για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για εκδίκηση. Επειδή ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσω να γράφω αλλιώς θα πέθαινα. Επειδή να γράφεις σημαίνει να αναλαμβάνεις ρίσκα, και μόνον έτσι γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί. Για να παράγω τάξη από το χάος. Επειδή με ευχαριστεί. Για να εκφράσω την ανέκφραστη ζωή των μαζών. Για να κατονομάσω το μέχρι τούδε ακατονόμαστο. Για να κοροϊδέψω τον Θάνατο. Επειδή η δημιουργία σε εξομοιώνει με το Θεό. Για να αρέσω στις γυναίκες γενικά. Για να ευχαριστήσω και να ψυχαγωγήσω τον αναγνώστη. Για να φανώ πιο ενδιαφέρων απ’ ότι ήμουν στην πραγματικότητα. Για να επιβιώσω και μετά θάνατον. Για να βγάλω λεφτά και να χλευάσω αυτούς που πριν χλεύαζαν εμένα. Για να εκτονώσω την αντικοινωνική μου συμπεριφορά. Γιατί η ιστορία στοίχειωσε μέσα μου και δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Για να μιλήσω για αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Για να επιδιώξω να με κατανοήσει ο αναγνώστης και ο εαυτός μου. Για προσωπική έκφραση. Για προσωπική ευχαρίστηση. Για να επιστρέψω κάτι από αυτό που δόθηκε. Για να μιλήσω με τους νεκρούς…
Το κίνητρο είναι εκείνο που θα καθορίσει πολλά στη συνέχεια: ποιότητα, αισθητική, ειλικρίνεια, πάθος, ματαιοδοξία, ύφος…
Αλλά αυτό το κίνητρο, εν τέλει, είναι και αναγνωστικό. Πως θα μπορούσε, εξάλλου, να γίνει διαφορετικά. Αυτά τα δύο είναι «σε σχέση». Κατά συνέπεια θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε γιατί διαβάζουμε εμείς: Για να μαθαίνω. Για να βαθαίνω. Για να ανακαλύπτω.
Για να καταλαβαίνω. Για να κρίνω. Για να ταξιδεύω. Γιατί με ευχαριστεί. Γιατί με ένα βιβλίο ανακαλύπτω εμένα. Ανακαλύπτω τους άλλους. Τη ζωή. Γιατί επικοινωνώ. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί με παρηγορεί. Με ασφαλίζει. Γιατί είναι must. Γιατί με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι. Για να σκοτώσω την ώρα μου.
Κι επίσης, αυτό το κίνητρο είναι που καθορίζει πολλά. Και τα… ευπώλητα, ίσως;»
Προσπαθώντας να απαντήσω στην ερώτηση «γιατί γράφω», ώστε να εντοπίσω και το δικό μου κίνητρο σε αυτή την καθημερινή διαδικασία της γραφής, διαπίστωσα ότι είναι πολλά τα κίνητρα. Κάθε μέρα δε, είναι και διαφορετικά. Αλλά και σαν αναγνώστης κινούμαι από διαφορετικές κατευθύνσεις. Σχεδόν όλα τα «Για» στο γιατί θα μπορούσαν να ήταν απαντήσεις δικές μου, ακόμα και αυτές που δεν περιποιούν τιμή.
Η γραφή και η ανάγνωση είναι μια διαδικασία σύνθετη, που έχει να κάνει με τις αδήριτες ανάγκες της ψυχής μας. Και αυτές είναι πολλές και διαφορετικές, δημιουργούνται δε, σε σχέση με το χρόνο και τα γεγονότα που για τον καθένα παίζουν και διαφορετικό ρόλο στη ζωή του
Γράφω γιατί είμαι ερωτευμένος. Γιατί δεν είμαι ερωτευμένος. Γιατί πονάω. Γιατί χαίρομαι. Για μένα και για τους άλλους για τους λίγους και για τους πολλούς. Για τους φίλους και τους εχθρούς. Για να ανασάνω σήμερα εγώ και να δώσω ανάσες από το περίσσευμα μου αύριο, σ’ αυτούς που τις χρειάζονται
Όλες οι απαντήσεις που πείρε η κ. Ατγουν, συνομιλώντας με τους νεκρούς συγγραφείς που αγάπησε, δικές του ήταν τελικά. Γιατί η γραφή δεν έχει κίνητρα ορατά.

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Το τελευταίο ταξίδι;

Είναι ο πόνος, που όταν κρυώσει, ζητάει την απουσία. Είναι τα χέρια που συναντήθηκαν στον ίδιο ρυθμό. Είναι τα λόγια τα άγραφα, τα ανείπωτα που κρύφτηκαν μέσα στις τρεις μεγάλες τελείες των αποσιωπητικών. Αυτά ήθελα να πω, αυτά ήθελα να γράψω. Είναι η μαγεία της γραφής που συναντάς τυχαία και αρχίζεις να πιστεύεις στα θαύματα. Είναι αυτά που αντικατέστησες με την σιωπή και σημάδεψες με τρεις τελείες. Είναι αυτά που άφησες σε εκκρεμότητα. Τρεις μπάλες από λέξεις, που προσεχώς πρέπει να μπούνε σε σειρά. Τρεις τελείες χωρίς παύλα. Τρεις τελείες, που περιμένουν τη συνέχεια… και η Βασιλική, σκόρπισε φωνήεντα και σύμφωνα, «για μια βαλίτσα ή για μια ζωή…» η συνέχεια χρειάζεται και το ερωτηματικό, «για μια βαλίτσα ή για μια ζωή;» Είναι η μαγεία της γραφής, που ξεκινάει από αλλού και φτάνει στα χέρια σου, πουκάμισο στο νούμερο σου και το χρώμα θαλασσί, για να ταιριάζει με το τραγούδι.
«Όλα έχουν γραφτεί. Όλα έχουν ερειπωθεί. Ψέματα. Αλήθειες. Όσα επέζησαν. Όσα πέθαναν. Όσα πουλήθηκαν. Όσα κρατήθηκαν. Σύμφωνα. Φωνήεντα. Γδύνονται σε λέξεις. Ρήματα. Επίθετα. Ουσιαστικά. Κι όλα πάντα, καθ’ όλα τυπικά. Σημεία στίξης παρόντα. Ο μεγάλος απών αναζητείται. Επιστροφές δανεικών. Καταστολές ιδανικών. Ίδιοι ήχοι. Κι η σημασία τους έχει πια, πόση αξία; Φεύγω. Μένω. Απομένω. Καταφεύγω. Πάντα καθ’ όλα τυπική. Επιμένω. Χωρίς να υπομένω; Λάθος απάντηση; Αλλαγή της ερώτησης, παρακαλώ. Διάλογοι. Μονόλογοι. Πως μπορείς να συμπληρώσεις μια ανάσα; Πόσο πρέπει να την πληρώσεις…

Κι η τελεία κάπου εκεί χάνεται. Γίνεται ένα μεγάλο αποσιωπητικό. Έτσι κρύβεται. Έτσι κυλά. Τρεις τελείες, ένα αποσιωπητικό. Μεγάλο, μικρό, άνευ αξίας, άνευ σημασίας. Ίδιες λέξεις. Ίδιες σκέψεις; Τα όχι και τα ναι μας, ποιος άραγε τα σέβεται; Τα εκτιμά; Ποιος πουλάει μια ψυχή; Αυτός που μένει; Αυτός που φεύγει; Πόσο κοστίζουν αυτά τα γαμημένα τα είκοσι ένα γραμμάρια; Τα χέρια μου δεν μπορούν ούτε να τα ζυγίσουν, πια. Έχουν κι εκείνα βλέπεις τα καρφιά να σηκώσουν. Αβάσταχτο φορτίο, πίστεψε με. Ή καλύτερα όχι, μην με πιστεύεις, πια. Κι αυτό εξίσου αβάσταχτο είναι. Όπως κι ‘κεινη η βαλίτσα που φόρτωσες τη ζωή μου. Κι αυτό, ναι ιδίως αυτό, εξίσου αβάσταχτο ήταν. Αλλά, είτε έμεινε γεμάτη, είτε έμεινε άδεια, αυτή, το ταξίδι της το έκανε. Περίμενε σε σταθμούς. Ανέβηκε σε τραίνα. Ταξίδεψε στα σύννεφα. Αποχαιρέτησε. Καλωσόρισε. Άνοιξε καινούργιες σελίδες. Διάβασε το τέλος στα χείλη σου. Έτρεξε να συναντηθεί. Σήκωσε όλα σου τα δάκρυα. Έπνιξε όλα μου τα γιατί. Χώρεσε πάντα μέσα της, τις λέξεις μου. Φυλάκισε τα μάτια σου. Ήπιε τις υποσχέσεις σου. Γέλασε με τον έρωτα μου. Πόθησε τους ήχους σου. Φόρεσε, όλη την αγάπη που ίσως και να ξέχασα να σου δώσω. Φύλαξε καρτερικά όλες σου τις μνήμες. Φίλησε τα χέρια που λάτρεψε. Παιχνίδισε με το κορμί μου. Έκλαψε ακόμη και για ‘κεινες τις φωτογραφίες, που δεν αντέχω πια να βλέπω. Έγινε τα πάντα, για πάντα. Πράξεις. Λέξεις. Ρήματα. Επίθετα. Ουσιαστικά. Ντύθηκε με φωνήεντα, με σύμφωνα. Με σημεία στίξης. Κι έτσι, γεμάτη με τα αποσιωπητικά μας, γυμνή πια, απομένει κρυμμένη κάπου εκεί, ανάμεσα στις τρεις τελείες, στις τελείες που θέλησες να γίνουν το τελευταίο της ταξίδι…» το τελευταίο ταξίδι;

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Στην τάξη των συναισθημάτων

Η επαφή μου σήμερα με μια τάξη του Λυκείου με χαροποίησε ιδιαίτερα, δεν είναι όλα τόσο μαύρα, τα παιδιά είναι υποψιασμένα γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και μας λερώνουν. Οι νέοι έχουν όλα τα εφόδια, για να ξεπεράσουν την κρίση αξίων και να ζήσουν σε ένα καλύτερο περιβάλλον. Όσο για τα λάθη, αυτά είναι απαραίτητα σε μια διαδικασία, που τα συναίσθημα επιβάλλεται να υπερκεράσουν τη λογική. Γυρνώντας στο γραφείο θυμήθηκα ένα παλαιότερο κείμενο, που μας επαναφέρει στην τάξη των συναισθημάτων.
Μόνο αν γυρίζαμε πίσω, όλα, όσα αυτά τα χρόνια έχουμε μάθει, θα ήταν χρήσιμα.
Αν μπορούσες να ακούσεις αυτά που έμαθα μέσα στο χρόνο, είμαι βέβαιος πως, στην συνέχεια οι συγνώμες σου θα λιγόστευαν. Λιγότερα λάθη για τα οποία θα κληθείς να μετανιώσεις. Τι το θέλεις, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ, μόνο για τον εαυτό μου μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτά που ξέρω και επειδή δυστυχώς δεν γυρίζουμε πίσω και για μένα άχρηστα είναι.
«Έρχονται νέοι ιχνηλάτες και πυροτεχνουργοί να δοξάσουν τις ήττες μας και να προβάρουν τις δικές τους»
Μεγαλώνοντας ξεχνάμε τα λάθη μας, ξεχνάμε ακόμα και τη δικαίωση των γονιών μας, σήμερα, στη θέση τους πια, επιδιώκουμε να κάνουμε πράγματα που ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να γίνουν.

Τώρα που το σκέφτομαι, θα ήταν ολέθριο να προλαβαίναμε τα λάθη.
Θα πορευτούμε λοιπόν σε μια αέναη πορεία, εμείς με την προσδοκία να μας ακούσουν τα παιδιά μας, και ας μην ακούσαμε εμείς τους γονείς μας. Τα παιδιά με την αυτοπεποίθηση της ηλικίας, που τους δίνει φτερά στα πόδια και αέρα στα μυαλά να ακολουθούν πιστά το παράδειγμα μας, όταν είμαστε στην ηλικία τους. Τα παρακολουθούμε να σχεδιάζουν τα επόμενα λάθη τους, χωρίς καμία δυνατότητα να τα αποτρέψουμε.
Λιγότερα λάθη, λιγότερο συναίσθημα. Οι ηλικίες είναι το πρόβλημα.
Και εμείς οι παλιοί των ημερών θα πρέπει κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσουμε, ότι ο λόγος που δώσαμε, να προστατεύσουμε τα νήπια βήματα τους, όταν πάρουν τα πατήματα δεν ισχύει.
Η σχέση θα συνεχιστεί αμφίδρομη, μπορεί να κάνουν το λάθος το ένα πίσω απ’ το άλλο, άλλα μας επαναφέρουν στην τάξη των συναισθημάτων, που μπερδεύτηκαν με τα χρόνια, χλόμιασα και παραιτήθηκαν.
«Έρχονται νέοι ιχνηλάτες και πυροτεχνουργοί να δοξάσουν τις ήττες μας και να προβάρουν τις δικές τους»

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Τι περιμένουμε;

Με συνοπτικές διαδικασίες έκλεισε η συμφωνία και η τρόικα αναχώρησε. Κυβέρνηση με ειδική Αποστολή. Να ολοκληρώσει το ξεπούλημα να χρεώσει τις επόμενες γενιές, να παραχωρήσει όσες κατακτήσεις απόμειναν από τις διεκδικήσεις δεκαετιών. Δεν ξέρω τι περιμένουμε, γιατί κρυβόμαστε από την πραγματικότητα, σε ποιον εναποθέτουμε την ευθύνη. Φερόμαστε λες και στη θέση μας θα χάσει άλλος. Δεν γίνονται αυτά. Η κρυμμένη αξία των πραγμάτων δεν αποκαλύπτεται από το Άγιο Πνεύμα. Αν δεν βάλουμε τον εαυτό μας στην περιπέτεια να δούμε κάτω και πίσω από αυτά που συμβαίνουν απλώς θα μετράμε ήττες.
Ο καπιταλισμός ποτέ δεν είχε καλές προθέσεις, ακόμα και όταν έπαιρνε εκείνο το μελιστάλαχτο ύφος και μας καλούσε σε συστράτευση και συμμετοχή, ακόμα και όταν μας μοίραζε κάποιο μέρισμα απ’ τα υπερκέρδη βαφτίζοντας μας μετόχους στην επιχείρηση. Στο μυαλό του είχε πάντα και σταθερά περισσότερα κέρδη. Τόσα πολλά μέχρι σκασμού όπως γίνεται σήμερα με την παγκόσμια κρίση . Μην ανησυχείτε και αυτήν εμείς θα την πληρώσουμε.

Η έννοια του κοινωνικού κράτους ανήκει στο παρελθόν, ξεπουλώντας και τα τελευταία οχυρά μέσω των οποίων θα μπορούσε να υποστηρίξει μια τέτοια πολιτική, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για απώλεια και των τελευταίων κοινωνικών αγαθών.
Δεν χρειάζεται και μεγάλη προσπάθεια για να δούμε την εικόνα που θα ακολουθήσει.
ΔΕΗ, ΟΤΕ, παιδεία έχουν πάρει σιγά - σιγά το δρόμο τους, ένα δρόμο που σε λίγο θα ακολουθήσει και η υγεία και ύστερα όποιος «προφτάσει τον Κύριο είδε»
Εμείς όμως εδώ, καθισμένοι και χαλαροί. Λες και δεν μας αφορά. Λες και θα χάσουν οι άλλοι, γιατί εκτός από τις καθημερινές παραχωρήσεις των κεκτημένων, παραχωρούμε και μέρος της ψυχής και του μυαλού μας, δεν υπάρχει διαφορετική εξήγηση απέναντι σ’ αυτήν την απάθεια.
Αυτό περιμένουμε τελικά τη δική μας σωτηρία. Ελπίζουμε ότι εμείς θα επιβιώσουμε και άλλοι θα πεθάνουν. Ζούγκλα. Μπορεί να μας πήραν και σώβρακα, μας έμαθαν όμως να σκεφτόμαστε καπιταλιστικά δηλαδή ατομικά και αυτή είναι η μεγαλύτερη ζημιά γιατί με τέτοια στάση η δουλεία τους θα γίνει πιο εύκολη.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Κουραστήκαμε να μαθαίνουμε αριθμητική με τις απώλειες.

Πολύ μπέρδεμα. Έχουμε βρεθεί σε μια νοητική πραγματικότητα με πολλούς καθρέπτες και εκατοντάδες είδωλα, που όλα λένε την ίδια ιστορία αλλά σε διαφορετική γλώσσα το καθένα.
Αυτά που συμβαίνουν στη χώρα μας τα τελευταία δύο χρόνια, γίνονται αφορμή για λογοτεχνικές αναζητήσεις.
Εδώ που φτάσαμε δεν ξέρω τι να πω. Ξεχάσαμε να περπατάμε. Τα «δύο βήματα μπρος και ένα πίσω», ακούγεται δογματικό γι’ αυτό πήγαμε πίσω ολοταχώς. Τώρα πάλι από την αρχή, σαν κουρασμένοι ηθοποιοί που επαναλαμβάνουμε για πολλοστή φορά το ρόλο.
Είναι φορές που ο κύκλος μοιάζει ολοκληρωμένος, το μόνο που μπορούμε να αλλάξουμε είναι η σκληρότητα και η βία που κρύβονται πίσω από τα μάτια μας, να δούμε τα πράγματα με επιείκεια, δεν χωράει άλλη απογοήτευση.
Μετά την κατάρρευση του σοσιαλισμού ο καπιταλισμός έχασε τα δολοφονικά του χαρακτηριστικά. Έχασε την εξυπνάδα, που προϋποθέτει το έγκλημα κι έγινε ένας αυτοκαταστροφικός ηλίθιος δολοφόνος κι αυτόχειρ ταυτοχρόνως. Δηλαδή άχρηστος. Ποιος θα χαρεί τα κέρδη που παράγει, νεκρός;

Έχουμε περάσει σε ένα καπιταλισμό της μιας χρήσης, όπως τα προϊόντα που παράγει, ένα ασαφές πλέον οικονομικά σύστημα, με βραχυπρόθεσμους προγραμματισμούς και κέρδη άντε το πολύ για μια γενιά. Ένα καπιταλισμό μην έχοντας πλέον αντίπαλο σαπίζει στο θρόνο του, για να θυμηθούμε και την ταινία του Παναγιωτόπουλου «οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας).
«Μοιάζει με θεωρία συνωμοσίας, ή θα μπορούσε να είναι άλλη μία κίνηση πανικού ενός καπιταλισμού που έχει απολέσει τη μπάλα εδώ και καιρό» γράφει ο Οδυσσέας Ιωάννου «Ο καπιταλισμός αρχίζει να χτυπά έναν από τους βασικούς πυρήνες της ηθικής του - την ατομική μικροϊδιοκτησία. Το σπιτάκι, το εξοχικό, το αυτοκίνητο, την άδεια ταξί, την άδεια φορτηγού… Αυτά που μας έταζε για να τον αγαπήσουμε. Δεν του βγαίνει πια. Το ιδανικό τώρα για αυτόν θα ήταν να ανήκουν όλα σε ελάχιστες μεγάλες εταιρίες και να τα νοικιάζουμε όλα από αυτές. Οι μικροϊδιοκτησίες μάς έκαναν «ανυπάκουους» και «αυθάδεις».
Δεν παραγνωρίζω βέβαια και το παράδοξο ότι μας έκαναν ταυτόχρονα και περισσότερο πειθήνιους απέναντι σε ένα σύστημα που μας ντάντευε με έντοκα όνειρα. Οι «ιδιοκτήτες» δεν αντιμιλάνε γιατί έχουν πια να χάσουν κεκτημένα. Έχοντας όμως ο καθένας την μικροκαβάντζα του, μπορούσε να μείνει ακόμη κι εκτός του κύκλου παραγωγής. Άρα και εκτός ελέγχου.
Ό,τι μοίρασαν τα προηγούμενα χρόνια για να μας ξεγελάσουν, τα θέλουν όλα πίσω Δεν λέγεται βέβαια αυτό, γιατί όταν πριονίζεις θεμελιώδεις αρχές του παραμυθιού σου, το παραμύθι σου κινδυνεύει να ξεγυμνωθεί και από νεράιδες και από δράκους…»

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Μας πήρανε χαμπάρι

Είχα πολύ καιρό να γράψω για το πολυτεχνείο, το κάνω εφέτος με μια τριλογία σαν αποχαιρετισμό στα όπλα. Σήμερα που κλείνει το κύκλο του μαζί με την γενιά του. Έγραφα παλαιότερα, πολύ πριν την οικονομική, κρίση για την καταραμένη γενιά της μεταπολίτευσης την επονομαζόμενη και γενιά του πολυτεχνείου.
«Αυτός ο προβληματισμός της γενιάς μας, για το τι μέλει γενέσθαι, δεν είναι άμοιρος της δικής της πορείας. Η ανασφάλεια για την νέα γενιά που ετοιμάζεται να αναλάβει δράση, είναι η ανταπόδοση της προσφοράς μας. Γνωρίζουμε καλά τι δώσαμε και τρέμουμε, την ώρα της συγκομιδής
Μεγαλώσαμε, κάτω από καλλίτερες κοινωνικές συνθήκες από τους γονείς μας. Μια χούντα μας βρήκε σε μικρή ηλικία, και έτσι ουσιαστικά άκαπνοι ενηλικιωθήκαμε. Ο τρόμος της επιβίωσης αντικαταστάθηκε από τον τρόπο του ευ ζην. Και αυτό το «ευ» είχε την πολυτέλεια να είναι διαφορετικό για τον καθένα.
Πιστέψαμε, περισσότερο από κάθε γενιά περασμένη και επόμενη στο χρήμα και το δώσαμε απλόχερα σκέτο, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να γίνουν όλα σε ένα, ανάγκη, αγάπη, ζεστασιά επικοινωνία. Κάναμε ότι είναι δυνατόν για να μη μεγαλώσουν τα παιδιά μας. Ανασφαλείς με τους εαυτούς μας δεν τους δώσαμε ούτε μια ευκαιρία. Ορθώσαμε τοίχους σε οποιανδήποτε θέση ευθύνης και τώρα ανησυχούμε για το μέλλον»
Έχει αξία πάντως να ακούσουμε και την άποψη της σημερινής γενιάς, για την γενιά των πατεράδων τους, αυτών που εκπροσωπούν σήμερα την «δοξασμένη» γενιά του πολυτεχνείο.

Τιμούμε και σεβόμαστε τους αγώνες που δώσατε με το σύνθημα "ψωμί, παιδεία, ελευθερία", γράφει ο Θάνος Δημάδης, μα περισσότερο αναγνωρίζουμε τα κίνητρα του ξεσηκωμού σας για να γίνει η Ελλάδα μία δημοκρατικά ευνομούμενη χώρα και να απαλλαγεί από ένα καθεστώς που είχε βάλει τη χώρα στο «γύψο». Αυτό όμως δεν μας εμποδίζει από το να σας θεωρούμε ως τη γενιά εκείνη που προκάλεσε, μετέπειτα, τη μεγαλύτερη πληγή στην νεώτερη Ελλάδα.
Τρεις δεκαετίες σχεδόν μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τα κύματα της ιστορίας ετοιμάζονται να σας ξεβράσουν στη στεριά. Με απόλυτα δική σας ευθύνη. Η ιστορικότητα της γενιάς σας τείνει να καταστεί συνώνυμη με όλα όσα αφήνετε χρόνο με το χρόνο πίσω σας, μία μεταπολιτευτική Ελλάδα παρηκμασμένη, βουτηγμένη στα λασπόνερα της διαφθοράς, εγκλωβισμένη στο βούρκο της φαυλότητας. Από οραματιστές της Δημοκρατικής αλλαγής μετεξελιχθήκατε σε διαχειριστές της εθνικής μας κακοδαιμονίας, δημιούργημα δικό σας. Από νέους εμπνευσμένους αντεξουσιαστές μετατραπήκατε σε αυτάρεσκους επιβήτορες της εξουσίας. Από ελπίδα που ήσασταν για την Ελλάδα αποδειχθήκατε στο μεγαλύτερο εφιάλτη για την χώρα και τους πολίτες της.
Οι ευθύνες σας είναι ανυπέρβλητες. Και δεν παραγράφονται. Και βαρύνουν κατά κύριο λόγο όλους εσάς που εξαργυρώσατε την ιστορική υπόσταση της γενιάς σας για να πλουτίσετε, να γίνετε οικονομικά ισχυροί, να καπαρώσετε μία θεσούλα εξουσίας. Δεν το κάνατε όλοι. Το κάνετε όμως πολλοί από εσάς. Και πρώτοι εσείς έχετε χρέος σήμερα, μία τέτοια μέρα, να ζητήσετε μία συγνώμη.
Μία συγνώμη προς εμάς, προς τα παιδιά σας, τις επόμενες γενεές της Ελλάδας του αύριο που ήδη καλούνται να ξεπλύνουν τα δικά σας αμαρτήματα και να καθαρίσουν το βρώμικο μέτωπο μίας Δημοκρατίας, για την οποία αφότου αγωνιστήκατε στη συνέχεια εσείς οι ίδιοι βιάσατε και ξεφτιλίσατε.

Όμως μία συγνώμη δεν είναι πια αρκετή. Η σημερινή πολιτική, κοινωνική και οικονομική χρεοκοπία της Ελλάδας φέρει τη δική σας υπογραφή και σφραγίδα. Αυτήν την Ελλάδα μάς παραδίδετε σήμερα. Επιτρέψτε μας τουλάχιστον να την ξαναχτίσουμε από την αρχή. Και, φυσικά, χωρίς εσάς.
Με σχετική εκτίμηση και ανείπωτη οργή.

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Το Πολυτεχνείο δεν είναι εδώ…

Να συνεχίσουμε, γιατί φέτος η επέτειος του Πολυτεχνείου αποκτά μια ξεχωριστή διάσταση. Συμβολίζει το τέλος των προσδοκιών. Το τέλος μιας διαδρομής που ξεκίνησε από το 1974, έκανε μια τεράστια τρυπά στο νερό και κατάληξε σε μια κυβέρνηση συνεργασίας της Χούντας με την γενιά του Πολυτεχνείου. Για να ακριβολογούμε, σε μια κυβέρνηση που συμμετέχουν χουντικοί και ακροδεξιοί Υπουργοί, μαζί με άλλους που πολέμησαν την χούντα. «Αν έβλεπαν όνειρα», γράφει ο Οδυσσέας Ιωάννου, «θα περνούσαν από τον ύπνο τους ο Παναγούλης κι ο Παττακός και θα τους έφτυναν εκ περιτροπής. Και οι δύο! Αλλά τα όνειρα είναι για τους συναισθηματικούς και η πατρίς τώρα χρειάζεται λύσεις από τεχνοκράτες, από ανθρώπους που έχουν κάνει τα περάσματά τους από τα MIT και τα HARVARD. Λες κι εκείνοι που μας έφτασαν εδώ είχαν τελειώσει την Γκράβα…

Δεν υπάρχει χυδαιότερη δικαιολογία στην ιστορία της ανθρωπότητας από το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Το ίδιο το μέσο είναι ο σκοπός. Το μέσο είναι η ζωή μας και από αυτό κρινόμαστε. Οι απώτεροι «μεγάλοι στόχοι» είναι συνώνυμοι με την «τελική λύση» και φύτρωσαν μόνο στα μυαλά μεγαλομανών, αμοραλιστών και ψυχοπαθών ηγετών. Πες μου πώς περνάς μία μέρα σου κι εγώ θα καταλάβω για τη ζωή σου. Εκείνο το «σήμερα καθίκι αλλά αύριο άγγελος», σημαίνει «για πάντα καθίκι».
Έχω την εντύπωση ότι οι παραπάνω λέξεις είναι τελευταίες, για ένα γεγονός που σημάδεψε την γενιά μας. Με τον Παπουτσή Υπουργό Προστασίας του Πολίτη - παλαιότερα Δημοσίας Τάξεως - και τον Γεωργιάδη αρχηγό του εμπορικού στόλου, η επέτειος του πολυτεχνείου δεν μπορεί να στείλει κανένα μήνυμα πλέον σε εμάς. Σε εμάς που είμαστε μικρά παιδιά τότε και πιστέψαμε σε έναν καλύτερο κόσμο. «Το Πολυτεχνείο ανασταίνεται στα μάτια των παιδιών» έγραφα χθες, των σημερινών παιδιών που το απομονώνουν σε μια στιγμή της νεότερης ιστορίας, των παιδιών που το μαθαίνουν από διηγήσεις. Που δεν έχουν δει Τον πρώτο γραμματέα της ΕΦΕΕ κ. Παπουτσή που συμμετείχε στα γεγονότα, να κρατάει την αιματοβαμμένη σημαία του Πολυτεχνείου στις μεγάλες πορείες τα πρώτα χρονιά της μεπολίτευσης. Που δεν υποψιάζονται ότι εκείνος ο νέος βρίσκεται σήμερα δίπλα δίπλα στο υπουργικό συμβούλιο με αυτούς που τους φώναζαν αλήτες.

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Στα μάτια των παιδιών ανασταίνεται το Πολυτεχνείο

Για το πολυτεχνείο, που σαν ιστορικό γεγονός χαρακτηρίζει την γενιά της μεταπολίτευσης που φεύγει, θα κάνουμε και φέτος την αναφορά που το χρέος επιβάλλει. Πώς μπορεί κανείς να μιλήσει για το Πολυτεχνείο; Τι μπορούν να νιώσουν οι άνθρωποι του σήμερα για κείνο το μακρινό χθες, της ζωής εμάς των μεγάλων, και το τελείως άγνωστο παρελθόν για τα παιδιά της εποχής μας;
«Είμαστε άοπλοι. Αδέλφια μας στρατιώτες. Είμαστε άοπλοι»
Αυτή, την τραγική κραυγή, "Έχει για πάντα τη ζωή μου σημαδέψει». Μαθητής Γυμνασίου τότε. Αυτή τη μνήμη, αυτό το απερίγραπτο συναίσθημα, μου έγινε, ακλόνητη απόφαση για αγώνα διαρκή απέναντι σε κάθε άδικο, σε κάθε τύραννο, όπως κι αν λέγεται κι απ’ όπου κι αν είναι, είναι τα μόνα που μπορώ να μοιραστώ με τα παιδιά μου.
Θα συνεχίσω με μια έκθεση, με μια παιδική προσέγγιση με μια αγνή ματιά. Το πολυτεχνείο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού.
«Το Πολυτεχνείο δεν είναι μια ακόμη συνηθισμένη γιορτή. Εύκολο δεν είναι γι’ αυτό να μιλήσουμε. Ζούνε ακόμη οι πρωταγωνιστές. Και οι μέσα και οι απέξω. Η ιστορία σηκώνει τα χέρια ψηλά όταν των γεγονότων ο κουρνιαχτός συνεχίζει να αιωρείται στην ατμόσφαιρα.. Καίει ακόμη το Πολυτεχνείο. Και καίγεται διπλά όποιος θελήσει τις αλήθειες του διάπλατα να ξεδιπλώσει. Είναι πιο τίμιο σιωπή να κρατήσουμε και στον καιρό να αφήσουμε το χρέος του να κάνει. Νηφάλιες να ξαναγίνουν οι ματιές μας και ευήκοα τα ώτα μας στην ιστορική αλήθεια. Δίχως φόβο και δίχως πάθος.
Ως τότε τι ήταν το Πολυτεχνείο ας αποφεύγουμε να λέμε με βεβαιότητα. Νερό ας ρίχνουμε στην απατηλή σιγουριά του υποκειμενισμού μας. Ο καθένας από μας κρατά μέσα του το δικό του Πολυτεχνείο..
Το σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς. Το πύρινο σφράγισμα της ψυχής, που όσα χρόνια και να περάσουν θα μας καλεί σε αγώνες για τα ίδια ιδανικά. Ναι, είναι και γιορτή το Πολυτεχνείο. Είναι και μέρα μνήμης και τιμής, στους νεκρούς του και στους αγωνιστές του. Πάνω απ’ όλα όμως το δικό μου Πολυτεχνείο είναι το διαρκές κάλεσμα να δικαιώσουμε το αθώο αίμα που το πότισε.

Αυτό το Πολυτεχνείο μοιράζομαι σήμερα μαζί σας. Μια μνήμη ζωντανή. Ένα χθες που κάθε σήμερα ανανεώνεται και θέτει αμείλικτα ερωτηματικά. Για το ΨΩΜΙ, για την ΠΑΙΔΕΙΑ, για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Όχι μόνο γι’ αυτά που ζητούσαν οι φοιτητές τότε. Αλλά και γι’ αυτά που κάθε γενιά ονειρεύεται και δικαιούται. Για τα ίδια που και τούτη, η νέα γενιά, η γενιά των παιδιών μας απαιτεί ν’ αποκτήσει, απαιτεί να τους δώσουμε. Στα μάτια των παιδιών διαβάζουμε ποιο πρέπει να είναι το Πολυτεχνείο του σήμερα. Και από τα μάτια αυτά παίρνουμε εντολές και ελπίδα να συνεχίσουμε. Τώρα εμείς και αύριο εκείνα. Για τα δικά τους παιδιά. Για τα παιδιά κάθε εποχής. Για το μέλλον. Για το όνειρο. Για έναν καλύτερο κόσμο.
Ναι, αυτό το Πολυτεχνείο κάθε που κοιτάς τα μάτια των παιδιών ανασταίνεται».

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Καλά γιατρέ...

Μόλις επέστρεψα από τον οδοντίατρο, νομίζω ότι το αναισθητικό έφτασε μέχρι τις παρυφές του εγκεφάλου μου. Ούτε να σκεφτώ ούτε να γράψω. Ένα παλαιότερο κείμενο το 2ο από τη σειρά, «οι εντιμότατοι φίλοι μου», αφιερωμένο σε έναν αμετανόητο, που τα χρόνια που πέρασαν αντί να του μειώσουν, του πρόσθεσαν διαστροφή. Μπορεί να γελάει από την προηγούμενη Παρασκευή για το ραντεβού στο πουθενά, την επομένη όμως… Το είχα καταλάβει από την πρώτη στιγμή. Οι εντιμότατοι φίλοι μου, το μόνο πράγμα που έκαναν σοβαρά στη ζωή τους ήταν η φάρσα. Η δραστηριότητα τους στον πολιτικό, κοινωνικό, συνδικαλιστικό χώρο βοηθούσε, να θεωρούνται υπεράνω υποψίας και διευκόλυνε, τα σχέδια τους.
Έπαιρναν μέρος σε βαθυστόχαστες πολιτικές αναλύσεις, δημιουργώντας ακλόνητα άλλοθι, για τη συνέχεια της βραδιάς. Ακολουθώντας μια πολιτική διάβρωσης μέσα στους συντηρητικούς χώρους, που δραστηριοποιούνται, επιδιώκουν ουσιαστικά να εισάγουν καινούργια πολιτικά ήθη. Σ΄ αυτό συνέβαλλε καθοριστικά και η επαφή τους με οικονομικούς μετανάστες των πρώην χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού και μη πάει ο νους σας σε οικοδόμους, την ώρα που αυτοί αλωνίζουν οι εργαζόμενοι ετοιμάζονται να πάνε στη δουλειά τους

Κάνοντας μια πρώτη προσέγγιση αυτού του φαινομένου, θα έλεγα, ότι εκφράζουν μια νέα τάση, γέννημα της ανάγκης που δημιουργεί η απαξίωση της πολιτικής ζωής του τόπου. Τέκνα λοιπόν της ανάγκης και ώριμα τέκνα της οργής. Γιατί μπορεί η πολιτική ζωή να είναι μπουρδέλο, κανείς όμως από τους σοβαροφανείς πολιτικούς δεν την υποστηρίζει για αυτό που είναι. Οι εντιμότατοι φίλοι μου καθορίζουν την πολιτική τους στάση με το παραπάνω δεδομένο και λειτουργούν στον οίκο ανοχής με τις αντοχές και τις ανοχές που επιβάλλονται.
Μπορεί όλα αυτά που περιγράφω να μην γίνονται κατανοητά σήμερα και πώς να γίνουν, πρόκειται για ένα καινούργιο εγχείρημα με λιγότερο από 3 χρόνια ζωής, όταν χαλαρώσει το οργανωτικό σχήμα, μαζικοποιηθεί και δημοσιοποιήσει τις θέσεις τους θα καταλάβετε.
Το είχα καταλάβει από την πρώτη στιγμή. Σιγά που αυτά τα ρεμάλια ενδιαφέρονται για την πολιτική. Αφού οι πολιτικοί είναι της πλάκας, αφού η πολιτική είναι μια πλάκα. Ας κάνουμε πλάκα…κερδίζοντας συγχρόνως και οπαδούς

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Επιστροφή στον κόσμο μας

11.00π.μ 11ου του 2011. Με νέα κυβέρνηση η χώρα, υπό την πρωθυπουργία του τραπεζίτη, Παπαδήμου και την συναίνεση της δεξιάς και της άκρας δεξιάς. Αρκετά γράψαμε, ας επανέλθουμε στα δικά μας, στον κόσμο μας τον αληθινό. Η αναρχία που χαρακτηρίζει τη στήλη δεν είναι τίποτα άλλο από ένα χαρακτήρα, που δεν μπορεί να σταθεί ούτε για λίγο στο ίδιο σημείο. Ποτέ δεν κατάφερα να ολοκληρώσω μια συλλογή και να την κλείσω σε κουτάκι. Σε πολλές περιπτώσεις όπως και σήμερα με μπουχτίζει η επικαιρότητα και της γυρίζω την πλάτη. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο μπαίνει ο χαρακτηρισμός «περί ανέμων και υδάτων», γιατί συνηθίσαμε να μην μας αρκεί η είδηση, θέλουμε και το παρασκήνιο και όλη την φλυαρία που αναπτύσσεται για να ικανοποιήσουμε την περιέργεια μας. Όταν λοιπόν ένα πέπλο κίτρινο τα έχει σκεπάσει όλα, εσύ με το κόκκινο μοιάζεις παρείσακτος εξοστρακίζεσαι και στην ερώτηση «τι έγραψε αυτός» η κλασσική απάντηση είναι «περί ανέμων και υδάτων», όπως πάντα.

Ένα άλλο θέμα, που ακόμα δεν έχω ξεκαθαρίσει όταν ξεκινάω να γράψω ένα κείμενο, είναι η φόρμα που θέλω να δώσω, αυτό που χαρακτηρίζει ένα κείμενο και δίνει τη δυνατότητα να το κατατάξει κάποιος σε ένα είδος γραφής. Ακόμα δεν ξέρω που ανήκω, τις περισσότερες φορές σε ένα ακανόνιστο σχήμα καταλήγω, που δίνει την δυνατότητα να το φανταστεί ο καθένας όπως θέλει.
Η πρώτη λέξη, μου υπόσχεται ένα βιβλίο, ένα ποίημα ένα τραγούδι ένα σύνθημα, όταν υποπτευθώ ότι φτάνω στο όριο των τριακοσίων λέξεων, νομίζω ότι τελείωσα. Ούτε βιβλίο, ούτε τραγούδι ούτε ποίημα. Τριακόσιες αλήτικες λέξεις περί ανέμων και υδάτων είναι το αποτέλεσμα. Και την άλλη μέρα πάλι από την αρχή.

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Το Πολιτικό σύστημα, παρέδωσε στο τραπεζικό

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 12.10μ.μ. Ακόμα δεν έχουμε Πρωθυπουργό, τη χώρα εδώ και 6 ημέρες κυβερνούν φήμες, διαρροές, έγκυρες πήγες. Μια λίστα από υποψήφιους πρωθυπουργούς περιδινούνται, γύρω από εκφυλισμένο σύστημα του δικομματισμού. Με τραπεζίτη υποψήφιο άνοιξε ο χορός και όπως όλα δείχνουν, με τραπεζίτη θα κλείσει. Δυστυχώς αυτήν την κρίσιμη περίοδο, το πολιτικό σύστημα έχει τεθεί εκτός λειτουργίας, η επιλογή ενός τραπεζίτη για τη θέση του πρωθυπουργού, συμβολίζει εκτός των άλλων και την ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού, που κυβέρνησε εναλλάξ όλα αυτά τα χρόνια.
Πριν δεκαπέντε χρόνια και με τίτλο «Οι τράπεζες οι μεγάλοι χρυσοθήρες», είχα γράψει ένα κείμενο με αφορμή την προσφορά των τραπεζών στην τοπική οικονομία. Έχει αξία σήμερα, να θυμηθούμε την απληστία που οδήγησε στην καταστροφή.
«Η τοπική οικονομία παρακμάζει. Έμποροι, καταστηματάρχες, τουριστικοί επιχειρηματίες, ξενοδόχοι, εργαζόμενοι, αγρότες βρίσκονται πλέον σε κατάσταση νευρικής κρίσης.
Δεν θα επικαλεστούμε την γενικότερη οικονομική ύφεση, τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την σκληρή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, θα χαθούμε τότε, σε ατέλειωτες αναλύσεις και στο τέλος με ένα «φταίει το σύστημα» θα βρεθούμε εκεί που αρχίσαμε.

Ας σταθούμε λίγο στην ορατή ακτίνα, της τοπικής μας κοινωνίας. Ποιοι βγαίνουν κερδισμένοι σήμερα απ’ αυτήν την ζοφερή κατάσταση; Σίγουρα τα μεγάλα γραφεία του εξωτερικού, που ελέγχουν απόλυτα την τουριστική οικονομία, κάποια πολυκαταστήματα, που έχουν πάρει το μεγάλο κομμάτι της τοπικής αγοράς, κυρίως όμως οι ΤΡΑΠΕΖΕΣ, αυτές είναι ο μεγάλος νικητής. Αυτές καμαρώνουν πάνω από τα λάφυρα της νεκρής μας οικονομίας.
Και ρωτάμε: Τι κάνουν οι τράπεζες για την τοπική οικονομία; Τι ποσά ξοδεύουν κάθε χρόνο από τα υπερκέρδη τους για την ανάπτυξη του τόπου που ξεζουμίζουν; Σε πόσες τουριστικές εκθέσεις συμμετέχουν με σοβαρή οικονομική ενίσχυση; Δεν θα έπρεπε ένα ποσοστό από τα κέρδη, που τους δίνει ο τόπος - με κάποια νομοθετική ρύθμιση - να το επιστρέφουν για έργα ανάπτυξης; Για να διατηρήσουν τέλος πάντων όλους αυτούς που εργάζονται γι’ αυτές, ζωντανούς;
Αντί γι’ αυτό, σαν άλλοι χρυσοθήρες αρπάζουν ότι έχει απομείνει από τον κουρσεμένο αυτόν τόπο και κάνουν τις συμφέρουσες επενδύσεις τους αλλού».
Οι εξελίξεις δικαιώνουν τα παραπάνω. Σε μια διαλυμένη οικονομία, η θέση τους έγινε επισφαλής. Οι τράπεζες κάθε χρόνο πρόβαλαν την κερδοφορία τους, εν μέσω μιας σμπαραλιασμένης οικονομίας για την οποία είχαν το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης. Έχτισαν στην άμμο παλάτια και όπως λέει και το τραγούδι: «ο βοριάς θα τα κάνει συντρίμμια κομμάτια». Και τα έκανε.
Η απληστία τους, δεν είχε όρια. Μπορεί το παράδειγμα να αναφέρεται στην τοπική οικονομία, κάπως έτσι όμως λειτούργησαν παντού.

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

Ο καυγάς για το πάπλωμα

Είναι 1.45 μ.μ και ακόμα δεν έχει ανακοινωθεί νέος πρωθυπουργός. Η παθογένεια των κομμάτων που συμφώνησαν να εκτεθούν πλέον από κοινού, συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς. Δεν γλιτώνουμε απ’ αυτήν την πάστα των πολιτικών. Δεν γλιτώνει ο λαός, από ξένους προς αυτόν σωτήρες. Δεν γλιτώνουμε από αυτούς που προτάσσουν προσωπικά συμφέροντα και φιλοδοξίες. Πρέπει να κλείσει αυτό το κεφαλαίο το συντομότερο. Πρέπει να απαλλαγούμε απ’ αυτούς που οδήγησαν την πατρίδα μας στην καταστροφή. Ακόμα και τη μεταβατική κυβέρνηση, προσπαθούν να την συγκροτήσουν με ορίζοντα τις επόμενες εκλογές. Ακόμα και σήμερα για την πολιτική τους επιβίωση πασχίζουν .
«Οι δύο μεγάλες παρατάξεις, μέσα από το όψιμο μασκάρεμα τους, όχι μόνο δεν θυμίζουν τις αρχές τους, αλλά πείθουν και τον εκ γενετής ηλίθιο, ότι αποτελούν ένα κόμμα όπου απλώς οι σφετεριστές του θρόνου διαφωνούν για τον θρόνο, όχι για την ακολουθητέα πολιτική. Παρά την εκκωφαντική του κοινοτοπία, το επιχείρημα ισχύει: η πολιτική της χώρας πλέον ασκείται με έξωθεν υπαγόρευση και ο καβγάς των δυο μεγάλων κομμάτων αφορά τη θεσιθηρία και το κυνήγι των θησαυρών που αναμένονται. Τίποτα άλλο. Δεν υπάρχει κάτι που έπραξε η κυβέρνηση - σωστό ή λάθος - και δεν θα το έπραττε η αντιπολίτευση αν κρατούσε τα ηνία της χώρας»
Προ δεκαετίας απόσπασμα από άρθρο του Κωστή Παπαγιώργη. Πόσο μυαλό πια χρειάζεται. Πόσα χρόνια αμνησίας πρέπει να περάσουν.

Αυτήν την περίοδο την προεκλογική, ( έχει ξεκινήσει πριν συγκροτηθεί μεταβατική κυβέρνηση), εκτός από τις σχεδόν πάντοτε ανεκπλήρωτες ελπίδες που μας προσφέρει, με κάποιο μαγικό τρόπο μας αφαιρεί εξ ολοκλήρου και την μνήμη. Αυτή είναι μια κοινή διαπίστωση που ίσχυσε για 37 συναπτά έτη. Αν το εκλογικό σώμα για άλλη μια φορά συνταχθεί στη μεγάλη του πλειοψηφία, με τους ισχυρούς, που οδήγησαν το λαό στην εξαθλίση, εμένα που τελείωσαν οι λέξεις.
Σε λίγο καιρό, θα κριθεί η δική μας αξιοπιστία, θα κριθεί η αντοχή μας για άμυνα μπροστά σ’ αυτήν την ισοπέδωση άξιων, θα κριθεί η συμπεριφορά μας και η αλληλεγγύη απέναντι στις επόμενες γενιές, απέναντι στα παιδιά μας.
Θα κριθεί αν αυτά που καταγγέλλουμε για τα κόμματα εξουσίας τα εννοούμε. Να θυμίσω άλλη μια φορά:ανακατεύοντας το μπλε με το πράσινο χρώμα, μας προκύπτει μαύρο.

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Στον εκφυλισμό του συστήματος, πρωταγωνιστές

Κάπου εκεί θα οδηγούσε, η υποβάθμιση της πολιτικής και η απαξίωση των πολιτικών. Να κυβερνήσουν απ’ ευθείας οι τραπεζίτες και να αντικατασταθούν τα κράτη από αόρατα κέντρα οικονομικής εξουσίας. Ζούμε τον εκφυλισμό ενός συστήματος. Δεν γνωρίζουμε τον τερματισμό, είμαστε σίγουροι όμως, ότι μέχρι τότε, τα πράγματα θα χειροτερέψουν ακόμα περισσότερο. Οι εξελίξεις είναι απρόβλεπτες, δεν υπάρχουν χρονικοί ορίζοντες. Οι πανικόβλητοι ευρωπαίοι εταίροι, όπως παραστατικά περιγράφει ο Ν. Ξυδάκης «Έχουν μόνο ένα αυτοσχέδιο γιατροσόφι χορηγούμενο πειραματικά σε μεσογειακά χοιρίδια: άγρια λιτότητα επί του συνόλου πληθυσμού, για άγνωστο χρονικό διάστημα, έως ότου ηρεμήσουν οι αγορές ή έως ότου εξουδετερωθεί ο πληθυσμός.
Είμαστε στο πειραματικό στάδιο και δυστυχώς το χρεοκοπημένο μόρφωμα «Ελλάς» είναι από το 2010 το πρώτο πειραματόζωο. Για άλλη μια φορά η μικρή μας χώρα θα βρεθεί στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος αφού από τη δική της επιβίωση θα εξαρτηθούν πολλά. Ο αμερικάνος ιστορικός Μαζάουερ δικαιώνεται:

Η Ελλάδα πρωτοστατεί για ακόμη μια φορά στην Ευρωπαική ιστορία, στην παγκόσμια ιστορία. Μετά την ευφορία της δεκαετίας του 1990, προκαλεί τους Ευρωπαίους, να απαντήσουν κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον. «Υποτίθεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επούλωνε τις πληγές της Ευρώπης, θα την ένωνε, και θα την μετέτρεπε σε μια δύναμη ικανή να ανταγωνιστεί στο διεθνές προσκήνιο. Είναι λοιπόν απόλυτα ταιριαστό ότι μια από τις παλαιότερες και πιο δημοκρατικές χώρες της Ευρώπης, θα ήταν και πάλι στην πρώτη γραμμή, αμφισβητώντας όλες αυτές τις υποσχέσεις. Διότι είμαστε πια όλες μικρές δυνάμεις, και η Ελλάδα είναι και πάλι πρώτη στη μάχη για το μέλλον».



,

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Το τέλος του ψεύδους

Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό το φινάλε. Τα δυο κόμματα που σφράγισαν μια εποχή, που αρκέστηκαν στην εφήμερη δόξα της εξουσίας, που λειτούργησαν λες και δεν υπήρχε αύριο, που έσπασαν την αλυσίδα της αλληλεγγύης των γενεών και χρεοκόπησαν τη χώρα με τη πολιτική τους, ήρθε η ώρα να φανερώσουν το δεσμό τους.
Δεν ξέρω πως, με κάποιο μαγικό τρόπο, εναλλάσσονται στην εξουσία για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, εισπράττοντας πάντα, το μεγάλο ποσοστό της δυσαρέσκειας του εκλογικού σώματος. Ακόμα και την ύστατη στιγμή, με την χώρα στην κόψη του ξυραφιού, που την οδήγησαν με την αλόγιστη πολιτική τους, ( κοινή πολιτική ), ακόμα και
χθες, προσπάθησαν να κρυφτούν από το Λαό, ελπίζοντας έτσι να συνεχίσουν την κοροϊδία. Ελπίζοντας να ξαναβγούν στην πιάτσα, καινούργια, αθώα, με λευκό ποινικό μητρώο, λες και προήλθαν από παρθενογέννηση.
Από χθες μπορούμε να μιλάμε και με φωτογραφίες, για τον δικομματισμό που ενώθηκε εις σάρκα μία και ανέλαβε να παίξει την τελευταία πράξη του δράματος.
Έτσι έπρεπε να γίνει, για να επικυρωθεί και συμβολικά, το τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου, να επικυρωθεί το τέλος του ψεύδους. Το τέλος των δυο μεγάλων αστικών κομμάτων και της κυριαρχίας τους, όπως την ξέραμε από το ’74.
Η κοινωνία, φοβισμένη, σαστισμένοι από την κρίση, πληγωμένη από τους εκπρόσωπους της και ανήμπορη να ορθώσει φωνή στο διεθνές στερέωμα, θα αναζητήσειαπο σήμερα, άλλους φορείς πολιτικής έκφρασης.

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Πόσες βόλτες πια

Σήμερα, δεν έχω τι να γράψω, μόνο τη βαθιά μου λύπη μπορώ να καταθέσω. Με ρωτάτε να προβλέψω αν θα πάρει απόψε ψήφο εμπιστοσύνης η κυβέρνηση; Δεν ξέρω και μου είναι αδιάφορο. Το ίδιο αδιαφορώ και για σχηματισμό κυβέρνησης, εθνικής ενότητας, εθνικής σωτηρίας, εθνικής ευθύνης, έκτακτης ανάγκης, προσωρινής, μεταβατικής. Δεν περιμένω τίποτα πλέον από δυο πολιτικούς αρχηγούς, που αθετούν τις κατ’ ιδίαν συζητήσεις και εν συνεχεία ξεκατινιάζονται στην τηλεόραση. Είναι τραγικό για τη χώρα και μάλιστα σε μια κρίσιμη περίοδο, να περιμένει βοήθεια, από τέτοιου μικρού αναστήματος πολιτικούς.

Παρακολουθώντας χθες, αυτές τις σουρεαλιστικές εικόνες της κεντρικής πολιτικής σκηνής, θυμήθηκα ένα τραγούδι του Σαββόπουλου.
«Ολαρί - α, ο λα ρά, χιόνι πέφτει από ψηλά χιόνι πέφτει και σκεπάζει την αυλή μας, το μυαλό μου φτερουγίζει μακριά χιόνι πέφτει και σκεπάζει τη σκεπή μας και το άρρωστο σκυλί μας ξεψυχά Ολαρία - ολαρά, μαύρο τύμπανο χτυπά τα παιδιά που αγαπούν τα στρατιωτάκια, τ’ αλογάκια και τα ξύλινα σπαθιά, βρικολάκιασαν σε τούτα τα στιχάκια, έλα μέσα και μίλα πιο σιγά. Ολαρία - ολαρά, δάγκωσε με πιο βαθιά Αχ, ο Όλιβερ Τουίστ χαμογελάει και ο Χίτλερ του χαϊδεύει τα μαλλιά διαμαντένιο δαχτυλίδι του φοράει και πετούν αγκαλιασμένοι μακριά Ολαρία - ολαρά, με σουραύλια και βιολιά θα βρεθούμε όλοι μαζί στο πανηγύρι, θα ‘ναι όλη η παλιά μας συντροφιά και θα πιούμε από το ίδιο το ποτήρι και την πιο πικρή γουλιά Ολαρία - ολαρά, γύρω - γύρω τα παιδιά ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ ένα χίπη, ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη κι η παρθένα με τον σατανά. Όλα είναι μακρινά κι ευτυχισμένα και το χιόνι πέφτει από ψηλά τα ζευγάρια στροβιλίζονται πιο πέρα κι η κοπέλα μου αστράφτει από χαρά».
Από την αρχή της εβδομάδας έκανα απόπειρες, προσγείωσης. Μάταια. Δυσμενείς καιρικές συνθήκες, δεν επέτρεψαν. Ακόμα στον αέρα βολοδέρνω. Η πραγματικότητα από εδώ ψηλά, πολλές φορές φαντάζει αστεία. Βιαστικά μικρά ανθρωπάκια σπρώχνονται για να προφτάσουν, ανάμεσα από σταματημένα μηχανοκίνητα οχήματα, που βλαστημούν την ώρα και στιγμή που φτιάχτηκαν με ρόδες και όχι με φτερά.
Καλές οι εναέριες βόλτες στους ενεστώτες, μέλλοντες, αόριστους, παρατατικούς, παρακείμενους και υπερσυντέλικους χρόνους, με την πραγματικότητα να φαντάζει παιγνίδι από εδώ ψηλά, όμως πόσες βόλτες πια…

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Τίτλοι τέλους

Ήταν επόμενο. Αυτή η κυβέρνηση να έχει το άδοξο τέλος, που της ταιριάζει. Ο «σοφός λαός», όπως τον επικαλέστηκε στους εταίρους του ο πρωθυπουργός, κάποια στιγμή, θα έπρεπε να πει και αυτός μια λέξη, όχι για να απαντήσει στα εκβιαστικά διλήμματα του δημοψηφίσματος, με ένα Ναι η ένα Όχι, αλλά για να στείλει στο σπίτι της, αυτήν την επικίνδυνη κυβέρνηση, που τον οδήγησε στην εξαθλίωση, γιατί μπορεί να θέλουν το Ευρω οι πολίτες, το ΠΑΣΟΚ όμως με τίποτα δε το θέλουν.
Και ο «σοφός λαός», έχει να θυμάται πολλά από την βραχεία διακυβέρνηση της χώρας από ένα κόμμα, που έκανε το ψέμα επιστήμη. Έχει να θυμάται πολλά, εκτός του τελευταίου εκβιασμού με το δημοψήφισμα. Πολλούς ωμούς εκβιασμούς, ακόμα και για λίγο χρόνο εξουσίας.

Και «στα εκβιαστικά διλήμματα, στις παγίδες, στις ίντριγκες, στη νόθευση της λαϊκής βούλησης με μύρια τεχνάσματα έχει παρελθόν το ΠΑΣΟΚ», γράφει σήμερα ο Παντελής Μπουκάλας «από τον καιρό τού «ή εμείς ή η Δεξιά». Από τη δοξαζόμενη χαρισματικότητα του πατέρα του, ο Γ. Α. Παπανδρέου μπορεί να μην κληρονόμησε τίποτε άλλο, την έφεση πάντως στην πολιτική βία, στους πολιτικούς εκβιασμούς, την παρέλαβε στο ακέραιο. Επί ενάμιση χρόνο οι βουλευτές του κόμματός του ψηφίζουν συρόμενοι και πειθαναγκαζόμενοι. Επί ενάμιση χρόνο εκβιάζεται η αντιπολίτευση να συναινέσει, με την απειλή ότι αν δεν συμφωνήσει, θα κριθεί υπαίτια της χρεοκοπίας της χώρας. Επί ενάμιση χρόνο οι πολίτες εκβιάζονται με πολωτικά διλήμματα για να υποκύψουν, γιατί αλλιώς θα κηρυχθούν άτομα μειωμένου πατριωτισμού. Ε, τώρα επιχειρείται ο απόλυτος εκβιασμός. Τώρα η ανεύθυνη ηγεσία, σε ρεσιτάλ υποκρισίας, καλεί τον λαό να επιλέξει μέθοδο αυτοχειριασμού. Άμεση δημοκρατία αλά ΠΑΣΟΚ. Σαν τον σοσιαλισμό αλά ΠΑΣΟΚ. Το ίδιο γνήσια»
Μόνο που ο «σοφός λαός», αυτή τη φορά εκεί που τον οδήγησαν οι δήθεν σοσιαλιστές, δεν το αγγίζουν πλέον οι εκβιασμοί. Το ΠΑΣΟΚ είτε με το Παπανδρέου, είτε με τον Βενιζέλο, είτε με το Ελευθέριο Βενιζέλο. Θα καταποντιστεί γράφοντας παράλληλα το τέλος της μεταπολίτευσης.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Μονόδρομος οι εκλογές

Από το «Καραμανλής ή Τανκ», στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές, φτάσαμε στις εξυπνάδες του σημερινού πρωθυπουργού. 37 χρόνια τα κόμματα που κυριάρχησαν στην Ελλάδα κα την οδήγησαν στην χρεοκοπία, ακόμα επιμένουν σε εκβιαστικά διλήμματα. Το τελευταίο, δεν έχει προηγούμενο. Με ένα Ναι ή ένα Όχι, καλείτε ο Έλληνας πολίτης, να επιλέξει τον τρόπο αφανισμού του.
«Πώς μπορεί να διεξαχθεί υπό αυτούς τους εκβιαστικούς όρους η απολύτως αναγκαία συζήτηση για το πώς και προς τα πού θέλουμε να πορευτούμε σαν κοινωνία και χώρα, από δω και στο εξής;», αναρωτιέται ο Νίκος Ξυδάκης. Πάνω στην κόψη του καιρού, του πιο πυκνού και δραματικού ιστορικού χρόνου που έχουν ζήσει οι Έλληνες εδώ και δύο γενεές, ο Γ. Α. Παπανδρέου, συρόμενος πίσω από εξελίξεις που ο ίδιος πυροδότησε αλλά τον ξεπέρασαν, ρίχνει μια προσωπική ζαριά, ιδιοτελή…Το παίγνιο αυτό εγκυμονεί τον διχασμό του λαού και την περαιτέρω φθορά της κλονισμένης χώρας. Το δημοψήφισμα θα φέρει διχασμό…»

Παρόλα αυτά, το σημερινό Υπουργικό Συμβούλιο και μάλιστα ομόφωνα, αποφάσισε την διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Η απάντηση, θετική ή αρνητική, θα δοθεί σε άλλο ερώτημα από εκείνο που είχε αρχικά στο μυαλό του ο Πρωθυπουργός και αναστάτωσε την Ευρώπη. Μια ύστατη προσπάθεια, για να κρατηθούν τα προσχήματα, να καθησυχάσουν, τους εταίρους και να κερδίσουν χρόνο.
Όπως όλα δείχνουν, η μεταπολιτευτική περίοδος θα κλείσει με ένα ακόμα ωμό εκβιασμό. «Καραμανλής ή Τανκ», έλεγαν τότε, « Ευρώ η δραχμή» θα μας πουν σήμερα. «Το δημοψήφισμα δεν μπορεί να δώσει αυτό που ζητείται απεγνωσμένα τωρα : ηγεσία που να εμπνέει, ενότητα λαού, εθνικό σχέδιο διάσωσης, δράση άμεσα, τώρα. Οι εκλογές θα ήσαν μια κάποια λύση».

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...