Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Επιτέλους ξημέρωσε

Έντεκα Αυγούστου 2020, ποτέ δεν θυμάμαι τόσα μαζεμένα: Κορωνοϊός σε έξαρση, οι Τούρκοι απειλούν. Καιρικά φαινόμενα ακραία πνίγουν ανθρώπους. Οικονομική κρίση ραγδαία επιδείνωση και οι προβλέψεις στάνταρ καταστροφή . Όχι δεν τα ξεπερνάω δεν ξεπερνιούνται άλλωστε, τα βάζω μπροστά και προσπαθώ να πάρω ανάσες.

Άνοιξα τις ερωτικές επιστολές του Σεφέρη στη Μαρώ «Φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα από μακριά να σ αγαπώ» της γράφει, εκφράζοντας παράλληλα το παράπονό του «Ένα πράγμα με πείραξε, με πλήγωσε βαθιά μέσα στο γράμμα σου. Πώς μπόρεσες, έπειτα από τόση αγάπη, να αισθανθείς ξαφνικά μόνη σου.”
Συνέχισα με τον Τάσο Λειβαδίτη «Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι και δεν παίρνει τίποτα ὁ ένας απ᾿ τον άλλο. Γιατί ὁ έρωτας είναι ὁ πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν Γιατί οι άνθρωποι, ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων».
Μήπως τελικά είμαστε φτιαγμένοι για να πολεμάμε κόντρα στις ροές και όχι να τις ακολουθούμε;
Άνοιξα το ραδιόφωνο αυτές, τις πρώτες πρωινές ώρες δεν φλυαρεί, μου ψιθυρίζει σοβαρά στα αυτί, λόγια γλυκόπικρα, με κέρασε λέξεις καθαρές.
«Οι μικρές σιωπές της κάθε μέρας σκεπάζουν με σκόνη τα αισθήματα. Τα αγάλματα της επιθυμίας θρυμματίζονται αχάιδευτα κάθε στιγμή που κοντά σου δεν. Το σπίτι γεμίζει καπνούς, δεν είναι τα τσιγάρα, δεν είναι οι ζωές μας, τι καίγεται λοιπόν τόσα χρόνια κι ακόμα είναι άκαυτο; Μη μου ζητήσεις χρόνο, δεν έχω. Μη μου ζητήσεις εξηγήσεις… έχω».
Το τέλος, δεν είναι μια κι έξω, προηγούνται τα βασανιστήρια. Και επειδή, απ’ ό,τι φαίνεται, ο χρόνος κάνει πείσματα και έχει στυλώσει τα πόδια, θα πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους διαχείρισης.
Δεν είναι εύκολο να μπεις στο όνειρο του άλλου, δεν είναι σίγουρο ότι ο άλλος θα σε καταλάβει. Σχέσεις σαν τραύμα διαμπερές. Κύκλοι επάλληλοι, πόνος, χαρά, λύπη, ενθουσιασμός, ενοχές επιθετικότητα, είμαι - είσαι…
Το ξέρω δεν υπάρχει ισότητα στην αγάπη όμως και η ανισότητα δημιουργεί παράπονα. Εντάξει δεν περιμένω ανταλλάγματα, όποιος άλλωστε τα περιμένει σε λάθος μέρα ξύπνησε.
Επιτέλους ξημέρωσε. «Σκορπίζομαι αλλά δεν βαριέσαι. Δεν είναι απλά αργά, είναι πια χθες…»

Να μην παραδώσουμε χαλάσματα…

Μπορούμε να σκεφτούμε τους εαυτούς μας σήμερα, σε υλικοτεχνικό περιβάλλον του ’60, του ’70, του ’80; Δεν μπορούμε. Είμαστε το παρόν μας. Το παρελθόν, ακόμη κι αν το κρατάμε στη μνήμη μας, είναι στάχτη. Το έγραψα παλαιότερα. Θα μου πείτε εν μέσω πανδημίας, που η αγορά στενάζει, βρήκες να μας τα θυμίσεις. Τώρα είναι η ώρα η καλή, που το μυαλό έχει λίγο χρόνο να αναρωτηθεί.


"Δεν θέλουμε μια πόλη νεκροταφείο. Θέλουμε μια πόλη του 2020 για να μην πω του 2030.
Μία πόλη σύγχρονη, ζωντανή, βιώσιμη, φιλική για τους κατοίκους της και για τους επισκέπτες. Μια πόλη καθαρή, και γι΄ αυτό πρέπει να φροντίσουμε όλοι, από το Δήμο πρωτίστως, μέχρι τον τελευταίο πολίτη.
Δεν θέλουμε τη πόλη στα χέρια των νταβατζήδων αλλά των κατοίκων της.
Θέλουμε και μπαρ και καφέ και φαγάδικα και τραπεζάκια έξω. Δεν θέλουμε όμως αυτός που έχει άδεια για δέκα τραπέζια να βγάζει εκατό και να εκμεταλλεύεται κάθε σπιθαμή δημόσιου χώρου. Αυτός κλέβει πρωτίστως όλους εμάς, που μας ανήκει ο χώρος και τους συναδέλφους του με τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Δεν θέλουμε ηχορύπανση και απαιτούμε να εφαρμοστούν κανόνες λειτουργίας.
Δεν θέλουμε να μπαίνουν λεωφορεία τουριστικά, ανοιχτά και κλειστά, στο κέντρο της πόλης. Δεν τα αντέχει το ιστορικό κέντρο.
Να μπορούν να την περπατήσουν την πόλη, να την δουν, να την ζήσουν, να την χαρούν και οι μόνιμοι κάτοικοι και οι επισκέπτες.
Δεν θέλουμε η εμβληματική εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, να γίνει μαγαζί γωνία, για πλούσιους Ρώσους επισκέπτες. Οι δρόμοι γιουσουρούμ από τα τουριστικά καταστήματα, που αντί για την προβλεπόμενη εξωτερική προσθήκη, καταλαμβάνουν το μισό δημόσιο δρόμο, προσβάλλουν βάναυσα την εικόνα της πόλης.
Για να μην επανέλθουμε. Τα αυτονόητα ζητάμε. Και πολλά άλλα που τα ξέρουμε όλοι.
Να προστατεύσουμε την πόλη που κληρονομήσαμε και γι΄ αυτό να σταθούμε αλληλέγγυοι για τις επόμενες γενιές, ώστε και αυτές να έχουν την ευκαιρία να την γνωρίσουν και να τη ζήσουν. Να μη βρουν χαλάσματα..."

Φυσικά και ήθελα να είμαι πλούσιος

Θέλει και ρώτημα; Φυσικά και ήθελα να είμαι πλούσιος. Όμως δεν είμαι και προφανώς δεν μπορώ να ζήσω πλούσια. Αυτό τις προηγούμενες δεκαετίες, πριν την οικονομική κρίση δεν ήταν αυτονόητο. Και όμως κάποιοι το έλεγαν πολλά χρόνια πριν της επιβαλλόμενης άνωθεν νεοφιλελεύθερης λιτότητας. Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ το 1977 μιλούσε για μια αυτόβουλη ενεργητική εγκράτεια. «Ο άκρατος ατομικός καταναλωτισμός παράγει μόνο διασπάθιση πλούτου και στρεβλώσεις της παραγωγής, αλλά πέραν αυτών και δυσφορία, αποπροσανατολισμό, δυστυχία».

Φυσικά και δεν το ακούσαμε και το χειρότερο με μια κρίση στην πλάτη μας ακόμα δεν βάζουμε μυαλό.
Μπορεί η κρίση σήμερα, να επιβάλει αυτοσυγκράτηση, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να στερεί την δυνατότητα ακόμα και για τ’ αναγκαία, η μανία του καταναλωτισμού όμως ζει και βασιλεύει. Και πώς να γίνει διαφορετικά αφού το μοντέλο που οδήγησε στην καταστροφή, επιμένει να διαφημίζει κινητά και αυτοκίνητα, μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων, όχι βεβαίως των αγαθών αλλά των χρημάτων.
Μας καταβάλει αυτές τις μέρες, μια ψυχική ταλαιπωρία, που υπαγορεύεται από την αθέατη ανάγκη της απληστίας, που εισβάλει χωρίς την θέληση μας, σαν ναρκωτική ουσία στα εγκεφαλικά μας κύτταρα και μας ομογενοποιεί.
Η ελληνική κοινωνία βούτηξε από την εγκράτεια των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης στον άκρατο καταναλωτισμό, δανείστηκε και υποτάχτηκε σε έναν τρόπο ζωής, που αποθέωνε την κερδοσκοπία, απαξίωνε το εργασιακό ήθος και την ολιγάρκεια.
“Η ανάταξη δεν θα είναι εύκολη ούτε σύντομη. και σε κάθε περίπτωση δεν θα είναι επιστροφή στα πρότερα, αλλά μετάβαση σε άλλη κατάσταση, για την οποία απαιτούνται ριζικά άλλες προσεγγίσεις και παραδοχές.” γράφει ο Νίκος Ξυδάκης. Απαιτείται να ιεραρχήσουμε διαφορετικά τις ανάγκες και τις αξίες· απαιτείται να κάνουμε την αναγκαία διάκριση μεταξύ βιώσιμης ανάπτυξης και ποσοτικής μεγέθυνσης, μεταξύ ευημερίας και σπατάλης, μεταξύ αυτάρκειας και απληστίας.
Ευελπιστώ ότι θα έρθει κάποια στιγμή που οι άνθρωποι θα καταλάβουν ότι πιο υπέροχο πράγμα από τον έρωτα, την αγάπη, το πάθος, τη ζωή, τις βόλτες και την δημιουργία δεν μπορεί να υπάρξει. Όλα τα υπόλοιπα, όλη η προσπάθεια του ανθρώπου να αγοράσει ένα σούπερ μάρκετ και να το χώσει σε ένα ψυγείο θα είναι μάταιη…

Βάλε μια φωτιά στην άκρη μου να δούμε μέχρι πού θα με φτάσει

Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μόνο εγώ πιστεύω, ότι αυτά που γράφω ξεχειλίζουν αισιοδοξία. Θα το κοιτάξω! Για την ώρα θα συνεχίσω, εξαντλώντας κάθε όριο της υπομονής μου, γράφοντας μέχρι το τέλος, με λίγες λέξεις που έχουν απομείνει και με πολλές, πολλές σιωπές.

Με το παράπονο έτσι και αλλιώς δε θα ξεμπερδέψουμε. Όσο και να πολεμάς με τον εαυτό σου, έρχεται η τραγωδία μιας κοινωνίας να σου υπενθυμίσει ότι είσαι και εσύ μέλος της. Είναι τόση η πίκρα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που τα όνειρα αντικαταστάθηκαν από τις αναμνήσεις και αυτό ισοδυναμεί με θάνατο. Εκεί που νομίζω, πως έχω κερδίσει την προσωπική μου μάχη, βλέπω ανθρώπους με σπασμένες φτερούγες, ναυάγια μιας ζωής, που αλλιώς την ονειρεύτηκαν. Το κοινωνικό δίνει τη θέση του στο προσωπικό και το παράπονο γίνεται ακόμα πιο πικρό.
Το έχω σε κακό να φύγει το καλοκαίρι και εγώ να γράφω για μαύρα. Δυστυχώς όμως, πράγματα που θα έπρεπε να έχουν περάσει στην ιστορία, βγήκαν στην επιφάνεια και φτου απ’ την αρχή.
Τι τα κάνω; Ξορκίζω το χρόνο και ενισχύω τη μνήμη.
Γράφω γιατί δεν έχω τι να πω, είναι και οι απέναντι τοίχοι, που όχι μόνο δεν ακούν, αλλά είναι και ανίκανοι να προκαλέσουν αντίλαλο. Αυτές οι λέξεις όμως της αταξίας του μυαλού, φεύγουν σε άγνωστους προορισμούς δημιουργώντας προϋποθέσεις για κάποια συνάντηση.
Καμία λαμπρή ιδέα δεν μπορεί να τεθεί άλλωστε σε κυκλοφορία, κατά την διάρκεια των γεγονότων. Γράφω καθυστερώντας τις λέξεις… «Λάμπα σβησμένη που ο χρυσός της λάμπει στο σκοτάδι χάρη στη μνήμη του φωτός που χάθηκε… Λέξεις που αφέθηκαν, όχι στον άνεμο, αλλά στο έδαφος, από τα δάκτυλα που δεν τις έσφιγγαν, σαν φύλλα ξερά που είχαν πέσει σ’ αυτά από κάποιο δέντρο αόρατα ακαθόριστο…»
Και επειδή σας καταλαβαίνω αγαπητοί συνένοχοι αναγνώστες, θα ενώσω την φωνή μου με τον Οδυσσέα Ιωάννου, που απευθυνόμενος στο «συγγραφέα» μια μέρα του Σεπτέμβρη, τον παρακάλεσε να φέρει το άπιαστο στα μέτρα του : «Δώσε μου πάθος. Βάλε μια φωτιά στην άκρη μου και άστην να δούμε μέχρι πού θα με φτάσει. Σκάλισέ με ως το κόκαλο, παίδεψέ με μέχρι να πω έλεος, τύφλωσέ με, ξαναδώσε μου το φως μου με ένα άγγιγμα, γίνε η γκόμενα που θα μου γαμήσει το μυαλό, ρε γαμώτο! Αλλιώς, τι πνευματικός άνθρωπος είσαι; Βοηθός λογιστού με ειδίκευση στην προσθαφαίρεση ακέραιων αριθμών είσαι. Να φέρνεις το άπιαστο στα μέτρα μου. Να το ξαναστέλνεις μακριά μου και να με σπρώχνεις να το κυνηγήσω… Από το σημερινό ψέμα φτιάχνεται η αυριανή πραγματικότητα… Όχι από αυτό που γίνεται, αλλά από αυτό που τελικά πιστεύεις πως μπορείς να κάνεις…»
Ας εξαντλήσουμε όλα τα όρια της ελπίδας, όσο και αν η προσδοκία μας έχει κουράσε

“Μετρούσε τα βιβλία του και ήταν πολλά, μετρούσε τα λεφτά του και ήταν λίγα”

Γράφτηκε στο ζενίθ του μνημονίου, αν προσθέσουμε και τον οικονομικό όλεθρο από την πανδημία, ανεβαίνουμε επίπεδο. Προς τα κάτω.
Τα είχε με τις κυβερνήσεις. Του μείωσαν τη σύνταξη και δεν φτάνουν τα χρήματα για να περάσει το μήνα. Αν προσθέσει κανείς και δύο δάνεια στεγαστικά, για σπίτια στις θυγατέρες, που φορτώθηκε στα χρόνια της ευδαιμονίας, λέει αλήθεια. Όχι για ένα μήνα, ούτε για λίγες μέρες δεν αρκούν τα χρήματα από τη μειωμένη σύνταξη.

Μια συνηθισμένη ιστορία στις μέρες μας, όχι μια ιστορία του ενός, μια ιστορία με μερικές διαφοροποιήσεις, των πολλών. Επειδή όμως στο πλήθος χάνεται η ένταση και τη θέση του προσώπου, παίρνουν παγωμένοι αριθμοί, θα εστιάσουμε στο δράμα του ενός, που ο κόσμος του έχει χαθεί. Τον “έναν” από τους πολλούς θλιμμένους ήρωες, που πρωταγωνιστούν στις χιλιάδες μικρές, ιστορίες - τραγωδίες, όπως αριστοτεχνικά τον περιγράφει σε μια απ΄ αυτές, ο Οδυσσέας Ιωάννου και καλεί τους αναγνώστες να πάρουν την ευθύνη διαλέγοντας το φινάλε στην μικρή του ιστορία.
Ο κόσμος του είχε αρχίσει να ξηλώνεται. Τα προσωπικά του αντίβαρα παιδικά μπαλόνια στον ουρανό, η φιλοσοφική του αρματωσιά τσίγκος πολυκαιρισμένος, τρυπούσε σε όλα τα χτυπήματα. Στην ουσία, απλά πεινούσε. Ακαβάντζωτος σε εκείνο που ήρθε, ανέτοιμος για μία ζωή φτώχειας και απόγνωσης (πώς προετοιμάζεσαι άραγε;) ανυπεράσπιστο πειραματόζωο του πιο πρόστυχου κυνισμού που γνώρισε η Ευρώπη από τον πόλεμο και μετά. Μετρούσε τα βιβλία του και ήταν πολλά, μετρούσε τα λεφτά του και ήταν λίγα, μετρούσε τα χρόνια του και διαχώριζε τα ανθρώπινα από τα συντάξιμα! Κρυμμένος στα ρούχα, το σπίτι και το αυτοκίνητο, που του είχαν ξεμείνει από τα χρόνια της “δόξας”, με πατημένα τα πενήντα πια κι ένα παχύ αδιαπέραστο σκοτάδι στα δύο μέτρα, στις δύο μέρες, δεν μπορούσε ούτε την ανάσα του να στείλει μακρυά και να μην την πάρει πίσω αμέσως. Τοίχος.

Α) Θα ζήσει με ό,τι του αναλογεί από ό,τι του έτυχε. Κανείς δεν του υπέγραψε συμβόλαιο πως η ζωή δεν έρχεται τούμπα. Η ανθρώπινη Ιστορία είναι γεμάτη από τέτοιες ανατροπές, και από ανθρώπους που διέπρεψαν στον στίβο της γενναιότητας τρώγοντας ποντίκια. Ζήσε! Βρες τους καινούργιους τρόπους, νοηματοδότησε αλλιώς τη ζωή σου, μην πετάς στα σκουπίδια το πιο μεγάλο δώρο, από δειλία και φόβο. Εύκολο; Το πιο δύσκολο από όλα. Για αυτό μίλησα για γενναιότητα.

Β) Θα παλέψει να τα πάρει όλα πίσω! Δεν θα του αλλάξει κανένας τις προτεραιότητες. Δούλεψε σαν σκυλί τριάντα χρόνια και τα θέλει όλα! Το αμάξι, το σπίτι, την κατανάλωση, την σύνταξη, λεφτά για τα παιδιά του. Δεν θα τον πείσει κανένας εξασφαλισμένος πολιτικός ή τραπεζίτης πως είναι αναγκαίο, για κάποιο “εθνικό συμφέρον”, να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του σαν αρουραίος.

Γ) Θα το δεχτεί ως αναγκαίο κακό για μια καλύτερη ζωή στο μέλλον. Ζούσαμε πέρα από τις δυνατότητές μας, ο τρόπος ζωής μας είχε κακοφορμίσει, σ΄ έναν ανταγωνιστικό κόσμο χρειάζονται “λιγότερα συνθήματα και πιο πολύ δουλειά”

Δ) Από απόγνωση ή από ηρωισμό και πολιτική θέση, μία σφαίρα κι ένα σημείωμα στην πλατεία Συντάγματος.

Η ίδια ιστορία με διαφορετικό τέλος. Διαλέξτε το φινάλε...

Με φθινοπωρινή διάθεση , σήμερα και την μελαγχολία να έχει την τιμητική της...

“Ο πιο επικίνδυνος αριθμός είναι το 2”

Μου το ψιθύρισε μια κυρία από ερτζιανά, για να το θέσω υπ’ όψιν, του απολογισμού μου: «Τo τέλειο άλλοθι. "Δεν έχω ιδέα". "Δεν ξέρω τι μου λες". "Πως το ερμήνευσες έτσι;" Μια βόλτα στο πουθενά κάναμε, εσύ γιατί ζωγράφισες δεσμούς; Ποιος δεσμεύεται σήμερα; Ποιος παίρνει την ευθύνη να έχει συγκάτοικο στο χρόνο του; Ο πιο επικίνδυνος αριθμός είναι πάντα το 2. Πάνε εξήντα πέντε χρόνια που πέθανε ο Αϊνστάιν και το άτομα ακόμα διασπάται.» Το έχω ξανακούσει, πολλές φορές σ’ αυτήν την διαδρομή. Κάθε φορά όμως που μου συμβαίνει είναι σαν να είναι η πρώτη φορά και ενώ η συνέχεια είναι γνωστή, η απώλεια μνήμης σ’ αυτό το χρονικό σημείο ξαναγεννάει την έκπληξη. «Δεν το περίμενα» σιγοψιθυρίζω. Και πώς να το περιμένει κανείς που θέλει να ζήσει. Πώς να προχωρήσεις σ’ αυτήν την ανηφόρα, χωρίς την συμμαχία της ελπίδας, και την απειρία του πρωτάρη; 
Όσο και αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να αντικαταστήσω τις λέξεις, ούτε και τη διάθεση. Είναι και η ζέστη … Μια πραγματικότητα μας σφίγγει καθημερινά όλο και περισσότερο. «Ο ήχος του όπλου, του αυτόχειρα Καρυωτάκη, θα ηχεί πάντα στ' αυτιά των λεπταίσθητων ανθρώπων που έχουν το καταραμένο χάρισμα να μπαινοβγαίνουν στις ζωές των άλλων νοιώθοντας τους». Ακριβώς Κυρία μου. Αυτό που απλά λέμε, «έλα στη θέση μου», και που ελάχιστοι μπορούν να το καταφέρουν ουσιαστικά. Να δουν το έγκαυμα και να νιώσουν τον τρόμο της φωτιάς, να ακούσουν το ουρλιαχτό και να αισθανθούν στο σώμα τους τη βία που υφίσταται ο άλλος. Δεν μιλώ μεταφυσικά ούτε μεταφορικά. Είναι λέω παιχνίδια αυτά του μυαλού και της καρδιάς που σε κρατούν μετέωρο ανάμεσα στους δύο κόσμους, έτσι που και ο θεός να διστάζει και ο διάβολος να έχει αμφιβολίες για πάρτη σου. Για το καλοκαίρι που φεύγει, για τα καλοκαίρια που πέρασαν, γι’ αυτά που περιμένουμε...

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...