Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

Πώς να αντέξεις αν δεν φύγεις


Λόγος αφαιρετικός όχι από τσιγκουνιά. Από ανάγκη να πούμε περισσότερα. 
Όταν δεν έχω τι να γράψω γυρίζω πίσω, σε κείμενα που έγραψα πριν πολλά χρόνια. Είναι σαν να τα είχα γράψει χθές, δεν ήταν τα κείμενα μου διαχρονικά, διαχρονικά ήταν τα χάλια μας.
Ότι αισιόδοξο και να γράψω, ένα πεσιμιστής με περιμένει στη γωνία. Θα μου πείτε γιατί ξανακύλησα στα ίδια, κλείνομαι στη κιβωτό μου, γιατί βαριέμαι. Βαριέμαι να πολεμάω τη δεξιά εξουσία. Βαριέμαι τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια ψέματα τις ίδιες συμπεριφορές, τη μιζέρια, την έλλειψη φαντασίας, τη διαπλοκή. Tο έχω δει χίλιες φορές το έργο. Στη κιβωτό είμαι χρήσιμος νοιώθω δημιουργικός, ξεπερνάω τη σκέψη μου και πολλές φορές τον εαυτό μου. Απολαμβάνω την ειρήνη και ας βρίσκομαι σε πόλεμο. Το καλοκαίρι φεύγει και δεν χρειάζεται να προσθέτουμε και άλλο βάρος «Ότι χάθηκε, χάθηκε, δεν ωφελεί να το μνημονεύουμε. Μια ματιά πίσω μπορεί να φέρει ανταρσία, να ξεσηκωθεί η καρδιά και να γυρέψει τα δίκια της».
Ξεκίνησα με λόγο αφαιρετικό Δεν μπορώ να φανταστώ το κόσμο χωρίς τους ποιητές. Τι να γράψω εγώ για τον Τάσο Λειβαδίτη; Μόνο να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου.
«…η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο
…κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο ένας τον άλλο…
Όσο μπορώ προσπαθώ, να χρωματίσω λίγο τις μέρες μας τις μαύρες. Κάθε μέρα κι ένα σενάριο καταστροφής παραλύει την ραχοκοκκαλιά μας. Πώς να αντέξεις, αν δεν φύγεις. Πως να αντέξεις αν δεν ονειρευτείς. Πώς να κρατηθείς αν δεν επαναφέρεις τα παιδικά σου «Θέλω» και δεν βάλεις πλώρη για τα ανεκπλήρωτα;



Υποκριτές

Όταν επιστρατεύεται ο φόβος, για να πνίξει κάθε αντίσταση, δεν είναι που δεν έχω τι να γράψω. Είναι που αηδιάζω να ακούω, αυτούς που δε ξέρουν πώς να πεθάνουν, γαντζωμένοι, σε ό,τι τους έχει απομείνει, να σπέρνουν φόβο, με φτηνά επιχειρήματα, επικαλούμενοι τη σωτηρία του Λαού, για να γλιτώσουν το τομάρι τους. Υποκριτές!
 Όσο και αν προσπάθησα δεν κατάφερα να διαχειριστώ το θυμό μου, αυτή την περίοδο. Δεν άντεξα να βλέπω αυτές τις φιγούρες, του παλαιού πολιτικού συστήματος, που ευθύνονται για την καταστροφή, να μου κουνούν το δάκτυλο. Σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, πριν το σύστημα χάσει τον έλεγχο, κάναμε λόγο για απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών, για τακτικές που δεν συνάδουν με τη δημοκρατική λειτουργία, για μέσα που αγιάζονται από το σκοπό, μέχρι που μας έγιναν συνήθεια. Εκπαιδευτήκαμε στο αίμα και στο ψέμα. Τα λέγαμε, τα γράφαμε, σαν παρατήρηση, σαν υποσημείωση, χωρίς όμως ποτέ να υπολογίσουμε το χρόνο, όταν επιχειρηματολογούσαμε για την καταστροφή. Για να είμαι πιο ακριβής, αυτός ο χρόνος φάνταζε μακρινός και μέχρι τότε ευελπιστούσαμε. Δεν ήταν…

Μισή ώρα πριν και μόνο μια λέξη

Όλα τα τελευταία μηνύματα δε δίνουν καμιά ελπίδα αισιοδοξίας. Λιώνουν οι πάγοι και η θερμοκρασία ανεβαίνει. Καζάνι ο πλανήτης με το νερό έτοιμο να πάρει βράση. Όλο και λιγότεροι πλουτίζουν όλο και περισσότεροι περνούν το κατώφλι της φτώχειας.
Και εκεί που είσαι έτοιμος να κτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο, έρχονται δυο στάλες λέξεις και ξαφνικά καταλαβαίνεις γιατί σε σε κάθε λίμνη, ολόκληρη, η σελήνη λάμπει. Λάμπει γιατί ζει ψηλά.
Μισή ώρα πριν, αν οι δρόμο είχαν συνεννοηθεί και οι παράλληλοι, προσποιούνταν ότι τέμνονται, θα είχα ξεφορτωθεί, αυτό το βάρος. Μισή ώρα πριν και μόνο μια λέξη.
Πώς να αντλήσεις αισιοδοξία από τα καμένα; Τα καμένα χαρτιά δεν ανακυκλώνονται πλέον. Να τ’αλλάξουμε όλα η ευχή, και το εύλογο ερώτημα είναι, ποίοι είναι αυτοί που πραγματικά μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο. Αυτοί που κατά καιρούς το πέτυχαν, βρίσκονται στο πάνθεον της ιστορίας, αυτοί που σήμερα ευαγγελίζονται τις αλλαγές, η ιστορία δεν θα ασχοληθεί μαζί τους.
Στις σημερινές διεργασίες, που έχουν αναπτυχθεί σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, θέλω να ξεχωρίσω κάποιους, που από την φύση τους και την ιδιοσυγκρασία τους, δεν μένουν στάσιμοι. Είναι αυτοί, που ο αυθορμητισμός τους, τους οδηγεί σε μια συγκεκριμένη στάση, αποτέλεσμα ιδεαλιστικών κινήτρων. Αυτοί οι πολίτες που δεν τα πάνε καλά με τα μαθηματικά, που στη ζωή τους δεν έμαθαν να υπολογίζουν και να αποβλέπουν, που δεν έμαθαν να συναλλάσσονται και να επιδιώκουν ανταλλάγματα, αυτοί οι ασταθείς πολίτες, που διαθέτουν φαντασία και όραμα μπορούν σε μια δεδομένη στιγμή να κάνουν την διαφορά.
Η κοινωνία μας έχει κατακλυσθεί από μέτριους λογιστάκους, κακούς διαχειριστές κοινοχρήστων, φτηνούς διεκδικητές συμφερόντων, ισορροπιστές και γεφυροποιούς, συντηρητικούς και αδέξιους υπαλλήλους της εξουσίας. Μέσα σ’ αυτό το χλωμό τοπίο οι αυτόφωτοι απρόβλεπτοι, ρομαντικοί κρατούν μια σπίθα αναμμένη, που μπορεί όταν δοθεί η ευκαιρία να πυροδοτήσει εξελίξεις που σήμερα φαντάζουν μακρινές.

Πολλά λόγια λίγη ζωή

Δεν θέλω να γράφω, χρησιμοποιώντας την ευκολία που μου προσφέρει η επιφάνεια. Δεν θέλω να γράψω αυτά που μου υπαγορεύει ο μικρόκοσμος, που ζω. Θέλω να γράψω από εκεί ψηλά, που ίσα - ίσα τον διακρίνω. Να γράψω λίγες λέξεις, που δεν θα υπαγορεύονται από θυμούς, απογοητεύσεις, προσωπικές πικρίες. Λίγες λέξεις που φυτρώνουν αυθαίρετα τη στιγμή που σκέφτεσαι να αγαπήσεις τα πάντα και όλους.
Φυσικά και δεν είναι όλα μαύρα ή άσπρα, όμως το γκρι δεν το συζητάω, το μαύρο είναι εύκολο και το παίζεις στάνταρ, στο άσπρο σε θέλω. Γιατί το μαύρο, που με τόση ευκολία μας εξαιρεί από το κάδρο, πυροβολεί κατά ριπάς για να του σηκώσουν τον αντίχειρα επιβράβευσης. Πίσω από το ράσο της σοβαροφάνειας μπορεί να κρύβει ένα τίποτα. ”μπορεί να είναι απλά μια νεύρωση, μια λευκή πετσέτα, ένας άκυρος τρόπος να υπάρχεις και να τραβάς την προσοχή. Πολλά λόγια λίγη ζωή, γράφει ο Οδυσσέας Ιωάννου ενώ το άσπρο...
“Το άσπρο είναι σημάδια από τιραντάκια. Είναι τα δευτερόλεπτα που αντέχεις κάτω από το νερό, τα κακά νέα που βγάζουν το σκασμό για λίγο, τα γέλια και οι κουβέντες, όλη η παλέτα των ηδονών που είναι η μοναδική έως τώρα αποδεδειγμένη ανταμοιβή μας για το ότι δεχόμαστε να ζούμε και δεν τινάζουμε τα μυαλά μας στον αέρα.
Και γενικά οτιδήποτε μπορεί να γίνει πάνω σε ένα κρεβάτι και γύρω από ένα τραπέζι...”

Είναι Ιούλιος μη μας το χαλάς...


Το κάνω πάντα, μπουχτίζω από τα δικά μου κείμενα και σταματάω. Και να έχω κάτι να πω δε θέλω. Φτάνει πια λέω. Όπως μιλάς για τις εμμονές των άλλων, έτσι θα λένε και για σένα. Αλήθειες είναι αυτά που γράφεις, στις μέρες μας όμως, άλλα έχουμε ανάγκη. Είναι Ιούλιος, μη μας το χαλάς. Κάτι πιο ανάλαφρο, πιο δροσερό, με μια δόση αλκοόλ να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Ας βιώσουμε το απόλυτο παρόν στην εφήμερη άχρονη και ακόρεστη σχισμή του πόθου. Κανένα σχέδιο κανένας ορίζοντας , καμία ψευδαίσθηση. Στα άσπρα σεντόνια η Βασιλική, πήρε την κόκκινη κορδέλα της και την έριξε σε ένα κορμί που καίει “Ας προχωρήσουμε εκεί που δεν βλέπουμε. 

Στο θολό και έρημο τοπίο μιας επιλογής γενετήσιας και υπόδουλης σε όποιο πάθος μπορεί ένας άνθρωπος πάνω του να κουβαλά, γιατί τούτο το ένστικτο δεν είναι γεννημένος οδηγός. Δεν έχει δρόμο. Δεν έχει παρελθόν, μέλλον. Μόνο παρόν. Μόνο στιγμές. Τυλιγμένες σε κόκκινες κορδέλες. Για να τονίζουν το πάθος. Για να υπογραμμίζουν τον πόθο. Για να επιλέγονται χωρίς προφάσεις. Έντονο χρώμα για έντονες παύσεις. Κάπου εκεί ανάμεσα στα κορμιά.” Άλλωστε ο διακαής πόθος της ανθρωπότητας, η καημενούλα η συνουσία, αυτή είναι η μόνη υπεύθυνη για τις πόλεις και τους πολιτισμούς, για τους πολέμους και την ειρήνη για την ποίηση και την λογοτεχνία. Για μένα που κάθομαι ντάλα μεσημέρι με τον υδράργυρο να κτυπάει κόκκινο να γράφω. Και ότι σας έχω πει κατά καιρούς προφάσεις εν αμαρτία. Αυτό το ένστικτο είναι υπεύθυνο. Ακόμα και γι’ αυτούς που δεν το ξέρουν. Η έλλειψη της μπορεί να φέρει δεινά, σαν αυτά που βιώνει σήμερα η χώρα.
Πως τους κόβετε; Πηδούν αρκετά; «Και σε ποιον δεν θα άρεσε να πει σε ένα τουρίστα από άλλον γαλαξία», γράφει ο Μπαρθ «στον πλανήτη μας κύριε, τα αρσενικά ζευγαρώνουν με τα θηλυκά. Επιπλέον απολαμβάνουν το ζευγάρωμα . Αλλά για πολλούς και διάφορους λόγους, δεν μπορούν, να το κάνουν όποτε, όπου και με όποιον θέλουν. Εξού και όλο αυτό το τρεχαλητό που παρατηρείς. Εξού ο κόσμος». Πολύ θεραπευτική άποψη!
Και ο αγαπημένος μου Βασίλης Αλεξάκης, εκεί εστίασε το πρόβλημα. Τρεις μήνες έκανε να γράψει τον πρόλογο στο βιβλίο «τα κορίτσια του Σιτυ μπουμ μπουμ».
« Να σας πω το πρόβλημα μου; Δεν γαμάω αρκετά! Σχεδόν καθόλου! Ονειρεύομαι να κάνω έρωτα μ’ ένα σωρό γυναίκες: με τη γειτόνισσα του επάνω ορόφου και με τη φίλη της, που είναι και οι δύο παντρεμένες, με τη γυναίκα του αρχισυντάκτη μου, μια μελαχρινή με γαμψή μύτη (έχω την εντύπωση ότι αρέσω περισσότερο στις γυναίκες που έχουν γαμψή μύτη), με τη σερβιτόρα ενός μπαρ, που βρίσκεται κοντά σ’ έναν παλιό εκδοτικό οίκο, με την Βαρβάρα Πέτροβνα, με τη μνηστή του σούπερμαν, με τη μαρκησία των αγγέλων, με την Νίκη της Σαμοθράκης, με την εκφωνήτρια του αεροδρομίου του Ορλύ, με την θαμμένη ζωντανή, με την κυρία Ρενό, τη δεσποινίδα Χέννινγκερ, με τα κορίτσια του Σιτυ Μπουμ Μπουμ…»
Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί, που σήμερα μας εξουσιάζουν ντόπιοι και ξένοι, δεν ονειρεύονται δεν φτάνει το μυαλό τους μέχρι την εκφωνήτρια του αεροδρομίου του Ορλύ. Λειτουργώντας πεζά κατ’ εντολή του γενετήσιου Ενστίκτου, πηδούν ένα ολόκληρο λαό, όχι όμως με τα δικά τους «προσόντα» αλλά με τα απαραίτητα βοηθήματα…
Θα συνεχίσουμε να κτίζουμε πόλεις, στηριζόμενοι πάντα στο βασικό ένστικτο. Στηριζόμενοι στη διαβεβαίωση που μας νανουρίζει. Στη διαβεβαίωση που μας διώχνει κάθε ενοχή, «όλα για τον έρωτα για τα βράδια τα αξημέρωτα»
Θα συνεχίσουμε τυλίγοντας σε μια κόλα χαρτί, όλα αυτά τα ασήμαντα που μας φοβίζουν. Αυτή η συναλλαγή δεν έχει το χρώμα του χρήματος. Δεν έχει κομμάτια από την καθημερινότητα που μας λερώνει. Έχει τις καλά φυλαγμένες λέξεις των υπογείων του μυαλού μας, που μπορούν να αποδώσουν το νόημα των αποθεμάτων της ψυχής. Η αριθμητική απαραίτητη για να καταδείξει το περίσσευμα σε όλο του το μεγαλείο. Της ψυχής!
«Ο έρωτα αγαπάει τους ανθρώπους πιο πολύ από όλους τους θεούς» γράφει στο «Συμπόσιον» ο Πλάτωνας. Με έρωτα, που όλα τα κακά σκορπά και δεν είναι λίγα στις μέρες μας θα πάρουμε τις απαραίτητες αναπνοές.
Από εκεί θα ξεκινήσουμε, από εκεί που φωτίσαμε τον κόσμο και ας έχει βαλθεί ο κόσμος σήμερα να μας κατασπαράξει.

Μη δίνετε σημασία

Ζέστη και υγρασία. Φονικός συνδυασμός! Μη δίνετε σημασία.Οι διεκδικήσεις που επανέρχονται στο προσκήνιο, στην εποχή μας την άκρως βιαστική, δεν ζητούν ούτε ένα ευρώ, μόνο χρόνο, πολύ χρόνο
Για άλλη μια φορά άφησα, τους δικούς μου φόβους, για να μπω στους φόβους των άλλων, όμως άλλαξαν οι εποχές. Μεγάλωσαν!Κάποιοι μου λένε πως δεν έχω φιλοδοξίες. Έχουνε δίκιο, η μόνη φιλοδοξία μου είναι, να μην είμαι απολύτως τίποτα. Σ’ αυτό το δρόμο θα συνεχίσουμε με την ελπίδα να καταφέρουμε «Κάτι».
Είναι μια μέρα που κυλάει σαν νερό. Είναι μια μέρα σαν αιώνας, από εκείνες με τις τεράστιες, ρωγμές που ή στα προσφέρουν όλα, ή στα αρπάζουν όλα. Θεατής του σύμπαντος κόσμου για μια στιγμή και αμέσως μετά, πάει την έχασες εκείνη την πανοραμική θέα. Ευχή και κατάρα μαζί.
Τα σημάδια που αφήνω σ’ αυτή τη διαδρομή, είναι υποσχέσεις επιστροφής. Ημιτελείς σκέψεις, που χρειάζονται συμπλήρωμα. Κάποιες, δεν θα ολοκληρωθούν ποτέ. Και δεν θα ολοκληρωθούν γιατί ενώ φτάνεις στον επίλογο, και είσαι έτοιμος να μαζέψεις μολύβια και χαρτιά, μια αναπάντεχη λέξη έρχεται να σου υπενθυμίσει, ότι αυτό που εσύ νομίζεις τέλος είναι ακόμα μια αρχή. Και πάλι απ’ την αρχή
Έχει δρόμο μέχρι το μεγάλο θυμό και ο χρόνος ο απαραίτητος, που ξέρεις, μπορεί να μας ξεφουσκώσει τα λάστιχα και να βρεθούμε κάπου στο πουθενά.
Ύστερα να μετράω ζωές που έζησα, μέσα από τις ζωές των άλλων.
Τίποτα δεν νοιώθω δικό μου απόψε.
Είναι από τις μέρες που δεν γράφεις για κανέναν και όμως υπάρχει η βεβαιότητα ότι μέσα απ’ αυτές τις μπερδεμένες λέξεις, κάποιοι θα νοιώσουν το δικό τους αίμα να τις διαπερνά, είναι αυτοί που εύκολα θα τις ξεμπερδέψουν.
Θα μπερδέψω τις λέξεις για να τις βάλουν στη σειρά τα άλλα χέρια, που περιμένουν κοιτάζοντας στον ουρανό τα σήματα καπνού από το δικό μου χέρι
Η κατάληξη σχεδόν πάντα η ίδια λες και την καθορίζουμε, αισθανόμαστε την ήττα μέσα από την γενναιότητα. Όμορφοι και ηττημένοι, γιατί πως αλλιώς θα κερδίζαμε τον σεβασμό αλλά κι το φόβο, «…γιατί τίποτα σπουδαίο χωρίς το αίμα του, τίποτα μεγάλο χωρίς το νεκρό του…»

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...