Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

“Τα τραίνα που φύγαν και αγάπες μου πήρανε”

Τι το θυμήθηκα... Αυτές τις μέρες τα έχω βάλει με τη μνήμη μου. Αναρωτιέμαι γιατί μου έφερε στο προσκήνιο αυτό και όχι κάποιο άλλο.

Οι αϋπνίες, μου έχουν τσακίσει το σύστημα . Θέλω να βουλιάξω σε αναισθησία, σε απάθεια, στο κενό. Κάνω νευρικές βόλτες και το σπίτι μου φαίνεται μικρό.
Θα βγω έξω.
Η μνήμη μου, δεν έχει συγκρατήσει σπουδαία πράγματα, παρ΄ όλα αυτά, εκείνα που θυμάται τ' ακολουθώ , με σπρώχνουν προς τα πίσω, με οδηγούν στην αρχή, όπως στο “φιδάκι” εκείνο το παιδικό παιγνίδι με τα σκαμπανεβάσματα . Αυτό είναι ο δράστης. Έφτασα κοντά στο τέρμα και με περίμενε, έτοιμο να με καταβροχθίσει . Με έφτασε στην ουρά . Τρεις σκάλες αποδείχτηκαν λίγες. Τσάμπα τις ανέβηκα.
Η τεμπέλα μνήμη δείχνει την προκοπή της σήμερα. Οκτώβριος. Υπήρξαν στιγμές που δεν ήθελα να τις θυμάμαι, ευτυχώς που το μυαλό μου τις περισσότερες φορές υπήρξε συνεργάσιμο.
Ξεφυλλίζω άλμπουμ, παλιών φωτογραφιών, παλιές ατζέντες , δυσδιάκριτες σημειώσεις , προκαλώντας τον Οκτώβρη να μου φέρει ενώπιόν μου, το γεμάτο συρτάρι του αρχείου του.
Ταξιδεύω σε μέρες εκλογών 1974, 1977, 1981. Χάνομαι μέσα σε μεγάλες πολιτικές συγκεντρώσεις, δυναμικές κινητοποιήσεις. Οι στόχοι δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Απογοήτευση!
Η σημερινή σκληρή πραγματικότητα βράχος. Οι μνήμες εξασθενημένες ωχριούν μπροστά σε τούτο το χαμόγελο διαρκείας της εξουσίας. Να υποστώ αυτήν την κατάσταση ή να την διαμορφώσω; Με ενοχλεί πολύ η ιδέα ότι μπορώ να πεθάνω εν αγνοία μου.
Το πρώτο πρόσωπο είναι δικό μου και δικό σας. Προσπαθώ να το ξεγυμνώσω. Σαν μια επιστολή του Μαγιακόφσκι στην Λίλιαν Μπρικ.
Μπορεί να είστε συνένοχοι σ΄ αυτές τις συνωμοσίες, ο κύριος ένοχος όμως είναι ο εαυτός μου. Σ΄ αυτόν πρωτίστως απευθύνομαι . Αναζητώ την ηρεμία στα γραπτά . Κάθε μέρα υπογράφω πρωτόκολλο ειρήνης . Τελεσίγραφο ανακωχής μαζί μου.
Ταραγμένο καλοκαίρι του 1974. Μεταπολίτευση. Είμαστε παιδιά , αλλά έπρεπε να αποκτήσουμε γρήγορα γνώσεις.
Στο πρώτο εκθεσιακό σαλόνι κομμάτων, είχαμε θαμπωθεί από τα καινούργια μοντέλα. Δεν ήξερα τι να διαλέξω, με τράβηξε το κόκκινο . Πέρασα μαζί του τα πρώτα χρόνια, πάνω του έμαθα να οδηγώ. Κάποτε άρχισα να μεγαλώνω. Όλα εκείνα τα απίθανα γυαλιστερά μοντέλα δεν έχουν θέση ούτε στο μουσείο. Το Κόκκινο έμεινε να κυνηγάει φαντάσματα, το Πράσινο μπερδεύτηκε με το Μπλε, Το Μπλε με το Μαύρο. Οι ενδιάμεσες αποχρώσεις, έγιναν οι πενήντα αποχρώσεις του Γκρι και εγώ έμεινα να κυνηγάω... “ τα τραίνα που φύγαν και αγάπες μου πήρανε”. 

Πόσο αδύναμοι...

Είναι παράξενο, με μεταφέρει σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Περπατάω μέσα στο κόσμο και ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι φοράμε όλοι μάσκες. Τρόμαξα. Έτρεξα στο σπίτι μου. Έβγαλα τη μάσκα. Βγήκα στο μπαλκόνι, άφησα πίσω μου τους ανθρώπους με τις μάσκες μαζί και μένα με τη μάσκα.

Τώρα όλα είναι κανονικά. Αναμφίβολα έχουμε φθινόπωρο.

Με αρέσουν τα αργόσυρτα φθινοπωρινά βράδια. Η ησυχία της πόλης και προπαντός η ησυχία που η αντίθεση κάνει ακόμα εντονότερη, στα μέρη εκείνα που την ημέρα σφύζουν από θόρυβο.
Γύρισα πίσω στις πρώτες μέρες τις πανδημίας. Εκεί είμαστε ακόμη.
Ένας μικρός ιός, αόρατος δια γυμνού οφθαλμού, αρκούσε για να πατήσει, απότομο φρένο η υφήλιος. Όλα αναβάλλονται, όλα αναστέλλονται, χωρίς χρονικό ορίζοντα. Και εκείνα τα μεγαλεπήβολα σχέδια με αυστηρά χρονοδιάγραμμα, θα πάνε πίσω, πόσο πίσω; Ο κορωνοϊός ξέρει. Πόσο αδύναμοι μπροστά στη φύση. Πόσο πιο μικροί από τον αόρατο δια γυμνού οφθαλμού εχθρό.
Είμαστε σε θάλασσα τώρα, φουρτουνιασμένη. Όλες οι καταιγίδες, σαν μία, μας δέρνουν. Αδύνατον να προβάλλεις το παρόν στο κοντινό μέλλον, αδύνατον να χρησιμοποιήσουμε την έως τώρα εμπειρία για να σχηματίσουμε το αύριο. Η πανδημία τ’ αλλάζει όλα, αιωρούμαστε στο κενό, δεν ξέρουμε που να πατήσουμε, στεκόμαστε όλοι στο ένα πόδι, σε ασταθή ισορροπία, αβέβαιοι και ετοιμόρροποι.
Οι βεβαιότητες για ανέφελο και λαμπρό μέλλον έχουν εξατμιστεί. Τώρα διψάμε για ζωή και είμαστε έτοιμοι πλέον να ξεθάψουμε τις ξεχασμένες δυνάμεις, τα χαμένα αισθήματα. Στα χείλη μας ξανάρχονται οι άγνωστες λέξεις…συντροφικότητα, αλληλεγγύη, συλλογικότητα, έγνοια, φίλος παλιός.
«Της Τέχνης της πιστής δώρα πιστά» αναζητεί ο Καβάφης... τέτοια κι εμείς.
Νιώθουμε ότι τίποτε δεν είναι ίδιο πια, με αυτό που ξέραμε, είμαστε απορημένοι, πολύ φοβισμένοι, τόσο που να περιμένουμε τα πάντα, ακόμη και τα χειρότερα.
Η πρόσκρουση στον πάτο θα είναι ανακουφιστική, θα τερματίσει το φόβο και την απόγνωση, θα σημάνει επανέναρξη.
Ίσως να χρειαζόμαστε αυτό που ζούμε για να δούμε με άλλη ματιά το χρόνο, που τον ξοδεύαμε στη διαρκή ανάπτυξη, και στην συσσώρευση πλούτου. Ο δολοφονικός ιός μας προσφέρει μια βαθύτερη επίγνωση του χρόνου, γιατί ο χρόνος σπαταλιέται μόνο όταν δεν το ζεις απόλυτα, με ό,τι έχεις, αλλιώς η ζωή, ξοδεύεται και καίγεται

Το “ψέμα” παραμένει αξία σταθερή

Η σημερινή εικόνα δεν εμπνέει καμία αισιοδοξία. Επικοινωνιακά τερτίπια άθλιας αισθητικής, που υπερβαίνουν την ουσία, επιχειρούν να ρίξουν στάχτη στα μάτια σε ένα Λαό φτωχό, πληγωμένο και ταπεινωμένο.


Ο χρόνος αλλάζει, ο κόσμος αλλάζει, οι πολιτικοί εκεί, καθηλωμένοι στην παράδοση. Ακόμα και σ΄ αυτήν την περίοδο της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης το “ψέμα” παραμένει αξία σταθερή.
Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν”. Και χειρότερα. Όποιος δεν άντεξε ν' ακολουθήσει τη φωτοτυπία της μεταπολίτευσης, ή έφυγε νωρίς ή μπήκε στο ψυγείο.
Κάποτε θα μας πούνε την αλήθεια. Θα μας πούνε την αλήθεια, όταν οι τεθλασμένες γίνουν ευθείες, όταν οι δείκτες μηδενιστούν, σταματήσουν οι χτύποι της καρδιάς και δεν θα υπάρχει πλέον τίποτα να αρπάξουν. Δεν θα ανατρέξουμε στο παρελθόν. «Μας είπαν ψέματα πολλά», τόσα, που μας οδήγησαν να ψάχνουμε την αλήθεια, στις απέναντι όχθες, να κάνουμε την κατάφαση άρνηση και αντιθέτως. Όλη η περίοδος της μεταπολίτευσης ήταν ένα μεγάλο ψέμα, Οι όποιες αναφορές, στα ψέματα που προηγήθηκαν, καταντούν κουραστικές. Ακόμα και αυτές, της “ αριστεράς” που βρέθηκε για λίγο στην εξουσία, δεν είναι άξιες υπενθύμισης.
Άνοιξα το παράθυρο, για να μ’ ακούσει το μέλλον: Τίναξα από τα μάτια μου τη χρυσόσκονη για να μπορέσω να δω και πίσω απ' τη βιτρίνα.
Η εποχή, μας θέλει καθιστούς και ακίνητους μπροστά στην τηλεόραση, μας θέλει αραχνιασμένους και κλινικά νεκρούς, να δουλεύουμε να πληρώνουμε, να ψηφίζουμε. Μας θέλει με τις λιγότερες δυνατόν κινήσεις.
Η ανάγκη θα μας οργανώσει και πάλι. Ο χρόνος θα κυλήσει στην ώρα του, θα αρχίσει να μετράει κανονικά και οι εικόνες θα έχουν διαπεραστικά χρώματα. Τον κρατάω τον χρόνο εδώ φυλακισμένο, μην αναλωθεί άσκοπα σε τούτο το βαθύγκριζο τοπίο.
Να σηκωθούμε επιτέλους όρθιοι να περπατήσουμε, αυτό από μόνο του σήμερα, αποτελεί πράξη αντίστασης, μπορεί βέβαια να μην είναι κατά της αρχής, σίγουρα όμως είναι κατά του τέλους μας. 

Είναι άνθρωποι μισοί

Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι του πάθους. Μ’ αρέσουν αυτοί που φτάνουν στα άκρα. Απεχθάνομαι τη χρυσή τομή. Στην διάρκειά της, γίνεται λοβοτομή. Δεν είναι το μυαλό, δεν είναι ο τρόπος ,δεν είναι η λογική, δεν είναι η τεχνική, δεν είναι η τακτική. Είναι η Ψυχή.




Κάθε προσπάθεια, που δεν διέπεται από ένα ισχυρό πάθος, παίρνει εύκολα τους τρόπους των άλλων, όπως τα ψάρια που παίρνουν το χρώμα του περιβάλλοντός τους για να διασωθούν. Και ο άνθρωπος που δεν καθοδηγείται από μέσα του, βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κόσμους, μετέωρος, ικανός για τα πιο αντίθετα πράγματα, μανιακός για κάτι όσο και αδιάφορος, μα πάνω απ’ όλα ανασφαλής. Πιστεύει ότι η αποδοχή, του προσφέρει εκείνο που δεν έχει.
Δεν ανήκει σε αυτό ακριβώς ή σε εκείνο, δεν είναι αυτό ή εκείνο, αλλά κάτι ανάμεσα. Όλα είναι ζήτημα στυλ. Αυτοί δεν το γνωρίζουν. Η εικόνα τους είναι ένα συνονθύλευμα ξένων τρόπων. Είναι άνθρωποι μισοί, αφού στην προσπάθεια τους να τρυγήσουν αυτό που τους ικανοποιεί, όπως γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης, “δεν ξέρουν να συνδέσουν τον ήλιο με την βροχή, τη χαρά της ηδονή με την συνακόλουθη λύπη, ούτε βέβαια τις περιπαθείς φιλίες με την ανεξήγητη έχθρα που ακολουθεί. Γι’ αυτό άλλωστε μπροστά στο χρόνο παραμένουν άποροι και αμήχανοι”.
Θα τους βρίσκουμε πάντα μπροστά μας. “Δεν μπορούν να αποσυρθούν γιατί, κατά την κρίση τους, απουσία σημαίνει θάνατος. Κι όμως μόνο ό,τι αποσύρεται στη φύση του μπορεί να επανέλθει με φιλοδοξίες.
Οι “ανάμεσα” περιμένουν πάντα το νεύμα που θα τους δείξει τη νέα κίνηση, περίπου σαν τα παιδιά που κοιτάζουν τους μεγάλους για να δουν πότε πρέπει να γελάσουν ή να κλάψουν. Αν δεν είχαν ακούσει από άλλους τη λέξη έρωτας, δε θα ερωτεύονταν ποτέ...”
Δε μου αρέσουν οι «ανάμεσα». Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι του πάθους, οι άνθρωποι που φωτίζουν, ακόμα και όταν έχει συννεφιά… 

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...