
Παρακολουθώντας χθες, αυτές τις σουρεαλιστικές εικόνες της κεντρικής πολιτικής σκηνής, θυμήθηκα ένα τραγούδι του Σαββόπουλου.
«Ολαρί - α, ο λα ρά, χιόνι πέφτει από ψηλά χιόνι πέφτει και σκεπάζει την αυλή μας, το μυαλό μου φτερουγίζει μακριά χιόνι πέφτει και σκεπάζει τη σκεπή μας και το άρρωστο σκυλί μας ξεψυχά Ολαρία - ολαρά, μαύρο τύμπανο χτυπά τα παιδιά που αγαπούν τα στρατιωτάκια, τ’ αλογάκια και τα ξύλινα σπαθιά, βρικολάκιασαν σε τούτα τα στιχάκια, έλα μέσα και μίλα πιο σιγά. Ολαρία - ολαρά, δάγκωσε με πιο βαθιά Αχ, ο Όλιβερ Τουίστ χαμογελάει και ο Χίτλερ του χαϊδεύει τα μαλλιά διαμαντένιο δαχτυλίδι του φοράει και πετούν αγκαλιασμένοι μακριά Ολαρία - ολαρά, με σουραύλια και βιολιά θα βρεθούμε όλοι μαζί στο πανηγύρι, θα ‘ναι όλη η παλιά μας συντροφιά και θα πιούμε από το ίδιο το ποτήρι και την πιο πικρή γουλιά Ολαρία - ολαρά, γύρω - γύρω τα παιδιά ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ ένα χίπη, ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη κι η παρθένα με τον σατανά. Όλα είναι μακρινά κι ευτυχισμένα και το χιόνι πέφτει από ψηλά τα ζευγάρια στροβιλίζονται πιο πέρα κι η κοπέλα μου αστράφτει από χαρά».
Από την αρχή της εβδομάδας έκανα απόπειρες, προσγείωσης. Μάταια. Δυσμενείς καιρικές συνθήκες, δεν επέτρεψαν. Ακόμα στον αέρα βολοδέρνω. Η πραγματικότητα από εδώ ψηλά, πολλές φορές φαντάζει αστεία. Βιαστικά μικρά ανθρωπάκια σπρώχνονται για να προφτάσουν, ανάμεσα από σταματημένα μηχανοκίνητα οχήματα, που βλαστημούν την ώρα και στιγμή που φτιάχτηκαν με ρόδες και όχι με φτερά.
Καλές οι εναέριες βόλτες στους ενεστώτες, μέλλοντες, αόριστους, παρατατικούς, παρακείμενους και υπερσυντέλικους χρόνους, με την πραγματικότητα να φαντάζει παιγνίδι από εδώ ψηλά, όμως πόσες βόλτες πια…