Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

“Ο ήλιος καταυγάζει ψυχές και αλλάζει διάθεση”


Να σκοτώσω τον Σοπενάουερ που βγαίνει από μέσα μου, έγραψε χθες, κάτω από το κείμενό μου, ένας φίλος. Δίκιο έχει, αν τον είχα θα τον σκότωνα. Δεν το έχω, άπλα προσπαθώ πολλές φορές να βγάλω φως μέσα από το σκοτάδι, να αναδείξω τα καλά μέσα από τα μαύρα, επιδιώκοντας να ανακαλύψω, πότε ζω αληθινά, ευτυχισμένα ή δυστυχισμένα αλλά με τις αισθήσεις μου παρούσες να μου δίνουν έντονα συναισθήματα χαράς και πίκρας. Πραγματικής ζωής δηλαδή. “Εκεί στα σκοτάδια του πάτου, ξαναβρίσκω τον βαθύ χρόνο, τον χρόνο πριν από τον χρόνο, πριν από την πτώση, και αποκαλύπτω τη δυνατότητα να αποκαταστήσω τον ραγισμένο κόσμο μου, να τον επαναφέρω καινούργιο.
Χθες γυρίζοντας από την θάλασσα, ο  ήλιος έβαφε μαγικά τον ουρανό πάνω από το Μύλο, πάνω από την   Πόλη. “Ηλιόβγαλμα και ηλιοβασίλεμα υποστασιώνονται στα μάτια μας με ίδια χρώματα, ίδιες φόρμες, ίδια φευγαλέα δυναμική, ίδιο κέντρισμα να στοχαστείς το χρόνο: στο τέλος η αρχή. Ο ήλιος καταυγάζει ψυχές και αλλάζει διάθεση.”
Μπήκα στο σπίτι. Μέσα από τη γρίλια σχήματα φωτός εξασθενημένα καλωσόριζαν τη σιωπή. Πριν η νύχτα πέσει μπροστά μου, ανασαίνω την συμφωνία όλων των χρωμάτων, την αίθρια σύνθεση του δειλινού.

Τι να φταίει άραγε; Μπορεί να φταίει η μοίρα μας, που διαρκώς αναζητεί τη δυστυχία, άλλωστε τα χωρίς λόγο δάκρυα, από το θάμπος του ήλιου, λίγες στιγμές μας τα χαρίζουν.
Πολλές φορές αισθάνομαι αμήχανα με το πρόσωπο μου γυμνό.
Ο Ζακ Γκενό, ισχυρίζεται ότι ο συγγραφέας αγαπάει τόσο πολύ το άτομό του, ώστε κάθε τι που του συμβαίνει, να το θεωρεί θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος.
Μπορεί ο αναγνώστης να είναι πάντα συνένοχος σ’ αυτές τις συνωμοσίες, κύριος ένοχος όμως είναι ο εαυτός μου, σ΄ αυτόν πρωτίστως απευθύνομαι . Αναζητάω την ηρεμία στο χαρτί. Κάθε μέρα υπογράφω πρωτόκολλο ειρήνης, τελεσίγραφο ανακωχής μαζί μου.
Η αλήθεια είναι ότι μειώνει κανείς τον εαυτό του μιλώντας πολύ γι’ αυτόν, έχει ένα ρίσκο η υπόθεση, ακόμη και όταν γίνομαι επικριτικός μη γελαστείτε, μασκαρεμένοι έπαινοι για μένα είναι.
Που είχαμε μείνει ...
Στο σαλόνι βασίλευε γαλήνη, Γύρισα τη πλάτη, Κοίταξα το μισοφωτισμένο δωμάτιο. Χιλιάδες εικόνες περνούσαν από το μυαλό μου φευγαλέα . Τίποτα δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί. Ήθελα να πω πολλά. Ευτυχώς που είμαι επιρρεπής στις ενοχές. Ανακάτεψα την τράπουλα, έκοψα, με σκοπό να απαλλαγώ απ’ αυτές. Δεν τα κατάφερα για άλλη μια φορά εκτίναξα τα λάθη μου στα ύψη και δεν είπα τίποτα.
Για να μπορείς να μιλάς μάθε να σιωπάς. Στη σιωπή κατοικούν οι λέξεις του ποιητή. Εκεί πλένονται εκεί αρωματίζονται εκεί ντύνονται” Μπροστά σ΄ αυτά τα λόγια του Οκτάβιο Πας, μου φαίνεται ανούσιος ο κόσμος το θεού . Στα βιβλία, στο Θέατρο, στο Σινεμά, στα παραμύθια, κατοικεί ο κόσμος ο πραγματικός, ο κόσμος του συγγραφέα. Που να βρεις έξω τέτοιο κόσμο.
Τώρα οι λέξεις στα σκοτεινά δωμάτια της σιωπής μου έκαναν τις τελευταίες πρόβες. Σε λίγο θα αποτυπώσουν στον υπολογιστή όλα τα παραπάνω.



Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Ακίνητοι και φευγάτοι

Κάποιες στιγμές όταν γυρίζω πίσω, νομίζω ότι έζησα αιώνες και κάποιες άλλες... λες και ήταν χθες.
Τι να σου κάνει και αυτή η μνήμη, όταν τη φορτώνεις με όλες τις ιστορίες που άκουσες. Με όλα τα βιβλία που διάβασες και όλες τις ταινίες που παρακολούθησες.


Αν προσθέσεις τα παραμύθια, που έχουν γαντζωθεί πάνω της από τις μονοψήφιες ηλικίες, τα όνειρα που έζησες στον ύπνο σου ή στο ξύπνιο σου και όλες τις αλήθειες και τα ψέμματα που με τα χρόνια έγιναν ένα, μη περιμένεις σωστούς λογαριασμούς.
Μια μνήμη έχουμε χειμώνα καλοκαίρι, κάποιες στιγμές τα λίγα χρόνια της ζωής μας που προηγήθηκαν, τα μετράει αιώνες και κάποιες άλλες που ξεχνάει το φορτίο στο σπίτι, οι αιώνες γίνονται ώρες. Λες και ήταν χθες.
Ας γυρίσουμε στους Μάηδες που σβήναμε κεριά και ας ζήσουμε και τώρα που δεν σβήνουμε, αυτό που ξέρουμε καλά.
Για το χρόνο και σήμερα, που κάποιοι λένε ότι τρέχει, εμείς όμως εκεί, στάσιμοι, καρφωμένοι στο σημείο που το μυαλό άφησε να το παρασύρουν όλοι οι δυνατοί άνεμοι για να έχει να λέει για τα ταξίδια. Ακίνητοι και φευγάτοι, σε μια λειτουργία αντιστρόφως ανάλογη, από τα βάρη, που καθηλώνουν τα πόδια σε πιο αργό τέμπο. Για τα πόδια ήταν επόμενο, από μικρά μετρούσαν τα βήματα… ένα, δύο, τρία… πενήντα και βάλε, η συμμαχία, με το χρόνο ποτέ δεν βγαίνει σε καλό. Το μυαλό όμως πάντα ασυμβίβαστο, άντε τώρα να το πιάσεις… φορτωμένο με χρήσιμα και άχρηστα, τρέχει με χίλια. Τρέχει και χάνεται …
Σιγά τι είναι τα χρόνια. Αποσυμπιεσμένες στιγμές κατά μια έννοια. Αφού πρέπει να μεγαλώσουμε, ας το κάνουμε με αξιοπρέπεια, άλλωστε όσες φορές προσπάθησα να ξεγελάσω το χρόνο, γελάστηκα. Έρχονται στιγμές μνήμης, που δεν τις αντέχω και όσο δεν τις αντέχω, μέσα τους τρέχω.
«Με απουσίες μετράμε τον χρόνο. Με ονόματα που σβήνουμε. Με φίλους που χάθηκαν, που έγιναν ξένοι, που έφυγαν απ’ τη ζωή τη δική τους και τη δική μας. Με έρωτες που μαράθηκαν, με έρωτες που τελείωσαν άδοξα, με γεγονότα που ξεθώριασαν».
Σιγά σιγά μειώνουμε τις στροφές, κατεβάζουμε ταχύτητες και απολαμβάνουμε τη διαδρομή. Κάθε τόσο η όπισθεν σε πρώτη χρήση, με τα μάτια καρφωμένα σε αυτά που προηγήθηκαν, για να τα βλέπει ο χρόνος και να κάνει πίσω.

Και τίποτα δεν είδαμε...

Όσο μικραίνει ο χρόνος, δυσάρεστες συζητήσεις καλύπτουν πλέον,ένα μεγάλο μέρος των ενδιαφερόντων μας. Ξεκινούν χαλαρά με αναλύσεις αίματος και ούρων, με κάποια προγραμματισμένα τσεκάπ και φτάνουν προοδευτικά στα εγκεφαλικά στις ανακοπές, στο σάκχαρο, που δεν πρόσεξε, μέχρι που φτάνουν να ξεθάψουν κάποιους γνωστούς συγχωρεμένους.

Ξεκινάω από την πρεσβυωπία και φτάνω να βγάζω τη γλώσσα στο θάνατο σε μια απόπειρα «για να σωπάσουν οι σκιές»
Θυμάστε που έγραψα παλιότερα για τις ευεργετικές επιπτώσεις της πρεσβυωπίας; Ε! λοιπόν αυτή η καλπάζουσα πρεσβυωπία, που λειτουργεί σε αντιστάθμισμα του χρόνου του αδυσώπητου, σβήνει πολλά από τα μελαγχολικά σημάδια του. Αφαιρεί στα δικά μας, στραβά μάτια πολλά χρόνια που μας επιβαρύνουν. Στον καθρέπτη συνεχίζουμε να βλέπουμε, αφού δεν βλέπουμε, καστανά τα γκρίζα μας μαλλιά και χωρίς ίχνος ρυτίδας το αυλακωμένο πρόσωπό μας. Μας ενεργοποιεί τη μνήμη και αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα στην ανηφόρα της ζωής. Στην ανηφόρα; Ποια ανηφόρα, μακάρι να είχε πολλά χιλιόμετρα ακόμα και ας μας δυσκόλευε. Το ευχάριστο είναι ότι το μέγεθος του βαθμού, φτάνει στο σημείο, να συνεχίζουν τα μάτια μας, να βλέπουν ανήφορο τον κατήφορο, που έχει ξεκινήσει. Και προχωράμε και προχωράμε…χωρίς κίνδυνο να γλιστρήσουμε, αφού οι άγιες μέρες της νεότητας μας επανέρχονται στη μνήμη και μας στηρίζουν. Έτσι γλυκά θα βουλιάξουμε χωρίς να το μάθουμε ποτέ. Αυτοί που φεύγουν, από την τσέπη τους δε λείπει το εισιτήριο της επιστροφής και ας μην γυρίσουνε ποτέ...
Ο Σικελιανός επέμενε πως η ζωή δεν είναι παρά «μέγιστη πρόβα θανάτου». Ο Σνάιτερ ότι η γραφή είναι «απόπειρα για να σωπάσουν οι σκιές» και τίποτα δεν μπορεί να γραφτεί «χωρίς φόβο θανάτου».
Ο Εβερετ στην «Αμερικάνικη έρημο» ότι «ο θάνατος είναι ένα σημείο στο χρόνο χωρίς διαστάσεις, χωρίς νόημα, ασήμαντο, αλλά περιέχει όλες στις γνώσεις περί ζωής». Κι ο Μπόρχες υπογράφοντας το ανυπέρβλητο «Τώρα μπορώ να ξεχάσω. Φτάνω στο στόχο μου/ στην άλγεβρά μου, στην κλείδα/ και στον καθρέφτη μου/ Σύντομα θα ξέρω ποιος είμαι» μας προϊδέασε ότι ενδεχομένως τότε και να λύνεται ο γρίφος.
Ο ύψιστος γρίφος ζωής που μας αποκαλύπτεται πια σε μάταιο χρόνο.
Διότι η αναμέτρηση με την απώλεια μπορεί να αποτελεί μέγα γεγονός και αφετηρία για την δημιουργία, αλλά η αναμέτρηση με τον θάνατό σου είναι το μέγιστο. Κι αυτό το αποδεικνύει η ίδια η δημιουργία.
Καθόλου τυχαίο το ότι μεγάλοι συγγραφείς επιλέγουν να αντιμετωπίσουν τον θάνατο μετωπικά λίγο πριν από το τέλος.
Και προχωράμε, σ’ αυτήν τη συναρπαστική διαδρομή, την κατηφόρα, που ευτυχώς δεν βλέπουμε, πάντα με την θεωρία στο τσεπάκι να ντύνει την πράξη, έχοντας κατά νου, ότι ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα…

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...