Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Το παραμιλητό της σιωπής

Μετά το χθεσινό, δεν έχω τι να γράψω και τι να πω. Η αντίσταση στον πόνο κτίζεται με πέτρες σιωπής, όχι για να περάσει, αλλά για να μη δραπετεύσει το μυαλό και το κλάμα το κάνει γέλιο. Έτσι η ζωή συνεχίζεται και κτίζει πάνω στα χαλάσματα, σε μια αέναη διαδικασία, που η ιστορία επαναλαμβάνει.
Δεν γραφώ σήμερα, για να διαβάσετε, δεν γραφώ για να καταλάβετε, σαν άσκηση παραμιλητού, παυσίπονο για τα κακά παιγνίδια που η ζωή σκαρώνει να το εκλάβετε. Είναι το παραμιλητό της σιωπής, σας ορκίζομαι δεν έχω ανοίξει το στόμα μου. Αποτυπωμένη αμηχανία το αποτέλεσμα, όπως η μουτζούρα με εκείνα τα ακανόνιστα σχήματα όταν παιδεύουμε το χαρτί και το μολύβι. Όταν χαμηλώνουμε τα μάτια για να δούμε το αποτέλεσμα, βλέπουμε ένα κόσμο μπερδεμένο, οι γραμμές γίνονται σχήματα κανονικά, παίρνουν μορφές ανθρώπινες γίνονται θάλασσες και στεριές. Γίνονται ιχνογραφίες παιδικές στους διαδρόμους της παιδιατρικής. Αν υπάρχει Θεός, κάπου είναι κρυμμένος. Για να κλάψει. Ή για να ντραπεί. Συγχωρήστε με οι πιστοί αλλά τι άλλο θα μπορούσε να γράψει ο Ρίτσος όταν η μάνα κλαίει πάνω από το σκοτωμένο της παιδί στην απεργία των καπνεργατών Θεσσαλονίκης;

Ω Παναγιά μου, αν ήσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιο μου θάστελνες τoν Άγγελο από πέρα.
Κι, αχ, Θε μου, Θε μου, αν ήσουν Θεός κι αν ήμασταν παιδιά σου
θα πόναγες καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.
Κι αν ήσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.
Γιέ μου, καλά μού τάλεγε το γνωστικό σου αχείλι
κάθε φορά πού ορμήνευε, κάθε φορά πού εμίλει:
Εμείς ταγίζουμε ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κι εμείς ούτ' ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.
Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ' αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.
Αχ, γιέ μου, πια δε μούμεινε καμιά χαρά και πίστη,
και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη.
Και, τώρα, επά σε ποια φωτιά τα χέρια μου θ’ ανοίγω,
τα παγωμένα χέρια μου να τα ζεστάνω λίγο;
Όταν σηκώσεις τα μάτια ψηλά, είναι ο θυμός που σου τα βγάζει, είναι ο Θεός που κρύβεται και σε κάνει να φωνάζεις. Σε ποιο Θεό να το πεις…

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Γιατί;

Όταν η πουτάνα η ζωή τα φέρνει έτσι, και δεν υπάρχει και Θεός να του τα πεις, πας σε χρόνους ανώδυνους προσπαθώντας να σβήσεις ότι αγάπησες εκ των υστερών. Πριν πέντε χρόνια δεν την ήξερα, πριν πέντε χρόνια δεν είχε γεννηθεί. Η προσπάθεια να σβήσεις κάποια χρόνια και να συνεχίσεις από κει που έμεινες, δεν είναι εύκολη, αναγκαία όμως πριν την τρέλα.
Ύστερα και να ζήσει; Σιγά το πράγμα. Στοιβάζεις το ένα πρόβλημα πάνω στο άλλο, αναιρείς τη χαρά ζωής, γιατί δεν σε συμφέρει και λυπάσαι για τη ζωή.
Και αν δεν σου φτάνει λύπη δανείζεσαι για να κτιστεί η λήθη στέρεα και να αντέξεις.
«Παιδί παιδάκι αλλιώτικο, σε λυπάμαι. Θα μεγαλώσεις σε κενό αέρος, θα καείς σαν ίκαρος και θα γεράσεις πολύ γρήγορα. Θα μετράς τα χρόνια με απουσίες, τις απουσίες με κομμάτια από την σάρκα σου, τη σάρκα σου με βαθμούς εγκαυμάτων. Παιδί παιδάκι, αλλιώτικο, μοίρα σου είναι να διασχίζεις τις λεωφόρους του κόσμου αγέρωχο, μιλώντας μόνο σου, ακούγοντας τις λέξεις των άλλων που δεν έχουν μέσα, θα ντύνεσαι τη λύπη τους και θα πίνεις νερό από λίμνες σφαλμάτων. Παιδί παιδάκι αλλιώτικο απ’ τα παιδιά του κόσμου, δεν θα γίνεις πελάτης των Τζάμπο και του Ζαχαριά, δεν θα πιεις καπουτσίνο στα Στάρμπακς και στα Φλοκαφέ, δεν θα οδηγήσεις το 4Χ114 των ονείρων των άλλων. Θα χαθείς μέσα σε σελίδες βιβλίων και σε λέξεις που θα σε προδώσουν. Ο έρωτας σου θα είναι κόκκινος σαν αίμα και σαν φωτιά, η ζωή σου κίτρινη σαν πυρετός και η καρδιά σου τεράστια σαν απορία.»
Γιατί;
Όταν η πουτάνα η ζωή τα φέρνει έτσι, ποιος Θεός και ποιος Διάολος μπορεί ν’ έχει βάλει το χέρι του. Κανένας δεν μπορεί. Γιατί κανένας δεν θα άφηνε τον άλλο. Είναι αυτό που λέμε «δεν το θέλει ούτε ο Θεός ούτε Διάολος», μόνο που δεν είναι τόσο ισχυροί για να το αποτρέψουν.
Όταν η πουτάνα η ζωή τα φέρνει έτσι, τι να πιστέψεις…

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...