Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

Το Πολυτεχνείο είναι κληρονομιά, μιας αιώνιας νιότης

Κάθε που φτάνει αυτή η μέρα, θέλω να γράψω πολλά και τίποτα. Το έχω σκεφτεί πολλές φορές αυτό, πώς τα ίδια εκείνα λόγια, τα ίδια εκείνα συνθήματα, που στη μια γενιά κάνουν τους νέους να ξεσηκώνονται, να επαναστατούν, και να θυσιάζονται, ακούγονται από την επόμενη γενιά ως ενοχλητικά ή ανούσια.


Δεν μηδενίζω τίποτε. Λογαριάζω όμως πόσες φορές εκείνος αγώνας που είχε προμετωπίδα το Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία "δικαιώθηκε". Παράταιρο ακούγεται σήμερα το σύνθημα κι ας είναι όλο και περισσότεροι αυτοί που πένονται, όλο και περισσότεροι οι απαίδευτοι. Όσο για την Ελευθερία, την έχουμε. Στο πληκτρολόγιό μας. Είμαστε παντελώς ελεύθεροι να πληκτρολογούμε κατ' εξακολούθηση εξυπνάδες. «Οθόνες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο της ανεπίγνωστης μοναξιάς!»
«Τρέμω στα αλήθεια. Τρέμω γιατί πλησιάζει πάλι η τρομερή επέτειος της γενιάς μου. Η επέτειος - επαιτεία της μνήμης, η επέτειος - εκβιασμός προς την Ιστορία που κοιτάζει από ψηλά μισογελώντας την εθνική μας «επιχείρηση». Γράφει ο Μάνος Στεφανίδης.
Δυστυχώς το έπος της νεότητάς μας το καταντήσαμε συλλογική ντροπή και εύκολη προπαγάνδα στα χέρια των επιτήδειων.
Ξαναδιαβάζοντας το παρελθόν δεν επιχειρώ να το εξωραΐσω, άλλωστε αυτή η συναναστροφή μαζί του, σε φέρνει σε επαφή με τα πεθαμένα, στην παρούσα φάση όμως, εκθέτοντας τους φόβους μου να δώσω το ανάλογο σχήμα στο παρόν μου.
Το κυκλώνω στη μνήμη μου “σαν αγγελία οικίας οικείας.”
Τα κυκλώνω σαν παρατήρηση κειμένου, σαν υποσημείωση που δεν πρέπει να ξεχαστεί. Με κοκκινίζω για να μη με χάσω.
Η κάθε γενιά έχει το δικό της Πολυτεχνείο. Κάθε γενιά γίνεται θύτης και θύμα ταυτόχρονα. Ας ευχηθούμε να διακοπεί κάποια στιγμή αυτό το γαϊτανάκι της ιστορίας και το νέο Πολυτεχνείο να δικαιώσει τον αγώνα των παιδιών μας. Το «Πολυτεχνείο», όπως και να το κάνουμε θα παραμένει η κορυφαία αντιστασιακή πράξη της γενιάς μου. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι εκείνη η εξέγερση του Νοέμβρη του 1973 σήμανε το τέλος της Χούντας.
Αυτά να θυμόμαστε. Το Πολυτεχνείο λειτουργεί σαν μια κληρονομιά, μιας αιώνιας νιότης.
Στα μάτια των παιδιών διαβάζουμε ποιο πρέπει να είναι το Πολυτεχνείο του σήμερα. Και από τα μάτια αυτά παίρνουμε εντολές και ελπίδα να συνεχίσουμε. Τώρα εμείς και αύριο εκείνα. Για τα δικά τους παιδιά. Για τα παιδιά κάθε εποχής. Για το μέλλον. Για το όνειρο. Για έναν καλύτερο κόσμο.
Οι εξεγερμένοι του 1973, αγόρια και κορίτσια, ήταν σφόδρα ερωτευμένα και ήταν όλοι τους ερωτικοί. Λάτρευαν τη ζωή, ήθελαν να δημιουργήσουν, να ζήσουν ελεύθερα, να εκφράσουν τα νιάτα τους, ν΄ αντιδράσουν στο μαύρο, το συντηρητικό, να βγουν από το επιβεβλημένο αδιέξοδο. Είχαν στόχο και δεν ήταν μηδενιστές. Η αμφισβήτηση τους δεν ήταν αόριστη. Δεν υποστήριζαν την απομάγευση, αλλά επιθυμούσαν να αλλάξουν τον κόσμο.
Ναι, αυτό το Πολυτεχνείο κάθε που κοιτάς τα μάτια των παιδιών ανασταίνεται.

"Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή."
Νικηφόρος Βρεττάκος – Μικρός τύμβος (17 Νοεμβρίου 1973) 

Σε τι κόσμο, μπαμπά, μ' έχεις φέρει να ζήσω

Από το 2019 παρακολουθούσε τους πάντες το επιτελικό κράτος, όπως αποκαλύπτει σήμερα το «Βήμα της Κυριακής». Αυτό βέβαια δεν αποτελεί είδηση. Η είδηση είναι και αυτό θα πρέπει να μας τρομάζει, ότι κανενός το αυτί δεν ιδρώνει. Ούτε και αυτών που βρίσκονται στην λίστα παρακολούθησης. Φαίνεται πως φτιάχνεται ένας καινούργιος κόσμος, με ανοσία σε φαινόμενα σήψης και διαφθοράς. Από το λεξικό άρχισαν να σβήνονται λέξεις, όπως αξιοπρέπεια, ευθιξία, δικαιοσύνη, δημοκρατία, ελευθερία. Προμετωπίδα στην λειτουργιά ενός κράτους η επικοινωνία και πίσω βαθύ έρεβος.

Το ιδεώδες θα ήταν να ζει κανείς σε ένα τόπο, που η εξουσία, να ήταν τόσο συνεπής, ώστε να μην αντιλαμβάνεται την παρουσία της. Θαρρείς σήμερα ότι όλα κινούνται για να υπηρετήσουν με συνέπεια τη βιτρίνα .
Το διάστημα που προηγήθηκε, έφτιαξε συνειδήσεις, εκπαίδευσε συναισθήματα. Μια κοινωνία χωρίς όραμα, χωρίς συμμετοχή, χωρίς δράση, που αρέσκεται να σχολιάζει και κατά βάθος να χαίρεται με τη φωτιά που μας καίει.
Μόνο μέσα σ’ αυτό το κλίμα, μπορούν να ευδοκιμήσουν όλα αυτά που ζούμε σήμερα στην πατρίδας μας. Ποιος τολμούσε πριν λίγα χρόνια να εφαρμόσει τόσα αντιλαϊκά μέτρα με τόση ευχέρεια; Ήταν εύκολο τελικά.
Μέσα από την παθογένεια του μεταπολιτευτικού σκηνικού, η πλειονότητα των πολιτικών μας έχει μάθει να προβάλλει «το φαίνεσθαι πάνω στο είναι». Το κακό σήμερα, παράγινε, οι πολιτικοί συνεπικουρούμενοι από τα ηλεκτρονικά κυρίως μέσα ενημέρωσης, πουλάνε σε απίστευτες δόσεις «αέρα κοπανιστό», να φανεί πως κάτι κάνουν και ας μην κάνουν τίποτα.
Με εννοιολογικά θραύσματα, λαϊκίστικα στερεότυπα, γενικεύσεις αλλά και υπεραπλουστεύσεις, προσπαθούν να δημιουργήσουν μία εικόνα, που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Πως λοιπόν να αντέξεις μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον ψευτιάς και υποκρισίας; Πώς να αντέξεις αν δε συγκρουστείς;
«Σε τι κόσμο, μπαμπά, μ' έχεις φέρει να ζήσω,
με στενεύουν λουριά, πώς να τον συνηθίσω.
Τόσος κόπος γιατί, τόσο αίμα και δάκρυ
να μπορούσα με κάτι να τον κάνω καπνό,
όλα τέλειωσαν πια, όλα πήγαν χαμένα,
ένα μένει σ' εμένα, να του βάλω φωτιά.»

Αυτός είναι ο στίβος πλέον των μαχών της επικοινωνίας

«Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις», τραγουδάει ο Σαββόπουλος.

Οι εποχές έχουν αλλάξει, η δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έχει ξεπεράσει τα παραδοσιακά κέντρα επιρροής, δημιουργώντας ένα καινούργιο περιβάλλον στο χώρο της επικοινωνίας.


Δυνάμεις του κακού και στον παλιό και στο νέον κόσμο . Η διαφορά βρίσκεται στην συμμετοχή και στο νέο κόσμο δεν επιλέγουμε μόνο, έχουμε την δυνατότητα και να συμμετέχουμε.
Δυο κόσμοι και εδώ μέσα, όπως και έξω. Το θέμα είναι σε ποια πλευρά θα βρίσκεσαι. Δεν υπερβάλω και εδώ ένας πόλεμος γίνεται, με τις δυνάμεις του καλού και του κακού να δίνουν κάθε μέρα, κάθε στιγμή, μάχες σκληρές .
Πολλές φορές με την ευκολία που μας προσφέρει το μέσο, χάνουμε τον προσανατολισμό μας και χωρίς να υπάρχει πρόθεση, συντασσόμαστε από εκείνη την πλευρά, που όπως και στον πραγματικό κόσμο μόνο κακό θέλει να κάνει. Φυσικά και δεν διαφωνούμε με το δικαίωμα του καθενός να εκφράζει τη γνώμη του. Διαφωνούμε με την επιπολαιότητα, την προχειρότητα και τη βιασύνη, να γράψει κάτι για να υποστηρίξει ένα μοντέλο επικοινωνίας, που στην ουσία βιάζει την ίδια του την γνώμη. Ακούω σήμερα διαμαρτυρίες. Μα δεν φταίει αυτό καθ’ εαυτό το μέσο, το μέσο μας πάει μπροστά, αλλάζει με τρόπο περισσότερο δημοκρατικό την επικοινωνία. Οι χρήστες δίνουν το τέμπο και διαμορφώνουν το περιβάλλον. Οι χρήστες γίνονται χρήσιμοι ή επικίνδυνοι, το ίδιο όπως και στον έξω κόσμο.
Εδώ μέσα θα μείνω για να πολεμήσω. Εδώ κάθε μέρα μαθαίνω. Μαθαίνω στην πράξη πού κυλάνε τα ρυάκια της επικοινωνίας σήμερα, πώς μεταμορφώνεται το κείμενο από νήμα σε πολύτιμο ύφασμα.
Έχω καταλήξει: το διαδίκτυο με οδηγεί σε δικούς του δρόμους, με βάζει να γράψω διαφορετικά, έχοντας στα χέρια μου ένα οπλοστάσιο πληροφοριών που μου δίνουν την ευχέρεια της υπερκειμενικής γραφής, μου προσθέτει μουσικές, εικόνες και βίντεο, όλα αυτά που ενισχύουν και μεταμορφώνουν τις λέξεις.
Με οδηγεί σε ανθρώπους, ενδιαφέροντες, που τους νιώθω κοντινούς ακόμη κι όταν λείπει η φυσική επαφή.
Προσυπογράφω την εκτίμηση που είχε κάνει ο Νίκος Ξυδάκης σε ένα παλαιότερο κείμενο... «Την ώρα που η γλώσσα της αφήγησης, της κριτικής, του δημόσιου λόγου, ξεψυχάει στα ρηχά των μαζικών μέσων, στον πολτό του λάιφσταϊλ, στη μυρηκαστική πεζογραφία, στην ανία της ακαδημίας, την ίδια ώρα, εκεί, στα εφήμερα κηπάρια του Δικτύου, καλλιεργείται ένα στυλ που είναι προκλητικό, ερεθιστικό του νοός, σαγηνευτικό, τσιτωμένο στα κόκκινα». Μαθαίνω κάθε μέρα εδώ, αυτό κυρίως .
Αυτός είναι ο στίβος πλέον των μαχών της επικοινωνίας. Εδώ μέσα όσο περνάει ο χρόνος, οι δυνάμεις του καλού χρειάζεται να ενισχυθούν και να νικήσουν. Πριν αρχίσουμε τους αφορισμούς, ας διαλέξουμε πλευρά...

Δεν μαγειρεύω για να φάω, αλλά για να φύγω

Η ανάσα της είναι σαν μέλι αρωματισμένο με γαρίφαλο.

Το στόμα της νόστιμο σαν ώριμο μάνγκο.
Το φιλί στην επιδερμίδα της είναι σαν να γεύεσαι λωτό.
Η κοιλότητα του αφαλού της κρύβει μια ποικιλία από μπαχαρικά. Τις ηδονές που βρίσκονται παρακάτω, η γλώσσα τις γνωρίζει, αλλά δεν μπορεί να τις πει.
Σργκαρακαρίκα, Κουμαρανταντάτα (12 αιώνας )



Διάλειμμα ανάσα. Ας μαγειρέψουμε. Όταν μαγειρεύω ξεκουράζομαι. Αυτοί που μαγειρεύουν γιατί γουστάρουν, δεν μπορεί παρά να είναι άνθρωποι ευτυχισμένοι. Δεν μαγειρεύω για να φάω, αλλά για να φύγω. Μαγειρεύω κυρίως για τους άλλους, άλλα η γεύση πρέπει πρώτα εμένα να ενθουσιάζει. Κάποια υλικά που δεν μου αρέσουν, δεν τα χρησιμοποιώ ποτέ. Κάποιες φορές μαγειρεύω και για τραπέζια φανταστικά. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο σαν να είχαμε καθίσει όλοι μαζί στο τραπέζι.
Εδώ πάνω από τις αχνιστές κατσαρόλες μου, νοιώθω την ασφάλεια του παντοτινού. Με συνταγές από τα βάθη του παρελθόντος, ανέπαφες από το χρόνο και με χίλια δύο αρώματα, όπλα που αντέχουν και θα αντέξουν στη μαζική επίθεση των ταχυφαγείων.
Η ηδονή μιας γεύσης συγκεντρώνεται στη γλώσσα και στον ουρανίσκο, αν και συχνά δεν αρχίζει από εκεί, αλλά από τις αναμνήσεις. Είναι δύσκολο να καθορίσεις μια γεύση όσο και μια μυρωδιά. Και τα δύο είναι πνεύματα που έρχονται ακάλεστα για ν’ ανοίξουν ένα παράθυρο στη μνήμη και να μας οδηγήσουν σε ένα ξεχασμένο γεγονός. Πολλές φορές τα νοσταλγούμε αναζητώντας το ερωτικό αποτέλεσμα του παρελθόντος. Πάνε πενήντα χρόνια και ακόμα θυμάμαι τη γεύση από βερμούτ στο πρώτο μου φιλί.

Και τότε ήταν καλύτερα τα πράγματα

Πάλι φθινόπωρο ήταν όταν το έγραψα και τότε, σας το γράφω με σιγουριά, ήταν καλύτερα τα πράγματα.

Έχει και συνέχεια ...Νοέμβρης μήνας, η μοναξιά του, σαν ανήμερο θηρίο και φεύγει μ’ ένα κουρασμένο λεωφορείο. Και ο Νοέμβρης σε μια κοινωνία που έχει ξεχάσει να ζει, γίνεται ακόμα πιο σκληρός σαν τον Απρίλη του 1946 και η ανάγκη ακόμα πιο έντονη για να κάνουμε παρέα. Να ξαναβρεθούμε, για να σταματήσουμε την κούρσα της ανόδου των ποσοστών της κατάθλιψης.
Να σπάσουμε τις γυάλες με τα χρυσόψαρα για να ξαναβρούμε το χαμόγελο της επικοινωνίας, αυτής που δεν χρειάζεται πληκτρολόγιο και κινητά. Αυτής που έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο, με τα μάτια να εγγυώνται την αλήθεια.


Πώς να ονειρευτείς σ’ αυτό το περιβάλλον του αποκλεισμού που δημιουργήσαμε και καυχόμαστε και από πάνω.
"Οι ονειροπόλοι πού ζουν, πού υπάρχουν;" Αναρωτιέται η “φίλη’ μου, στα ραδιοφωνικά της σχόλια. «Εγώ κάτι σώματα σε σχήμα καρέκλας βλέπω, κάτι κεφάλια τετράγωνα με οθόνη TFT και κάτι συνταξιούχους τελειωμένων επαγγελμάτων που περιμένουν τις εκπτώσεις για να ανταλλάξουν τα ευρώ τους με ημέρες ή αν κρατά η τσέπη τους, και εβδομάδες. Τοκισμένα χρόνια βλέπω να βαραίνουν ανήλικους που παραπατάνε στο Ιντερνέτ καφέ και αντί να φιλάνε στα χείλη το κορίτσι τους, ψάχνουν στο σώμα του το μπουτόν που θα το κάνει να πηδάει καταρράκτες σαν τη Λάρα Κροφτ. Ποιοι ονειροπόλοι, παιδιά; Προσγειωθείτε, φτάσαμε στο αεροδρόμιο των ανθρωπίνων ομοιωμάτων.»
Πάρτε εισιτήριο. Έξοδος. Ας κάνουμε παρέα, για να γίνει ο μικρόκοσμος, κόσμος.
Η μιζέρια που βιώνουν σήμερα οι δήθεν τακτοποιημένοι τσακίζει κόκκαλα, ούτε οι σκελετοί τους δεν θα μείνουν. Και το χειρότερο... ούτε που θα τα καταλάβουν…
“Νοέμβρης μήνας... με ένα καιρό που όλο σκέφτεται να βρέξει...”

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...