Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Το κύμα αφρίζει άνοιξη...

Θα μπορούσα να γράφω, όταν η διάθεση θα ήθελε, όμως θα έχανα την πολύτιμη καθημερινή άσκηση πειθαρχίας. Μέσα σ’ αυτή την ρευστότητα του ημερήσιου χρόνου, αποτελεί μια απαραίτητη σταθερά.Μια μέρα μόνος, μακριά από το μικρόκοσμο του παρόντος και τη φρίκη του μέλλοντος. Μακριά από την τηλεόραση, μακριά από τη φασαρία του ασήμαντου και τη μιζέρια της αγοράς. Ναι αυτό το τελευταίο πρέπει να το επαναλαμβάνουμε από δω και πέρα και μάλιστα στο πληθυντικό (αγορές), μέχρι η λέξη να πέσει σε ανυποληψία.

Μια μέρα μόνος... σε εκπαιδευτικό σεμινάριο διαχείρισης της μοναξιάς. Εδώ στον πεθαμένο όρμο, όλα είναι πραγματικά...Η θάλασσα φτάνει ως πέρα. Το καρνάγιο βουβό και νεκρό. Το κύμα αφρίζει άνοιξη αναποφάσιστη. Τα σπίτια κυκλώνουν τον όρμο. Στο χρώμα της ώχρας. Παλιά. Τριακόσια χρόνια εκεί. Παράθυρα ανοιχτά τείχη ερείπια. Στενά που εμπορεύονται μνήμες. Τα χνάρια εδώ. Τα σημάδια στους τοίχους. Τι άραγε γίνανε οι άνθρωποι; Είναι όμορφο να αφουγκράζεσαι σιωπές. Είναι ωραίο να ζεις εδώ αδέσποτος και ευάλωτος. Η λήθη και η μοναξιά έχει το χρώμα του νερού. Μια ζωή άμετρος, πρέπει επιτέλους να παραδεχτώ, ότι ο κύκλος μιας εποχής πήρε τέλος. Ο χρόνος, η έκταση, ο χώρος και η αίσθηση, χωρίς τελεία και παύλα, χωρίς στόχο. Μόνη τροχοπέδη ένα ηλίθιο συναίσθημα και το καθήκον. Αμάν πια αυτό το καθήκον... Μέσα μου ένας ερημίτης ζητάει δικαιώματα και εγώ συνεχώς αναβάλλω. Η ιερότητα της μοναξιάς όπου δεν έχει πλαίσιο χλευάζει ξένα. Δεν μπορούσε να είμαι ποτέ μόνος σ’ αυτό το πραγματικό και ζωντανό τόπο με μνήμες αιώνων. Ποτέ δεν θα μπορούσα να νιώσω τη μοναξιά με φιλικά φαντάσματα που με συντρόφευαν και μου έλεγαν αλήθειες.Μια νύχτα μόνος...  Επιτέλους ξημέρωσε. «Σκορπίζομαι αλλά δεν βαριέσαι. Δεν είναι απλά αργά, είναι πια χθες…» Και πώς να καταλάβει ο άλλος ότι από σένα δεν πέρασε ξώφαλτσα, δεν σε γρατζούνισε. Το τραύμα είναι διαμπερές. Δεν κτίζονται τα όνειρα με συνοπτικές διαδικασίες. Και οι καταδίκες χρειάζονται δίκες. Οι χαρακτηρισμοί της ευκολίας, ποτέ δεν απέδωσαν δικαιοσύνη. Από την τελευταία αλήθεια έχει μεσολαβήσει χρόνος ικανός, για έγκλημα και τιμωρία. Με το κενό του χρόνου, και με ένα όνειρο κτισμένο εγωκεντρικά, η σφαίρα περνάει απέναντι. "Χθες έβρεχε στη νύχτα μου".





 















Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Πάμε να φύγουμε από δω

Η εξάρτηση είναι ολοκληρωτική, ο πολιτισμός της παγκοσμιοποίησης ανθεί. Όλα ένα μέσος όρος, όλα μια θρησκεία, με το χρήμα υπέρτατο Θεό. Να σβήσουμε την ιστορία, ακόμα και αν χρειασθεί να ισοπεδώσουμε τον πλανήτη. Ευτυχώς υπάρχει ακόμα το φεγγάρι.
“Η Ευρώπη με μια «ευαίσθητη μειοψηφία» να σκοτώνεται παντού στον κόσμο υπέρ της δημοκρατίας του καναπέ στην οποία ζει η πλειοψηφία.
Ευτυχώς υπάρχει ακόμα το φεγγάρι που ακόμα αυτοεξυπηρετείται ανάβει και σβήνει από μόνο του. Ακόμα δεν το βάλαμε στο χέρι, ίσως όταν τελειώσουμε με ό,τι ακόμα αντιστέκεται να ξεκινήσουμε μια εκστρατεία εκδημοκρατισμού και της σελήνης, για την ώρα αναβοσβήνει με δική του πρωτοβουλία”
Γιατί τόση φασαρία για τις παράπλευρες απώλειες; Τι αξία έχουν τα παιδιά που θυσιάζονται; Ακόμα δεν έχουν βγάλει πιστωτική κάρτα, ούτε χρωστάνε πουθενά. Τι αξία έχουν τα μνημεία που ισοπεδώνονται; Το περιβάλλον που δηλητηριάζεται, τα καραβάνια των προσφύγων; Σε λίγο θα γίνουμε όλοι ένα, εύπεπτοι για την εξουσία, χωρίς θρησκευτικά κολλήματα χωρίς ιστορικές αναφορές, χωρίς ήθη και έθιμα. Θα μασάμε τσίκλα και θα τρώμε μεταλλαγμένο φαγητό που για τις ανάγκες της κατανάλωσης είναι πολύ πιο υγιεινό, το τρως στο πόδι και το χωνεύεις με κόλα που πάει με όλα.
Ευτυχώς που υπάρχει και το φεγγάρι, που ακόμα ανάβει και σβήνει από μόνο του. Αυτά σε γενικό επίπεδο.

Σε προσωπικό .... Έχεις δίκιο, λέμε εν κατακλείδι μιας κουβέντας, που δεν θέλουμε τη συνέχεια της ή για να είμαστε πιο ακριβείς, την θέλουμε με τον εαυτό μας, τη θέλουμε με την σιωπή μας, που είμαστε βέβαιοι ότι θα μας καταλάβει. Τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά μου συμβαίνει. «Μην με ρωτήσεις τίποτα άλλο. Έχασα τις απαντήσεις μου. Μπορεί κάπου ίσως και να μου έπεσαν. Τι ήθελα; Τι πήρα; Τι πέτυχα; Τι προσπάθησα; Τι επιδίωξα; Τι κατάφερα; Τι έχω; Κομμάτια ευτυχίας. Κομμάτια ζωής. Όλα κομμάτια. Μια ζωή αναμενόμενη. Αφήνομαι σε μέρες να τριγυρνώ. Κομμάτια μου βρίσκω μέσα σε παλιές φωτογραφίες. Κι έτσι όσο περνά ο καιρός νομίζω πως περισσεύω σ’ ένα παρελθόν που απεγνωσμένα προσπάθησα να γίνει μέλλον».
Έχεις δίκιο. Και δεν έχεις, αλλά οι απαντήσεις, ακόμα και αν μπορούσες να τις ακούσεις, δεν θα ήταν αυτές που ήθελες.
Αυτές οι ημιτελείς συζητήσεις, που έχουν ένα άδοξο φινάλε, να ξέρετε… συνεχίζονται για πολύ χρόνο ακόμα, συνεχίζονται για πολλά βράδια μέχρι να μας πάρει ο ύπνος, δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις, ακόμα και στον ίδιο μας τον εαυτό. Το μόνο σίγουρο… κάποτε τελειώνουν με συμπεράσματα, που πέφτουν σαν ώριμα φρούτα, κάτω από μια επίπονη εσωτερική διαδικασία, δεν είναι αυτές, που θα έβγαιναν εκείνη την στιγμή, ούτε αυτές που φανταζόμαστε, είναι αυτές που γεννήθηκαν με φυσιολογικό τοκετό, χωρίς πιέσεις χωρίς ενδοιασμούς χωρίς θυμό.
Ας μην το συνεχίσουμε. Έχεις δίκιο!


Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Πέφτουν οι μάσκες τις μέρες του καρναβαλιού

Δεν ξέρω  τι φταίει! Αρχίζω το ξεσκαρτάρισμα. Πετάω τ’ άχρηστα χωρίς το φόβο του κενού που θα μ’ αφήσουν, γιατί είναι εκείνο το κενό, που σε τρελαίνει. Εδώ στη μικρή μας πόλη, σκιαμαχούμε διαρκώς αγνοώντας τις αιτίες κάθε φορά που δημιουργούν και οξύνουν τα προβλήματα.  Επιμένουμε να σκηνοθετούμε την πραγματικότητα για να μας χωρέσει. Δε μας αρκεί η ήπια βόλτα στα στενά σοκάκια, δε βολευόμαστε με την γαλήνη που μας, δώρισαν γι’ αυτό κάνουμε φασαρία. Γι’ αυτό βαφτίζουμε τα σοκάκια λεωφόρους.
Σκηνοθετούμε γεγονότα και ύστερα παίρνουμε την βολική θέση του θεατή, σχολιάζουμε κιόλας. Μπαίνουμε στο ψέμα και το ζούμε. Το βαφτίζουμε σημαντικό για να κερδίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο βρασμού. Στο ζουμί μας.


Μπήκαμε στο τριώδιο, οι μάσκες μπερδεύονται,  εκείνες του καρναβαλιού με εκείνες της καθημερινότητας. Αυτές τις μέρες, επιτέλους μπορούν να γίνουν όλα αληθινά, γατί οι μάσκες δεν είναι αόρατες, όπως αυτές που φοριούνται όλο το χρόνο. Αυτές που χαμογελούν ψεύτικα, που κλαίνε ψεύτικα, αυτές που κρύβουν μέσα από τον τσαμπουκά την αδυναμία, μέσα από την επιθετικότητα την ανασφάλεια.  
Η μάσκα σαν ένα σύνολο αλήθειας και ψεύδους, ειλικρίνειας και πλάνης, θα υπάρχει πάντα. Θα υπάρχει ακόμα και σήμερα που οι θεότητες αποτραβήχτηκαν. Θα υπάρχει για να διασκεδάζει την θλίψη για το μοναδικό Θεό των ημερών μας. Το χρήμα. 
Οι μέρες με τις μάσκες, είναι ό,τι πιο ειλικρινές νοιώθουμε, οι υπόλοιπες οι αξιοπρεπείς είναι το πραγματικό καρναβάλι. Στο καρναβάλι της ζωής μας, το χωρίς προσωπεία, δεν πέφτουν οι μάσκες στο τέλος της γιορτής, αυτές είναι κολλημένες στα πρόσωπα και έχουν απ’ ευθείας σύνδεση με το αίμα και την ψυχή. Γελάνε ψεύτικα, κλαίνε ψεύτικα. Οι καουμπόηδες διαθέτουν όπλα μαζικής καταστροφής, και η πραγματικότητα, αδυνατεί να τα βάλει με την ψηφιακή της μορφή. 
Τελικά τις μέρες του καρναβαλιού πέφτουν οι μάσκες, τις άλλες, που η πιστή ντύνει την άπιστη, η δικαιοσύνη την αδικία, η επικοινωνία την απομόνωση, η πολυκοσμία την μοναξιά, η αγάπη το μίσος η εξυπνάδα την πονηριά, το γέλιο το κλάμα, το κλάμα το γέλιο, το «εμείς» το «εγώ», πώς να τις ξεχωρίσεις;

Παρ’  όλα αυτά είμαστε αισιόδοξοι, έστω και για μια στιγμή. Για μια στιγμή που ότι και να γίνει θα τη ζήσουμε. Επειδή αν κοιτάξουμε ψηλά στ’ αστέρια θα νοιώσουμε απειροελάχιστοι, αν γυρίσουμε πίσω στους αιώνες μηδενικά. Είναι μια ευκαιρία αυτές τις ημέρες με τις μάσκες, να πούμε τις αλήθειες.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Σ' αυτά που μας δίνουν ταυτότητα και στυλ

Κάθε φορά που αναγκάζομαι να γράψω για θέματα, που απασχολούν την τοπική μας κοινωνία, αισθάνομαι την ανάγκη να  επιστρέψω στην κοιλιά της μάνας μου. Η θλίψη δεν είναι για τα κάστρα, τους δρόμους και τα κτίρια, τα άλλοθί μας δηλαδή, αλλά "για τον αντίλαλο από το παιδικό μας το χαμόγελο που σήμερα μπερδεύεται με ύβρεις". Για την αθωότητα, που έγινε πονηριά». Στενοί ορίζοντες και η θάλασσα που μας κυκλώνει, μας βάζει τιμωρίες, εκατό φορές το ίδιο πράγμα και μαζί με την κόλλα αναφοράς, μας τυλίγουν και μας, σε ένα κομμάτι χαρτί.
Πάμε παρακάτω... 
Όχι που δεν υπάρχουν “νέα”, είναι που πάλιωσαν, πριν καν μου φανερωθούν, τα ξέρετε, τα ίδια… μόνο η τηλεόραση, τους αλλάζει την ημερομηνία λήξεως και τα πλασάρει για φρέσκα.
«Αν είχα μια αναπαυμένη, ψυχή, δεν θα ’γραφα ποτέ» είπε σε μια παλαιότερη συνέντευξή του, ο ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης. «Εάν θέλεις να είσαι κάθε μέρα ζωντανός, πρέπει να έχεις τις ιδιότητες που έχει ένα ποτάμι, να επαναστατείς συνεχώς στα πράγματα που συμβαίνουν γύρω σου και πάνω σου, το ποτάμι εάν το περιορίσεις γίνονται πλημμύρες. Πρέπει να είσαι τόσο επαναστατικός και τόσο ήσυχος συγχρόνως».
Ε!  κάπως έτσι αντέξαμε, χωρίς πλημμύρες.  Με μεγάλη οικονομία δυνάμεων, προσπαθήσαμε να μη ξοδευτούμε λάθος, να μη χάσουμε μέσα στη φασαρία το σημαντικό.
Πάλι εδώ, γιατί η ψυχή είναι ανήσυχη. Με τα άκρως απαραίτητα. Απαλλαγμένοι  από όλα εκείνα τα περιττά μιας χρήσης και εφοδιασμένοι, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, με όλα εκείνα τα χρήσιμα, για μια ζωή.
Σ’ αυτά θα στηριχτούμε, που δεν ξεβάφουν με την πρώτη σταγόνα της βροχής,  που μας δίνουν, ταυτότητα και στυλ.  Σε αυτά που δεν τ’ ακούμε στις ειδήσεις.  Σ’ αυτά που έρχεται μια σιωπή  και μας τα ψιθυρίζει, όταν ο θόρυβος της τρέχουσας επικαιρότητας, μας καλεί να ακολουθήσουμε το συρμό.Με αυτόν  το βαρύ  οπλισμό των συναισθημάτων μας πορευόμαστε, αυτόν που μας επιτρέπει να διακρίνουμε τον εαυτό μας, όχι  μέσα στον καθρέπτη,  αλλά στα μάτια των άλλων.




Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

“Γράφω γιατί δεν έχω τι να πω”

Και επειδή τα κίνητρα της γραφής είναι αόρατα ...«Όπως κάποιοι, εργάζονται από πλήξη, μερικές φορές γράφω γιατί δεν έχω τι να πω. Στην ονειροπόληση, στην οποία χάνεται με τρόπο εντελώς φυσικό όποιος δεν σκέφτεται, εγώ χάνομαι γραπτώς, γιατί ξέρω να ονειρεύομαι σε πρόζα. Και υπάρχει πολύ ειλικρινές συναίσθημα, πολλή νόμιμη συγκίνηση που δοκιμάζω επειδή δεν αισθάνομαι.
Υπάρχουν στιγμές που η κενότητα, του να νοιώθεις πως ζεις, αγγίζει την πυκνότητα κάποιου πράγματος θετικού…» Από το «βιβλίο της ανησυχίας» του Πεσσόα και πώς να μείνεις απαθής. 
Αυτά ήθελα να σας πω και εγώ απόψε, μερικές φορές γράφω γιατί δεν έχω τι να πω. Όχι, δε γράφω από υποχρέωση. Στην αναμονή της επόμενης λέξης, ανακαλύπτω.
«Χωρίς βουλή χωρίς Θεό» που λέει και ο Σαββόπουλος, μελοποιώντας έτσι την αταξία του νου του και δίνοντας με αυτόν τον τρόπο διάσταση στις σκέψεις, που ξεπερνούσαν το εφήμερο του παρόντος του.
«Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα μας περιμένει» και μεταμεσονύκτια, η φωνή που σχολιάζει το τραγούδι προχωράει ακόμα παραπέρα, σαν βγούμε απ’ αυτή την φυλακή, θα μπούμε σε μια άλλη. Όταν σιγάζει ο παγκόσμιος πόνος, παίρνει τα πάνω του ο προσωπικός. Επιστρέφουμε στις ατομικές πληγές, καθόμαστε στις ουρές με το δελτίο τροφίμων του ιδιωτικού μας ασύλου και επενδύουμε πάλι σε αισθήματα, διαλέγοντας η μαχαιριά που θα εισπράξουμε να είναι τουλάχιστον της αγάπης.
Γράφω γιατί δεν έχω τι να πω, είναι και οι
απέναντι τοίχοι, που όχι μόνο δεν ακούν αλλά είναι και ανίκανοι να προκαλέσουν αντίλαλο. Αυτές οι λέξεις όμως της αταξίας του μυαλού, φεύγουν σε άγνωστους προορισμούς δημιουργώντας προϋποθέσεις για κάποια συνάντηση.

«Γράφω καθυστερώντας τις λέξεις. Λέξεις μάταιες, χαμένες, μεταφορές ασύνδετες, που μια ακαθόριστη αγωνία αλυσοδένει σε σκιές… Λείψανα καλύτερων στιγμών, βιωμένα στο βάθος κάποιων δενδροστοιχιών … Λάμπα σβησμένη που ο χρυσός της λάμπει στο σκοτάδι χάρη στη μνήμη του φωτός που χάθηκε… Λέξεις που αφέθηκαν, όχι στον άνεμο, αλλά στο έδαφος, από τα δάκτυλα που δεν τις έσφιγγαν, σαν φύλλα ξερά που είχαν πέσει σ’ αυτά από κάποιο δέντρο αόρατο ακαθόριστο… Νοσταλγία για τις στέρνες των αγροικιών των άλλων… τρυφερότητα γι’ αυτό που ποτέ δεν συνέβη…»

Γράφω γιατί δεν έχει νόημα να πω, κανείς δεν θα με ακούσει. Γράφω για να μπορώ να  ονειρευτώ απόψε ...

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...