Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Αν δεν βάλουμε τον ευατό μας στην περιπέτεια ....

«Και αυτή η κοινωνία δεν αντιδράει…». Φράση κλισέ κολλημένη στα χείλη, της πλειοψηφίας των μελών αυτού του λαού. Η κοινωνία είναι οι άλλοι, όλος ο κόσμος εκτός από εμάς. Εντελώς ασυνείδητα, κάνουμε ένα βήμα πίσω, εξαιρώντας τον εαυτό μας από το σύνολο. Το αποτέλεσμα, ένα σύνολο χωρίς μονάδες, μια κοινωνία χωρίς ανθρώπους. Ένα μηδέν. Πως ν’ αντιδράσει.
Λες και δεν μας αφορά. Λες και θα χάσουν οι άλλοι. Δεν ξέρω τι περιμένουμε, γιατί κρυβόμαστε από την πραγματικότητα, σε ποιον εναποθέτουμε την ευθύνη. Δεν γίνονται αυτά. Η κρυμμένη αξία των πραγμάτων δεν αποκαλύπτεται από το Άγιο Πνεύμα. Αν δεν βάλουμε τον εαυτό μας στην περιπέτεια να δούμε κάτω και πίσω από αυτά που συμβαίνουν απλώς θα μετράμε ήττες.
Σε δεύτερη σκέψη, οι περισσότεροι δείχνουν διάθεση για συμμετοχή, και τότε έρχεται η άλλη φράση για να αποκαταστήσει τα πράγματα. «εγώ μόνος μου τι να κάνω …» Και τι να κάνει πράγματι ο καθένας, μόνος του, όταν τη στιγμή που νοιώθει την ανάγκη να αντιδράσει, έχει ξεχάσει ότι είναι μέλος αυτής της κοινωνίας; Τι κάνουν όλοι μαζί μόνοι τους; Τίποτα δε κάνουν και τίποτα δεν μπορούν να κάνουν, άλλα και τίποτα διαφορετικό δεν μπορούν να σκεφτούν, αν δεν βρεθεί μια παρέα να τους τραβήξει απ’ το χέρι.
Φυσικά και δεν φταίει η κοινωνία, που δεν αντιδρά, αλλά και ούτε ο και καθένας χωριστά που ’χει, μείνει με την απορία.
Οι πρωτοπορίες είναι εκείνες που την πρόδωσαν. Αυτό το άθλιο πολιτικό προσωπικό που εμπορεύτηκε ελπίδες καλλιέργησε τη συναλλαγή, έσπειρε τη διαφθορά, πώς να εμπνεύσει πίστη και κουράγιο στον δοκιμαζόμενο λαό.
Η ιστορία όμως του καθενός, που πολλές φορές σ’ αυτή τη διαδρομή την έχει κλείσει σε χαρτόκουτα, για άλλη μια φορά θα εγγυηθεί τη συνέχεια της πορείας.

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

"Κακό χώριο τα λίγα σπίτια" και με το FB πιο κακό

Μια γρήγορη ματιά στον απίθανο κόσμο των κοινωνικών  δικτύων  ενισχύει αυτό που έγραφα παλαιότερα “ Κακό χωριό τα λίγα σπίτια”. Ο Κωστής Παπαγιώργης σε παλαιότερο κείμενο, αναφερόμενος στον τόπο μας, υποστηρίζει: “αν εξαιρέσει κανείς, τους πολιτικούς και κάποιους επιχειρηματίες, κανείς άλλος δεν κάνει μεγάλη «καριέρα» στην Ελλάδα. Το πιο πολύτιμο πράγμα στον άνθρωπο – η μεγάλη πνοή, η μεγάλη δημιουργικότητα, η μέγιστη ανάταση – φαίνεται πως το αποθαρρύνει ο τόπος. Υποβιβασμένη φύσει και θέσει, η νεοελληνική κοινωνία, μοιάζει βοηθητικό διάζωμα ξένων κοινωνιών, πεδίο δοκιμών, αγορά αντί παραγωγή, πελατεία παρά κατάστημα, μετάφραση και όχι πρωτότυπο, οπότε είναι ευνόητο σε κάθε άτομο, ακόμα και το νοήμον, αυτός ο υποβιβασμός να χρωματίζει με σκούρα χρώματα το σύνολο το φρόνημά του”.
 
Προσπαθώ να κρατάω μια συνέχεια στις εκρήξεις των περιλήψεων της σιωπής. Μάταια. Ότι και να γράψω αυτός εδώ ο τόπος πάντα μου υπενθυμίζει το στοιχείο της υπερβολής. Είναι η μιζέρια της επαρχίας, που σου χαμηλώνει τον πήχη και σου κλείνει τον ορίζοντα. Είναι η θάλασσα που σε περικυκλώνει, σου κόβει τη στεριά στα δύο, σου παίρνει μέρος του αέρα και η αναπνοή μένει ημιτελής.
«Κακό χωριό τα λίγα σπίτια», μπερδεύονται, ανακυκλώνονται, παραγνωρίζονται, οι άνθρωποι και στο τέλος πεθαίνουν αμίλητοι. Γι’ αυτό σας λέω μια περίληψη και πολύ, κάτι σαν υπενθύμιση, επιβεβαίωση της παρατεταμένης σιωπής, απόδειξη, ότι είναι ηθελημένη.
Δεν έχει νόημα η συνέχεια, υπερτίμηση χωρίς αντίκρισμα. Και η οργή, που πολλές φορές με παρασέρνει εξανεμίζεται την επόμενη, όταν το μέγεθος φαντάζει δυσανάλογο.
Ευτυχώς έφυγα νωρίς από το επάγγελμα, επάγγελμα ο λόγος το λέει, εδώ στην μικρή μας πόλη, δεν υπάρχο
υν τέτοια περιθώρια. Από την πρώτη συνέντευξη, κατάλαβα ότι έπρεπε να αποποιηθώ της ιδιότητας.
Δεν είναι μόνο η μιζέρια της επαρχίας, τα στενά όρια του νησιού, είναι οι ίδιοι άνθρωποι, που μπορεί να γίνονται κάθε τόσο άλλοι, παραμένουν όμως εκεί, γαντζωμένοι στο προσκήνιο για να μας βασανίζουν και να βασανίζονται.
«Ζώντας δια μέσου των σιωπών νοσταλγούμε τους ήχους μιας άλλης ζωής. Εκεί που η συνείδηση δεν είναι ύβρις και η ύβρις δεν εκτελεί χρέη εξουσίας»


Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Δε θα γράψω για το Πολυτεχνείο. Για τη Μοναξιά θα γράψω


Για το πολυτεχνείο ήθελα να γράψω αλλά το Πολυτεχνείο δεν είναι πλέον εδώ.
Η φετεινή επέτειος συμβολίζει το τέλος των προσδοκιών. Το τέλος μιας διαδρομής που ξεκίνησε από το 1974, έκανε μια τεράστια τρύπα στο νερό και κατάληξε σε μια κυβέρνηση της αριστεράς, που έχασε το δρόμο.
Έχω την εντύπωση ότι οι παραπάνω λέξεις είναι τελευταίες, για ένα γεγονός που σημάδεψε την γενιά μας. Δεν θα γράψω για το πολυτεχνείο για τη Μοναξιά θα γράψω.
Να φταίει άραγε εκείνη η ατζέντα με τα «πρέπει», που φυλακίζει το μυαλό; Να φταίει το βράδυ που υποδέχεται με μοναξιά όμοια την επιτυχία και την αποτυχία; Να φταίνε κι αυτά τα πρωινά, που όσο κυλάει ο χρόνος στερούνται εκπλήξεων;
Ούτε ελεύθερο θέμα ούτε επιβαλλόμενο. Στέρεψα. Η επανάληψη με σκοτώνει. Δεν έχω καμία αμφιβολία, τα προβλήματα δεν τελειώνουν, θα μπορούσε όμως να μην είναι τα ίδια.
 

Τι να γράψω πάλι. Είναι οδυνηρό να παρακολουθείς, ένα κύκλο προβλημάτων που περιστρέφεται χρόνια τώρα από μπροστά σου και να είσαι υποχρεωμένος να επαναλαμβάνεις, κάθε φορά που η επικαιρότητα επιβάλλει τα ίδια πράγματα. Τα είπαμε. Τα γράψαμε. Τέλος.
Σε μια εποχή που τρέχει και δεν φτάνει, τα προβλήματα σέρνονται, τα ίδια και τα ίδια και μαζί τους είναι μέρες που σέρνομαι και εγώ.
Δεν ξέρω τη φταίει! Αρχίζω το ξεσκαρτάρισμα. Πετάω τ’ άχρηστα χωρίς το φόβο του κενού που θα μ’ αφήσουνε, γιατί είναι εκείνo το κενό, που σε τρελαίνει. Εδώ στη μικρή μας πόλη,  έχουμε την ψευδαίσθηση, ότι αποτελούμε το κέντρο του κόσμου. Σκιαμαχούμε διαρκώς αγνοώντας τις αιτίες κάθε φορά που δημιουργούν και οξύνουν τα προβλήματα.  Επιμένουμε να σκηνοθετούμε την πραγματικότητα για να μας χωρέσει. Δε μας αρκεί η ήπια βόλτα στα στενά σοκάκια, δε βολευόμαστε με την γαλήνη που μας
χάρισαν, γι’ αυτό κάνουμε φασαρία χωρίς αιτία. Γι’ αυτό βαφτίζουμε τα σοκάκια λεωφόρους.
Σκηνοθετούμε γεγονότα και ύστερα παίρνουμε την βολική θέση του θεατή, σχολιάζουμε κιόλας. Μπαίνουμε στο ψέμα και το ζούμε. Το βαφτίζουμε σημαντικό για να κερδίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο βρασμού. Στο ζουμί μας.
Όλα τα μέτωπα ανοιχτά και εμείς στη δυσάρεστη θέση της επανάληψης. Και πώς να γίνει διαφορετικά. Από την κρίση την οικονομική, στα καθημερινά προβλήματα που κάνουν κύκλους περνώντας επιδειχτικά από μπροστά μας, για να μας επιβεβαιώσουν ότι οι επιπόλαιες προσπάθειες για την αντιμετώπιση τους, έχουν σαν τελικό αποτέλεσμα, μια τρυπά στο νερό.
Υπάρχουν μέρες που στυλώνεις τα ποδιά για να στερεώσεις ακόμα περισσότερο τη μοναξιά σου και είναι αυτές οι μέρες που δεν αρκείσαι στα λίγα, δεν σου φτάνει μόνο, το πείσμα, ο φόβος, ο πόνος, ο θυμός, η θλίψη το παράπονο. Τα θέλεις όλα μαζί, για να μπορέσεις να ισορροπήσεις .
Είναι μέρες που σε αναγκάζουν να ψηλώσεις, τόσο που να τους βλέπεις πολύ μικρούς. Είναι οι μέρες που ευτυχώς συγκρούονται τα συναισθήματα και απενεργοποιούν τις παράλογες σκέψεις που περνούν απ’ το μυαλό μας, του τύπου
«Να τους ανατινάξω;» «Να τους βάλω φωτιά και να τους κάψω;»
Είναι οι μέρες που χρειάζεται. να κάνεις υπομονή…


Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα 'ναι

Φέτος θα γιορτάσουμε το “Πολυτεχνείο” με τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Τι τιμή! Η μόνη ασφάλεια στις σχέσεις, τελικά είναι ο χρόνος. Είναι ο χρόνος, που σβήνει τα συνθήματα και ας υπάρχουν ακόμα σε κάποιους ξεχασμένους τοίχους, γραμμένα με κόκκινα γράμματα... “ Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι”. Είναι ο καιρός που τ΄αλλάζει και οι Αμερικάνοι έγιναν φίλοι μας αδελφικοί. Είναι ο χρόνος, που στο διάβα του τα φέρνει τούμπα και οι αριστεροί έγιναν δεξιοί...
Τέτοια εποχή πέρυσι άλλα πράγματα με απασχολούσαν. Και σήμερα και πάντα με απασχολούν και αποτελούν το ασφαλές καταφύγιο μου όταν οι συνθήκες, που ευνοούν την αγοραφοβία μου, αυτές τις μέρες είναι αβάσταχτες.


«... Ό,τι μας συμβαίνει, υποστηρίζει ο Μπόρχες στο βιβλίο του, "Η τυφλότητα" από τις "Εφτά νύχτες", είναι ένα εργαλείο: καθετί μας δίνεται για ένα σκοπό, κι αυτό ισχύει πολλώ μάλλον προκειμένου για έναν καλλιτέχνη. Ό,τι του συμβαίνει, και δεν εξαιρώ και τις ταπεινώσεις, ούτε τις ντροπές, ούτε τις κακοτυχίες, του προσφέρεται σαν πηλός, σαν πρώτη ύλη για την τέχνη του. Πρέπει να το δεχτεί. Να για ποιο λόγο μιλώ σ' ένα ποίημα για την αρχαία τροφή των ηρώων: ταπείνωση, δυστυχία, διχόνοια. Όλα αυτά μας δίνονται για να τα μεταπλάσουμε, για να μεταμορφώσουμε τις άθλιες περιστάσεις της ζωής μας σε κάτι που είναι - ή φιλοδοξεί να είναι- αιώνιο....»
Για το συναισθηματικό υπόβαθρο σήμερα ο λόγος, η στερεότητα του οποίου εξασφαλίζει τις συνθήκες. Το ερωτικό παιγνίδι, αντέχει τις ακρότητες συγχωράει τα λάθη και δημιουργεί όλες εκείνες τις προϋποθέσεις της προσφοράς που δεν περιμένει ανταπόδοση. Για να έχει το παιχνίδι ενδιαφέρον, χρειάζεται πάθος και δύναμη, τα ελάχιστα τα γίνονται μεγάλα, ώστε να αποκτούν οι λεπτομέρειες ανάλογο ενδιαφέρον με τα γεγονότα και σε πολλές περιπτώσεις να τα ξεπερνούν.
Μια παρτίδα σκάκι είναι  ο έρωτας και η διάρκεια του εξαρτάται από την ικανότητα και των δύο. Ακριβώς όπως κλείνει τις ραδιοφωνικές της σφήνες, η κυρία που μας συντρόφευε τις ώρες των ονείρων, λίγο πριν κοιμηθούμε…
«Άνοιξες μπήκες έκατσες. Απλά πράγματα. Και τώρα; Πως θα γίνουμε κομμάτια; Τι να εφεύρω για να σε ανατρέψω. Τι θα σκαρφιστείς για να με τρελάνεις; Σαν σε παρτίδα σκάκι με έπαθλο, την αθωότητα, παραμονεύουμε ο ένας την κίνηση του άλλου. Μου έχεις ξεκάνει πύργους και στρατιώτες, αλλά έχω στριμώξει τη βασίλισσα σου. Κάνε κάτι. Δεν θέλω να νικήσω. Θέλω να μείνω με την απορία της μαδημένης μαργαρίτας…»
O Γιουνγκ έχει πει ότι, όταν συναντιούνται δυο άνθρωποι, μεταβάλλονται και οι δύο. Γύρευε τί δικό σου έχω και κουβαλώ και τί δικό μου εσύ. Είναι ο χρόνος τελικά που μας τα κάνει κτήματα και μας δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι είναι δικά μας.


Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...