Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

"Πριν απ΄ μάτια μου ήσουν φως"

Μια φράση, του Ποιητή, «Πριν απ΄ μάτια μου ήσουν φως», είναι ικανή για να νικήσει τις σιωπές και να φωτίσει χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Δεν σας κρύβω, ότι αυτή η καθημερινή μάχη που δίνω, προσπαθώντας να νικήσω τον εγωισμό μου, λειτουργεί λυτρωτικά απέναντι στο ζοφερό περιβάλλον των ημερών που διανύουμε.
Στον κόσμο των βαριών συναισθημάτων, τα γεγονότα αποκτούν βαρύνουσα σημασία, βάζοντας χωρίς δεύτερη σκέψη στο περιθώριο, τη μίζερη πραγματικότητα.
Σε μια διαδρομή λέξεων, αλληλεγγύης σκέψεων, σ’ ένα παιγνίδι που δεν έχει σχέση με τη γνωστή «κρεμάλα», θα συνεχίσω και σήμερα. Με τις λέξεις τα έβαλα χθες στην αντιπαράθεση με τη σιωπή.
«Αυτές τις μέρες μαλώνουν οι λέξεις, κοντά σε κάθε τελεία μόνο ηρεμούν. Γι΄ αυτό και συνεχόμενες είναι. Οι τελείες. Όχι οι λέξεις».
Στο «Γιατί;» που εμφανίζεται απρόσκλητο στο φινάλε, για να με προβληματίσει, το έχω καταργήσει το ερωτηματικό.
Το πρωί είδα έναν ταχυδρόμο, χωρίς καπέλο και στολή. Υποβαθμισμένη εμφάνιση, τριτοκοσμική κατάσταση. Φιγούρα μιας Ελλάδας, «άρπα κόλα», μιας χώρας που έχασε το προσανατολισμό της, που πιάστηκε με πολλά και τα τίναξε όλα. Αυτόματα χωρίς καμία δεύτερη σκέψη ψιθύρισα, με τόση ένταση, που το άκουσα: «Ο ταχυδρόμος πέθανε». Δεν συνέχισα το τραγούδι. Γιατί ήρθε ο τίτλος και κάθισε; Θα ήταν ψέμα αν σας έλεγα ότι ξέρω τη συνέχεια. 
Άφησα τον Ταχυδρόμο, σκυμμένο, πάνω από τον ταχυδρομικό σάκο, μπερδεμένο με διευθύνσεις και ονόματα, ο τίτλος όμως δεν με άφησε. «Ο ταχυδρόμος πέθανε».
Κάποτε όλα αλλάζουν. Όχι γιατί το θέλεις. Όχι γιατί το μπορείς. Γιατί η ζωή είναι εκεί, πιο μπροστά από σένα. Πάντα ένα βήμα μπροστά. Σε τραβάει. Έτσι τώρα τίποτα δεν είναι όπως πρώτα… ούτε η γεύση του καφέ.
Σ’ αυτόν τον τόπο, που το χώμα υποχωρεί, που η γη βουλιάζει και μας έχειαφήσει μετέωρους, είναι ανάγκη να γυρίσουμε σε κείνες τις σταθερές, που έγιναν στίχοι, έγιναν τραγούδια και έμειναν. 
Με αφορμή το υπέροχο τραγούδι «πατρίδα» του Αλκίνοου Ιωανίδη, ένας ραδιοφωνικός σχολιασμός, από μια Κυρία, που έχει και αυτή την αγωνία να κρατήσει τις λέξεις ζωντανές. «Υπάρχουν ακόμα γενναίοι άνθρωποι; ρώτησε το παιδί τον γονιό του. Εκείνος κώλωσε. Από το μυαλό του πέρασαν όλοι οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι πρόεδροι κρατών, οι πρόεδροι πολυεθνικών, όλοι τους ψυχή τε και σώματι Ράμπο, να κρατάν τα υπερσύγχρονα όπλα και να καθαρίζουν τους υποσιτισμένους εχθρούς. Αυτοί είναι οι γενναίοι –σκέφτηκε; Που αλωνίζουν μοιράζοντας θάνατο, αυτό το πρότυπο του πάσης φύσεως στρατιώτη θα δώσω τώρα στο μικρό, εγώ ο γονιός ο ανοιχτόμυαλος κι ο λίγο πιο μπροστά από την κρεαταγορά του κόσμου; Ποιοι σκατά είναι οι γενναίοι σήμερα; τι να του δείξω; τι να του πω;…. Και ήρθε αυτό το τραγούδι και ηρέμησε τα θυμικά του παιδιού που ρώταγε και του γονέα που ΔΕΝ απάνταγε. Υπάρχουν μικρό μου –του είπε. Είναι εκείνοι που σωπαίνουν όταν το σύμπαν δίπλα τους φλυαρεί, είναι εκείνοι που παρατηρούν τον κόσμο με την καρδιά στα χέρια και το κεφάλι ανάστατο, είναι εκείνοι που θα συλλέξουν τα ρινίσματα της αλήθειας από κάθε γωνιά της ιστορίας και θα τα κάνουν τραγούδι βιβλίο ταινία για να μπορέσουμε κι εμείς να στηρίζουμε κάπου τα δεκανίκια της ζωής μας. Η γενναιότητα δεν παίζεται ανάμεσα στις σφαίρες που πάνε κι έρχονται. Παίζεται σ’ αυτούς που τολμούν να αρθρώνουν με απόλυτη καθαρότητα την αιθάλη που σκέπασε το κόσμο μας.»
Θα με ρωτήσετε τώρα τι σχέση έχει η αρχή με το τέλος. Απόλυτη…




Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Σήμερα το παράπονο το στρώνει...

Χρειάζομαι κι άλλες λέξεις, όσο και να συμπυκνώνω δεν αρκούν. Μπορεί το παράπονο να τα σκέπασε όλα, μπορεί να τα πλάκωσε με δέκα μέτρα χιόνι, χιόνι όμως, λειώνει.
Θα συνεχίσουμε… Όχι από εκεί που μείναμε, αυτή η ιστορία δεν έχει στάσεις, δεν κάνει διαλείμματα, λειτουργεί όσο και η ζωή, όσο και η καρδιά. Άντε λίγο πιο γρήγορα, λίγο πιο αργά, λειτουργεί όμως. Μια φορά να σταματήσει, θα είναι η πρώτη. Και η τελευταία. Είναι στιγμές που χάνουμε τον κόσμο. Εκεί που σκέφτεσαι το χθεσινό, έρχεται το σημερινό και ξαφνικά διαπιστώνεις ότι δεν έχεις άλλες λέξεις, τις τελευταίες, που είχαν απομείνει τις ξόδεψες, πριν από λίγο. Κάνεις μια προσπάθεια, πάνω από την υδρόγειο – μινιατούρα, που βρίσκεται στο γραφείο σου, να χωρέσεις τον κόσμο στα δυο σου μάτια, να γίνεις ανεκτικός, συγκαταβατικός. Μεγάλος εσύ και ο κόσμος μια σταλιά. Μόλις απλώσεις το χέρι σου, τον κρύβεις και ψηλά… μυρμήγκια τα αστέρια. Κάπου εκεί ανάμεσα λες. Και χαμογελάς.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, δίχως κοινωνικές συμπεριφορές της ψευτιάς και κάπως απροσάρμοστα, πορευτήκαμε χρόνια και χρόνια: με αγαπημένους ποιητές, και συγγραφείς, που μας ταξίδεψαν, με έντυπα που εκδίδαμε κατά καιρούς για να βρούμε τους όμοιους.
Ναι και το χωριό μας κουβαλήσαμε στην πόλη, γιατί στο φινάλε θέλαμε να είμαστε απλώς εμείς. Χωρίς εικόνα γοητευτική και πρότυπο της εποχής, για να τους μοιάσουμε. Δίχως μόδες ετικετάκια και ταμπέλες, ρούχων και συμπεριφορών.


Θα με ρωτήσετε που ξέρεις, ότι αυτό που υπερασπίζεσαι είναι ο εαυτός σου! Δε ξέρω τον αναζητώ. Και εμπιστεύομαι την εικόνα του και τον αέρα που αποπνέει. Έτσι, χωρίς βερνίκια και λούστρα. Ανασφαλή και κάθε άλλο παρά αυτάρκη. Με μια τεράστια ανάγκη να αγαπά και να αγαπιέται.
Επιστρέφουμε... Στα όνειρα μου πέτυχα τα πάντα. Η ζωή μου είναι μια διαρκής παρουσία σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο, δεν θα μπορούσα να την περάσω χωρίς την υπόσχεση μιας άλλης.
Τώρα ζω την αλήθεια, που με απελευθερώνει, αυτήν που αναζητούσα όλα αυτά τα χρόνια μέσα από το παράθυρο. Την ελευθέρια που σας έλεγα, τη συνάντησα. Στέκομαι απέναντι στο αποσπασματικό και στην παρένθεση, αυτά που ήθελα στην πραγματική τους διάσταση ζω!
Δεν αρκεί μια καλή διαχείριση για να εξασφαλίσουμε ποιότητα ζωής. Δεν αρκούν οι τεχνοκράτες και οι λογιστές, για να μας οδηγήσουν στην άνοιξη. Χρειάζονται ανατροπές, ρήξεις και διαταράξεις, μα πάνω απ’ όλα χρειάζεται έμπνευση και φαντασία για να ζήσουμε αληθινά.
Με αυτά και με αυτά πορευτήκαμε με τις παρέες να έχουν τον πρώτο λόγο. Με τις παρέες που ονειρευόμαστε να τις μεγαλώσουμε, έτσι που να γίνουμε όλοι μια παρέα. Και σήμερα που δεν έχω τι να γράψω... «Ήρθε ένας μάγος που έβγαζε ήλιους απ’ τα μανίκια κι απ’ το καπέλο του έπεφταν νησιά, έκλεισε μες στη χούφτα σου θαλασσινά χαλίκια άνοιξες και πέταξαν πουλιά
Κι έγινα κι εγώ ένα λαμπάκι πάνω απ’ την υδρόγειο φεγγάρι να βουτήξω στη Μεσόγειο…»
Και ακόμα σήμερα που κρύφτηκαν οι λέξεις. Kαι ακόμα σήμερα που φαίνονται όλα χαμένα… ακόμα εκείνο το όνειρο μας ταξιδεύει.
Γι αυτό σου λέω να εμπιστεύεσαι την εικόνα σου και γίνε ο εαυτό σου. Και ας λένε οι άλλοι. Εσύ φόρεσε το κόκκινο καπέλο που σου πάει και τότε όλα γίνονται εύκολα. Γιατί τα βρίσκεις ξαφνικά τα βήματα, τις βρίσκεις τις λέξεις και τους ανθρώπους… Βρίσκεις το ρυθμό σου και αυτόν τα τον χαμένο εαυτό σου.
Γιατί τα σήματα που εκπέμπεις είναι τ’ αληθινά και φτάνουν ως τον προορισμό τους… Γιατί οι κραδασμοί που προκαλείς είναι οι δικοί σου, τελικά...
« Ύστερα ο μάγος έσπασε δυο γυάλινα ποτήρια κι έφτιαξε από τα θρύψαλα νερό
θα κόβεσαι είπε αν μόνη σου το ακουμπάς στα χείλια θα ξεδιψάς αν πίνετε κι οι δυο».



Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Για να ζεσταθούμε...

Να επανέλθουμε σιγά σιγά, με ρυθμούς αργούς, όπως χρειάζεται για να αντέξει ο οργανισμός μας. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν φύγαμε. Έχω καιρό να ανοίξω τηλεόραση. Έκτισα τοίχο απ’ αυτούς που δεν έχουν αυτιά, να μην ακούω τα νέα τα παλιά. Ταξίδεψα εκεί που ξεκουράζεται η ψυχή. Για να αντέξει. Κάθε μέρα κι ένα σενάριο καταστροφής παραλύει την ραχοκοκκαλιά σου. Πώς να αντέξεις, αν δεν φύγεις. Πως να αντέξεις αν δεν ονειρευτείς. Πώς να κρατηθείς αν δεν επαναφέρεις τα παιδικά σου «Θέλω» και δεν βάλεις πλώρη για τα ανεκπλήρωτα; Πως ν΄ αντέξεις το δριμύ ψύχος των ημερών αν δεν επικαλεσθείς τα καλοκαίρια που έζησες. «Το καλοκαίρι θα μας σώσει» ενθυμούμενοι άλλα καλοκαίρια, υποστηρίζει ο Νίκος Ξυδάκης. Θα μας σώσει από τους μαυρισμένους εαυτούς μας, θα μας φωτίσει, θα μας κάψει λυτρωτικά με το φως του, θα μας αγκαλιάσει στα νερά του, θα μας βυθίσει στα παιδικάτα και θα μας απιθώσει παρηγορητικά στη μακρά διάρκεια, σμίγοντάς μας με τη φύση σαν ύπαρξη και όχι σαν θέαμα, θα μας συμφιλιώσει με τον τόπο, την ιστορία και τον κληρονόμο εαυτό μας, θα μας πάρει το στεναγμό και το φόβο.
Πώς να κρατηθείς χωρίς τα περασμένα καλοκαίρια, πώς να το ζήσεις το φετινό χωρίς τη μνήμη. Αυτές οι μνήμες μας κρατάνε και όλα αυτά τα ιδεατά που πιστέψαμε, μην τα ξεχνάμε τώρα.
 

Η όλη ιστορία ξεκίνησε από κάποιες αναφορές, αν καταφέρναμε να ζούσαμε χωρίς αυτές θα ήταν πιο εύκολα τα πράγματα. Όποιος απαλλάσσεται από την ιστορία του, μπορεί να ζήσει από την αρχή, αθώος, έτοιμος να σφάλει, διαθέσιμος στο θαύμα, απρόβλεπτος στην καταιγίδα. Αλλά ζωή χωρίς ιστορία, όπως λέει ο ποιητής, είναι σώμα δίχως ίσκιο. Κι αυτό συμβαίνει μόνο την νύχτα την απόλυτη.
Την ημέρα είναι αλλιώς,
παίρνουν όλα το φυσικό τους χρώμα, κόκκινα, πορτοκαλί, βυσσινή, γαλάζια, κροκάτα και άσπρα. Οι σκιές δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος. Δεν είναι ικανές να δημιουργήσουν διλήμματα. Πάντα έτσι ήταν και πάντα έτσι θα είναι. Στο κάθε πράσινο φύλλο, ζούνε όλα τα κίτρινα που λησμονήσαμε.
Τι θα κάνουμε εμείς; Τόσα χρόνια, μάθαμε το δρόμο. Η πραγματικότητα μας πληγώνει και ανοίγουμε λογαριασμούς με τον ουρανό η τη θάλασσα. Που θα μας βρείτε; Στο βουνό ψηλά εκεί να ανεμίζουμε αετούς προσπαθώντας να ελαφρώσουμε, μήπως και καταφέρουμε να φύγουμε μαζί τους προς τα πάνω….



Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...