Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

Ζηλεύω

Πολλά μαζεμένα αυτές τις τελευταίες νύχτες, με αναμονές και προσμονές, που επιμηκύνουν το διάστημα, σχεδόν το ακινητοποιούν. Δεν περνάει με τίποτα. Είναι και ο καιρός … Και ένα βάρος, σε απροσδιόριστο σημείο, από μια ζωή, που την κυνηγούν οι μήνες. Βγήκα στη ταράτσα του σπιτιού μου, που δεν την στολίζουν πολύχρωμα λαμπιόνια, απέναντι φωτισμένα μικροαστικά μπαλκόνια με χαρούμενη μουσική , απ΄ τα κινέζικα φωτάκια που τραγουδούν χαζά χριστουγεννιάτικους ρυθμούς, μπαλκόνια με καθημερινές ζωές, με παιδικά τσιρίγματα και μουσική, που δεν ξέρω αν κάτω από άλλες συνθήκες θα μου άρεσε. Γελάω με την εικόνα, για να μην αφήσω τη ζήλια να εκδηλώσει καμία αξίωση.


«Θέλω να μείνω μόνος», επακόλουθο, μιας αμυντικής λειτουργίας, με τον εγωισμό να θριαμβεύει. Τη μάχη απέναντι σε όλους τους άλλους, που μου φταίνε, πάντα με ένα πικρό παράπονο την κερδίζω. Η όποια φωνή αυτοκριτικής, που επιχειρεί να ψελλίσει κάτι, πνίγεται εν τη γενέσει της. Δεν έχει σημασία πως, δυνατός ή ηττημένος, πικραμένος ή χαρούμενος. Σημασία έχει ότι μ’ αυτά και μ’ αυτά, κατάφερα να μείνω μόνος εδώ στο κέντρο της ταράτσα μου, στο κέντρο του κόσμου. Από εδώ στριφογυρίζοντας, γύρω από τον άξονα μου, αρχίζω να χτίζω τον τοίχο προστασίας μου. Κάθε πέτρα και παράπονο και πάντα μπροστά ένα «Εγώ». Και συνεχίζει το παράπονο να γκαζώνει, να τα σκεπάζει όλα σαν δέκα μέτρα χιόνι.
Τι να γραφτεί στην επόμενη λευκή σελίδα; Στο χιόνι; Τίποτα. Είναι αυτά που κρατάμε, και τα σιγοψιθυρίζουμε με κλειστό το στόμα.

Είμαστε ένα πούπουλο στο έλεος των μποφόρ



Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Οι γιορτές απειλούν τις ευαίσθητες μνήμες και όσους έχουν πρόβλημα με το χρόνο.
Με λέξεις θα τον παλέψω. Με τα αισθήματα που μας γεννά μια μνήμη, επικυρωμένη και υπογεγραμμένη για να κάνω ευκολότερο το πέρασμά του.
Τα φετινά Χριστούγεννα στον μικρο μας τόπο, εκτός των γενικότερων δυσκολιών έχουν και χρώμα προεκλογικό. Στις πρόωρες αντιπαραθέσεις, ακόμα και το ψήσιμο της γαλοπούλας γίνεται αιτία πολέμου. Για τον Χριστουγεννιάτικο διάκοσμο δεν το συζητώ ...


Ο χρόνος “για να αποκτήσει μια υπόσταση” χρειάζεται και τον τόπο και ο τόπος μας έχει να διηγηθεί άπειρες ιστορίες. Το Λαζαρέτο, το Βίδο, τα Κάστρα, η Παλιά Πόλη, το εργοστάσιο Δεσύλλα, οι γειτονιές και τα στενά σοκάκια. Θέλει σεβασμό ο τόπος, γιατί αντιστέκεται στο χρόνο ενώ εμείς; Όπως ορθά επισημαίνει μια οργισμένη φωνή για άλλον τόπο… “Δεν υπήρξαμε παρά ένα δευτερόλεπτο στην αιώνια ακινησία του. Μια ανεπαίσθητη γρατσουνιά στα γόνατα του αέναου χρόνου του. Χιλιάδες πριν από εμάς, εκατομμύρια μετά από εμάς, στους ίδιους δρόμους, στην ίδια νύχτα θα δώσουν τους ίδιους όρκους. Νομίζουμε ανεξίτηλο το στίγμα μας, αλλά δεν είμαστε παρά ένα πούπουλο στο έλεος των μποφόρ”
Δυστυχώς χαρακτηριστικό γνώρισμα της μικρή μας κοινωνίας, μια επιφάνεια ίσα ίσα για να καλύψει με το χρώμα της αρεσκείας του καθενός, την αλήθεια. Μια επιφάνεια που κρατάει την ιστορία σε απόσταση για μεγάλα χρονικά διαστήματα από την πραγματικότητα. Όσοι προσπαθήσουν να σταθούν κριτικά μέσα στην κάψα των γεγονότων, θέτουν αυτόματα υποψηφιότητα για τη συμμετοχή τους στο τμήμα της εκλεκτής μειοψηφίας.
Σταδιακή επιδείνωση του καιρού. Όλο και χειρότερα… και για όλους εμάς, που κάνουμε μια σκέψη παραπάνω, ακόμα χειρότερα. “Και πώς να βρεις εφαρμογή σ’ αυτόν τον κόσμο. Το κακό είναι ότι όποιος δε μπορεί να αφομοιωθεί, να εξομοιωθεί να γίνει φωτοτυπία, τον απομακρύνει, τον αποκόπτει, τον ξερνάει. Όποιος κάνει μια σκέψη παραπάνω, όποιος διαφοροποιεί τον βηματισμό του, βρίσκεται εκτός”. Ας μαζευτούμε οι εκτός, μήπως και αλλάξουμε κάτι εντός...


Απλά, δεν πρόλαβα

«Μια φορά γεννιόμαστε, δεν γίνεται να γεννηθούμε δύο κι ούτε θα υπάρξουμε ξανά πια ποτέ, στον αιώνα τον άπαντα. Κι εσύ, χωρίς να' χεις το αύριο στο χέρι σου, αφήνεις τη χαρά για άλλοτε, και στο μεταξύ η ζωή - από αναβολή σε αναβολή - χάνεται κι ο θάνατος βρίσκει τον καθένα μας διαρκώς απασχολημένο»


Σοφά λόγια του Επίκουρου τα παραπάνω, μόνο που η απόσταση από την πράξη, φαντάζει αμέτρητη. Χριστούγεννα και δεν χιονίζει. Δεκέμβριος. Η μελαγχολία αναπόφευκτη και το παρελθόν σύμμαχος για αυτές τις ώρες, αυτό έμεινε, κάποιες μυρωδιές και κάποιες μουσικές, να μας θυμίζουν, εποχές ένδοξες. Α... και ο έρωτας, όπως τον αποθεώνει στα “Κέρματα” ο Οδυσσέας Ιωάννου.
... Τώρα κλοτσάω φύλλα. Και σε περιμένω το βράδυ. Θα ξανάρθεις με τη Σμύρνη σου καμένη και θα ξαναπροσφυγέψεις μπροστά από τον καθρέφτη, χτενίζοντας την κάπνα από τα μαλλιά σου. Ξέρεις τι θα 'θελα να σου πω; Πως ό,τι σου αρέσει, ό,τι αγαπάς, θα μπορούσα να είμαι εγώ. Απλά, δεν πρόλαβα να γίνω. Πως όσα σου έχουν πει διάφοροι ότι μπορούν να κάνουν για σένα, τα μπορώ κι εγώ. Απλά δεν τα σκέφτηκα πρώτος. Πως όποτε με περίμενες κι αργούσα, κλοτσούσα φύλλα. Και σ' αγαπούσα, ξερά και κίτρινα...
Κακή ηλικία η μεσαία, είναι και δεν είναι. Ένα πόδι μέσα ένα έξω, «αλλάξτε τον κόσμο, αλλά περιμένετε λίγο», «κάντε ότι νομίζετε αλλά δεν είναι σωστό έτσι», «εμείς δεν ανακατευόμαστε, αλλά προσέχετε μην το κάνετε έτσι».
Με μισόλογα κρύβουμε την ανασφάλεια μας και υπερασπιζόμαστε την ύπαρξη μας.

Που ξέρεις…. κάποτε…

Κλείνομαι μέσα. Ακόμη κι όταν είμαι έξω. Ακολουθώ με πίστη πλέον, ότι μπορεί να με απομακρύνει, από την κεντρική σκηνή, από τα φώτα, που φωτίζουν ετερόφωτους. Ανασαίνω λίγο πιο εκεί.

Για όσους αντλούν δύναμη από το μέλλον...Είμαστε στα τέλη του χρόνου, σε λίγες μέρες θα μπούμε στο 2023.
Από μόνος του ο χρόνος είναι ένας κύκλος. Ανοίγει και κλείνει, και σου δίνει την ευκαιρία, να σχεδιάσεις, να ταξιδέψεις και να ονειρευτείς. Είναι μια αφετηρία. Άλλωστε έχουν περάσει και τόσα πολλά χρόνια από την εποχή που γνωρίζαμε, ότι «είμαστε από ύλη που είναι φτιαγμένα τα όνειρα». Η ζωή είναι στο επόμενο βήμα, σου φανερώνεται σε τρεις ζωγραφιές, που σε νανουρίζουν, με αρώματα, σου επαναφέρει στη μνήμη όλα όσο έζησες. Τόσο πολλά, τόσα δυνατά, που τρομάζουνε το χρόνο.


Άνοιξα το παράθυρο, για να μ’ ακούσει το μέλλον: Τίναξα από τα μάτια μου τη χρυσόσκονη για να μπορέσω να δω και πίσω απ΄ τη βιτρίνα. Το ραδιόφωνο το βιολί του . Τι θέλεις Κυρία μου τέτοιες ώρες . Μη ξύνεις πληγές:
“Αχ μωρέ μ’ αυτά τα πιστεύω, μεγαλώσαμε και τώρα δεν βρίσκουμε καταφυγή πουθενά. Οι άγριες επαναστάσεις που ονειρευτήκαμε, όχι μόνον δεν έγιναν ποτέ, αλλά μας έκαναν και γραφικούς στις νεότερες γενιές, που έχουν μητρική γλώσσα τα αγγλικά κι ας τις στέλνουμε σ’ ελληνικά σχολεία. Ζουν για να βαριούνται, ξενυχτώντας άσκοπα στα κλαμπ. Κι εμείς μια φορά το μήνα σιδερώνουμε τις τρύπιες μας σημαίες και τις τυλίγουμε με καμφορά να μην τις φάει ο σκόρος, να μην τις φάει ο χρόνος, να μην τις φάει η λησμονιά. Που ξέρεις…. κάποτε… ενδεχομένως…. ένας χαρισματικός και γενναίος άνθρωπος να βρει το θάρρος και να ξεκινήσει την Ιστορία από την αρχή. Αλλιώς. Καλησπέρα σας.”
Αφήστε μας Κυρία μας στις ουτοπίες μας που ζωντανεύουν εδώ στο ανοιχτό παράθυρο.
Καλησπέρα σας. Που είχαμε μείνει;
“Τι να φταίει άραγε; Μπορεί να φταίει η μοίρα μας, που διαρκώς αναζητεί την δυστυχία, άλλωστε τα χωρίς λόγο δάκρυα, από το θάμπος του ήλιου, λίγες στιγμές μας τα χαρίζουν. Μπορεί να φταίει και εκείνο το παιδικό παιγνίδι του Θεού με τον πηλό. Μας έβαλε σε μπελάδες, έπαιξε με τα χώματα και αποκοιμήθηκε. Το αποτέλεσμα το ζούμε. Όταν ξύπνησε, ήταν αργά, αρκέστηκε σε μια ακόμη εντολή, την 13η ο Μωυσής αρνήθηκε να την ανακοινώσει. “ Μην παίζετε με τα χώματα” του είπε.
Η εποχή, μας θέλει καθιστούς και ακίνητους μπροστά στην τηλεόραση, μας θέλει αραχνιασμένους και κλινικά νεκρούς, να δουλεύουμε, να πληρώνουμε, να ψηφίζουμε. Μας θέλει με τις λιγότερες δυνατόν κινήσεις. Η ανάγκη θα μας οργανώσει και πάλι. Ο χρόνος θα κυλήσει στην ώρα του, θα αρχίσει να μετράει κανονικά και οι εικόνες θα έχουν διαπεραστικά χρώματα. Τον κρατάω τον χρόνο εδώ φυλακισμένο, μην αναλωθεί άσκοπα σε τούτο το βαθύγκριζο τοπίο.
Να σηκωθούμε επιτέλους όρθιοι να περπατήσουμε, αυτό από μόνο του σήμερα, αποτελεί πράξη αντίστασης, μπορεί βέβαια να μην είναι κατά της αρχής, σίγουρα όμως είναι κατά του τέλους μας.

Δεν μπορούμε να ανταμώσουμε…

Δύσκολες μέρες, χωρίς χρονικό ορίζοντα λήξης. Μόνες σταθερές η πρόσθεση και η αφαίρεση. Αφαίρεση ελαφρύνσεων και πρόσθεση βαρών. Εν τέλει μια διαρκής αφαίρεση ζωής.

Χριστούγεννα και πάλι. Τελευταίες μέρες και αυτού του χρόνου. Ωραία φεύγουν τα χρόνια και σε απελευθερώνουν από το βάρος τους, για να πάρουμε και την αισιόδοξη άποψη. Οι απολογισμοί είναι το πρόβλημα, γιατί όπως και να το κάνουμε, δεν πρέπει να κάνουμε ταμείο; Οι χρόνοι είναι κάθετες γραμμές που περικλείουν ότι θυμόμαστε και ότι μας αρέσει, ακόμα και αυτά που μας πληγώνουν αλλά που χρειάζεται που και που να μπαίνουν στα έξοδα για να βγαίνει το υπόλοιπο χωρίς χρέη.


Στα καθ’ ημάς Τι εμμονή και αυτή των ανθρώπων, στο παρελθόν και στις οικείες καταστάσεις.
Το έγραψα στην ανατολή του χρόνου, το επαναφέρω και στη δύση, η διχόνοια καλά κρατεί... Δεν είναι μόνο πολιτικά τα αίτια ή ταξικά, για την έντονη αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει στο νησί μας. Στο έδαφος της πολιτικής διαφωνίας, βλασταίνουν πλέον εσωτερικά πάθη, πείσματα, συναισθηματικές και πνευματικές ανεπάρκειες, φοβίες, ματαιώσεις. Οι εστίες του πολέμου είναι διάσπαρτες σε όλο το κοινωνικό φάσμα και δεν ξέρεις πλέον από που να φυλαχτείς. Δεξιοί στα μαχαίρια με δεξιούς, αριστεροί με αριστερούς, και χιαστί.
“Οι συγκρούσεις ξεσπούν με αφορμή έναν φαινομενικά αδύναμο σπινθήρα: ξεκινούν σαν διαφορά επιχειρήματος, προσέγγισης ή και ιδεολογίας, και φουντώνουν, ανοίγονται χαράδρες απλησίαστες”. Η διχόνοια, όπως την περιγράφει ο Διονύσιος Σολωμός:
«Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή καθενός χαμογελάει, ‘πάρ’ το’, λέγοντας, ‘και συ’»
“Γίναμε μια κοινωνία απειλούμενων ατόμων.” όπως γράφει ο Νίκος Ξυδάκης. “Η εύκολη οδός για τον πληττόμενο, τον απειλούμενο, τον φοβισμένο, είναι η οδός της ατομικής διάσωσης παντί τρόπω. Μιθριδατισμός στον πόνο του άλλου, η αδυναμία ή και άρνηση κατανόησης της διαφορετικής γνώμης, της άλλης στάσης”. Δυστυχώς από τη βολή του καναπέ, από τις υποχρεώσεις που μας φόρτωσαν, από τους φίλους που δεν έχουμε, από τους προγραμματισμούς για μια μίζερη ζωή, από το χρόνο που κλέψαμε πιστεύοντας ότι μπορούμε να τον πληρώσουμε… υπάρχει χάσμα αξεπέραστο.
Είναι αυτό το χάσμα που απομακρύνει την αλληλεγγύη των γενεών και κόβει απότομα μια αλληλουχία. Την κληρονομιά την ξοδέψαμε στα χρηματιστήρια και στο ευ ζην. Ξεπουλήσαμε την ψυχή μας στο διάολο και τώρα ο δρόμος, εκεί που γίνονται οι συναντήσεις, φαντάζει γκρεμός. Δεν μπορούμε πλέον να μπούμε στην παρέα. Δεν μπορούμε να ανταμώσουμε…
Τίποτα δεν έχουμε διδαχτεί τελικά, ο εμφύλιος σ’ αυτή τη χώρα φαίνεται πως δεν θα τελειώσει ποτέ...

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Θάλασσες! Ποτέ ενυδρεία

Κάθε αλλαγή του χρόνου γράφεται με παρουσίες και απουσίες, η σκέψη τρέχει διαρκώς στις άδειες θέσεις στο τραπέζι, λείπει ο Λάκης, από το κεφάλι.

Στο τέλος της χρονιάς, απολογούμαι. Κοιτάζω πίσω να ελέγξω την κίνηση, κοιτάζω μπρος σε αυτά που έρχονται. Ξανακοιτάζω πίσω, φίλοι που δεν ζουν ή δεν είναι τόσο φίλοι.
Άχρονος ο χρόνος από πάντα του με πολεμά. Όλα αυτά τα χρόνια πίσω, προσπάθησα να κλέψω κάποιες του στιγμές. Ίσα που πρόλαβα κάποια ανεπαίσθητα αρώματα, κάποιες θαμπές αχτίδες, ένα παλιό κονιάκ και λίγο Χατζιδάκι. Α! να μην ξεχάσω και εκείνο το άγγιγμα που κουβαλάω ακόμα σφιχτά στο δεξί μου χέρι…


Δυστυχώς κουβαλάμε την ποινή λες και έχουμε υποπέσει στο προπατορικό αμάρτημα. Φορτωμένοι συμβιβασμούς, σε μια εύθραυστη ισορροπία, που να πάμε; Είναι ασφαλέστερες οι ψευδαισθήσεις απ’ αυτήν την πραγματικότητα.
Ο κόσμος αισθάνεται απογοητευμένος, ταπεινωμένος και εξαπατημένος απ’ όλες τις μεριές.
Η ακρίβεια μας τρομάζει, ο πόλεμος είναι δίπλα μας και μας απειλεί . Μέσα στη διάχυτη βουβαμάρα εγκλείεται φόβος. Φόβος για το παρόν, φόβος για το μέλλον. Μπορεί τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια να ήταν σκληρά για την ελληνική κοινωνία, κάθε μέρα όμως που ξημέρωνε ήταν καλύτερη από την προηγουμένη . Σήμερα δεν γνωρίζουμε πού μας βγάζει ο δρόμος, αισθανόμαστε ανήμποροι να προγραμματίσουμε στοιχειωδώς τη ζωή μας . Αισθανόμαστε να μας πλακώνει το παρόν. Έτσι γυρίζουμε συχνά πίσω είτε εξωραΐζοντας είτε δαιμονοποιόντας το παρελθόν. Ζούμε ένα μεσοδιάστημα, Το παλιό τελείωσε το καινούριο είναι ασχημάτιστο, δύσκολοι καιροί.
Το σημερινό μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού απέτυχε πρώτο. Το μοντέλο που θέλει την κοινωνική οργάνωση να έχει χώρο μόνο για τους “ταλαντούχους”, τους “καπάτσους”, τους “έξυπνους” και τους “καινοτόμους”, όπως γράφει ο Οδυσσέας Ιωάννου, πτώχευσε πρώτο. Οι μισοί είναι φυλακή και οι υπόλοιποι σε διακανονισμό με τις τράπεζες για να σώσουν τα σπίτια τους.
Οι ανεπτυγμένες κοινωνίες πρώτα απ’ όλα μεριμνούν για τους ανυπεράσπιστους. “Καμία χλιδή δεν έχει ούτε ένα ζωντανό αιμοπετάλιο από εκείνα που βρίσκεις “τρεχούμενα” και σε αφθονία μέσα στην αγάπη δυο ανθρώπων. Η Πολιτική παρέδωσε. Η Οικονομία βασιλεύει και προσπαθεί να κρατηθεί κανιβαλίζοντας όσους “περισσεύουν”. Μέχρι να αντιστραφεί αυτό, δεν θα υπάρχουν ειδήσεις. Τουλάχιστον όχι καλές.”
Κατάλαβα Κυρία μου! Θάλασσες, ποτέ ενυδρεία.

Για να προσέχουμε που πατάμε

Στο χώμα είναι η μοίρα τους να γράφονται τα παρακάτω. Όχι για να σβήνουν με τον αέρα, για να προσέχουμε πού πατάμε.

Ευτυχώς υπάρχουν και αυτές οι καλές στιγμές της παραδοχής. Οι στιγμές της πικρής αλήθειας, που σε μια κρίση ειλικρίνειας τις ξεστομίζουμε. Αύριο θα λέω άλλα.


Ναι κάποτε προσπαθήσαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, τώρα και ενώ έχουμε παραδώσει την σκυτάλη για να προσπαθήσουν οι νεότεροι, εμείς οι παλιοί των ημερών τρέμοντας την προοπτική της αποστρατείας, βάζουμε συνεχώς εμπόδια, δίνοντας την ανάποδη μάχη.
Προσπαθούμε με κάθε μέσο να υπερασπίσουμε, τα κομμάτια του εαυτού μας που έχουμε σε υπόληψη, ώστε να μην τα βρει ευάλωτα ο χείμαρρος των αλλαγών της πραγματικότητας.
Κακή ηλικία η μεσαία, μάχεται χωρίς όνειρα χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς στόχο. Έχουμε φύγει και επιμένουμε ότι είμαστε εδώ. Δυστυχώς η ζωή που δεν τολμήσαμε βρίσκεται καταχωνιασμένη σε κείνα τα χαρτόκουτα «Νουνού», βαθιά πίσω στο πατάρι. Εκεί θα μείνει. Θα την βρουν όταν θα πάμε στο ουράνιο ταξίδι και θα δουν πόσο λάμπει το μυστικό, ευτυχώς δεν θα είμαστε εκεί να χρεωθούμε την δειλία μας.
Τι πάει να πει παράπονο, μόνο με τον εαυτό μας κολλάει αυτή η λέξη, παράπονο που δεν αφήσαμε την αύρα να μας διαπεράσει και έμεινε η υγρασία να μας οδηγήσει στην μιζέρια.
Η ευτυχία δεν θα μας βρει ξαπλωμένους κάτω από ένα ίσκιο. Η ευτυχία θα μας βρει σε μια στροφή της ανηφόρας.
Κακή ηλικία η μεσαία, είναι και δεν είναι. Ένα πόδι μέσα ένα έξω, «αλλάξτε τον κόσμο, αλλά περιμένετε λίγο», «κάντε ότι νομίζετε αλλά δεν είναι σωστό έτσι», «εμείς δεν ανακατευόμαστε, αλλά προσέχετε μην το κάνετε έτσι».
Με μισόλογα κρύβουμε την ανασφάλεια μας και υπερασπιζόμαστε την ύπαρξη μας.
Η μάχη που δίνουμε δεν είναι πλέον για να αλλάξουμε τον κόσμο αλλά για να μην μας αλλάξει ο κόσμος. Την ύπαρξη μας υπερασπίζουμε
Ανακεφαλαιώνω κάθε τόσο γιατί η απάθεια είναι κολλητική. Τα ξαναγράφω για να τα διαβάζω, φωναχτά, για να πετάγομαι εκείνη την κατάλληλη στιγμή που θέλει να με πάρει ο ύπνος.
Με προσδιορισμένο ημερολογιακά το χρόνο, μας απομένει να προσδιορίσουμε τον τόπο, αυτήν την πόλη την απροσδιόριστη και για να μην την αδικήσω θα προτιμούσα καλύτερη να ήταν άδεια. Θα μου πείτε τώρα, αν δεν υπήρχε κόσμος πώς θα υπήρχε πόλη; Αυτό είναι άλλη ιστορία.

Μελαγχόλησα



Τα παρακάτω από ένα ακάλεστο παράπονο. Μόνο του ήρθε για να ζητήσει τα δίκια του. Για να δικαιολογήσει την ύπαρξη μου. Όχι, δεν μπήκε στον κόπο των λογαριασμών, αγνόησε το πάρε δώσε της συναλλαγής των συναισθημάτων, άλλωστε κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Ήρθε για να ενισχύσει την αμυντική λειτουργία, δίνοντας έμφαση στο κόμπο που πνίγει το λαιμό και σε κείνο το απροσδιόριστο βάρος στο στήθος. Και ξέρετε σ’ αυτές τις λεπτές ισορροπίες των συναισθημάτων, αρκούν δυο μάτια, τέσσερις λέξεις και μια σιωπή.


Δύσκολες μέρες, χωρίς χρονικό ορίζοντα λήξης. Μόνες σταθερές η πρόσθεση και η αφαίρεση. Αφαίρεση ελαφρύνσεων και πρόσθεση βαρών. Εν τέλει μια διαρκής αφαίρεση ζωής. Για όσους ακόμα, το παλεύουν, με ένα «α» στερητικό σε πρώτη χρήση, κάτι θα μείνει. Τι; το πιο πολύτιμο κομμάτι της ψυχής, που η αφαίρεση δεν το αγγίζει. Λίγη ψυχή, γιατί η υπόλοιπη κάλυψε μέρος των υποχρεώσεων.
Φεύγει το φθινόπωρο και τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο. Γράφτηκε πριν 15 χρόνια, θυμάμαι και τότε όπως και τώρα μελαγχόλησα. Φθινόπωρο Κυριακή και σε λίγες μέρες μπαίνουμε σε ένα αβέβαιο χειμώνα.
Κυριακή απόγευμα. Ο ουρανός είναι βαθύγκριζος και σε μεριές – μεριές έχει κόκκινες θαμπάδες. Ο χρόνος σε μια απεριόριστη διαδρομή γεμάτος αγωνία. Δεν είχα τύψεις, γυρνούσα πίσω αναζητώντας σταθερές. Μ’ αυτά και μ’ αυτά άντεχα. Όταν δεν φαίνεται διέξοδος, ο πόνος φώτιζε σαν βεγγαλικό.
Γράφω για να ξορκίσω το κακό. Ο υπαρξιακός προβληματισμός σε συνέχεια. Βάλθηκα μέσα από μια στήλη να στοιχειώσω την εικόνα μου. Γράφω την πάσα αλήθεια σαν ψέμα. Κανείς δεν πιστεύει.
Πολύ θα ήθελα να είχα την απαραίτητη ανθεκτικότητα και να ξανάρχιζα. Έχω μπει σε ένα ρόλο και χρησιμοποιώ όλη μου την ενέργεια για να σκοτώσω τον καιρό μου. Υπαινίσσομαι την απογοήτευση μου, μέσα σε κοινές φράσεις, «δεν γίνεται τίποτα» η «τώρα είναι αργά». Μια αόριστη επιπόλαιη δυσαρέσκεια, που μου κρατά συντροφιά στις επιτόπιες διαδρομές μου.
Κάτι τέτοιες ώρες καταλαβαίνω γιατί ορισμένοι άνθρωποι προτιμούν την τρέλα, είναι ο μόνος τρόπος να κρατήσεις τη εικόνα σου, το μαγικό κουτί να ξαναβρείς τον χαμένο σου καιρό.
Δεν ξέρω, δεν ξέρω πράγματι τι να σκεφτώ και τι να πω με όλα αυτά. Δεν γυρίζω τη πλάτη στη ζωή, αλλά να, αυτές οι βόλτες τις κρύες φθινοπωρινές νύχτες, είναι αυτό που μπορώ να αφήσω. Αυτό είναι όλο και όλο. «Επιτόπιες διαδρομές μέσα στη νύχτα, σκοτεινές τρύπες παρανοϊκές και ματωμένες, άσκοπες βόλτες, παρέα με τα παράλογα όνειρα μας. Εκ των υστέρων μετράμε τα κέρδη και τις φθορές, από τα συντρίμμια αναζητάμε τον χαμένο χρόνο, αυτά είναι τα πιο σημαντικά που έχω να εκθέσω, όλα τα άλλα χάρτινες πανοπλίας, καρναβαλίστικες φορεσιές». 

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

Το Πολυτεχνείο είναι κληρονομιά, μιας αιώνιας νιότης

Κάθε που φτάνει αυτή η μέρα, θέλω να γράψω πολλά και τίποτα. Το έχω σκεφτεί πολλές φορές αυτό, πώς τα ίδια εκείνα λόγια, τα ίδια εκείνα συνθήματα, που στη μια γενιά κάνουν τους νέους να ξεσηκώνονται, να επαναστατούν, και να θυσιάζονται, ακούγονται από την επόμενη γενιά ως ενοχλητικά ή ανούσια.


Δεν μηδενίζω τίποτε. Λογαριάζω όμως πόσες φορές εκείνος αγώνας που είχε προμετωπίδα το Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία "δικαιώθηκε". Παράταιρο ακούγεται σήμερα το σύνθημα κι ας είναι όλο και περισσότεροι αυτοί που πένονται, όλο και περισσότεροι οι απαίδευτοι. Όσο για την Ελευθερία, την έχουμε. Στο πληκτρολόγιό μας. Είμαστε παντελώς ελεύθεροι να πληκτρολογούμε κατ' εξακολούθηση εξυπνάδες. «Οθόνες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο της ανεπίγνωστης μοναξιάς!»
«Τρέμω στα αλήθεια. Τρέμω γιατί πλησιάζει πάλι η τρομερή επέτειος της γενιάς μου. Η επέτειος - επαιτεία της μνήμης, η επέτειος - εκβιασμός προς την Ιστορία που κοιτάζει από ψηλά μισογελώντας την εθνική μας «επιχείρηση». Γράφει ο Μάνος Στεφανίδης.
Δυστυχώς το έπος της νεότητάς μας το καταντήσαμε συλλογική ντροπή και εύκολη προπαγάνδα στα χέρια των επιτήδειων.
Ξαναδιαβάζοντας το παρελθόν δεν επιχειρώ να το εξωραΐσω, άλλωστε αυτή η συναναστροφή μαζί του, σε φέρνει σε επαφή με τα πεθαμένα, στην παρούσα φάση όμως, εκθέτοντας τους φόβους μου να δώσω το ανάλογο σχήμα στο παρόν μου.
Το κυκλώνω στη μνήμη μου “σαν αγγελία οικίας οικείας.”
Τα κυκλώνω σαν παρατήρηση κειμένου, σαν υποσημείωση που δεν πρέπει να ξεχαστεί. Με κοκκινίζω για να μη με χάσω.
Η κάθε γενιά έχει το δικό της Πολυτεχνείο. Κάθε γενιά γίνεται θύτης και θύμα ταυτόχρονα. Ας ευχηθούμε να διακοπεί κάποια στιγμή αυτό το γαϊτανάκι της ιστορίας και το νέο Πολυτεχνείο να δικαιώσει τον αγώνα των παιδιών μας. Το «Πολυτεχνείο», όπως και να το κάνουμε θα παραμένει η κορυφαία αντιστασιακή πράξη της γενιάς μου. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι εκείνη η εξέγερση του Νοέμβρη του 1973 σήμανε το τέλος της Χούντας.
Αυτά να θυμόμαστε. Το Πολυτεχνείο λειτουργεί σαν μια κληρονομιά, μιας αιώνιας νιότης.
Στα μάτια των παιδιών διαβάζουμε ποιο πρέπει να είναι το Πολυτεχνείο του σήμερα. Και από τα μάτια αυτά παίρνουμε εντολές και ελπίδα να συνεχίσουμε. Τώρα εμείς και αύριο εκείνα. Για τα δικά τους παιδιά. Για τα παιδιά κάθε εποχής. Για το μέλλον. Για το όνειρο. Για έναν καλύτερο κόσμο.
Οι εξεγερμένοι του 1973, αγόρια και κορίτσια, ήταν σφόδρα ερωτευμένα και ήταν όλοι τους ερωτικοί. Λάτρευαν τη ζωή, ήθελαν να δημιουργήσουν, να ζήσουν ελεύθερα, να εκφράσουν τα νιάτα τους, ν΄ αντιδράσουν στο μαύρο, το συντηρητικό, να βγουν από το επιβεβλημένο αδιέξοδο. Είχαν στόχο και δεν ήταν μηδενιστές. Η αμφισβήτηση τους δεν ήταν αόριστη. Δεν υποστήριζαν την απομάγευση, αλλά επιθυμούσαν να αλλάξουν τον κόσμο.
Ναι, αυτό το Πολυτεχνείο κάθε που κοιτάς τα μάτια των παιδιών ανασταίνεται.

"Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή."
Νικηφόρος Βρεττάκος – Μικρός τύμβος (17 Νοεμβρίου 1973) 

Σε τι κόσμο, μπαμπά, μ' έχεις φέρει να ζήσω

Από το 2019 παρακολουθούσε τους πάντες το επιτελικό κράτος, όπως αποκαλύπτει σήμερα το «Βήμα της Κυριακής». Αυτό βέβαια δεν αποτελεί είδηση. Η είδηση είναι και αυτό θα πρέπει να μας τρομάζει, ότι κανενός το αυτί δεν ιδρώνει. Ούτε και αυτών που βρίσκονται στην λίστα παρακολούθησης. Φαίνεται πως φτιάχνεται ένας καινούργιος κόσμος, με ανοσία σε φαινόμενα σήψης και διαφθοράς. Από το λεξικό άρχισαν να σβήνονται λέξεις, όπως αξιοπρέπεια, ευθιξία, δικαιοσύνη, δημοκρατία, ελευθερία. Προμετωπίδα στην λειτουργιά ενός κράτους η επικοινωνία και πίσω βαθύ έρεβος.

Το ιδεώδες θα ήταν να ζει κανείς σε ένα τόπο, που η εξουσία, να ήταν τόσο συνεπής, ώστε να μην αντιλαμβάνεται την παρουσία της. Θαρρείς σήμερα ότι όλα κινούνται για να υπηρετήσουν με συνέπεια τη βιτρίνα .
Το διάστημα που προηγήθηκε, έφτιαξε συνειδήσεις, εκπαίδευσε συναισθήματα. Μια κοινωνία χωρίς όραμα, χωρίς συμμετοχή, χωρίς δράση, που αρέσκεται να σχολιάζει και κατά βάθος να χαίρεται με τη φωτιά που μας καίει.
Μόνο μέσα σ’ αυτό το κλίμα, μπορούν να ευδοκιμήσουν όλα αυτά που ζούμε σήμερα στην πατρίδας μας. Ποιος τολμούσε πριν λίγα χρόνια να εφαρμόσει τόσα αντιλαϊκά μέτρα με τόση ευχέρεια; Ήταν εύκολο τελικά.
Μέσα από την παθογένεια του μεταπολιτευτικού σκηνικού, η πλειονότητα των πολιτικών μας έχει μάθει να προβάλλει «το φαίνεσθαι πάνω στο είναι». Το κακό σήμερα, παράγινε, οι πολιτικοί συνεπικουρούμενοι από τα ηλεκτρονικά κυρίως μέσα ενημέρωσης, πουλάνε σε απίστευτες δόσεις «αέρα κοπανιστό», να φανεί πως κάτι κάνουν και ας μην κάνουν τίποτα.
Με εννοιολογικά θραύσματα, λαϊκίστικα στερεότυπα, γενικεύσεις αλλά και υπεραπλουστεύσεις, προσπαθούν να δημιουργήσουν μία εικόνα, που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Πως λοιπόν να αντέξεις μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον ψευτιάς και υποκρισίας; Πώς να αντέξεις αν δε συγκρουστείς;
«Σε τι κόσμο, μπαμπά, μ' έχεις φέρει να ζήσω,
με στενεύουν λουριά, πώς να τον συνηθίσω.
Τόσος κόπος γιατί, τόσο αίμα και δάκρυ
να μπορούσα με κάτι να τον κάνω καπνό,
όλα τέλειωσαν πια, όλα πήγαν χαμένα,
ένα μένει σ' εμένα, να του βάλω φωτιά.»

Αυτός είναι ο στίβος πλέον των μαχών της επικοινωνίας

«Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις», τραγουδάει ο Σαββόπουλος.

Οι εποχές έχουν αλλάξει, η δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έχει ξεπεράσει τα παραδοσιακά κέντρα επιρροής, δημιουργώντας ένα καινούργιο περιβάλλον στο χώρο της επικοινωνίας.


Δυνάμεις του κακού και στον παλιό και στο νέον κόσμο . Η διαφορά βρίσκεται στην συμμετοχή και στο νέο κόσμο δεν επιλέγουμε μόνο, έχουμε την δυνατότητα και να συμμετέχουμε.
Δυο κόσμοι και εδώ μέσα, όπως και έξω. Το θέμα είναι σε ποια πλευρά θα βρίσκεσαι. Δεν υπερβάλω και εδώ ένας πόλεμος γίνεται, με τις δυνάμεις του καλού και του κακού να δίνουν κάθε μέρα, κάθε στιγμή, μάχες σκληρές .
Πολλές φορές με την ευκολία που μας προσφέρει το μέσο, χάνουμε τον προσανατολισμό μας και χωρίς να υπάρχει πρόθεση, συντασσόμαστε από εκείνη την πλευρά, που όπως και στον πραγματικό κόσμο μόνο κακό θέλει να κάνει. Φυσικά και δεν διαφωνούμε με το δικαίωμα του καθενός να εκφράζει τη γνώμη του. Διαφωνούμε με την επιπολαιότητα, την προχειρότητα και τη βιασύνη, να γράψει κάτι για να υποστηρίξει ένα μοντέλο επικοινωνίας, που στην ουσία βιάζει την ίδια του την γνώμη. Ακούω σήμερα διαμαρτυρίες. Μα δεν φταίει αυτό καθ’ εαυτό το μέσο, το μέσο μας πάει μπροστά, αλλάζει με τρόπο περισσότερο δημοκρατικό την επικοινωνία. Οι χρήστες δίνουν το τέμπο και διαμορφώνουν το περιβάλλον. Οι χρήστες γίνονται χρήσιμοι ή επικίνδυνοι, το ίδιο όπως και στον έξω κόσμο.
Εδώ μέσα θα μείνω για να πολεμήσω. Εδώ κάθε μέρα μαθαίνω. Μαθαίνω στην πράξη πού κυλάνε τα ρυάκια της επικοινωνίας σήμερα, πώς μεταμορφώνεται το κείμενο από νήμα σε πολύτιμο ύφασμα.
Έχω καταλήξει: το διαδίκτυο με οδηγεί σε δικούς του δρόμους, με βάζει να γράψω διαφορετικά, έχοντας στα χέρια μου ένα οπλοστάσιο πληροφοριών που μου δίνουν την ευχέρεια της υπερκειμενικής γραφής, μου προσθέτει μουσικές, εικόνες και βίντεο, όλα αυτά που ενισχύουν και μεταμορφώνουν τις λέξεις.
Με οδηγεί σε ανθρώπους, ενδιαφέροντες, που τους νιώθω κοντινούς ακόμη κι όταν λείπει η φυσική επαφή.
Προσυπογράφω την εκτίμηση που είχε κάνει ο Νίκος Ξυδάκης σε ένα παλαιότερο κείμενο... «Την ώρα που η γλώσσα της αφήγησης, της κριτικής, του δημόσιου λόγου, ξεψυχάει στα ρηχά των μαζικών μέσων, στον πολτό του λάιφσταϊλ, στη μυρηκαστική πεζογραφία, στην ανία της ακαδημίας, την ίδια ώρα, εκεί, στα εφήμερα κηπάρια του Δικτύου, καλλιεργείται ένα στυλ που είναι προκλητικό, ερεθιστικό του νοός, σαγηνευτικό, τσιτωμένο στα κόκκινα». Μαθαίνω κάθε μέρα εδώ, αυτό κυρίως .
Αυτός είναι ο στίβος πλέον των μαχών της επικοινωνίας. Εδώ μέσα όσο περνάει ο χρόνος, οι δυνάμεις του καλού χρειάζεται να ενισχυθούν και να νικήσουν. Πριν αρχίσουμε τους αφορισμούς, ας διαλέξουμε πλευρά...

Δεν μαγειρεύω για να φάω, αλλά για να φύγω

Η ανάσα της είναι σαν μέλι αρωματισμένο με γαρίφαλο.

Το στόμα της νόστιμο σαν ώριμο μάνγκο.
Το φιλί στην επιδερμίδα της είναι σαν να γεύεσαι λωτό.
Η κοιλότητα του αφαλού της κρύβει μια ποικιλία από μπαχαρικά. Τις ηδονές που βρίσκονται παρακάτω, η γλώσσα τις γνωρίζει, αλλά δεν μπορεί να τις πει.
Σργκαρακαρίκα, Κουμαρανταντάτα (12 αιώνας )



Διάλειμμα ανάσα. Ας μαγειρέψουμε. Όταν μαγειρεύω ξεκουράζομαι. Αυτοί που μαγειρεύουν γιατί γουστάρουν, δεν μπορεί παρά να είναι άνθρωποι ευτυχισμένοι. Δεν μαγειρεύω για να φάω, αλλά για να φύγω. Μαγειρεύω κυρίως για τους άλλους, άλλα η γεύση πρέπει πρώτα εμένα να ενθουσιάζει. Κάποια υλικά που δεν μου αρέσουν, δεν τα χρησιμοποιώ ποτέ. Κάποιες φορές μαγειρεύω και για τραπέζια φανταστικά. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο σαν να είχαμε καθίσει όλοι μαζί στο τραπέζι.
Εδώ πάνω από τις αχνιστές κατσαρόλες μου, νοιώθω την ασφάλεια του παντοτινού. Με συνταγές από τα βάθη του παρελθόντος, ανέπαφες από το χρόνο και με χίλια δύο αρώματα, όπλα που αντέχουν και θα αντέξουν στη μαζική επίθεση των ταχυφαγείων.
Η ηδονή μιας γεύσης συγκεντρώνεται στη γλώσσα και στον ουρανίσκο, αν και συχνά δεν αρχίζει από εκεί, αλλά από τις αναμνήσεις. Είναι δύσκολο να καθορίσεις μια γεύση όσο και μια μυρωδιά. Και τα δύο είναι πνεύματα που έρχονται ακάλεστα για ν’ ανοίξουν ένα παράθυρο στη μνήμη και να μας οδηγήσουν σε ένα ξεχασμένο γεγονός. Πολλές φορές τα νοσταλγούμε αναζητώντας το ερωτικό αποτέλεσμα του παρελθόντος. Πάνε πενήντα χρόνια και ακόμα θυμάμαι τη γεύση από βερμούτ στο πρώτο μου φιλί.

Και τότε ήταν καλύτερα τα πράγματα

Πάλι φθινόπωρο ήταν όταν το έγραψα και τότε, σας το γράφω με σιγουριά, ήταν καλύτερα τα πράγματα.

Έχει και συνέχεια ...Νοέμβρης μήνας, η μοναξιά του, σαν ανήμερο θηρίο και φεύγει μ’ ένα κουρασμένο λεωφορείο. Και ο Νοέμβρης σε μια κοινωνία που έχει ξεχάσει να ζει, γίνεται ακόμα πιο σκληρός σαν τον Απρίλη του 1946 και η ανάγκη ακόμα πιο έντονη για να κάνουμε παρέα. Να ξαναβρεθούμε, για να σταματήσουμε την κούρσα της ανόδου των ποσοστών της κατάθλιψης.
Να σπάσουμε τις γυάλες με τα χρυσόψαρα για να ξαναβρούμε το χαμόγελο της επικοινωνίας, αυτής που δεν χρειάζεται πληκτρολόγιο και κινητά. Αυτής που έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο, με τα μάτια να εγγυώνται την αλήθεια.


Πώς να ονειρευτείς σ’ αυτό το περιβάλλον του αποκλεισμού που δημιουργήσαμε και καυχόμαστε και από πάνω.
"Οι ονειροπόλοι πού ζουν, πού υπάρχουν;" Αναρωτιέται η “φίλη’ μου, στα ραδιοφωνικά της σχόλια. «Εγώ κάτι σώματα σε σχήμα καρέκλας βλέπω, κάτι κεφάλια τετράγωνα με οθόνη TFT και κάτι συνταξιούχους τελειωμένων επαγγελμάτων που περιμένουν τις εκπτώσεις για να ανταλλάξουν τα ευρώ τους με ημέρες ή αν κρατά η τσέπη τους, και εβδομάδες. Τοκισμένα χρόνια βλέπω να βαραίνουν ανήλικους που παραπατάνε στο Ιντερνέτ καφέ και αντί να φιλάνε στα χείλη το κορίτσι τους, ψάχνουν στο σώμα του το μπουτόν που θα το κάνει να πηδάει καταρράκτες σαν τη Λάρα Κροφτ. Ποιοι ονειροπόλοι, παιδιά; Προσγειωθείτε, φτάσαμε στο αεροδρόμιο των ανθρωπίνων ομοιωμάτων.»
Πάρτε εισιτήριο. Έξοδος. Ας κάνουμε παρέα, για να γίνει ο μικρόκοσμος, κόσμος.
Η μιζέρια που βιώνουν σήμερα οι δήθεν τακτοποιημένοι τσακίζει κόκκαλα, ούτε οι σκελετοί τους δεν θα μείνουν. Και το χειρότερο... ούτε που θα τα καταλάβουν…
“Νοέμβρης μήνας... με ένα καιρό που όλο σκέφτεται να βρέξει...”

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

Τα όνειρα μας παίρνουν χρώμα χριστουγεννιάτικο



Τελικά αυτά τα ταξίδια επί τόπου είναι πιο επικίνδυνα. Δεν το γράφω γατί ζηλεύω αυτούς που γύρισαν και τις πέντε ηπείρους, αυτούς εννοείται πως τους ζηλεύω, το γράφω γιατί τα δικά μου ταξίδια, ίσως είναι τελικά πιο επικίνδυνα από τα άλλα τα αληθινά. Κάθε ταξίδι και βουτιά με κρατημένη την ανάσα στον απόλυτο βυθό.
Μπορεί η ακρίβεια να θερίζει, οι λογαριασμοί ρεύματος να έχουν φτάσει στον Θεό, η βενζίνη και το πετρέλαιο να έχουν περάσει στη λίστα των ειδών πολυτέλειας, η πόλη όμως σε λίγο και πάλι θα φορέσει τα λαμπερά στολίδια της, οι χριστουγεννιάτικες προσφορές άρχισαν να παίρνουν θέση στη μάχη της αγοράς. Κινητά τηλέφωνα νέας γενιάς, (οι γενιές εδώ έχουν διάρκεια ημερών), νέα μοντέλα αυτοκίνητων, τηλεοράσεων, υπολογιστών. Ρούχα ταξίδια παιγνίδια αξεσουάρ. Τα όνειρα μας παίρνουν χρώμα χριστουγεννιάτικο.


Τι νομίζετε μ’ αυτά και μ’ αυτά περνάει η ριμάδα η ζωή. Ζούμε τη χαρά της παραμονής και γι’ αυτό έχουν φροντίσει να μην μας την στερούν.
«Πηγές της ιστορίας δεν είναι μόνο τα αρχεία, τα ντοκουμέντα, οι μαρτυρίες. Είναι και η σιωπή.» γράφει η Μάρω Δούκα και η Κυρία του Ραδιοφώνου απηυδισμένη από τη διαφημιστική επίθεση είναι έτοιμη να δώσει τα ρέστα της για λίγη σιωπή... «Μας πεθάνανε πια. Ονόματα, φίρμες, μάρκες, ευχούλης προσευχούλης. Ο μεγάλος ινδιάνος Τσερόκι τώρα με 50 άτοκες, αύριο με δώρο έναν μικρό Ινδιάνο. Με την ηλεκτρονική κουζίνα δώρο ένας φούρνος μικροκυμάτων. Με το πλυντήριο δώρο οι λογαριασμοί του νερού και της ΔΕΗ. Αυτό το αυτοκίνητο πρέπει να το οδηγήσεις οπωσδήποτε, οδήγα το και άσε μας ήσυχους. Με πόσα κουπόνια δίνει δώρα ο Γάμα Δέλτα Παπαρόπουλος; Επιτέλους, ένα γιαούρτι με 200% λιπαρά, οι ανορεξικοί να κάτσουν στην μπάντα.
Ω! δεν μπορώ, κουράστηκα, βαρέθηκα, έπηξα, γιατί πλένω το κεφάλι μου απ’ έξω, αφού η καλύτερη σαπουνάδα γίνεται μέσα και σου την κάνει κι άλλος να μην κουράζεσαι. Να πληρώσουμε κάτι παραπάνω για λίγη σιωπή;»
Κάπου εκεί σε προχωρημένο φθινόπωρο με πιάνει, εκεί που δεν υπάρχουν διλήμματα για τον ερχομό του χειμώνα. Τα υπαρξιακά ζητήματα αναδύονται με περισσότερη ένταση αυτήν την εποχή. Και επειδή δεύτερη ζωή δεν έχει…
Ας το ρίξουμε στα παραμύθια, αυτά που μας μεγάλωσαν όπως τα μάθαμε, και αυτά που μας κρατάνε ζωντανούς όπως θέλουμε πλέον εμείς να τα λέμε. Άλλωστε εκείνο το παράπονο, τα παιδιά και τους μεγάλους επισκέπτεται. Το στάδιο των πολλών απαιτήσεων, το έχουμε περάσει προ πολλού. Ούτε δόξα ούτε χρήμα. Πολύ λίγα είναι αυτά που ζητάμε σήμερα, γι' αυτό και το παράπονο. Όσον αφορά τα παραμύθια, εκεί είμαστε εκτός συναγωνισμού, το ξέρουμε καλά το μάθημά μας…
Για να έχει το παιχνίδι ενδιαφέρον, χρειάζεται πάθος και δύναμη, τα ελάχιστα να γίνονται μεγάλα, ώστε να αποκτούν οι λεπτομέρειες ανάλογο ενδιαφέρον με τα γεγονότα και σε πολλές περιπτώσεις να τα ξεπερνούν. Το παράπονο εκείνης της στιγμής που ξεφούσκωσε και αυτό με τη σειρά του και μας άφησε εκεί στου δρόμου τα μισά, ήταν παιδί κάποιας αγνοημένης λεπτομέρειας, αν δεν με γελάει η μνήμη μου.

Τον Νοέμβρη η μνήμη υπερέχει…

Ο Νοέμβρης μας ταξιδεύει και για τη γενιά μου - λίγο πριν λίγο μετά - ο Νοέμβρης ως σύμβολο, υπήρξε προθάλαμος για την ενηλικίωση. Εκεί βαπτιστήκαμε αθώοι πολιτικά στο παρελθόν και παραδοθήκαμε σπάταλα στο παρόν. Δεν ξέρω γιατί αυτή την εποχή, η μνήμη υπερισχύει των καιρικών συνθηκών και πάντα ζωγραφίζει μέσα μου την παρακάτω εικόνα.


"Από το άχρωμο ξεκίνημα της ζεστής και ψεύτικης μέρας, σκοτεινά σύννεφα με σχισμένες άκρες περιφέρονται στην πνιγηρή πόλη. Από τη μεριά της εισόδου του λιμανιού τα σύννεφα συσσωρεύονταν διαδοχικά και απειλητικά, και μαζί τους απλωνόταν μια πρόγευση τραγωδίας βγαλμένη από την ακαθόριστη κακία των δρόμων απέναντι στον αλλοιωμένο ήλιο. Κουρέλια από κουρελιασμένα σύννεφα μαύριζαν τη δυτική πλευρά. Ο ουρανός από την μεριά του φρουρίου ήταν ξάστερος αλλά με ένα κακό γαλάζιο. Υπήρχε ήλιος αλλά δεν σου έκανε όρεξη να τον απολαύσεις.
Το μεσημέρι ο ουρανός φαινόταν πιο καθαρός, αλλά μόνο προς τη μεριά της παλιάς πόλης. Πάνω από την είσοδο του λιμανιού ο ουρανός ήταν πράγματι πιο ξάστερος. Στη βόρειο πλευρά της πόλης τα σύννεφα συνενώνονταν αργά σε ένα μόνο σύννεφο, μαύρο αδυσώπητο, που προχωρούσε αργά με νύχια φαγωμένα και γκριζωπά στην κατάληξη των μαύρων χεριών του, σε λίγο θα έφτανε ο ήλιος, οι θόρυβοι της πόλης έμοιαζαν να σβήνουν σε αυτήν την αναμονή. Στις τρεις το απόγευμα ο ήλιος ήταν εντελώς απών". Μην κάνετε κακούς συνειρμούς για την Λισσαβόνα πρόκειται., που εξυπηρετεί στις παρούσες στιγμές αυτά που ήθελα να γράψω, όμως δε γράφω αυτά που θέλω. Ένα μικρό μέρος εξομολόγησης, τεχνηέντως διατυπωμένο, ώστε να βγάζει την επιθυμητή εικόνα. Η καθημερινή μάχη με τον εγωισμό μας , δεν είναι εύκολη υπόθεση, ακόμα και τις μέρες που φαίνεται τσακισμένος, σκοπιμότητες εξυπηρετεί.
Κάνω προσπάθειες και έχω κερδίσει κάποια μέτρα. Υπάρχουν στιγμές δύναμης ή αδυναμίας, που πετάγονται κάποιες λέξεις προς τα έξω, μεταφέροντας μέσα μου αέρα ελευθέριας. Τις περισσότερες φορές αποσπασματικά και σε χρόνους ανώδυνους.
Όχι δεν είναι ακραία... δημιουργικές ενοχές ενός εκδρομέα του ’70 είναι, που προσπαθεί, με λέξεις να επικοινωνήσει, αλλά μέχρι σήμερα γίνεται αποκλειστικός φορέας του αυστηρά προσωπικού… δηλαδή της μοναξιάς του.”

Η φωτογραφία είναι του Βασίλη Δουκάκη

Δεν μπορούμε να ανταμώσουμε…

Η ανθρωπότητα νοιώθει σιγά - σιγά πως ο θρόνος της δεν είναι τόσο γερός όσο η φαντασίωση της τον είχε πλάσει και παρακολουθεί, χωρίς να συμμετέχει το δράμα στο οποίο πρωταγωνιστεί. Οι όποιες κατά καιρούς σπασμωδικές κινήσεις, δεν εμπόδισαν τα πράγματα να συνεχίσουν την καταστροφική πορεία τους.

Οι πολιτικοί υπογράφουν συμφωνίες με πρώτο άρθρο το δικαίωμα να μην τις τηρήσουν και μείς σε ένα διαρκή πόλεμο μεταξύ μας.
Στο έδαφος της πολιτικής διαφωνίας, βλασταίνουν πλέον εσωτερικά πάθη, πείσματα, συναισθηματικές και πνευματικές ανεπάρκειες, φοβίες, ματαιώσεις. Οι εστίες του πολέμου είναι διάσπαρτες σε όλο το κοινωνικό φάσμα και δεν ξέρεις πλέον από που να φυλαχτείς. Δεξιοί στα μαχαίρια με δεξιούς, αριστεροί με αριστερούς, και χιαστί.


“Οι συγκρούσεις ξεσπούν με αφορμή έναν φαινομενικά αδύναμο σπινθήρα: ξεκινούν σαν διαφορά επιχειρήματος, προσέγγισης ή και ιδεολογίας, και φουντώνουν, ανοίγονται χαράδρες απλησίαστες”. Η διχόνοια, όπως την περιγράφει ο Διονύσιος Σολωμός: «Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή καθενός χαμογελάει, ‘πάρ’ το’, λέγοντας, ‘και συ’»
“Γίναμε μια κοινωνία απειλούμενων ατόμων.” όπως γράφει ο Νίκος Ξυδάκης. “Η εύκολη οδός για τον πληττόμενο, τον απειλούμενο, τον φοβισμένο, είναι η οδός της ατομικής διάσωσης παντί τρόπω. Μιθριδατισμός στον πόνο του άλλου, η αδυναμία ή και άρνηση κατανόησης της διαφορετικής γνώμης, της άλλης στάσης”.
Δυστυχώς από τη βολή του καναπέ, από τις υποχρεώσεις που μας φόρτωσαν, από τους φίλους που δεν έχουμε, από τους προγραμματισμούς για μια μίζερη ζωή, από το χρόνο που κλέψαμε πιστεύοντας ότι μπορούμε να τον πληρώσουμε… υπάρχει χάσμα αξεπέραστο.
Είναι αυτό το χάσμα που απομακρύνει την αλληλεγγύη των γενεών και κόβει απότομα μια αλληλουχία. Την κληρονομιά την ξοδέψαμε στα χρηματιστήρια και στο ευ ζην. Ξεπουλήσαμε την ψυχή μας στο διάολο και τώρα ο δρόμος, εκεί που γίνονται οι συναντήσεις, φαντάζει γκρεμός. Δεν μπορούμε πλέον να μπούμε στην παρέα. Δεν μπορούμε να ανταμώσουμε…
Τίποτα δεν έχουμε διδαχτεί τελικά, ο εμφύλιος σ’ αυτή τη χώρα φαίνεται πως δεν θα τελειώσει ποτέ...

Ντυμένοι στα μπλε μας κουνούν το δάκτυλο

Ξέρετε πόσοι Πάτσηδες και Μίχηδες κρύβονται πίσω από τις μπλε σημαίες; Ξέρετε πόσοι πίσω από την προβολή της εθνικοφροσύνης, λεηλατούν αυτή την άμοιρη πατρίδα;

Γεμίσαμε ατσαλάκωτες και άκαπνες μπλε σημαίες αυτές τις μέρες της πλειοδοσίας του “πατριωτισμού” και της πατριδοκαπηλίας. Αλήθεια αυτοί οι ντυμένοι με την γαλανόλευκη είναι οι πατριώτες και εμείς που δε βάζουμε σημαίες στο μπαλκόνι, που δεν πάμε στην παρέλαση, που δεν σταυροκοπιόμαστε, που δεν ζητάμε πιστοποιητικά πατριωτισμού και ελληνικότητας, δεν αγαπάμε την πατρίδα; Δεν είμαστε Έλληνες;


Για να τελειώνουμε Σ΄ αυτή τη γιορτή του έθνους και του λαού δεν υπάρχει χώρος για προδότες και για επιγόνους των προδοτών», έγραφε ο Στάθης στο «ναυτίλο» , αυτός που κρατάει τη σημαία είναι που της δίνει το νόημά της. Άλλο η σημαία στα χέρια του λαμόγιου που λεηλατεί από θέση εξουσίας το Λαό, άλλο στα χέρια του ελεύθερου πολιορκημένου στο Πολυτεχνείο.
Και εμείς που δεν ντυνόμαστε με την γαλανόλευκη να ξέρετε ότι λατρεύουμε τη πατρίδα μας, μέσα από τα γράμματα και τον πολιτισμό της.
Το λάθος μας είναι ότι η αποστροφή μας στα “πατριωτικά” τσιτάτα, άφησε χώρο σε όλους αυτούς τους “ υπερπατριώτες” να ντύνονται στα μπλε πάνω από τα μαύρα. Η αγάπη μας όμως είναι στέρεα, γιατί πηγάζει μέσα από ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Δεν ξέρω αν μπορούσε να γίνει αλλιώς, αν έπρεπε να γίνουμε κάποιοι άλλοι για να μην προλάβουν οι “άλλοι”.
Δυστυχώς Σε μια χώρα που αντιμετωπίζει τόσα προβλήματα επιμένουν με βήμα και κορμί καμαρωτό, με όλα αυτά τα βαρύγδουπα, που συνοδεύουν την εθνική τους φανφάρα.
Κάθε χρόνο τα ίδια, η ίδια φωτογραφία που με το καιρό ξεθωριάζει και η επανάληψη που έχει γίνει αφόρητη.
Είναι καιρός να πούμε όχι στις παρελάσεις.
Είναι καιρός να ξεριζώσουμε απ’ την εκπαιδευτική διαδικασία όλα όσα συντηρούν και εκτρέφουν τους αιμοσταγείς και αιματοβαμμένους εθνικισμούς, που προετοιμάζουν τους ανθρώπους να σκοτώσουν και να σκοτωθούν, για ένα καλύτερο χθες...

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...