Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

Πολεμώντας την σκιά μας



Θα συνεχίσουμε με κείμενα που παραμένουν στην επικαιρότητα,  γιατί η εποχή μπορεί να τρέχει με χίλια, οι αλλαγές όμως είναι αργές και βασανιστικές.  Γιατί λέτε με απασχολούν οι ηλικίες; Γιατί λέτε τα βάζω με την ηλικία μου; Προσπαθώ να υπερασπίσω την ύπαρξη μου γιατί… Κακή ηλικία η μεσαία, μάχεται χωρίς όνειρα χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς στόχο. Έχουμε φύγει και επιμένουμε ότι είμαστε εδώ. Δυστυχώς η ζωή που δεν τολμήσαμε, βρίσκεται καταχωνιασμένη σε κείνα τα χαρτόκουτα «Νουνού», βαθιά πίσω στο πατάρι. Εκεί θα μείνει. Θα την βρουν όταν θα πάμε στο ουράνιο ταξίδι και θα δουν πόσο λάμπει το μυστικό, ευτυχώς δεν θα είμαστε εκεί να χρεωθούμε τη δειλία μας.
Με μισόλογα κρύβουμε την ανασφάλεια μας και υπερασπιζόμαστε την ύπαρξη μας.
Οι συχνές αναφορές στο χρόνο στην ηλικία και στη γενιά μας, είναι γιατί περίμενα περισσότερα. Τι κάνουμε; Και δεν ρωτάω ούτε την προπολεμική ούτε τη νέα γενιά της τηλεόρασης. Ρωτάω εμάς που δε μεγαλώσαμε με την τηλεόραση. Είχαμε την τύχη να ζήσουμε χρυσές δεκαετίες και δύσκολα χρόνια, που μας έδωσαν εμπειρίες.

Ρωτάω εμάς που γνωρίζουμε καλά ότι η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική είναι βαθιά κοινωνική και επιβάλλεται να βάλουμε πλάτη. Τι κάνουμε σήμερα; Τίποτα δεν κάνουμε..
Ένα απροσδιόριστο βάρος, με συνοδεύει αυτό το διάστημα, δεν είναι τα χρόνια πλέον, που κάθε άνοιξη για μένα, αποκτούν υπόσταση. Τα πενήντα τα περάσαμε. Το μεσοδιάστημα της δεκαετίας  που άρχισε να μετράει, μας επαναφέρει στην αφετηρία, όπως τότε που είμαστε παιδιά στην εφηβεία του ’70.
 

Είμαστε ακόμα εδώ πολεμώντας τον ίδιο μας τον ίσκιο. Το ήπιαμε το κρασί μας. Μπορεί να ξοδευτήκαμε λάθος, αυτό όμως αφαίρεσε, η πρόσθεση έρχεται από το βάρος των άλλων και σ’ αυτά τα χρόνια οι ανησυχίες για τους δικούς μας, έγιναν εαυτό μας. Δεν είναι τα χρόνια μου, που με βαραίνουν, είναι τα χρόνια μου, που κέρδισαν παρέες, παιδιά δικά τους, γυναίκες συντρόφους και φίλους. Είναι τα χρόνια μου, που απέκτησαν απώλειες δικών μου, απώλειες, που δεν μπαίνουν στην αφαίρεση.
Το «λάθος ξοδεμένοι», που λέει και το τραγούδι, δεν είναι ήττα για μας που ήρθαμε στη ζωή να σπάσουμε τα πρότυπα. Μπορεί οι επαναστάσεις, που ονειρευτήκαμε να μην έγιναν ποτέ, μας έδωσαν όμως το δικαίωμα στο όνειρο, μας έβαλαν στη διαδικασία να κυνηγάμε το ανέφικτο και περάσαμε καλά, αυτό είναι αλήθεια. Το λένε και τα παιδιά μας. Το τελευταίο είναι το μεγάλο βάρος. Τα παιδιά που δεν ονειρεύονται, Τα παιδιά που έχουν υποψιαστεί ότι ήταν καλύτερα τότε από τώρα.
Πώς να προχωρήσουμε με αυτές τις διαπιστώσεις, γίνεται να ξαναγράψουμε την ιστορία απ’ την αρχή, γυρνώντας πίσω;

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

(Δεν) ξεχνώ



«Δεν ξεχνώ», ένα σύνθημα για την Κύπρο. Ένα σύνθημα που ξεχάσαμε και θυμηθήκαμε  με την πρόσφατη κρίση που βιώνει η Μεγαλόνησος.  Ένα σύνθημα που πάλι θα ξεχαστεί αν δεν έχει ήδη ξεχασθεί.
Δυστυχώς η λήθη για άλλη μια φορά θα κάνει το θαύμα της. Στη λήθη τελικά στηρίζεται η πολιτική επιβίωση. Στη λήθη που εξαπλώνεται με ρυθμούς πανδημίας και οι επιστήμονες σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Όσες προσπάθειες επιχειρούνται για να επαναφέρουν στη μνήμη τον πρότερο ανέντιμο βίον εις μάτην. 
Δεν είναι τυχαίο που πολιτικοί, βρωμίσαντες και σαπίσαντες, μπαίνουν στο χώρο της ανακύκλωσης αναζητώντας δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πάει λέγοντας ευκαιρία. Ο Λαός ξεχνάει εύκολα, το ίδιο θα έλεγα, όπως και οι πολιτικοί την επομένη των εκλογών. Η διαπίστωση διαπερνά όλο το πολιτικό φάσμα, φτάνει μέχρι και τη μικρή, μικρή μας πόλη.
 
 
Το ότι όλα μπερδεύονται δεν το συζητώ. Εμείς τι φταίμε; Είναι φορές που ο κύκλος μοιάζει ολοκληρωμένος, επιθυμώ την μετακόμιση και δε μπορώ να φύγω. Το μόνο που μπορώ, είναι να βλέπω όλα αυτά με επιείκεια.
Αφορμή φήμες που φτάνουν στα επίπεδα του παραλόγου. Εκδήλωση φιλοδοξιών που προσπαθούν να στηριχθούν σε μια ανώδυνη συγνώμη. Εν τω μεταξύ τα πρόσκαιρα μικροσυμφέροντα  ικανοποιούνται και με το παραπάνω. Για να ακριβολογώ, συνεχίζουν  να ικανοποιούνται  της μετρητοίς. Που στηρίζονται; Σ’ αυτό το «δεν ξεχνώ» που το «δεν» γράφτηκε κατά λάθος.
Είναι επιστήμη η πολιτική και αυτοί που ασχολούνται πρέπει να είναι σχετικοί με το αντικείμενο. Η πολιτική χρειάζεται ελιγμούς, αλλά και ήθος, χρειάζεται βήματα μπροστά και πίσω, αλλά και αξιοπιστία. Δεν μπορούν να υπηρετούν την πολιτική οι πολιτικά άσχετοι. Η πολιτική θέλει καθαρά πρόσωπα και όχι μασκαράδες. Δυστυχώς βιώνουμε τον ερασιτεχνισμό σε όλο του το μεγαλείο.
Τα λάθη των πολιτικών τα πληρώνει κυρίως ο Λαός και πόσες συγνώμες πια να δεχτούμε.

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Στην αναμονή της επόμενης λέξης... ανακαλύπτω



Και επειδή τα κίνητρα της γραφής είναι αόρατα και χθες δεν ήξερα τι θα γράψω σήμερα,   θα ξεκινήσω με ένα σχόλιο – προτροπή  του κ. Σπυριδάκη για την αξία της γραφής:  «Κάθε άνθρωπος έχει την δική του προσωπική και διαφορετική οπτική στη ζωή. Ο καθένας μπορεί να μιλήσει για αυτήν με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Γι' αυτό και μόνο, αξίζει να γράφεις, να γράφω, να γράφουμε όλοι μας, εκθειάζοντας την οπτική μας». Για να δούμε μια άλλη οπτική που ξεπερνά τα όρια ακόμα και αυτής της ανησυχίας…   
«Όπως κάποιοι, εργάζονται από πλήξη, μερικές φορές γράφω γιατί δεν έχω τι να πω. Στην ονειροπόληση, στην οποία χάνεται με τρόπο εντελώς φυσικό όποιος δεν σκέφτεται, εγώ χάνομαι γραπτώς, γιατί ξέρω να ονειρεύομαι σε πρόζα. Και υπάρχει πολύ ειλικρινές συναίσθημα, πολλή νόμιμη συγκίνηση που δοκιμάζω επειδή δεν αισθάνομαι.
Υπάρχουν στιγμές που η κενότητα, του να νοιώθεις πως ζεις, αγγίζει την πυκνότητα κάποιου πράγματος θετικού…» Από το «βιβλίο της ανησυχίας» του Πεσσόα και πώς να μείνεις απαθείς. Αυτά ήθελα να σας πω και εγώ απόψε, μερικές φορές γράφω γιατί δεν έχω τι να πω. Όχι, δε γράφω από υποχρέωση. Στην αναμονή της επόμενης λέξης, ανακαλύπτω.
«Χωρίς βουλή χωρίς Θεό» που λέει και ο Σαββόπουλος, μελοποιώντας έτσι την αταξία του νου του και δίνοντας με αυτόν τον τρόπο διάσταση στις σκέψεις, που ξεπερνούσαν το εφήμερο του παρόντος του.
 

«Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα μας περιμένει» και μεταμεσονύκτια, η φωνή που σχολιάζει το τραγούδι προχωράει ακόμα παραπέρα, σαν βγούμε απ’ αυτή την φυλακή, θα μπούμε σε μια άλλη. Όταν σιγάζει ο παγκόσμιος πόνος, παίρνει τα πάνω του ο προσωπικός. Επιστρέφουμε στις ατομικές πληγές, καθόμαστε στις ουρές με το δελτίο τροφίμων του ιδιωτικού μας ασύλου και επενδύουμε πάλι σε αισθήματα, διαλέγοντας η μαχαιριά που θα εισπράξουμε να είναι τουλάχιστον της αγάπης.
Γράφω γιατί δεν έχω τι να πω, είναι και οι απέναντι τοίχοι, που όχι μόνο δεν ακούν αλλά είναι και ανίκανοι να προκαλέσουν αντίλαλο. Αυτές οι λέξεις όμως της αταξίας του μυαλού, φεύγουν σε άγνωστους προορισμούς δημιουργώντας προϋποθέσεις για κάποια συνάντηση.  
«Γράφω καθυστερώντας τις λέξεις. Λέξεις μάταιες, χαμένες, μεταφορές ασύνδετες, που μια ακαθόριστη αγωνία αλυσοδένει σε σκιές… Λείψανα καλύτερων στιγμών, βιωμένα στο βάθος κάποιων δενδροστοιχιών … Λάμπα σβησμένη που ο χρυσός της λάμπει στο σκοτάδι χάρη στη μνήμη του φωτός που χάθηκε… Λέξεις που αφέθηκαν, όχι στον άνεμο, αλλά στο έδαφος, από τα δάκτυλα που δεν τις έσφιγγαν, σαν φύλλα ξερά που είχαν πέσει σ’ αυτά από κάποιο δέντρο αόρατo ακαθόριστο… Νοσταλγία για τις στέρνες των αγροικιών των άλλων… τρυφερότητα γι’ αυτό που ποτέ δεν συνέβη…»
Γράφω γιατί δεν έχει νόημα να πω, κανείς δεν θα με ακούσει. Γράφω για να μπορώ να ονειρευτώ απόψε άλλους προορισμούς.

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Αύριο ποιος ξέρει γιατί θα γράψω



Μεγάλη αλήθεια! Το είχε γράψει παλαιότερα η Ελένη στη στήλη της,  «Τα κίνητρα της γραφής είναι αόρατα».  Γιατί γράφω;  Στην ερώτηση, ανάλογα το χρόνο και τη διάθεση έχω δώσει διαφορετικές απαντήσεις, η τελευταία «σαν άσκηση πειθαρχίας,    σήμερα, για σένα, αύριο για τους φίλους μου,  μεθαύριο για μένα. «Τα κίνητρα της γραφής  προσπάθησε να συγκέντρωση η συγγραφέας Μάργκαρετ Ατγουντ  στο βιβλίο της «Συνομιλώντας με τους νεκρούς» Δηλαδή με τους συγγραφείς που αγάπησε. Τα φαντάσματά της. Τους μελλοντικούς της ήρωες που θα ζωντανέψει. Και ιδού μερικά… κίνητρα απ’ αυτά. Τα αποκαλύπτουν  οι ίδιοι οι συγγραφείς στο ερώτημα  «γιατί γράφω»:
Για να καταγράψω τον κόσμο όπως είναι. Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί. Για να ανασκάψω το παρελθόν επειδή λησμονήθηκε. Για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για εκδίκηση. Επειδή ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσω να γράφω αλλιώς θα πέθαινα. Επειδή να γράφεις σημαίνει να αναλαμβάνεις ρίσκα, και μόνον έτσι γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί. Για να παράγω τάξη από το χάος. Επειδή με ευχαριστεί. Για να εκφράσω την ανέκφραστη ζωή των μαζών. Για να κατονομάσω το μέχρι τούδε ακατονόμαστο. Για να κοροϊδέψω τον Θάνατο. Επειδή η δημιουργία σε εξομοιώνει με το Θεό. Για να αρέσω στις γυναίκες γενικά. Για να ευχαριστήσω και να ψυχαγωγήσω τον αναγνώστη. Για να φανώ πιο ενδιαφέρων απ’ ότι ήμουν στην πραγματικότητα. Για να επιβιώσω και μετά θάνατον. Για να βγάλω λεφτά και να χλευάσω αυτούς που πριν χλεύαζαν εμένα. Για να εκτονώσω την αντικοινωνική μου συμπεριφορά. Γιατί η ιστορία στοίχειωσε μέσα μου και δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Για να μιλήσω για αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Για να επιδιώξω να με κατανοήσει ο αναγνώστης και ο εαυτός μου. Για προσωπική έκφραση. Για προσωπική ευχαρίστηση. Για να επιστρέψω κάτι από αυτό που δόθηκε. Για να μιλήσω με τους νεκρούς…
Το κίνητρο είναι εκείνο που θα καθορίσει πολλά στη συνέχεια: ποιότητα, αισθητική, ειλικρίνεια, πάθος, ματαιοδοξία, ύφος…

Αλλά αυτό το κίνητρο, εν τέλει, είναι και αναγνωστικό. Πως θα μπορούσε, εξάλλου, να γίνει διαφορετικά. Αυτά τα δύο είναι «σε σχέση». Κατά συνέπεια θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε γιατί διαβάζουμε εμείς: Για να μαθαίνω. Για να βαθαίνω. Για να ανακαλύπτω. Για να καταλαβαίνω. Για να κρίνω. Για να ταξιδεύω. Γιατί με ευχαριστεί. Γιατί με ένα βιβλίο ανακαλύπτω εμένα. Ανακαλύπτω τους άλλους. Τη ζωή. Γιατί επικοινωνώ. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί με παρηγορεί. Με ασφαλίζει. Γιατί είναι must. Γιατί με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι. Για  να σκοτώσω την ώρα μου.
Προσπαθώντας να απαντήσω στην ερώτηση «γιατί γράφω», ώστε να εντοπίσω και το  δικό  μου κίνητρο σε αυτή την καθημερινή διαδικασία της γραφής, διαπίστωσα ότι  είναι πολλά τα κίνητρα. Κάθε μέρα δε,  είναι και διαφορετικά. Αλλά και σαν αναγνώστης κινούμαι από διαφορετικές κατευθύνσεις.  Σχεδόν όλα τα «Για» στο γιατί θα μπορούσαν να ήταν απαντήσεις δικές μου, ακόμα και αυτές που δεν περιποιούν τιμή.
Η γραφή και η ανάγνωση είναι μια διαδικασία σύνθετη, που έχει να κάνει με τις αδήριτες ανάγκες της ψυχής μας. Και αυτές είναι πολλές και διαφορετικές, δημιουργούνται δε, σε σχέση με το χρόνο και τα γεγονότα που για τον καθένα παίζουν και διαφορετικό ρόλο στη ζωή του.
Γράφω γιατί είμαι ερωτευμένος. Γιατί δεν είμαι ερωτευμένος. Γιατί πονάω. Γιατί χαίρομαι. Για μένα και για τους άλλους για τους λίγους και για τους πολλούς. Για τους φίλους και τους εχθρούς. Για να ανασάνω σήμερα  εγώ και να δώσω ανάσες από το περίσσευμα μου αύριο, σ’ αυτούς που τις χρειάζονται.
Όλες οι απαντήσεις που πείρε η κ. Ατγουν, συνομιλώντας με τους νεκρούς συγγραφείς που αγάπησε,  δικές ήταν τελικά. Γιατί η γραφή δεν έχει κίνητρα ορατά.     

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Χρόνοι άγραφτοι


Την αγάπη που έδειχναν για το θέατρο και τη μουσική  οι παλιοί κερκυραίοι -  και αυτό ανεξάρτητα από  την κοινωνική τους  τάξη – εκφράζεται σήμερα  με παράπονο. Πλούσιοι και φτωχοί, είχαν εντάξει στις προτεραιότητες τους τις τέχνες και τις υποστήριζαν κατά τρόπο μοναδικό.
Σήμερα, όσων  έζησαν εκείνα τα χρόνια, διακρίνεις στα μάτια τους,  τη στιγμή της αναπόλησης, μια γλυκιά μελαγχολία.
«Αν η σκέψη και τα ενδιαφέροντα της Κέρκυρας είναι στο παρόν, η ψυχή της πλανάται στα περασμένα», γράφει ο κορυφαίος χρονογράφος Παύλος  Παλαιολόγος.
Μια φορά και έναν καιρό εδώ που βλέπετε…Πουθενά αλλού δεν θα δείτε τόση έντονη την αναπόληση. Έντονη, όχι όμως συντριπτική. Δεν είναι η νοσηρή νοσταλγία που προκαλεί την αδράνεια. Είναι η ενατένιση ενός κόσμου, του κόσμου τους, που από μέρα σε μέρα αλλάζει και χάνεται. Τον βλέπουν, κάνουν τις συγκρίσεις τους και μελαγχολούν. Από τη σκοπιά του ο καθένας. 


Μελαγχολεί ο μέσος κερκυραίος, γιατί νομίζει ότι άρχισε να κάμπτεται στους νέους ανθρώπους η παλιά κερκυραϊκή αβρότητα.. Μελαγχολεί ο ευγενής, γιατί ξεκληρίστηκε το αρχοντολόι. Θλιμμένοι οι ποπολάροι για τα τραύματα που άνοιξε στο νησί τους ο πόλεμος. Απαρηγόρητος ο μουσικός γιατί δεν είναι όσος έντονος ήταν άλλοτε ο μουσικός οίστρος.
Πώς να ξεφύγει η Κέρκυρα από τον τυφώνα, των αλλαγών, που θέλει να επιβάλλει ένα μέσο όρο για όλους, μια ουδετερότητα άχρωμη και άοσμη, που δεν θα αφήσει τίποτα ύστερα από χρόνια για να θυμόμαστε.
Είναι αλήθεια ότι εκείνα τα χρόνια ήταν πιο δύσκολα. Τις παραστάσεις του λυρικού θεάτρου, με θυσίες και στερήσεις τις παρακολούθησε ο κερκυραϊκός λαός. Όμως το χρόνο τον οδηγούσε ο άνθρωπος, ενώ σήμερα συμβαίνει  το αντίθετο και έτσι  έχουμε χρόνους άγραφτους να προσθέτονται στην  ηλίκια μας, χωρίς να μπορούμε να τους αναπολήσουμε, γιατί δεν υπάρχουν σημάδια να τους θυμίζουν.


Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...