Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

Το μέλλον που έγινε παρόν, είναι από πολυεστέρα...

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Όλα έχουν ξανασυμβεί. Αυτές οι γιορτές απειλούν τις ευαίσθητες μνήμες και όσους έχουν πρόβλημα με το χρόνο, λόγω της επανάληψης. Και πέρσι δεν είχαμε Χριστούγεννα; Και πρόπερσι και πριν 57 χρόνια όσο θυμάμαι. Είναι βέβαιον ότι και του χρόνου τέτοια εποχή, πάλι θα ζούμε τις παραμονές της μεγάλης γιορτής. Αστραπιαία περνούν από μπροστά μου 57 Χριστουγεννιάτικα δέντρα, από κυπαρίσσια της δεκαετίας του 60 στο χωριό, μέχρι κινέζικα πτυσσόμενα έλατα .


Θυμάμαι τα Χριστούγεννα του 66’, μας είχαν μοιράσει στο σχολείο δώρα, κάτι γελασούδια, ένα μολύβι μια ξύστρα ένα τετράδιο, ήταν η πρώτη φορά που συνδύασα τη γιορτή με τα δώρα, απέραντη χαρά. Τον επόμενο χρόνο δεν θυμάμαι να μοίρασαν δώρα, θυμάμαι που ήρθε η δικτατορία.
Τα Χριστούγεννα όμως που ζωντάνεψαν τα παραμύθια, ήταν του ’72, Ο πρώτος έρωτας, το πρώτο ραντεβού. Η αφορμή να κόψουμε το κυπαρίσσι που θα στολίζαμε, και η ευκαιρία να απομακρυνθούμε όσο γίνεται πιο μακριά από το χωριό. Σε μια πλαγιά ακουμπισμένοι σε ένα δέντρο, ανταλλάσσοντας ντροπές και παιδικές χαζομάρες. Τότε ζούσαμε το παρόν και ευτυχώς δεν γνωρίζαμε το μέλλον.
Θυμάμαι και κάτι πρόσφατα, πριν δέκα χρόνια. Βγήκα στη ταράτσα του σπιτιού μου, που δεν τη στολίζουν πολύχρωμα λαμπιόνια των ημερών. Απέναντι φωτισμένα μπαλκόνια με χαρούμενη μουσική απ’ τα κινεζικά φωτάκια που τραγουδούσαν χαζά, χριστουγεννιάτικους ρυθμούς της κατανάλωσης. Γελούσα με την εικόνα, για να μην αφήσω τη ζήλια να εκδηλώσει καμία αξίωση. «Θέλω να μείνω μόνος», έλεγα, επακόλουθο, μιας αμυντικής λειτουργίας, με τον εγωισμό να θριαμβεύει.
«Θέλω να μείνω μόνος», ούτε λαμπιόνια, ούτε αστέρια, ούτε Χριστούγεννα. Τι να γεννηθεί από έναν;
Θυμάμαι και τα περσινά, φαντάζομαι και τα φετινά. Δυστυχώς χαρακτηριστικό γνώρισμα της μικρή μας κοινωνίας, μια επιφάνεια ίσα ίσα για να καλύψει με το χρώμα της αρεσκείας του καθενός, την αλήθεια.
Μια επιφάνεια που κρατάει την ιστορία σε απόσταση για μεγάλα χρονικά διαστήματα από την πραγματικότητα. Όσοι προσπαθήσουν να σταθούν κριτικά μέσα στην κάψα των γεγονότων, θέτουν αυτόματα υποψηφιότητα για τη συμμετοχή τους στο τμήμα της εκλεκτής μειοψηφίας.
Φέτος θέλω να φύγω μακριά γιατί τώρα δυστυχώς γνωρίζουμε το μέλλον, που έγινε παρόν και είναι από πολυεστέρα...

Αύριο θα λέω άλλα

Ευτυχώς υπάρχουν και αυτές οι καλές στιγμές της παραδοχής. Οι στιγμές της πικρής αλήθειας, που σε μια κρίση ειλικρίνειας τις ξεστομίζουμε. Αύριο θα λέω άλλα.

Ναι κάποτε προσπαθήσαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, τώρα και ενώ έχουμε παραδώσει την σκυτάλη για να προσπαθήσουν οι νεότεροι, εμείς οι παλιοί των ημερών τρέμοντας την προοπτική της αποστρατείας, βάζουμε συνεχώς εμπόδια, δίνοντας την ανάποδη μάχη.


Προσπαθούμε με κάθε μέσο να υπερασπίσουμε, τα κομμάτια του εαυτού μας που έχουμε σε υπόληψη, ώστε να μην τα βρει ευάλωτα ο χείμαρρος των αλλαγών της πραγματικότητας.
Κακή ηλικία η μεσαία, μάχεται χωρίς όνειρα χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς στόχο. Έχουμε φύγει και επιμένουμε ότι είμαστε εδώ. Δυστυχώς η ζωή που δεν τολμήσαμε βρίσκεται καταχωνιασμένη σε κείνα τα χαρτόκουτα «Νουνού», βαθιά πίσω στο πατάρι. Εκεί θα μείνει. Θα την βρουν όταν θα πάμε στο ουράνιο ταξίδι και θα δουν πόσο λάμπει το μυστικό, ευτυχώς δεν θα είμαστε εκεί να χρεωθούμε την δειλία μας.
Τι πάει να πει παράπονο, μόνο με τον εαυτό μας κολλάει αυτή η λέξη, παράπονο που δεν αφήσαμε την αύρα να μας διαπεράσει και έμεινε η υγρασία να μας οδηγήσει στην μιζέρια.
Η ευτυχία δεν θα μας βρει ξαπλωμένους κάτω από ένα ίσκιο. Η ευτυχία θα μας βρει σε μια στροφή της ανηφόρας.
Κακή ηλικία η μεσαία, είναι και δεν είναι. Ένα πόδι μέσα ένα έξω, «αλλάξτε τον κόσμο, αλλά περιμένετε λίγο», «κάντε ότι νομίζετε αλλά δεν είναι σωστό έτσι», «εμείς δεν ανακατευόμαστε, αλλά προσέχετε μην το κάνετε έτσι».
Με μισόλογα κρύβουμε την ανασφάλεια μας και υπερασπιζόμαστε την ύπαρξη μας.
Η μάχη που δίνουμε δεν είναι πλέον για να αλλάξουμε τον κόσμο αλλά για να μην μας αλλάξει ο κόσμος. Την ύπαρξη μας υπερασπίζουμε

Ό,τι αγαπάς, θα μπορούσα να είμαι εγώ. Απλά, δεν πρόλαβα..."

Ένα χρόνο άργησε η μετακόμιση, ήταν από εκείνα τα κείμενα του πρώτου ενικού, που έβρισκαν ανταπόκριση σε πολλούς ενικούς και μου έδιναν την δυνατότητα να αποφεύγω τους πληθυντικούς.

Η αλήθεια είναι ότι οι παρακάτω σκέψεις δεν κλείνουν με μια μετακόμιση, επανέρχονται και επανέρχονται, σε μια αέναη διαδικασία, για να μη μας βρει ο χρόνος ακίνητους.
Μπορεί να είμαστε κλεισμένοι μέσα στα λίγα τετραγωνικά μας, ο χρόνος όμως τρέχει και μεις δεν μπορούμε να μείνουμε στάσιμοι.


“Και αυτή η μικρή απουσία, αποτέλεσμα της εφήμερης στάσης, που με καταδιώκει όλα αυτά τα χρόνια. Μια μετακόμιση η αιτία, που προστέθηκε στις τόσες, που αντιστέκονται στο γενικό εφήμερο της ζωής. Έχουμε εξηγηθεί από την αρχή. Μια ζωή με κυνηγούσε το εφήμερο. Στον ερωτά, στο κόμμα, στην εφημερίδα στη δουλειά. Πουθενά δεν μπορώ να ριζώσω.
Εκτός από κάποιες σταθερές, που τις κουβαλάω σε κάθε μετακόμιση, τα υπόλοιπα τα ξεφορτώνομαι και κάθε φορά αισθάνομαι πιο ελαφρύς.
Γιατί να περιμένω το χρόνο να με βρει ακίνητο; Και η απάντηση στο ερώτημα, μάλλον αναιρεί αυτό που κατά καιρούς σας δηλώνω. Το κυνηγούσα το εφήμερο, σε μια αέναη ομοιοπαθητική διαδικασία, που φαντάζει τη ζωή παντοτινή, απαλλαγμένη από κακές σκέψεις. Απαλλαγμένη από την ρουτίνα που κάνει το ρολόι να τρέχει με χίλια, απαλλαγμένη από μελαγχολία που μας καθηλώνει .Όσο για τα απολεσθέντα αντικείμενα, με τίποτα δεν μπορούν να αντισταθμίσουν το κέρδος, που προσφέρει το καινούργιο περιβάλλον.
Η μετακόμιση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της διαδικασίας, ακόμα και η δυσλειτουργία των πρώτων ημερών, φαίνεται ελκυστική μπροστά στο οξυγόνο που προσφέρει η νέα αρχή.
Που είχαμε μείνει; Ρωτάμε συνήθως μετά από κάθε διακοπή, και δεν περιμένουμε την απάντηση, γιατί απλούστατα δεν θέλουμε να συνεχίσουμε από εκεί, αλλά από την αφετηρία. Ευτυχώς έχουμε πάντα την ψευδαίσθηση ότι κάθε διακοπή μας επαναφέρει στην αρχή, από εκεί δηλαδή που ξεκινάει κάθε όνειρο και τι όνειρο θα ήταν αν δεν είχε μέσα του τον έρωτα όπως τον αποθεώνει στα “Κέρματα” ο Οδυσσέας Ιωάννου. Τον έρωτα για την πατρίδα, για τον λιμάνι, για τη ζωή
.... Τώρα κλωτσάω φύλλα. Και σε περιμένω το βράδυ. Θα ξανάρθεις με τη Σμύρνη σου καμένη και θα ξαναπροσφυγέψεις μπροστά από τον καθρέφτη, χτενίζοντας την κάπνα από τα μαλλιά σου. Ξέρεις τι θα 'θελα να σου πω; Πως ό,τι σου αρέσει, ό,τι αγαπάς, θα μπορούσα να είμαι εγώ. Απλά, δεν πρόλαβα να γίνω. Πως όσα σου έχουν πει διάφοροι ότι μπορούν να κάνουν για σένα, τα μπορώ κι εγώ. Απλά δεν τα σκέφτηκα πρώτος. Πως όποτε με περίμενες κι αργούσα, κλωτσούσα φύλλα. Και σ' αγαπούσα, ξερά και κίτρινα...
Μπορεί να είμαστε κλεισμένοι μέσα στα λίγα τετραγωνικά μας, ο χρόνος όμως τρέχει και μεις δεν μπορούμε να μένουμε στάσιμοι.

Έχεις δίκιο

Έχεις δίκιο, λέμε εν κατακλείδι μιας κουβέντας, που δεν θέλουμε τη συνέχεια της ή για να είμαστε πιο ακριβείς, την θέλουμε με τον εαυτό μας, τη θέλουμε με την σιωπή μας, που είμαστε βέβαιοι ότι θα μας καταλάβει.

Τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά μου συμβαίνει.
«Μην με ρωτήσεις τίποτα άλλο. Έχασα τις απαντήσεις μου. Μπορεί κάπου ίσως και να μου έπεσαν . Αφήνομαι σε μέρες να τριγυρνώ. Κομμάτια μου βρίσκω μέσα σε παλιές φωτογραφίες. Κι έτσι όσο περνά ο καιρός νομίζω πως περισσεύω σ’ ένα παρελθόν που απεγνωσμένα προσπάθησα να γίνει μέλλον».


Έχεις δίκιο. Και δεν έχεις, αλλά οι απαντήσεις, ακόμα και αν μπορούσες να τις ακούσεις, δεν θα ήταν αυτές που ήθελες.
Αυτές οι ημιτελείς συζητήσεις, που έχουν ένα άδοξο φινάλε, να ξέρετε… συνεχίζονται για πολύ χρόνο ακόμα, συνεχίζονται για πολλά βράδια μέχρι να μας πάρει ο ύπνος, δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις, ακόμα και στον ίδιο μας τον εαυτό. Το μόνο σίγουρο… κάποτε τελειώνουν με συμπεράσματα, που πέφτουν σαν ώριμα φρούτα, κάτω από μια επίπονη εσωτερική διαδικασία, δεν είναι αυτές, που θα έβγαιναν εκείνη την στιγμή, ούτε αυτές που φανταζόμαστε, είναι αυτές που γεννήθηκαν με φυσιολογικό τοκετό, χωρίς πιέσεις χωρίς ενδοιασμούς χωρίς θυμό.
Ας μην το συνεχίσουμε. Έχεις δίκιο!

Εμείς και η μνήμη

Η αναφορά στους μήνες δεν περιέχει ευχές, να μην κοροϊδευόμαστε, άλλωστε για κάποιους θα είναι καλός, για κάποιους άσχημος, κάποιοι θα πατήσουν απ’ ευθείας στο Δεκέμβρη, περνώντας αδιάφορα τον ενδιάμεσο χρόνο τους. Η αναφορά γίνεται για τις μνήμες και το Νοέμβρη, η δικής μας η γενιά όσο και αν προσπαθήσει δεν πρόκειται να τον ξεχάσει.


Ο Νοέμβρης του ‘73 προπορεύεται απ' όλους τους Νοέμβρηδες της ηλικίας μου.
Ναι εμείς και η Μνήμη. Και ο Νοέμβρης , ως σύμβολο, ήταν για τη γενιά μου - λίγο πριν, λίγο μετά - προθάλαμος για την ενηλικίωση. Εκεί βαφτιστήκαμε πολιτικά και παραδοθήκαμε σπάταλα στο παρόν. M΄ αυτούς τους κάποτε νέους, τους κάποτε εξεγερμένους, πορεύεται σήμερα εν πολλοίς η Ελλάδα.
Οι περισσότεροι σήμερα αντιμετωπίζουν το Πολυτεχνείο όπως γράφει Ν Ξυδάκης “με συγκατάβαση, στο όριο της αδιαφορίας. Αν τους ρωτήσεις τι σημαίνει γι’ αυτούς, θα ταλαντευτούν ακαριαία μεταξύ εχθρότητας και αμήχανου δέους. Δεν είναι τακτοποιημένο ακόμη· ενοχλεί. Άλλοι, μάλλον λίγοι, το βλέπουν με έμφοβο θαυμασμό, δηλαδή, δεν το βλέπουν. Τα παιδιά του Δημοτικού το μπερδεύουν με την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου· μόνο που αναρωτιούνται: χωρίς Τούρκους και Γερμανούς, ποιοι είναι οι κακοί; Αρκετοί λυκειόπαιδες, με μισοχωνεμένο τον Επιτάφιο του Περικλέους, το βλέπουν σαν προνομιακό πεδίο για την εξεγερσιακή τους γυμναστική. Και κάποιοι μεσήλικες, που ήσαν νέοι τότε, το βλέπουν σαν τη ματαιωμένη νιότη τους”.
Κάπως έτσι και αν οι Νοέμβρηδες που έζησα μέχρι σήμερα απέκτησαν κάποια υπόσταση και αν έγιναν μουσική και αν έγιναν τραγούδι και καταγράφηκαν στο χρόνο, ο Νοέμβρης του ‘73 ευθύνεται.
«Νοέμβρης μήνας ταξιδεύει μ' ένα τρένο Αθήνα, Λάρισα, ωραία Θεσσαλία
στην Κατερίνη ακούει τραγούδι αγαπημένο με μια πληγή από παλιά μελαγχολία. Στη Σαλονίκη φθάνει απόγευμα στις έξι μ' έναν καιρό που όλο σκέπτεται να βρέξει. Νοέμβρης μήνας...»

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...