Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

Δεν έχει ποδοσφαιροποιηθει η πολιτική

 

«Έχει ποδοσφαιροποιηθει η πολιτική μας ζωή», πέταξε κάποιος στην παρέα, χωρίς να σκεφτεί… Λάθος. Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν κανόνες, μεταγραφές με αυστηρούς όρους συμβολαίων. Δανεισμοί με προκαθορισμένο χρονικό ορίζοντα, ρήτρες μεταπώλησης, επαγγελματισμός, χωρίς να χάνει το ιδικό βάρος η φανέλα. Στο ποδόσφαιρο υπάρχει ακόμα ψυχή και πόδια που μπαίνουν στη φωτιά, και τσακίζονται. Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν φίλαθλοι που δεν περιμένουν στο προθάλαμο βουλευτικών γραφείων, που υποστηρίζουν την ομάδα τους χωρίς ανταλλάγματα. Δεν υπάρχουν αναποφάσιστοι, που καθορίζουν το αποτέλεσμα, υπάρχουν αποφασισμένοι πρωταγωνιστές και οπαδοί. Στο ποδόσφαιρο χύνεται ιδρώτας και αίμα.


Καμία σύγκριση λοιπόν. Είναι άδικο για το ποδόσφαιρο να συγκρίνεται με την πολιτική.
Γιατί νομίζετε ψάχνω ένα ανοιχτό παράθυρο; Γιατί η μικρή μας πόλη που δέχτηκε να με αναθρέψει, πάντα ζητούσε αντάλλαγμα ένα κομμένο ορίζοντα…
Το να συγκρουστούμε κάποια στιγμή με το παρελθόν μας, είναι μια επώδυνη διαδικασία. Όταν έρθει η στιγμή να παραδεχτούμε λάθη, οι λέξεις βγαίνουν δύσκολα, βασανιστικά θα έλεγα. Πάντα στο τέλος υπάρχει μια μικρή δικαιολογία για να αμβλύνει τις εντυπώσεις. Σε καμία περίπτωση βέβαια, η εξομολόγηση δεν διαγράφει τις πράξεις μας, που αδίκησαν, που πόνεσαν που προκάλεσαν ζημιά στους γύρω μας, αλλά και στον ίδιο μας τον εαυτό.
Δεν γράφω τίποτα καινούργιο, προσπαθώ ξεκινώντας από τα αυτονόητα, να καταλάβω, τι είναι εκείνο που δίνει ασυλία στους πολιτικούς που μας κυβερνούν, να λειτουργούν με τόση αναξιοπιστία απέναντι στο Λαό, χωρίς να νοιώθει ποτέ κανείς την ανάγκη, να απολογηθεί για εκείνα που μας έλεγε χθες και για τα αλλά που μας λέει σήμερα.
Βεβαίως και δεν ανακάλυψα την Αμερική, όμως απορώ πως αυτή η παρωδία αντέχει στο χρόνο, όταν είναι πρόδηλο και στον πιο ανυποψίαστο ψηφοφόρο, ότι δεν μπορεί αυτός που μέχρι χθες έλεγε όλα αυτά, ο ίδιος χωρίς να κοκκινίζει με την άνεση που του δίνει η σιωπηρή αποδοχή, να λέει σήμερα ακριβώς τα αντίθετα.
Οι πολιτικοί που μας κυβερνούν λειτουργούν λες και έχουν πάρει απαλλαγή από την ιστορία. Κινδυνεύουμε να πιστέψουμε ότι δεν υπάρχει παρελθόν, γινόμαστε συνένοχοι σε μια διαδικασία που νομιμοποιεί τη λήθη για ότι εγκληματικό έχει διαπραχθεί… Ότι συνέβη χθες σβήνεται με τη γομολάστιχα του σήμερα και το σήμερα με του αύριο.
Και θα συνεχιστεί όσο η απάντηση απέναντι σε αυτή την διαρκή απάτη είναι « Έτσι είναι η πολιτική». Κινδυνεύουμε να το πιστέψουμε. Το χειρότερο θεωρούμε το ψέμα στην πολιτική σαν κάτι φυσιολογικό και δεν μας ενοχλεί. Η πολιτική χρειάζεται ελιγμούς, αλλά και ήθος, χρειάζεται βήματα μπροστά και πίσω, αλλά και αξιοπιστία.
Μακάρι φίλε μου να είχε ποδοσφαιροποιηθεί η πολιτική μας ζωή, γιατί τότε κάτι θα βρίσκαμε που δεν θα είχε ξεπουληθεί… 

Ύστερα από μια ερωτική γρατσουνιά…



Πάντα μου δίνουν την αφορμή οι νέοι, που τους κυριεύει η απογοήτευση ύστερα από μια ερωτική γρατσουνιά, να επαναφέρω το παρακάτω.
Μ’ αρέσει αυτό το κείμενο. Είναι κάτι σαν απολυτίκιο κάποιας Αγίας, εν προκειμένω της Αγίας Νεότητας. Διαβάζεται την Κυριακή 24 Ιουλίου απ’ το παράθυρο το ανατολικό με θέα τη θάλασσα.
Βάλε λίγο μουσική και σταματά να τα δραματοποιείς όλα σε τούτη τη ζωή.
Σήκω και πάρε δυο στροφές, διώξε τους ίσκιους, που σε ακολουθούν κατά πόδας. Κόφτους το θάρρος, που τους έχεις δώσει όλα αυτά τα χρόνια.


Όλα αυτά τα χρόνια, που νόμιζες ότι η ζωή είναι ένας ωραίος φιόγκος. Κόμπος ήτανε, που λίγο έλειψε να σε πνίξει. Διώξε τους πόνους και τους φόβους, που φτιάχνεις στο αθώο μυαλουδάκι σου. Η ζωή είναι αλλού, με πόνους και φόβους και χαρές πολλές. Από αλήθειες όμως.
Δεν είναι οι καλλίτερες μέρες ας μην τις κάνουμε χειρότερες. Γιατί πόνος χωρίς πόνο; Που να βρεις δάκρυα όταν τα ξοδεύεις για το παραμικρό; Ένα χιλιοστό το μυαλό ν’ αλλάξει θέση, και να το φως.
Όταν μας παρέσερναν οι αέρηδες, σε άγνωστες χαράδρες, πάντα μια αλήθεια τους έκοβε τη φόρα. Πως νομίζεις φτάσαμε μέχρι εδώ; Πως αντέξαμε τις μπόρες; Με τη ζωή που αγαπήσαμε.
Με την ευκολία του απέξω θα μου πεις. Και με το θυμό του μέσα. Όλοι κάποια στιγμή τα έχουμε περάσει. Νύχτες ξάγρυπνες για μια γρατσουνιά. Μια κουταλιά νερό που φάνταζε ποτάμι έτοιμο να μας καταπιεί. Μέχρι που ήρθε, αυτό που είχαμε ξεχάσει για να μας περάσει απέναντι.
Βγες στο παράθυρο το ανατολικό, και άφησε το βλέμμα σου ελεύθερο να πέσει. Μη φοβάσαι δεν θα χτυπήσει. Κοίταξε τα όλα από εκεί ψηλά, είδες πόσο αρμονικά κινούνται λες και χορεύουν. Χορεύουν. Με τη μουσική σου. Παίζουν στο ρυθμό σου. Πάρε επιτέλους την μπαγκέτα στα δικά σου χέρια και κάνε δικό σου το τραγούδι «Ψάξε στ’ όνειρό σου, μήπως και βρεις πουθενά τον εαυτό σου, ίσως το λάθος να μην ήτανε δικό σου.
Ψάξε στ’ όνειρό σου, μήπως έχεις πια ξεχάσει, αυτό που απέναντι μπορεί να σε περάσει…»
Στείλε επιτέλους στο διάολο όλα αυτά τα ψεύτικα, που σου κάνουν τη ζωή μαύρη. Και ζήσε. Χωρίς περιτυλίγματα. Γυμνή. Σαν την αλήθεια.

Η φωτογραφία είναι του Jeanloup Sieff. 

Ο Ιούλιος θα μας δώσει και άλλες αφορμές

 

Πρέπει συνεχώς να το υπενθυμίζω. Το προσωπικό χρησιμεύει σαν προσάναμμα. Αυτό που αποτυπώνεται στο χαρτί αποκτάει μια αυτόνομη ύπαρξη, μια δική του αλήθεια που κατά κανόνα δεν έχει και μεγάλη σχέση με τη δική μου.


Όχι δεν τελειώσαμε. Και μετά την εξαέρωση του θυμού θα συνεχίσουμε. Δεν παίζουμε με τον εαυτό μας, δεν τα σκεπάζουμε, δεν τα καταχωνιάζουμε, για να τα βρούμε μπροστά μας σε χρόνο, άχρονο. Τα αποκαλύπτουμε, τους βάζουμε φωτιά και τη στάχτη τη σκορπίζουμε σε βαθιά νερά.
Ο Ιούλιος θα μας δώσει και άλλες αφορμές, να τελειώνουμε με τις πρώτες.
Χάνεται κάτι όταν είναι δικό σου; Αυτό το «Σου», όταν απαρνιέται την κτητική του ιδιότητα και αφήνει μόνο την αντωνυμία, να νομίζει ιδιοκτήτρια, ποτέ δεν χάνεται.
"Απ’ αυτή την άποψη δεν υπάρχει απώλεια. Μπορεί ο χώρος να μην σε χωρούσε και το χορό να μην τον χόρεψες, το κράτησες όμως δικό σου, ακόμα και νύχτες μοναξιάς κάτω από ένα ουρανό που δεν έχει κανένα αστέρι. Ακόμα και σε δρόμους, που τρέχεις να συναντήσεις το χρόνο σου, το κουβάλησες μέσα σου. Γιατί τελικά είναι δικό σου, σάρκα σου και αίμα σου, Όνειρο που το ζεις και κανείς, μα κανείς δεν μπορεί να στο στερήσει ".
Αφού το τέλος είναι μεταξύ φωτιάς και πάγου, πώς να τελειώσουμε.
Η φωτογραφία είναι του michel Feugeas 

Ευτυχώς, που μεγαλώνει η καρδιά τον Ιούλιο

 

Ηχορύπανση , τραπεζάκια έξω, προβλήματα στην υδροδότηση, κυκλοφοριακό, θέσεις στάθμευσης, και όλα αυτά της εποχής που σχολιάζουμε , ο καθένας το κοντό του και το μακρύ του. Για τα προβλήματα έχουμε γράψει, για όλα αυτά που τραγουδάμε γύρω απ’ αυτά θα γράψουμε σήμερα.

Εδώ σε τούτο τον ευλογημένο τόπο, δεν τσιγκουνευόμαστε το άριστα, ούτε και το μηδέν. Παραπανίσιες οι φωνές, χιλιοειπωμένα λόγια, άχρηστα λόγια, που προκαλούν πονοκέφαλο. Υπερβολές, αδικαιολόγητη απαισιοδοξία και αισιοδοξία, ανούσιες αναλύσεις παρελθοντολογία, τόσα όσα το νευρικό σύστημα δεν αντέχει. Δεν είμαι ούτε μ’ αυτούς που χωρίς δεύτερη σκέψη βαθμολογούν με άριστα, ούτε με τους άλλους που βάζουν μηδέν. Δυστυχώς εδώ στην μικρή μας πόλη ό,τι συμβαίνει καλό η κακό, κρίνεται με μια απίστευτη προχειρότητα.


Το τίποτα κάνει μεγάλη φασαρία. Αξιοπεριφρόνητες σαχλαμάρες, που θεριεύουν εκ του μηδενός και γίνονται προβλήματα πρώτου μεγέθους.
«Η αλήθεια του καθενός είναι ο δρόμος του» λέει η λαϊκή σοφία, δηλαδή το ψέμα του. Εμείς σκηνοθετούμε γεγονότα και ύστερα παίρνουμε τη βολική θέση του θεατή, σχολιάζουμε κιόλας. Μπαίνουμε στο ψέμα και το ζούμε. Το βαφτίζουμε σημαντικό για να κερδίσουμε όσο τον δυνατόν περισσότερο χρόνο βρασμού. Στο ζουμί μας.
Αυτές τις μέρες θυσιάζουμε τις λέξεις. Η «ενότητα», η «ανικανότητα» η «πρόοδος», η «ανάπτυξη», και κείνο το απεχθές «η Κέρκυρα μας», γίνονται καραμέλες στα χείλη αρκετών συμπολιτών μας και λειώνουν από το πιπίλισμα.
Το κλισάρισμα που κυριαρχεί, μας επαναφέρει σε μια νέα Βαβέλ, μόνο που ενώ μιλούν όλοι την ίδια γλώσσα, είναι αδύνατη η συνεννόηση.
Ο τόπος έχει να διηγηθεί άπειρες ιστορίες. Το Λαζαρέτο, το Βιδο, τα Κάστρα, η Παλιά Πόλη, το εργοστάσιο Δεσύλλα, οι γειτονιές και τα στενά σοκάκια. Θέλει σεβασμό ο τόπος, γιατί αντιστέκεται στο χρόνο ενώ εμείς; Όπως ορθά επισημαίνει μια οργισμένη φωνή για άλλον τόπο…
«Δεν υπήρξαμε παρά ένα δευτερόλεπτο στην αιώνια ακινησία του. Μια ανεπαίσθητη γρατσουνιά στα γόνατα του αέναου χρόνου του». Ο τόπος μετράει πιο πολύ και χρειάζεται τον σεβασμό μας. γιατί έχει να μας διηγηθεί πολλά σε μας και σε αυτούς που ακολουθούν.
Δυστυχώς μέσα σε ένα περιβάλλον γενικευμένης άρνησης και μιζέριας, είναι δύσκολο να σταθεί λόγος σοβαρός. Είναι τα παραμύθια αυτής της δήθεν πόλης, αυτών των δήθεν που πρωταγωνιστούν. Γι’ αυτό αποφεύγω και φεύγω, συνθλίβοντας στην μνήμη τη μιζέρια που μας βασανίζει στα στενά των οριζόντων.
Καταλαβαίνω, δεν είναι εύκολο για το καθένα να βλέπει τη μεγάλη εικόνα…Δεν είναι εύκολο να χάνεται στην απεραντοσύνη του ουρανού και να μονολογεί μια κουκίδα είναι η γη και μεις ούτε κουκίδα και ταυτόχρονα να γίνεται ο ίδιος ουρανός.
Ευτυχώς, που μεγαλώνει η καρδιά τον Ιούλιο και τα βάζει όλα σε μια τάξη. Αλλιώς πως να χωρέσει τόσα μαζεμένα.
Η φωτογραφία του ΝΙCK DE WOLF , 1959 

Δεν είμαστε άξιοι για τίποτα.

 

Μια ερωτική ιστορία – ισχυρίζεται ο Κοέλο – κλείνει μέσα της όλα τα μυστικά του κόσμου, η πεμπτουσία όμως βρίσκεται στο φινάλε. Αυτό περισώζει τη λύπη κι έτσι μπορεί και την κάνει νοσταλγία. Εκείνο που επιβάλλει τη μοναξιά και έτσι μπορεί να τη κάνει ανάμνηση.


Για άλλη μια φορά άφησα, τους δικούς μου φόβους, για να μπω στους φόβους των άλλων, όμως άλλαξαν οι εποχές. Μεγάλωσαν!Κάποιοι μου λένε πως δεν έχω φιλοδοξίες. Έχουνε δίκιο, η μόνη φιλοδοξία μου είναι, να μην είμαι απολύτως τίποτα. Σ’ αυτό το δρόμο θα συνεχίσουμε με την ελπίδα να καταφέρουμε «Κάτι».
Είναι μια μέρα που κυλάει σαν νερό. Είναι μια μέρα σαν αιώνας, από εκείνες με τις τεράστιες, ρωγμές που ή στα προσφέρουν όλα, ή στα αρπάζουν όλα. Θεατής του σύμπαντος κόσμου για μια στιγμή και αμέσως μετά, πάει την έχασες εκείνη την πανοραμική θέα. Ευχή και κατάρα μαζί.
Κάποτε ήταν αλλιώς θυμάμαι, ούτε τόση μεγάλη μοναξιά, ούτε τόση σιωπή, ούτε και αυτή η μεγάλη αυτοσυγκράτηση, που σημαίνει δειλία.
Υπάρχει έρωτας που να κερδίζει το θάνατο; Εδώ δεν υπάρχει έρωτας που να κερδίζει το χρόνο: Ούτε τον ίδιο μας τον εαυτό δεν είναι σε θέση να κερδίσει ο έρωτας. Συχνότατα θέλουμε δε θέλουμε μας υπερβαίνει, δεν είμαστε άξιοι για τίποτα. 

Ας μαγειρέψουμε

 Πάλι εδώ, γιατί η ψυχή είναι ανήσυχη. Με τα άκρως απαραίτητα. Απαλλαγμένοι από όλα εκείνα τα περιττά μιας χρήσης και εφοδιασμένοι, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, με όλα εκείνα τα χρήσιμα, για μια ζωή.


Σ’ αυτά θα στηριχτούμε, που μας δίνουν, ταυτότητα και στυλ. Σε αυτά που δεν τ’ ακούμε στις ειδήσεις. Σ’ αυτά που έρχεται μια σιωπή και μας τα ψιθυρίζει, όταν ο θόρυβος της τρέχουσας επικαιρότητας, μας καλεί να ακολουθήσουμε το συρμό.
Με αυτόν το βαρύ οπλισμό των συναισθημάτων μας πορευόμαστε, που μας επιτρέπει να διακρίνουμε τον εαυτό μας, όχι μέσα στον καθρέπτη, αλλά στα μάτια των άλλων. Ας μην συνεχίσουμε να ξύνουμε πληγές. Διάλειμμα ανάσα, θα μας χρειαστεί.
Ας μαγειρέψουμε, όταν μαγειρεύω ξεκουράζομαι. Αυτοί που μαγειρεύουν γιατί γουστάρουν, δεν μπορεί παρά να είναι άνθρωποι ευτυχισμένοι. Δεν μαγειρεύω για να φάω, αλλά για να φύγω. Μαγειρεύω κυρίως για τους άλλους, άλλα η γεύση πρέπει πρώτα εμένα να ενθουσιάζει. Κάποια υλικά που δεν μου αρέσουν, δεν τα χρησιμοποιώ ποτέ. Κάποιες φορές μαγειρεύω και για τραπέζια φανταστικά. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο σαν να είχαμε καθίσει όλοι μαζί στο τραπέζι.
Δεν θα παρασυρθώ με περιγραφές πιάτων, θα προτιμήσω την “ηδονή της αφής” του Μοντεμπέλι που ταιριάζει στην αισθητική μου και στην σχέση μου με την μαγειρική.
“ Άρχισα να την αγγίζω. . . Αυτό το σώμα το απαλλαγμένο από κάθε προσποίηση, αυτό το παρθένο, γεμάτο ζωντάνια σώμα, ήταν από μόνο του ένα συμπόσιο. Ακόμα και μπροστά στα πιο εκλεκτά φαγητά, δεν θα ένιωθες καμιά πείνα. Ήταν το σμάλτο του σταφυλιού, το βελούδο του δαμάσκηνου, το ζαχαρωτό του μελιού, η απαλότητα και το τραγανό της αμυγδαλόπαστας, η σφριγηλότητα της ελιάς και η σάρκα του ψωμιού της σίκαλης, ο χυμός των ψητών κρεάτων και η καρδιά των σύκων, το χρυσαφί της τούρτας και το κεχριμπαρένιο του παλιού κρασιού - ήταν το μάννα εξ ουρανού φερμένο απ' τον Ύψιστο στους ανθρώπους σαν ένα είδος πρόγευσης της Εδέμ”.
Παλιότερα το άρωμα του τυπογραφείου και του βιβλιοπωλείου μου ασκούσε τέτοια γοητεία που με οδήγησε στη δημοσιογραφία, σήμερα ξεφτιλίστηκε το επάγγελμα, όσο για το άρωμα το έκλεψε η άχρωμη και άοσμη τεχνολογία.
Εδώ πάνω από τις αχνιστές κατσαρόλες μου, νοιώθω την ασφάλεια του παντοτινού. Με συνταγές από τα βάθη του παρελθόντος, ανέπαφες από το χρόνο και με χίλια δύο αρώματα, όπλα που αντέχουν και θα αντέξουν στη μαζική επίθεση των ταχυφαγείων.
Η ηδονή μιας γεύσης συγκεντρώνεται στη γλώσσα και στον ουρανίσκο, αν και συχνά δεν αρχίζει από εκεί, αλλά από τις αναμνήσεις. Από τα χιλιάδες βιβλία μαγειρικής που κυκλοφορούν, πολύ λίγα ασχολούνται με την αίσθηση της γεύσης, γιατί είναι δύσκολο να καθορίσεις μια γεύση όσο και μια μυρωδιά. Και τα δύο είναι πνεύματα που έρχονται ακάλεστα για ν’ ανοίξουν ένα παράθυρο στη μνήμη και να μας οδηγήσουν σε ένα ξεχασμένο γεγονός. Πολλές φορές τα νοσταλγούμε αναζητώντας το ερωτικό αποτέλεσμα του παρελθόντος. Πάνε πενήντα χρόνια και ακόμα θυμάμαι τη γεύση από βερμούτ στο πρώτο μου φιλί.
Ας επανέλθουμε στο φαγητό. Στη σειρά των πιάτων πρέπει να λαβαίνουμε υπόψη τις διάφορες γεύσεις, για να αλληλοσυμπληρώνονται και να διαφέρουν μεταξύ τους, χωρίς να ανταγωνίζονται. Ένα καλά προετοιμασμένο δείπνο πρέπει να αρχίζει με την απαλή γεύση της σούπας, να περνάει από την λεπτή γεύση των ορεκτικών να κορυφώνεται με το κυρίως πιάτο και να καταλήγει στη γλύκα του επιδορπίου. Η διαδικασία μπορεί να συγκριθεί με την ερωτική πράξη αρχίζουμε με τα προκαταρκτικά ερωτικά παιγνίδια φτάνουμε στον οργασμό και τελικά πέφτουμε σε μια γλυκιά ξεκούραση. Και στα δύο δε χρειάζονται βιασύνες.
Η φωτογραφία είναι του Stephan Brauchli 

Είναι νύχτα



Είμαστε αρκετά υποψιασμένοι για να πιστέψουμε στα όνειρα, όμως να τα στερηθούμε και αυτά;
Είναι νύχτα... και το ραδιόφωνο την αποθεώνει. “Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας να με θυμάσαι και να μ’ αγαπάς σου κλέβει η ανατολή μικρό φιλί”. Ένα τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου του 1965.
Πως θα αντέχαμε χωρίς αυτά; Αντέχουμε, γιατί αντέχουμε την επιθυμία να την κάνουμε άρνηση!
“Και τα δικά μας τραγούδια δεν παλιώνουν, δεν είναι απ’ αυτά που κάνουν μακαρόνια με κιμά, είναι απ΄ αυτά που έγραψαν ποιητές και μεγάλοι συνθέτες, «σ’ αγαπώ μα δε θα ‘ρθω», επιθυμία και άρνηση στο ίδιο ποτήρι νερό, έλξη και άπωση στον ίδιο πόλο του μαγνήτη”. Τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη πριν πενήντα χρόνια!


Δεν υπάρχουν χρόνια αγάπης χαμένα. Και τα δικά μας χρόνια, ήταν παραμυθένια. Από τον Χατζιδάκι, στο Θεοδωράκη, από την «όμορφη πόλη» στην οδό ονείρων». Αν δεν κουβαλούσαμε, αυτά τα πολύτιμα χρόνια, πως θα σιγοψιθυρίζαμε σήμερα τα τραγούδια.
Είναι .. νύχτα
“ Τι ψυχή έχει μια νύχτα στους αιώνες.”
“Κάθε νύχτα έχει τη ψυχή που τις δίνουμε” σχολιάζει μια φωνή στο ραδιόφωνο
“Η νύχτα είναι μια δύσκολη κατάσταση, είναι ένας χρόνος με τον εαυτό σου γυμνό και τις δικαιολογίες σου στα σκουπίδια, είναι ένα ταξίδι στα μακριά από το οποίο δεν ξέρεις ποτέ αν θα γυρίσεις. Θέλει προσοχή και αποφασιστικότητα . Διότι η νύχτα δεν είναι κάτι. Είναι κάποια”
Η νύχτα δεν σ’ αφήνει να γίνεις γαϊδούρι. Η νύχτα ρίχνει φως στον σκοτεινό εαυτό σου. Και από τον εαυτού του πως να κρυφτεί κανείς…
Αγαπητοί συνένοχοι αναγνώστες .
Τα ηλικιακά νιάτα διαρκούν όσο τους πρέπει. Τα δικά μας ώριμα “νιάτα” κουβαλούν τα κερδισμένα χρόνια, τη δύναμη και την υπομονή.
Αν δεν είχαμε όλα αυτά τα εφόδια πως θα αντέχαμε σήμερα να ζούμε μέσα σ’ αυτό το ψέμα; Πως θα αντέχαμε να ζούμε σε έναν τόπο που βασιλεύουν τα συμφέροντα και ο ατομισμός; Αντέχουμε γιατί γνωρίζουμε και μπορούμε, ακόμα και την επιθυμία να την κάνουμε άρνηση…

Με αφορούν …

Η ζέστη και η υγρασία επιβαρύνουν την αναζήτηση. Αιτιολογίες για το κενό, δικαιολογίες για το τίποτα. Όχι που δε με αφορούν, όμως αυτά που γράφω, δεν είναι προσωπικά. Για να εξηγούμαστε! Δεν πρόκειται για εξομολόγηση. Αν το μυαλό δεν είχε βάλει τους αναγκαίους περιορισμούς, εγώ δεν θα έγραφα, θα έφτυνα.

Όχι δεν θέλω να γυρίσω πίσω. Μόνο τη μνήμη μου εξασκώ. Οι μεταφερόμενες εικόνες από τα βάθη του δικού μου χρόνου, αποκτούν μια άλλη διάσταση. Με εκπλήσσουν ευχάριστα. Γίνονται ένα καινούργιο κομμάτι εμπειριών, με πρόσφατες ημερομηνίες. Εκείνα που έζησα τρομάζουνε το χρόνο. Και ήταν εκείνα, εκείνου που τα έζησε, σ’ εκείνη την χρονική στιγμή. Σαν μια ταινία από τη θέση του θεατή.


Κάποιους η νοσταλγία τους βυθίζει στη θλίψη. Είναι αυτοί που παραβλέπουν το χρόνο, ακινητοποιημένοι στο παρελθόν, δίνουν στα γεγονότα μια συνέχεια, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι εκείνοι που ήταν τότε, είναι αυτοί που είναι σήμερα. Όχι δεν νοσταλγώ και δεν επιθυμώ κάτι ξανά. Μόνο να θυμηθώ προσπαθώ.
Όταν είχε γραφτεί, χαρακτηρίστηκε ακραίο και εν μέρη άδικο, δεν σας κρύβω ότι και εγώ κατά βάθος, είχα την αίσθηση της υπερβολής. Αυτή τη φορά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν, όπως η ιστορία μας έχει μάθει.
Η γενιά μας γέρασε απότομα, από τα πενήντα. Δεν είναι που τα έκανε θάλασσα, φρόντισε με τις αλλόκοτες επιλογές της, να μην είναι πλέον χρήσιμη.
Υπάρχουν χιλιάδες δικαιολογίες. Για το αποτέλεσμα όμως ο λόγος.
Και το αποτέλεσμα, είναι που στρίβει με ελαφρά πηδηματάκια, απέναντι στα αδιέξοδα που δημιούργησε.
Σκληρά και άδικα θα μου πείτε, για τους γονείς, που εργάζονται διπλά για να δώσουν στα παιδιά τους και είναι η πλειοψηφία, για όλους αυτούς, που μπορεί να είχαν καλές προθέσεις, αλλά στύβουν το κεφάλι τους να βρουν τι δεν έκαναν καλά και όταν το βρουν το ντύνουν με μια από τις χιλιάδες δικαιολογίες που προανέφερα και προσπαθούν να τους πάρει ο ύπνος.
Αυτή η αλυσίδα της αλληλουχίας, που χαρακτήριζε γενιές και γενιές, έσπασε, χωρίς μάλιστα να προηγηθεί ένας Ηρώδης.
Ακόμα και οι νέοι, που συνεργάστηκαν και έμαθαν μαζί τους, σήμερα, χτυπημένοι πλέον από την νόσο, αδυνατούν να βάλλουν πλάτη.
Υπάρχουν αντιρρήσεις; Καμία αμφιβολία. Οι ακραίες θέσεις, δεν βλάπτουν κατ’ ανάγκη. Σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν διαπραγματευτικό ατού για να πάρουμε κάτι παραπάνω.
Για να μπορέσουμε έστω και τώρα όχι να βάλουμε μια δικαιολογία απέναντι σε τούτα εδώ τα αδιέξοδα, αλλά να δώσουμε το λόγο μας, όπως μια κυρία από ραδιοφώνου σε κρίση αυτοκριτικής…
« Θα προστατεύσω τα νήπια βήματα σου μέχρι να μην χρειάζεσαι την ηλικία μου για να τρέξεις μακριά, ελεύθερος και ανθεκτικός. Σε βλέπω να γελάς με μια αθωότητα που ομολογώ είχα ξεχάσει και σκέφτομαι όση καταστροφή και αν πίνουμε, δεν τελείωσε ο κόσμος. Έρχονται νέοι ιχνηλάτες και πυροτεχνουργοί να δοξάσουν τις ήττες μας και να προβάρουν τις δικές τους;»
Δεν μου συμβαίνουν πάντα, αυτά που καταθέτω κάθε μέρα, με αφορούν όμως. Και αν τα καταθέτω σε πρώτο πρόσωπο, είναι γιατί αυτή η σχέση όλα αυτά τα χρόνια, απέκτησε αυτό το δικαίωμα.

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...