Μια
είδηση στα ψηλά . Ένα παιδί ούτε πέντε.
Έφυγε. Με γύρισε πίσω, με την ίδια απορία,
με το ίδιο αναπάντητο «γιατί» . Όπως
όταν γράφτηκε το παρακάτω, έτσι και
τώρα, καμιά απάντηση, μόνο σιωπή.
Όταν
η πουτάνα η ζωή τα φέρνει έτσι, και δεν
υπάρχει και Θεός να του τα πεις, πας σε
χρόνους ανώδυνους προσπαθώντας να
σβήσεις ότι αγάπησες εκ των υστερών.
Πριν πέντε χρόνια δεν την ήξερα, πριν
πέντε χρόνια δεν είχε γεννηθεί. Η
προσπάθεια να σβήσεις κάποια χρόνια
και να συνεχίσεις από κει που έμεινες,
δεν είναι εύκολη, αναγκαία όμως πριν
την τρέλα.
Ύστερα και να ζήσει; Σιγά το πράγμα. Στοιβάζεις το ένα πρόβλημα πάνω στο άλλο, αναιρείς τη χαρά ζωής, γιατί δεν σε συμφέρει και λυπάσαι για τη ζωή.
Και αν δεν σου φτάνει η λύπη, δανείζεσαι για να κτιστεί η λήθη στέρεα και να αντέξεις.
Ύστερα και να ζήσει; Σιγά το πράγμα. Στοιβάζεις το ένα πρόβλημα πάνω στο άλλο, αναιρείς τη χαρά ζωής, γιατί δεν σε συμφέρει και λυπάσαι για τη ζωή.
Και αν δεν σου φτάνει η λύπη, δανείζεσαι για να κτιστεί η λήθη στέρεα και να αντέξεις.

Γιατί;
Όταν η πουτάνα η ζωή τα φέρνει έτσι, ποιος Θεός και ποιος Διάολος μπορεί ν’ έχει βάλει το χέρι του. Κανένας δεν μπορεί. Γιατί κανένας δεν θα άφηνε τον άλλο. Είναι αυτό που λέμε «δεν το θέλει ούτε ο Θεός ούτε Διάολος», μόνο που δεν είναι τόσο ισχυροί για να το αποτρέψουν.
Όταν η πουτάνα η ζωή τα φέρνει έτσι, τι να πιστέψεις…