Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Τα επόμενα «θέλω» Ένα πεζό που ήθελε να γίνει ποίημα

Το καράβι ήταν χάρτινο. Καμία αμφιβολία.
Καταστρέφω κύκλους, και κάθε πλαίσιο εμπόδιο στην πνοή μου.
Το χθες δεν υποστήριξε το χρόνο του.
Σε χρόνο άχρονο έμεινε να υπερασπίζεται τον ενεστώτα.
Είχα χαθεί στις λέξεις και ζήτησα τη βοήθεια των αριθμών.
Τι θέλω θαλασσινός άνθρωπος στην τρύπα του ηφαιστείου;
Τι θέλω; Τη θέλω ντυμένη με το άσπρο του πάγου και το κόκκινο της φωτιάς.
Τη θέλω για μια ζωή Ύμνο στην Ελευθερία.
Φεύγω συνέχεια. Η σιωπή δεν έφυγε.
Τι θέλω; Τη θέλω να μην κοιτάει με τα μάτια των άλλων. Να μην είναι δική μου.
Χθεσινή η φωτογραφία.
Ένα ώριμο  «γιατί» ήρθε να σφραγίσει το παράπονο.
Ο χρόνος έριξε τα γκάζια του  στις μεγάλες ανηφόρες.
Η σιωπή δεν έφυγε, επιμένει να επιδεικνύει την ηλικία μου.
Τα υπόλοιπα τα κλείνω μέσα. Μόνο εγώ μπορώ να τ’ ακούσω.
Οι ρυτίδες στο λαιμό γεμάτες άρνηση.
Σε κάποιες πιο ψηλά, όλες οι μνήμες
συγκεντρωμένες, που δεν κατάφεραν να γίνουν λήθη.
Εκτίθεμαι .
Τι θέλω;
Τη θέλω χαρά γεμάτη.
Θέλω να δω την αλήθεια της, που τη βασανίζει
ακόμα σε λίγα τετραγωνικά κάτω από
τα «πρέπει» και τα «μη».
Θέλω το επόμενο θέλω.
Λίγο πριν το τέλος χάνομαι σε χρόνο
που δεν υπάρχεις. Βλέπω όμως πάντα
τη ζωή, ζωή μου.
Άνοιξα το παράθυρο για ν’ ακούσω
το μέλλον.
Τι θέλω;

Τη θέλω Ύμνο στην Ελευθερία και μ’ ένα κόκκινο καπέλο, τόσο κόκκινο, που να σκεπάζει όλο το γκρίζο.



Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Θα μας αντέξει το σχοινί!

Πρώτη φορά έν καιρώ ειρήνης οι άνθρωποι στην Ελλάδα έχουν τέτοια αντιμετώπιση. Πρώτη φορά τέτοια απαξίωση. Τα χρόνια της προετοιμασίας, μας οδήγησαν στο μονόδρομο της αποθέωσης του χρήματος. Σήμερα με τα ίδια μέτρα μας μετρούν. Με τα ίδια μεγέθη, πέρα από ανάγκες, πέρα από αισθήματα πέρα από αξίες.. Και αυτή η Κυβέρνηση της αριστεράς, που θα περίμενε κανείς έστω και σε επίπεδο συμβολισμών, να απαλύνει τον πόνο, συνεχίζει να υποθηκεύει τον μέλλον και να δημιουργεί κάθε μέρα οικογενειακές τραγωδίες.
Εκεί που περιμένεις κάτι να γίνει για να κοπεί αυτή η πορεία προς την καταστροφή, ακούς μια λέξη που αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία των θυμάτων και η απάντηση στο «από ποιους», σε γεμίζει απογοήτευση και απαισιοδοξία.
 
Δυστυχώς έχει προηγηθεί εκπαίδευση μέχρι ανωτάτου βαθμού. Πες, πες, κάθε μέρα το συνηθίσαμε το έγκλημα. Το συνηθίσαμε το αίμα. Μας είχαν προετοιμάσει, τα χρόνια που προηγήθηκαν για να μη μας πιάνει πόνος. Μας περιόρισαν στα στενά όρια του ατομικού. Μας κατακερμάτισαν. Μας έβαλαν, αδέλφια απέναντι. Μας αφαίρεσαν κάθε σκέψη αλληλεγγύης. Ύστερα πήραν την μεγάλη σκούπα, μας έκαναν σωρό στη γωνία και ετοιμάζονται να μας μεταφέρουν στη χωματερή.
Όσο αμέριμνοι παρακολουθούσαμε μια εικονική πραγματικότητα από την τηλεόραση και νομίσαμε ότι η ζωή είναι εκεί, τόσο το πετσί μας χόντραινε. Τόσο, ώστε ο πόνος να μην το διαπερνά.
Για όσους προβλέπουν τον καιρό, η καταιγίδα ήταν αναπόφευκτη. Τα χρόνια πριν τη μεγάλη κρίση, δεν ήταν και τα καλύτερα για την ελληνική κοινωνία. Και επειδή οι αναμονές ανήκουν στα βαρέως ανθυγιεινά επαγγέλματα, εκείνοι που περίμεναν, πέρασαν δύσκολες μέρες. Γράψαμε για τη μανία της καταναλωτικής κοινωνίας, για την έλλειψη επικοινωνίας, για τις πελατειακές σχέσεις, για την εγκατάλειψη της υπαίθρου, για την μείωση της παραγωγής. Δεν ήταν και οι καλύτερες μέρες, πριν την κρίση. Η παιδεία, η υγεία, ο πολιτισμός, οι υποδομές, στο επίκεντρο των μεγάλων προβλημάτων.
Σήμερα έγιναν όλα επί μέρους και μια λέξη δεσπόζει στο στερέωμα Κρίση! Θα μας αντέξει το σκοινί. Ζούμε μια εκτροπή, έχουμε ζήσει και πιο σκληρές. Θα μας αντέξει το σχοινί, όπως τόσα χρόνια, άλλωστε μια ζωή ακροβατούσαμε. Μ’ αυτά και αυτά φτάσαμε ως εδώ. Έχουμε ζήσει και άλλες προδοσίες. Έχουμε ζήσει και άλλες συμφορές. Και πάλι θα τα καταφέρουμε
Καλή χρονιά








 





Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Στο εκεί ελπίζω και γράφοντας το διαβάζω

Μπορεί οι εκβολές του χρόνου που μας αποχαιρετά να γεμίζουν επικίνδυνα τις πηγές του νέου. Μπορεί το μεταφερόμενο υπόλοιπο να γεννά βουνά και να αποτρέπει προσδοκίες. Μπορεί οι ευχές, να πέρασαν στην εθιμοτυπία… Δεν μπορεί, όμως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, να γράφουμε ανούσιες λέξεις, βγαλμένες από τα κλισέ του «πρέπει».
Δεν μπορεί και δεν πρέπει, να βιάζουμε τις λέξεις., Κυνηγός ο χρόνος μας παίρνει τα χρόνια και μας λευτερώνει από το βάρος τους. Με λέξεις θα κλείσουμε και τις τελευταίες λεπτομέρειες. Με λέξεις, θα παλέψουμε το χρόνο. Με τα αισθήματα που μας γεννά μια μνήμη, επικυρωμένη και υπογεγραμμένη. Ίσως μονάχα έτσι να δίνονται εξηγήσεις στη μόνη σταθερά, που είναι οι δικοί μας άνθρωποι, μέσα στον άπειρο χώρο και χρόνο, που μας τρομοκρατεί και μας σκορπά.

«Γράφω για τον εαυτό μου και τους φίλους μου. Γράφω ακόμα, για να κάνω ευκολότερο το πέρασμα του χρόνου», μας λέει ο Μπόρχες..
Ο χρόνος καίτοι αθώος, μας θανατώνει από τις δικές μας υποψίες. Διότι εμείς ούτε αθώοι είμαστε ούτε ερήμην μας κυλά η ζωή. Υπάρχει και έχει χρώμα, ήθος, ιδεολογία, που εμείς της δίνουμε. Έχει ακόμα και εκείνη την γενναία πίστη που διαθέτει δύναμη να νικά τις ένοχες και το μάταιο. Όσο για τη γραφή, αναλαμβάνει να περάσει στην αθανασία αίσθημα, δικαιοσύνη και μνήμη. Είναι η προσπάθεια πριν τα καταπιεί όλα η λήθη. Οι εξηγήσεις που δόθηκαν ή δεν δόθηκαν, που γράφτηκαν όμως σε ένα άσπρο χαρτί για να νικήσουνε τον τρόμο του. Κι έτσι παραμένουμε αξιοπρεπείς, Στο μέτρο του δυνατού γενναίοι. Με την αλήθεια μας. Κι εκείνη την ύστατη προσπάθεια να νικηθούν οι ενοχές...
Στο Εκεί ελπίζω και γράφοντας το διαβάζω.
Διαβάζω το αύριο και συνειδητοποιώ πως είμαι περαστικός. Σ’ αυτό ελπίζω και ζω καλύτερα τη ζωή, λίγο πιο ελεύθερα και λίγο περισσότερο αυθεντικά.
Επειδή ότι αγαπήσαμε σώζεται ανά τους αιώνες και ας μας πληγώνει ο χρόνος με άσπρα μαλλιά και με ρυτίδες. Και ας μην ξέρουμε τελικά πότε και που θα μας δώσει ραντεβού η ζωή, με λέξεις θα εξαντλήσουμε και το τελευταίο δευτερόλεπτο...

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Μας έχουν κουράσει όλα αυτά που ζούμε

Μετά το σοκ ήρθε ο θυμός. Και όσο ο θυμός κυριαρχούσε μας κρατούσε όρθιους. Ύστερα ήρθε ο φόβος και μια απέραντη θλίψη καθήλωσε την ελληνική κοινωνία. Μας έχουν κουράσει όλα αυτά που ζούμε. Πέντε χρόνια σε μια καθοδική πορεία και ορατότης μηδέν. Οι περιγραφές της κατάστασης ορατές πλέον και από το τελευταίο μάτι, δεν έχει νόημα η επανάληψη. Η ελπίδα ζητείται και πάλι, γιατί η τελευταία που κυβερνά, διαχειρίζεται πλέον μνημόνιο. Και εφαρμόζει μνημόνιο, το τρίτο, σε έναν Λαό αδύναμο, πεσμένο στο καναβάτσο απ΄ αυτά που προηγήθηκαν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι τις ρίζες, ούτε και τη “ψαλίδα” δεν κατάφερε να κόψει. Ο Λαός παραμένει ορφανός, νοιώθει προδομένος και απελπισμένος. Κατακτήσεις δεκαετιών έγιναν στάχτη. Οι ισχυροί,  άπληστοι με ένα στόμα τρώνε τα πάντα. Κανιβαλίζουν πάνω από μια χώρα, που δεν ξέρω τι άλλο έχει να δώσει.
Η ριζοσπαστική αριστερά, που κυβερνάει, ποτίζει με το νερό της λησμονιάς τις ρίζες ενός συστήματος, που αποτελεί κοινό μυστικό πλέον, ότι έχει την κύρια ευθύνη για ότι μας συμβαίνει.
Μιλάει την ίδια γλώσσα με τους προηγούμενους, χρησιμοποιεί τα ίδια εργαλεία, μετέρχεται τις ίδιες μεθόδους, για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των δανειστών, που τελειωμό δεν έχουν.


Εύλογα θα ρωτήσει κάποιος: μπορεί να μεταλλαχτεί ένα κόμμα σε τόσο λίγο χρόνο; ΟΧΙ δε μπορεί και αν κάποιοι βαδίζουν το δρόμο το δεξιό, αυτή ήταν ανέκαθεν η διαδρομή τους, οι περισσότεροι όμως βαυκαλίζονται με την ιδέα, ότι, αφού τελειώσουν τα μνημόνια, αφού όπως αποδείχτηκε ήταν αδύνατον να τα σκίσουν, θα μπορέσουν να κινηθούν αριστερά. Αλήθεια, όλοι αυτοί με τις καλές προθέσεις, μπορούν να φανταστούν τη χώρα ύστερα από τρία χρόνια σκληρής λιτότητας και αφού έχουν προηγηθεί άλλα πέντε; Σε ποια χώρα θα εφαρμοστεί η αριστερή πολιτική; Σε μια χώρα που πόροι και μέσα θα βρίσκονται στην κατοχή των ισχυρών; Σε μια χώρα που θα έχει ξεπουλήσει, ενέργεια, αεροδρόμια, λιμάνια, επικοινωνίες, συγκοινωνίες και ό,τι έχει σχέση με τη δημόσια περιουσία; Σε μια χώρα με πολίτες, που έχασαν την ελπίδα τους και τσακίστηκαν τα φτερά τους;
Σε μια τέτοια χώρα που θα έχει πουληθεί εξ ολοκλήρου, οι αριστεροί της κυβέρνησης δεν θα έχουν πλέον λόγο. Και καμία βεβαίως δυνατότητα να υλοποιήσουν τις καλές προθέσεις τους.
Χρονιάρες μέρες και να σκεφτούμε τι μας αξίζει. Και δεν μας αξίζει αυτό που ζούμε. Μπορεί του χρόνου καλύτερα; Πάντα υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο, κρυμμένο σε μια άκρη του προϋπολογισμού, αόρατο δια γυμνού οφθαλμού. Δεν θα τελειώσει ο κόσμος, και ας προσπαθούν να τον τελειώσουν.
Αυτές τις τελευταίες μέρες του χρόνου, υπερασπιζόμαστε, όχι τις ελπίδες και τις προσδοκίες αλλά την ανάγκη να ξεκουραστούμε για έναν ακόμα χρόνο στην σκιά ενός Ονείρου.






Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Γυρνώντας πίσω ανακαλύπτεις...

Όταν ο εαυτός μου διχάζεται, ανάμεσα στο σάπιο δημόσιο και τις απολύσεις, στους φοροεισπράκτορες και τους φοροφυγάδες, στη νέα και την παλιά γενιά , στην εξουσία και την κοινωνία, τρέχει πίσω ολοταχώς. Και πάλι απ’ την αρχή. Στράτα στρατούλα, από τα πρώτα βήματα μέχρι το σημερινό μπάχαλο. Τι έφταιξε; Και έφταιξαν πολλά και διαφορετικά, τόσα που δεν μου επιτρέπουν σήμερα να βάζω κόκκινους σταυρούς δίπλα σε ό,τι με χαλάει.
Όχι δεν ανέδειξε η οικονομική κρίση την κοινωνική. Το αντίθετο. Η κρίση θεσμών και αξιών είχε προηγηθεί χρόνια πριν. Και μπορεί η οικονομική κρίση να ξεπεραστεί, η κρίση όμως που βιώνει η κοινωνία θα πάρει χρόνο πολύ.
Οι διαπιστώσεις, για το τι συμβαίνει, δεν είναι τίποτε άλλο, από μια φωτογραφία της στιγμής. Έχουν προηγηθεί κεντρικοί σχεδιασμοί, βραχυπρόθεσμοι, μεσοπρόθεσμοι, μακροπρόθεσμοι . Μαζική πλύση εγκεφάλου, καμένα μυαλά, πρόθυμα να ανταποκριθούν στις καινούργιες ανάγκες που ανακαλύπτει κάθε τόσο η λογική των αγορών. «Η αγορά» να μια σταθερά αιτία κακού. Θα που πείτε, οι αγορές κάνουν τη δουλειά τους , Εμείς γιατί αφήσαμε στην άκρη την θέση του πολίτη και στρογγυλοκαθίσαμε σ’ αυτήν του πελάτη;


Πελάτες ακόμα και με δανεικά, σε μια χώρα που η υπερκατανάλωση ήταν αντιστρόφως ανάλογη από τις δυνατότητες της. Δώσαμε γη και ύδωρ. Και τη ψυχή μας πολλές φορές, για να ανταποκριθούμε στα καλέσματα των αγορών.
Γυρνώντας πίσω ανακαλύπτεις. «Και την ψυχή μας δώσαμε» και άντε τώρα να την πάρεις πίσω.
Αυτοί που σήμερα κουνάνε το χέρι και μοιράζουν ευθύνες εδώ και εκεί, που με ελαφρά την καρδία, δικάζουν και καταδικάζουν, αποτελούν σοβαρό μέρος του προβλήματος και τροχοπέδη σε όποια προσπάθεια για λύση. Αυτοί πρώτοι πούλησαν τη ψυχή τους στο διάβολο και άντε να τη ξαναβρούν.
Τι έφταιξε; Πολλά και διαφορετικά, από την Αμερική μέχρι την Ρωσία. Κάθε αλήθεια που θα ανακαλύπτουμε, θα κάνει τα πατήματά μας πιο σταθερά, σ’ αυτή τη δύσκολη πορεία, που έχουμε μπροστά μας .
Γυρνώντας πίσω ανακαλύπτεις.
Τη λύση πάντως θα την δώσουν αυτοί που σήμερα δε ξέρουν…

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών


Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ήττα. Ηττηθήκαμε κατά κράτος. Ούτε «αέρα» δεν ψελλίσαμε. Ούτε μια τουφεκιά στον αέρα, για την τιμή των όπλων. Υπό τοιαύτας συνθήκας, δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Μας είχαν υποδουλώσει χρόνια πριν, με δολώματα μας οδήγησαν στην μεγάλη φάκα και ύστερα μας έκαναν πειραματόζωα.
Κάθε μέρα και ισχυρότερη δόση δηλητηρίου, μέχρι τελικής πτώσεως για να δούνε πόσο θα αντέξουν τα ποντικάκια.
Δεν είναι η απαισιοδοξία που με οδηγεί σ’ αυτήν τη διαπίστωση, είναι η πραγματικότητα που τη βιώνουμε αισιόδοξα. Το παρακάτω έχει γραφτεί πριν τα μνημόνια. Είμαστε τότε στην αναμονή της οικονομικής κρίσης. Τότε δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι μαζί με την οικονομική κρίση θα είχαμε και την κατοχή, έτσι η ευχή αυτών, που έζησαν την προηγούμενη κατοχή «Μια κατοχή θα μας σώσει», δεν ευοδώθηκε, μπορεί, κατ’ ανάγκη να μας έκοψε σε ένα βαθμό τις καταναλωτικές συνήθειες, σίγουρα όμως δεν πρόκειται να μας σώσει.
Το έλεγαν και δεν το πίστευαν οι παλαιότεροι, αντιδρώντας στην καταναλωτική μανία, που άρχισε να εκδηλώνεται τα πρώτα χρόνια της μεταπολεμικής Ελλάδος, που να έβλεπαν τι θα επακολουθούσε.
Μια βαριά οικονομική κρίση, σαν αυτήν που ζούμε , ελπίζουμε που θα βάλει επιτέλους κάποιο φρένο στη σχιζοφρένεια της κατανάλωσης, που απειλεί να τινάξει ολόκληρο τον πλανήτη στον αέρα.
Παραφουσκώσαμε αέρα, τόσο, που το μπουμ ήταν αναπόφευκτο.
Την εικονική πραγματικότητα, της τηλεόρασης φροντίσαμε να την μεταφέρουμε και στην ζωή μας.
Διάβασα πρόσφατα όπου ένας παραγωγός, χρειάζεται 300 κιλά πορτοκάλια για ένα χυμό πορτοκάλι, που στοιχίζει 4,5 ευρώ!

Το ξεφτιλίσαμε, το μεσοδιάστημα από το πορτοκάλι στο ποτήρι, ο αέρας δηλαδή ο κοπανιστός, καθορίζει τη ζωή μας και εγγυάται την καταστροφή μας.
Τώρα που τα κανόνια σκάνε και ο πόλεμος γενικεύεται, καιρός να αναδιπλωθούμε, να συμμαζευτούμε, να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα, στις πραγματικές αξίες και τιμές.
Απορεί κανείς γι’ αυτήν την ομαδική τρέλα, φονιάδες των επόμενων γενεών για ένα καινούργιο μοντέλο κινητού τηλεφώνου, για λίγα λεπτά δωρεάν ομιλίας, για αυτοκίνητα τανκς που παρελαύνουν στην Σπιανάδα εν καιρώ ειρήνης. Πετάμε λένε οι μετρήσεις, τόση ποσότητα τροφίμων, όση χρειαζόμαστε για να φάμε, για την ασφάλεια μας, να μην μας λείψει τίποτα. Για τα παιδιά της Αφρικής που τα θερίζει η πείνα και οι αρρώστιες, θα τα θυμηθούμε τις γιορτές όπως ορίζει το έθιμο, όχι για να τα βοηθήσουμε, αλλά για να απενεργοποιήσουμε τις τύψεις μας.
Μπορεί η κρίση να αποτελεί τρύπα του συστήματος, με ευθύνη των ισχυρών, δεν παύει όμως να υπάρχει συλλογική και ατομική ευθύνη.

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Η συνέχεια με πιο ενδιαφέροντα θέματα

Στον καθημερινό πόλεμο, με όπλα μόνο τις λέξεις, προσπαθώ να υπερασπιστώ τη ζωή, ντύνοντας την πολλές φορές με εκκωφαντικές λέξεις και προστατεύοντας την με απλήρωτες σιωπές.
Γι’ αυτό τα βήματα εξοκείλουν, διαφορετικά βήματα περπατάς, όταν δεν έχεις και προσπαθείς να δώσεις. Βλέπεις το βουνό και πλέον κοιτάς τι δρόμο μπορείς να χαράξεις. Δρόμο από την αρχή, δικό σου, που θα σε οδηγήσει εκεί που θέλεις, ακόμα και στο γκρεμό που θα έχεις επιλέξει όμως...
Πολύ λίγους ενδιαφέρουν αυτά που γράφω τελευταία. Ο κόσμος έχει προβλήματα, νοιώθει ανασφάλεια φόβο και μοναξιά Η συνέχεια με πιο ενδιαφέροντα θέματα, ξεχωριστά για τον καθένα και κοινά για όλους, όσους έχουν μάθει να πληρώνουν με κομμάτια της ψυχής τους. Μπορεί η επιστήμη να κατασκευάζει τεχνητά συκώτια, σπλήνες καρδιές χέρια πόδια, αισθήματα όμως…
«πληρώνουμε με της καρδιάς το αίμα» λέει η λαϊκή παροιμία. Τι ωραία πληρωμή. αναλλοίωτη στους αιώνες, ασύμβατη με την πλαστικοποίηση.
Στην ραδιοφωνική εκπομπή, που με συντρόφευε αργά το βράδυ, αναρωτιόνταν η γυναικεία φωνή:
«φαντάζεστε να έρθει η ώρα που θα υπάρχουν κάρτες και γι’ αυτές τις συναλλαγές; Θα λέμε: Με πλήγωσες, χρέωσε την κάρτα της καρδιάς μου με 5.000 ευρώ. Και μετά θα τραβιόμαστε με τους τόκους»
 

Ευτυχώς που κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Τεχνητά αισθήματα δεν γίνεται να κατασκευαστούν, γι’ αυτά δεν έχουμε ανάγκη την βοήθεια της επιστήμης, τα φτιάχνουμε μόνοι μας.
Πολλούς ενδιαφέρουν αυτά που γράφω παραπάνω. Ο καθένας χωριστά στο εργαστήρι της ψυχής του, έχει δουλέψει πολύ σκληρά για να χτίσει το δικό του κόσμο των συναισθημάτων. Μικρές οι διαφορές, τα περισσότερα μας ενώνουν και όταν κάποιος τα δημοσιοποιήσει, αυτός που τα διαβάζει είναι σαν να τα έχει γράψει ο ίδιος.
Υπάρχει τόσο έδαφος για να συναντηθούμε και εγώ ασχολούμαι με την “αριστερά” και τη “δεξιά” αυτά δηλαδή που μας θέτουν απέναντι. Στο κόσμο των συναισθημάτων πρέπει να πορευτούμε, όπως τον σμίλεψε, ο καθένας χωριστά, με τα δικά του χέρια και όταν έγιναν τα αποκαλυπτήρια η αγάπη ήταν σε πρώτο πλάνο .
Όλοι έχουμε πληρώσει, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο με της καρδιάς το αίμα και αυτή είναι σπουδαία πληρωμή. Τις διαφορές από τις πλαστικές συναλλαγές μπορούμε να τις λύσουμε.




Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Η πλατεία είναι άδεια

Ποια μαγική δύναμη σπρώχνει κάποιους ανθρώπους στην φιλόξενη αγκαλιά της τηλεόραση για να γίνονται ρεζίλι;
Μια άλλη άποψη για τις άθλιες τηλεοπτικές εκπομπές κοινωνικού περιεχομένου, που συνεχώς πληθαίνουν. Αν ψάξουμε τα βαθύτερα αίτια, θα δούμε τι οδήγησε όλους αυτούς τους άμοιρους ανθρώπους να λένε τον πόνο τους μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα.
Άκουσα το Διονύση Σαββόπουλο, παλαιοτέρα να υποστηρίζει, ότι αυτού του είδους οι εκπομπές, έχουν αντικαταστήσει την πλατεία του χωριού. Την πλατεία του χωριού που νέκρωσε, την πλατεία που ήταν ο κατεξοχήν χώρος που έβγαινα τα άπλυτα στη φόρα. Παρένθεση: οι παλιοί Κερκυραίοι, κυρίως στην ύπαιθρο, την πλατεία την έλεγαν “φόρο”.
Τι να κάνει ο απελπισμένος, Το κράτος απέναντι του εχθρικό. Με τους δικούς του στα μαχαίρια. Τα καφενεία έγιναν καφέ. Η πλατεία του χωριού έχει κατεβάσει ρολά. Κάπου πρέπει να πει τον πόνο του. Έρχεται η τηλεόραση, του ανοίγει διάπλατα τις αγκάλες της, του δίνει την ευκαιρία να εκπληρώσει την ανάγκη του. Θέλει να φωνάξει για το δίκιο του, αυτό που τέλος πάντων που νομίζει ότι έχει. 


Θέλει να δοκιμάσει, να αντιπαρατεθεί, να ξεσπάσει, ν’ ακούσει τους άλλους να του πουν ότι έχει δίκιο ή άδικο. Θέλει να ξεθυμάνει.
Οι γύρω του είναι κρυμμένοι στο καβούκι τους, ξαπλωμένοι στον καναπέ, απέναντι από μια άψυχη συσκευή, να δέχονται μηνύματα, αυτός πρέπει να βρει τρόπους να τους δώσει τα δικά του. Από την πλατεία έχουν χαθεί, από την κοινωνία έχουν χαθεί. Εντάχθηκαν πλέον στην κοινωνία της τηλεόρασης.
Αν υπάρχουν βέβαια κάποιες δικαιολογίες είναι για όλους αυτούς τους απελπισμένους, γι’ αυτούς που έχουν εξαντλήσει όλα τα όρια, που απέναντι τους ο τοίχος είναι απροσπέλαστος, που νοιώθουν την ανάγκη κάπου να τα πουν, έστω και στην τηλεόραση και ας ξέρουν τη ξεφτίλα που τους περιμένει.
Θα μου πει κάποιος αυτοί μες στην απελπισία τους επιχειρούν με τρόπο ανορθόδοξο, η τηλεόραση γιατί; Γιατί;;;
Αν ήξερε η μικρή πλατεία, που τόσο στοργικά δέχτηκε πίκρες και χαρές με τον σεβασμό που απαιτούσε η κάθε περίσταση, αυτήν την τραγική εξέλιξη, θα είχε ακόμα ανοιχτή την αγκαλιά της…


Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Οι δυνάμεις τους είναι κατώτερες των προθέσεων τους

Αυτές τις τελευταίες μέρες του χρόνου, υπερασπιζόμαστε, όχι τις ελπίδες και τις προσδοκίες αλλά την ανάγκη να ξεκουραστούμε για έναν ακόμα χρόνο στην σκιά ενός Ονείρου.
Είχα γράψει ένα κείμενο πολύ σκληρό, πριν είχα σπάσει δυο ποτήρια κρασιού, κατά λάθος. Τριακόσιες εβδομήντα λέξεις έγραφε ο καταμετρητής, δεν έμεινε ούτε μία. Έκανα μια προσπάθεια να το ξαναγράψω, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Η κεντρική ιδέα, δεν ήταν ικανή να βάλει τις θυμωμένες λέξεις στη σειρά, μπορεί να με φύλαξαν οι θεοί. Πάμε παρακάτω.
Στο τέλος και στην αρχή. Είναι οι ευκαιρίες που μας δίνει ο χρόνος, να ξαναπροσπαθήσουμε. Ίσως αυτό να είναι το δώρο του. Θα συμφωνήσω, με μείον ξεκινάμε. Και το μείον αποτέλεσμα είναι, το θέμα είναι πως το αντιλαμβανόμαστε. Δε λέω έχει μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας, η πορεία όμως γίνεται πιο ελκυστική. Με μειονέκτημα, αλλά είμαστε ακόμα στην αρχή. Όλος ο χρόνος μπροστά μας. Και ό,τι ήρεμο, δεν είναι πάντα όμορφο  και εύκολο να διαχειριστεί. Πνίγει!


Τα καταφέραμε και φέτος για του χρόνου έχουμε χρόνο. Που ξέρετε, μπορεί να είναι και καλύτερα τα πράγματα. Τι κι αν ο Παπαδιαμάντης δεν κατάφερε να μας παρηγορήσει και το ψεύδος του παραμυθιού, που το κουβαλάμε από εκείνες τις μονοψήφιες ηλικίες, να μην στάθηκε ικανό να μας στηρίξει, πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο. Δεν θα τελειώσει ο κόσμος, και ας προσπαθούν να τον τελειώσουν. Δεν θα τελειώσει γιατί οι δυνάμεις τους είναι κατώτερες των προθέσεων τους.
Πάντα στο τέλος αυτών των χρονικών διαστημάτων, που μετρούνται μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, εκεί ακριβώς που σβήνουν τα φώτα και γεμίζουν τα ποτήρια για τη νέα άφιξη, με πιάνει μια βιασύνη. Περπατάω με μεγάλα βήματα. Το επόμενο θέλω. Ίσως γιατί το τωρινό δεν μου πρέπει.
Με μείον ξεκινάμε. Δεν μπορεί να γίνει  διαφορετικά.  Η αφαίρεση δεν τελειώνει στα χαρτόκουτα, με τις παλιές φωτογραφίες.  Πρέπει να ξεριζώσει και μέρος εκείνου του πλαστού εαυτού,  που καλοπιάναμε όλα αυτά τα χρόνια. Να του αφαιρέσουμε τη ψευτιά για να τον βρούμε. Απ’ αυτό το σημείο, μπορούμε να ξεκινήσουμε με ασφάλεια. Να βρούμε  τον εαυτό  μας για να μπορέσουμε και να τον χάσουμε. Έτσι θα βρούμε τον έρωτα, την αλήθεια, την αγάπη.  




Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Πούλησαν φτηνά, όχι τα αεροδρόμια, τη ψυχή τους

Με πόνο ψυχής έβαλε την υπογραφή του, για τη χαριστική βολή στο ξεπούλημα των 14 περιφερειακών αεροδρομίων, ο Υπουργός Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων κ.Σπίρζης. Να πονέσουμε και μεις μαζί του. Να πονέσουμε για τη δοκιμασία που υφίσταται η κυβέρνηση να κάνει την πόρνη, συναλλασσόμενη με τους κατακτητές, για το καλό της πατρίδας. Μου θύμισε εκείνες τις ελληνικές ταινίες που η ωραία Ελληνίδα πρωταγωνίστρια, με πόνο ψυχής πηδιόντανε με Γερμανούς αξιωματικούς για να δίνει πληροφορίας στην αντίσταση “Κατάσκοπος Νέλλη”, “Γυναίκες στην αντίσταση”, “Η μεσόγειος φλέγεται” , “Κονσέρτο για πολυβόλα” και πολλές άλλες.
Αν το δούμε απ' αυτήν την άποψη, επιμηκύνονται τα όρια της υπομονής μας, άλλωστε κατοχή έχουμε και σήμερα. Η μόνη διαφορά είναι ότι σε εκείνη την κατοχή υπήρχε και αντίσταση, αντίσταση με κορμό την αριστερά . Τώρα που η αριστερά “αμάρτησε για το παιδί της” και το ΕΑΜ παρέδωσε τα όπλα, με πόνο ψυχής παραδίδουμε εκτός των ακινήτων και ο,τι άλλο μας έχει απομείνει ως ενθύμιο μιας εποχής, που παρά την ήττα, μας έκανε να νοιώθουμε υπερήφανοι.


Που να φανταστεί η κατάσκοπος “Νέλλη” που έδινε το κορμί της στους κατακτητές, για να βοηθήσει τους αντάρτες, ότι τζάμπα ξεπουλήθηκε. Που να φανταστούν οι χιλιάδες αγωνιστές της αντίστασης που για μια ιδέα, έδιναν τη ζωή τους, ότι οι σημερινοί της “αριστεράς και της προόδου”, θα πούλαγαν τόσο φτηνά, όχι τα αεροδρόμια, αλλά την ψυχή τους. Και μαζί την ίδια την αριστερά.
Υπερβάλω; Υπερβάλω. Γιατί και να ήθελε να παραδώσει την “αριστερά” μια κυβέρνηση που αυτοπροσδιορίζεται “αριστερή”, δεν θα μπορούσε, δεν θα μπορούσε, γιατί υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που έχουν όραμα, που παλεύουν για κοινωνική δικαιοσύνη, αξιοκρατία ελευθέρια . Που αντιστέκονται στις αγορές, που επιβάλουν ανεξέλεγκτες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Είναι αυτοί που σημάδεψαν την κοινή συνείδηση με την εικόνα της αριστεράς, που λειτουργεί με ανιδιοτέλεια.
Τι να κάνει και αυτή η κυβέρνηση θα μου πείτε, εσείς οι περισσότερο επιεικείς μπροστά σ΄ αυτό το χάος που παρέλαβε. Τι να  κάνει μέσα σ΄ αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον. Τι να κάνει με ένα μαχαίρι στο λαιμό; Να παραδεχτεί την ήττα και να είναι περισσότερο ειλικρινής. Γιατί αν σε πρακτικό επίπεδο “αριστερά” σήμερα δεν σημαίνει τίποτα, θα μπορούσε να σημάνει τουλάχιστον ειλικρίνεια.

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Σήμερα έχω την αιώνια ηλικία της πρώτης φοράς


Σε τροχιά εορτών και πάλι. Φεύγει ο χρόνος χωρίς, δυστυχώς, να μας απελευθερώνει και μεiς κουραστήκαμε να μαθαίνουμε αριθμητική από τις απώλειες, όμως κάπως έτσι περνούν τα χρόνια και επειδή πλέον είμαστε υποψιασμένοι, δεν θα αφήσουμε να μας πάρει από κάτω.
Όσο για τα δικά μας παραμύθια με τους «καλικάντζαρους», καλό είναι να μην τα διηγούμαστε στα παιδιά. Είναι τα παραμύθια αυτής της δήθεν πόλης, αυτών των δήθεν που πρωταγωνιστούν. Γι’ αυτό αποφεύγω και φεύγω, συνθλίβοντας στη μνήμη τη μιζέρια που μας βασανίζει στα στενά των οριζόντων.
Είμαστε πάνω από το μέσο όρο και ως εκ τούτου οι όποιες σκέψεις για να έχουν μια ισορροπία, δεν μπορούν να στηριχτούν σε κακά παραδείγματα. Ναι, υπάρχουν και καλά, μόνο που μειοψηφούν. Γι’ αυτά πάντα υπάρχει ένας λόγος, έστω και αποσπασματικός.
«Οι πιο όμορφες συναντήσεις,. είναι αυτές που δεν έγιναν» υποστηρίζει στα «παράδοξα» ο Ευγένιος Αρανίτσης και μας ταξιδεύει στην παιδική μας ηλικία, στην δεκαετία του ’70, που αλλού φυσικά από την αγαπημένη του πόλη.
Οποιοδήποτε απόσπασμα το αδικεί, το εξαιρετικό κείμενο.
Θα παραθέσω τον επίλογο:
 
«Έτσι αφού αδυνατείς να συναντήσεις κάποιον, αδυνατείς εξίσου και να αποφύγεις την συνάντηση μαζί του, όπως έκανα εγώ στην δεκαετία του ’70 παγιδευμένος ηρωικά στην παροιμιώδη συστολή του ερωτευμένου. Δεν είσαι πια σε θέση να αναβάλεις μια συνάντηση. Άνθρωποι σαν τον ομιλούντα που η κοινωνία μολονότι δεν το ομολογεί απερίφραστα, επιμένει να αντιμετωπίζει με καχυποψία και ίσως να θεωρεί μισότρελους, είδαν κάποτε, χωρίς να την συναντήσουν την σελήνη ακουμπισμένη στο περβάζι του παραθύρου. Διαμάχες ξέσπασαν για το αν η σελήνη εκεί στο παράθυρο διάβαζε η κεντούσε. Εκ των υστέρων μπορεί να σας φαίνεται παιδαριώδες αλλά συνέβη. Είδα τη σελήνη και το θυμάμαι. Χρώμα της ήταν το ασημί, στοιχείο της το νερό, ημέρα η Παρασκευή και θέση το ναδίρ. Ηλικία η εφηβική. Μέταλλο ο υδράργυρος, και φυτό το δενδρύλλιο που ονομάζεται κουμ κουάτ.»
«Κι έτσι αργά και κρυφά ξεδιπλώνεται η ζωή, μακριά  από χλαλοές και ξεσκίσματα. Γιατί η ζωή κρύβεται όπως η φύση. Κινείτε από μυστικό σε μυστικό, από φύλλο σε φύλλο. Ο ποιητής ψαύει το φύλλο» Αντρέι Ταρκόφσι για ποιητή πρόκειται και ας έκανε τον σκηνοθέτη.
Οι πιο όμορφες συναντήσεις λοιπόν είναι αυτές που δεν έγιναν κ. Αρανίτση.
Και οι πιο μικρές αποστάσεις είναι αποστάσεις αδιάβατες. Δεν είναι τα σύνορα και τα συρματοπλέγματα που μας φράζουν το δρόμο, αλλά η απόγνωση μιας ζωής.
Η φράση - κλειδί «ήρθες αργά». Και στο φινάλε είναι αλήθεια.
Μπορεί να γέμισα με μελάνι πολλά μονόστηλα,. Μπορεί να γέμισα με λέξεις χίλιες δύο δικαιολογίες, για να φέρω στο φως ετούτη εδώ τη φράση. Μια φράση για να πω αυτό που δεν μπορώ να πω. Για τη χαρά που μου φανερώνεται, που ξεχειλίζει και με αποσπά από τα πάντα, για να με παραδώσει ξανά στον εαυτό μου και να αποκαλύψει πόσο μικρό είναι αυτό που ονομάζουμε «εαυτό». Πόσο αδύναμο και δίχως αληθινή συνοχή.
Πριν απ’ αυτόν τον έρωτα ήμουν αγέννητος. Σήμερα έχω την αιώνια ηλικία της πρώτης φοράς. Από το ένα διαμέρισμα στο άλλο, δέκα μέτρα. Οι πιο μικρές αποστάσεις είναι αποστάσεις αδιάβατες.

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

'Oχι γιατί δε θέλουμε άλλα γιατί δε μπορούμε .

Όσο και να προσαρμόζονται οι άνθρωποι, πάντα υπάρχει κάτι που μένει, από ένα τρόπο ζωής που προηγήθηκε. Θα ήταν ηπιότερη η κρίση σε ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας, αν δεν είχε κολλήσει το μικρόβιο της κατανάλωσης. Μπορεί στις μέρες μας οι αριθμοί να φθίνουν και η κατανάλωση να μην παρουσιάζει την ίδια ένταση, δυστυχώς όχι γιατί δε θέλουμε άλλα γιατί δε μπορούμε. Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε στο ξεκίνημα της κρίσης. Χριστούγεννα και πάλι.
«Μπορεί η κρίση να επιβάλει αυτοσυγκράτηση, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να στερεί την δυνατότητα ακόμα και για τ’ αναγκαία, η μανία του καταναλωτισμού όμως ζει και βασιλεύει. Και πώς να γίνει διαφορετικά αφού το μοντέλο που οδήγησε στην καταστροφή, επιμένει να διαφημίζει κινητά και αυτοκίνητα, μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων, όχι βεβαίως των αγαθών αλλά των χρημάτων.

Δεν είναι η σωματική κόπωση, που μας καταβάλει αυτές τις μέρες, αλλά η ψυχική ταλαιπωρία, που υπαγορεύεται από την αθέατη ανάγκη της απληστίας, που εισβάλει χωρίς την θέληση μας σαν ναρκωτική ουσία στα εγκεφαλικά μας κύτταρα και μας ομογενοποιεί.
Τρέχουμε να προφτάσουμε τα πάντα, να μην μας λείψει τίποτα για να τα κλειστούμε στην κιβωτό της απόλαυσης, περιμένοντας τη συντέλεια του κόσμου.
Και επειδή βεβαίως είναι αδύνατον, να μην ξεχάσουμε και κάτι έξω από την κιβωτό, έρχεται το απαραίτητο άγχος να μας χαλάσει τη γιορτή.
Ας δούμε τα πράγματα με μια άλλη ματιά, που θα δυναμώσει τη ψυχή μας και θα μηδενίσει την πίεση από την έλλειψη του κάποιου αγαθού, που επιβλήθηκε και έγινε ανάγκη.
Αυτές τις μέρες, έρχεται το παρελθόν σε κάποιες στιγμές και μας αιφνιδιάζει με την δύναμη της επικαιρότητας του. Και είναι τέτοια η επιρροή, που ο νους μας γοητεύεται και μας δίνει την ευκαιρία να ξαναντικρύσουμε τον κόσμο χωρίς τις επιρροές της καταναλωτικής πώρωσης που εντέχνως προσπαθεί να επιβληθεί.
Ευελπιστώ ότι θα έρθει κάποια στιγμή που οι άνθρωποι θα καταλάβουν ότι πιο υπέροχο πράγμα από τον έρωτα, την αγάπη, το πάθος, τη ζωή, τις βόλτες και την δημιουργία δεν μπορεί να υπάρξει. Όλα τα υπόλοιπα, όλη η προσπάθεια του ανθρώπου να αγοράσει ένα σούπερ μάρκετ και να το χώσει σε ένα ψυγείο θα είναι μάταιη…»


Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Τι να γεννηθεί από έναν

 
«Η Γη έτσι κ αλλιώς θα γίνει κόκκινη», μόνον που δεν φαίνεται να ξέρουμε πια τον τρόπο για να το πετύχουμε. «Κόκκινη από ζωή» κι όχι από «θάνατο». Διότι τα παίγνια της Αριστεράς με ανήθικες εκδοχές της πολιτικής, μόνον σε τυραννίδες οδήγησαν” γράφει ο Στάθης.
Κάποτε παραμονές εορτών είχαμε την πολυτέλεια να μεταθέτουμε για   αργότερα. Υπήρχε μια περίοδος ανακωχής.  Μετά εορτών, σε μέρες καθημερινότητας, η επίλυση των όποιων προβλημάτων.
Σήμερα δεν έχουμε την πολυτέλεια να σπαταλάμε χρόνο. Δεν έχουμε την ακρίβεια της ΔΕΗ αλλά το σκοτάδι, δεν έχουμε το ασφαλιστικό, άλλα την ανασφάλεια, δεν έχουμε την δυσκολία της δουλειάς, αλλά την ανεργία, δεν έχουμε τους επιπλέον φόρους άλλα την εξόντωση των φορολογουμένων.     Κάθε ώρα κάθε μέρα,  και ανήμερα της εορτής στη μάχη, της επιβίωσης και της αντίστασης απέναντι  σ’  αυτήν την λαίλαπα των αγορών που απειλεί να μας αφανίσει. Η διάθεση των ημερών αποτυπωμένη σε ένα κείμενο παλαιότερο με τις δυσκολίες τότε σε πολύ πιο ήπια μορφή από τις σημερινές.  


Εσύ  δεν πρέπει  να κάθεσαι στο 2012,  να πας στο ’15 που εκπνέει, είπα σε ένα παλαιότερο  κείμενο. Όσο και αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να αντικαταστήσω τις λέξεις, ούτε και τη διάθεση.   Τελειώνει ο χρόνος και μας τελειώνει. Πολλά μαζεμένα αυτές τις τελευταίες μέρες και νύχτες, με αναμονές και προσμονές, που επιμηκύνουν το διάστημα,  σχεδόν το ακινητοποιούν. Δεν περνάει  με τίποτα. Είναι και η βροχή… Και ένα βάρος, σε απροσδιόριστο σημείο, από πολλά μαζεμένα μιας ζωής,  που την κυνηγούν οι μήνες. Βγήκα στη ταράτσα  του σπιτιού μου,  που δεν τη  στολίζουν πολύχρωμα λαμπιόνια  των ημερών. Απέναντι φωτισμένα  μπαλκόνια με χαρούμενη μουσική απ’  τα κινεζικά φωτάκια που τραγουδούν χαζά, χριστουγεννιάτικους ρυθμούς της κατανάλωσης. Γελάω  με την εικόνα, για να μην αφήσω τη ζήλια  να εκδηλώσει καμία  αξίωση. «Θέλω να μείνω μόνος».  Επακόλουθο, μιας αμυντικής λειτουργίας, με τον εγωισμό να θριαμβεύει. Τη μάχη  απέναντι  σε όλους τους άλλους, που μου φταίνε,  πάντα με ένα πικρό παράπονο την κερδίζω, όπλο δοκιμασμένο και αποτελεσματικό. Η όποια φωνή αυτοκριτικής, που επιχειρεί να ψελλίσει  κάτι, πνίγεται εν τη γενέσει της.
Δεν έχει σημασία πως,  δυνατός ή ηττημένος, πικραμένος ή  χαρούμενος. Σημασία έχει ότι μ’  αυτά και μ’  αυτά,  κατάφερα να μείνω μόνος  εδώ στο κέντρο της ταράτσα μου, στο κέντρο   του κόσμου. «Μαζεύω ότι κομμάτια απόμειναν. Μέσα στα κομμάτια προβάλλονται στιγμές αναπαραγωγής ενός μυαλού, που δεν θέλει να αισθάνεται. Τίποτα. Κανέναν…»
Από εδώ στριφογυρίζοντας, γύρω από τον άξονα μου, αρχίζω να κτίζω τον τοίχο προστασίας μου. Κάθε πέτρα και παράπονο και πάντα μπροστά ένα «Εγώ», όπως αυτό του Καζαντζίδη: 
 Εγώ περπάτησα γυμνός εγώ βαδίζω μόνος μου `γινε ρούχο ο σπαραγμός και σπίτι μου ο πόνος
Δεν ξέρεις τι `ναι μοναξιά καρδιά που κλαίει τη νύχτα όσα τραγούδια σου `γραψα
στην κρύα νύχτα ρίχ΄ τα

Μια στιγμή αρκεί  για να  αλλάζει η ορμή,  να καεί με το οξυγόνο μιας αλήθειας, που προηγήθηκε. Άναψα και κάηκα.
Και συνεχίζει το παράπονο να γκαζώνει,  να τα σκεπάζει όλα σαν δέκα μέτρα χιόνι. «Θέλω να μείνω μόνος», ούτε λαμπιόνια, ούτε αστέρια,  ούτε Χριστούγεννα. Τι να γεννηθεί από έναν μόνο του; 





Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Για να νικήσουμε τον χρόνο

Από την φίλη μου την Ελένη Γκίκα, που μου το χάρισε πριν έξι χρόνια, κομμάτι της ποιητικής συλλογής «το γράμμα που λείπει». Παραμονές του Αγίου, στην Κέρκυρα έναν Άγιο έχουν και δεν χρειάζονται ονοματεπώνυμο για να τον προσδιορίσουν. Θα μου πείτε τη σχέση έχει το παρακάτω; Έχει σχέση με τον τόπο αλλά και με το χρόνο, που σήμερα μου επιτρέπει μόνο να επαναλάβω, ότι δεν μοιράστηκα με νέους αναγνώστες αυτής εδώ της στήλης. «το γράμμα που λείπει», για να νικήσουμε το χρόνο… «Δεν γράφουμε επειδή είμαστε ανίκανοι να ζήσουμε, αλλά για να τον νικήσουμε τον καιρό, εν τέλει»
Εάν το είχαμε εφεύρει, όλα θα είχαν νόημα. Εάν υπήρχε, θα υπήρχε ελπίδα. Εάν το είχαμε γυρέψει, όλα θα ήταν δρόμος. Και αν το βρίσκαμε, θα λύναμε το αίνιγμα. Θα είχε άρει την θνητότητα, δεν θα βιώναμε την απώλεια στον έρωτα, το απόλυτο θα έβρισκε σχήμα και πρόσωπο και εμείς δεν θα είμαστε μονάχα ένας σβώλος χώμα. «Τ’ απόκρυφο κλειδί των χρόνων που ‘ζησα», «το γράμμα που λείπει» με το τέλειο σχήμα. «Το γράμμα που γνώριζε ο Θεός απ’ την αρχή», το άγνωστο αλλά όντως υπάρχον προαιώνιο γράμμα. Αν το ‘χα βρει, θα σ’ έσωζα. Θα είχα διασώσει έστω το Πρόσωπό σου.
Μετά το Μι που όλα είμαι μέλι και μαχαίρι,
Το Έψιλον που είναι έρως και ερημιά,
Το Σίγμα, σώμα και σταυρώθηκα,
Το Θήτα, θάνατος και θαύμα,
Το Άλφα, άλμα και αρχή αέναη,
«Το γράμμα που λείπει» κι όλοι υποψιαζόμαστε’ αλλά δεν το ψέλλισε κανείς ακόμα.

Να σε ξανακερδίσω θέλω’ γι’ αυτό γράφω
1
“Θα μείνω δίπλα”, έτσι μου είπαν. Σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο, εξίσου παλιό. «Καλύτερα» σκέφτηκα “που δεν θα με βαραίνουν κι αναμνήσεις”. Κι ούτε νανάκια μπρελόκ, ούτε φαγάκια, ούτε αρώματα, ούτε αφές.
Αυτή τη φορά θα παραμείνω νηφάλια. Χωρίς μάταιες συγκρούσεις. Και δίχως δεύτερη σκέψη, βουτήχτηκα σε ένα πάπλωμα - σύννεφα, και να ‘μαι που ήρθα.
Είχα πολλά χρόνια να σε δω’ και σε φοβόμουν.
Τον εαυτό μου, δηλαδή, φοβόμουν περισσότερο, με τόσες στρώσεις μαύρης σοκολάτας πάνω, με όλες αυτές τις χρονομετρικές ρυτίδες.
Ξέρεις, εγώ στην Αθήνα το έτρεξα το κοντέρ.
Αλλά φοβόμουν και το πώς θ’ αντιδράσω. Ανάβουν οι στάχτες, συχνά κρύβουνε κάρβουνα. Το νου, να σε προσέχω!
Τρέμαν τα πόδια μου όσο ερχόμουνα. Ποιος μπορεί εύκολα να αναμετρηθεί με τη ζωή του.
Κι εσύ, είσαι τα νιάτα μου. Τι λέω, κι η σκέψη σου, ως τα γεράματα. Με τα χείλη και με τα χέρια σου επιθυμώ να βαδίσω. Από μακριά. Ίσως και να ‘ναι καλύτερα.
Όπως και να ‘ναι, επιστρέφω.

2
Το πρώτο που συνάντησα ήταν το φρούριο. Κατόπιν το χαρούμενο πανηγύρι της πλατείας. Κι ύστερα ο δρόμος μας. Το καινούργιο μου σπίτι ένα παλιό φρεσκοβαμμένο ροζ ξενοδοχείο σαν κουφέτο.
Το δωμάτιο, ειδική παραγγελιά να βλέπει ιππότες. Κάστρα, μπαλόνια, ένα χαρούμενο ανθρωπομάνι, ένα καντούνι, ώχρα, κεραμμοσκεπές. Αφέθηκα. Στις νέες τους φροντίδες παιδικά αφέθηκα. Ό,τι κι αν δω, τ’ ορκίστηκα, δεν θα τρομάξω. Εξάλλου κάπου εκεί στο παρελθόν είσαι κι εσύ.
3
Και στο παρόν μου είσαι. Υπήρξες! Δεν το φαντάστηκα, έτσι; Ούτε «Τα γράμματα στη Λίλια» φαντάστηκα. Και τη συγκίνηση την ένοιωσα στο βλέμμα.
“Το σύννεφο με τα παντελόνια”, εγώ στο έδωσα. Επέμενες. Δεν θα αντιδικήσω. Εσύ μου το ‘στειλες, εγώ το φρόντισα, αυτά “τα γράμματα” στοιχειώσαν τη ζωή μου.
Υπάρχεις!
Υπήρξες και θα υπάρχεις κι ας χάνομαι κι ας χάνεσαι. Όσο θα υπάρχει ανελέητο άσπρο χαρτί για μένα.
4
Το βράδυ στη γιορτή άστραφτες μεσ’ τα μαύρα. Κι εγώ έκλαιγα. Έσβηνε η θάλασσα στο βάθος κι ερχότανε η δύση με όλο της το φέγγος. Εικοσιπέντε χρόνια, μια ζωή, δεν είναι λίγα!
Γράφω για να νικήσω την απώλεια’ κορόιδευα. Τον εαυτό μου πρώτα κι ύστερα τους άλλους.
Να σε ξανακερδίσω θέλω, γι’ αυτό γράφω. Να μη σε χάσω, μη σε ξεχάσω’ να μη χαθώ.
Μόνο κοιτώντας σε βλέπω το πρόσωπό μου.
5
“Ανεπίδοτοι”, λέει. Πώς “αγκαλιάστηκαν λάθος”. Πως θα ‘θελα απόψε να μου κάνεις μιαν αγκαλιά. Όπως και να ‘χει, όσα χρόνια και να περάσουν, πάντοτε Βλαδίμηρο θα σε φωνάζω. Όσο για σένα, φώναζέ με όπως θες.
Αλλ’ επί του παρόντος θα πρέπει κι αυτή τη φορά να σ’ αποχαιρετήσω, χαιρετώντας. Όπως αυτό το “Χαίρε” της Θεοτόκου και των χαιρετισμών. Μ’ ευγνωμοσύνη πάντα που, ως παραμύθι έστω, υπήρξες. Για μια ολόκληρη ζωή’ όπως Παραμυθία Ζωής.
6
Θα φύγω αύριο. Αλλά “τα νέα απ’ το αιώνιο” τα δέχτηκα. Τα φώτα έπεσαν για άλλη μια φορά επάνω σου. Κι ο κεραυνός χτύπησε στο μελάνι γράφοντας τα χέρια σου. Δεν γράφουμε επειδή είμαστε ανίκανοι να ζήσουμε, αλλά για να τον νικήσουμε τον καιρό, εν τέλει.
7
Και ό,τι και να λέω, όσο να το φοβάμαι κι ας το μετανιώσω, υπήρξες! Και ας αναρωτιέμαι. Έρχομαι εδώ επειδή υπήρξες.
Κι αυτό το ποίημα το γράψαμε εμείς οι δυο.

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει

Αυτός ο λαός τελικά δείχνει μια αξιοζήλευτη αντίδραση απέναντι στη λογική. Τι πιο λογικό αυτή η βαθιά κρίση να μας ενώσει. Κόντρα εμείς και απέναντι στη κρίση, Πάνω απ΄ όλα το τομάρι μας. Και η κρίση μας διχάζει για να επιβεβαιώσει τη μοναδικότητα. Το παρακάτω από το χθεσινό κείμενο του Νίκου Μπογιόπουλου
Την είχε διατυπώσει ένας γενναίος Γερμανός λουθηρανός πάστορας, ο Μάρτιν Νίμελερ.
Τα λόγια του έχουν παραφρασθεί χιλιάδες φορές. Το πνεύμα τους, όμως, είναι αυτό:
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους δεν αντέδρασα γιατί δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν για τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν κατεδίωξαν τους τσιγγάνους δεν αντέδρασα γιατί δεν ήμουν τσιγγάνος.
Όταν φυλάκιζαν ομοφυλόφιλους δεν αντέδρασα γιατί δεν ήμουν ομοφυλόφιλος.
Όταν έκλεισαν το στόμα των Ρωμαιοκαθολικών που αντιτάσσονταν στο φασισμό, δεν αντέδρασα γιατί δεν ήμουν καθολικός.
Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει.”
Η σοβαρή κρίση που βιώνει η ελληνική κοινωνία ωχριά μπροστά στο διχασμό της ίδιας της κοινωνίας. Και ενώ η φτώχεια καλύπτει όλο και μεγαλύτερα τμήματα, η αντίθεση συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς. Θα περίμενε κανείς ότι η γενικευμένη κρίση θα μπορούσε να λειτουργήσει ενωτικά, να δημιουργήσει μια αλυσίδα αλληλεγγύης, να εκφράσει την συλλογική αντίθεση απέναντι στο σαθρό σύστημα που δημιούργησε την κρίση και όχι να ενισχύει τις διχαστικές τάσεις μέσα στον λαό.
Αν ανατρέξουμε στα βάθη της ιστορίας αυτού του τόπου και μέχρι τον πρόσφατο διχασμό του εμφυλίου, ίσως δικαιολογήσουμε αυτήν την παράλογη στάση που μας διακρίνει, απέναντι στο κοινό πρόβλημα.
Παραθέτω ένα κείμενο από τα Σικελικά του Θουκυδίδη, εξιστόρηση της απόπειρας κατάκτησης της Σικελίας από τους Αθηναίους, το 415 π. Χ., κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, η οποία έληξε με πανωλεθρία των Αθηναίων.
 

«Μόλις ξημέρωσε, με τον Νικία επικεφαλής, ο στρατός ξεκίνησε να φύγει. Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι τους, επιτέθηκαν ρίχνοντας βέλη και ακόντια. Οι Αθηναίοι βιάζονταν να φτάσουν σε ένα ποτάμι, τον Ασσίναρο, όχι μόνο για να αποφύγουν τα απανωτά πλήγματα που δέχονταν από το ιππικό και το πεζικό των εχθρών, ελπίζοντας ότι θα βρουν ασφαλές καταφύγιο πέραν του ποταμού, αλλά κυρίως για να ξεκουραστούν και να πιουν νερό. Μόλις έφτασαν στο ποτάμι, άρχισαν να πέφτουν μέσα, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον και ο καθένας προσπαθούσε να διαβεί αυτός πρώτος το ποτάμι – αλλά δεν μπορούσαν μιας και οι εχθροί που ακολουθούσαν τους είχαν πλησιάσει.
Οι Αθηναίοι, αναγκασμένοι να προχωρούν όλοι μαζί, έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον και ο ένας πατούσε τον άλλον. Πολλοί έπεσαν πάνω σε δόρατα και πέθαναν, ενώ άλλοι πνίγηκαν και παρασύρθηκαν από το νερό. Οι Συρακούσιοι, έριχναν βέλη πάνω από την απότομη όχθη του ποταμού, ενώ οι Αθηναίοι για το μόνο που νοιάζονταν ήταν να πιουν όσο περισσότερο νερό μπορούσαν και όλο και μαζεύονταν περισσότεροι σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον. Οι σύμμαχοι των Συρακουσίων από την Πελοπόννησο κατέβηκαν και άρχισαν να σφάζουν αυτούς που ήταν στο ποτάμι και έπιναν νερό. Το νερό όμως ήταν ήδη βούρκος και παρόλο που ήταν γεμάτο λάσπη και είχε κοκκινίσει από το αίμα, αυτοί όχι μόνο συνέχιζαν να πίνουν αλλά και να τσακώνονται μεταξύ τους»



Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Άλλη μια ζόρικη μέρα

Αυτό τον καιρό της δυσκολίας, γιατί οι ευκολίες που μας μπαστάρδεψαν, και μας έβγαλαν από τον δύσκολο δρόμο των κατακτήσεων, ανήκουν στον παρελθόν, να προσπαθήσουμε πάλι στηριζόμενοι σε όσες δυνάμεις μας έχουν απομείνει.
Άλλη μια ζόρικη ημέρα. Μια πραγματικότητα σαν πύθωνας μας σφίγγει καθημερινά όλο και περισσότερο και το χειρότερο την έχουμε αποδεχθεί.
Χρόνος για κακές σκέψεις ούτε για δείγμα, η υπεράσπιση της ύπαρξης μας, της ζωής μας, της αξιοπρέπειας μας, στην πρώτη γραμμή. Γύρισα από μια μάχη απ’ τον αέναο πόλεμο της επιβίωσης. Τώρα που το σκέφτομαι, γιατί όσο πολεμούσα, που χρόνος για τέτοια, αυτές οι μάχες της καθημερινότητας, που δεν έχει την πολυτέλεια να την πλακώσει η πλήξη, μας μεταγγίζουν φρέσκο αίμα, μας θωρακίζουν, διώχνουν εμμονές φοβίες και ανασφάλειες, μας απομακρύνουν το φόβο του θανάτου, κάνουν αχρείαστους τους ψυχιάτρους. Όποιο και να είναι το αποτέλεσμα, συνήθως νοιώθουμε νικητές, που αντέξαμε στη μάχη. Τώρα νοιώθω κουρασμένος όπως συμβαίνει άλλωστε ύστερα από κάθε μάχη, ακόμα και απ’ αυτήν του νικητή. Ο πόλεμος θα συνεχιστεί και είναι καλύτερα να κρατήσει μια ζωή.
Υπάρχουν στιγμές που όλα σε κουράζουν, γράφει ο Πεσσόα στο βιβλίο της ανησυχίας. “Σε κουράζει ακόμα και αυτό που θα μας έδινε ανάπαυση. Αυτό που μας κουράζει γατί μας κουράζει. Αυτό που θα μας έδινε ανάπαυση γιατί η ιδέα να το αποκτήσουμε μας κουράζει. Υπάρχουν εξουθενώσεις της ψυχής κάτω από όλες τις αγωνίες κι όλους τους ανθρώπινους πόνους.”
Πιστεύω ότι αυτοί που δεν τις γνωρίζουν είναι μόνο όσοι αποφεύγουν τις αγωνίες και τους πόνους, και επιδεικνύουν τόση διπλωματία απέναντι στον εαυτό τους, ώστε να γλιτώσουν από την θλίψη τους. Δεν είναι περίεργο που κάποια στιγμή που αποκτούν συνείδηση ξαφνικά τους βαραίνει όλο το βάρος της πανοπλία τους και η ζωή τους γίνεται μια αγωνία από την ανάποδη, ένας χαμένος πόνος. «Θα συνεχίσουμε τον πόλεμο, η προσπάθεια μετράει και αν μη τι άλλο μας δίνει το δικαίωμα στο όνειρο…. Σιγά τι χρωστάμε, αγάπη να μη χρωστάμε”.
 
«Ο ήχος του όπλου, του αυτόχειρα Καρυωτάκη, θα ηχεί πάντα στ' αυτιά των λεπταίσθητων ανθρώπων που έχουν το καταραμένο χάρισμα να μπαινοβγαίνουν στις ζωές των άλλων ΝΙΩΘΟΝΤΑΣ τους», σχολιάζει η κυρία του Ραδιόφωνου. Αυτό που απλά λέμε, ‘έλα στη θέση μου’, και που ελάχιστοι μπορούν να το καταφέρουν ουσιαστικά. Να δουν το έγκαυμα και να νιώσουν τον τρόμο της φωτιάς, να ακούσουν το ουρλιαχτό και να αισθανθούν στο σώμα τους τη βία που υφίσταται ο άλλος. Δεν μιλώ μεταφυσικά ούτε μεταφορικά. Είναι λέω παιχνίδια αυτά του μυαλού και της καρδιάς που σε κρατούν μετέωρο ανάμεσα στους δύο κόσμους, έτσι που και ο θεός να διστάζει και ο διάβολος να έχει αμφιβολίες για πάρτη σου.
Πολλές φορές η παρουσία μου είναι διάλειμμα. Στα διαλείμματα άλλωστε, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τι μας συμβαίνει. Στα διαλείμματα τελικά, όπως μας έχουν καταντήσει, έχουμε λίγο χρόνο να σκεφτούμε, να προβληματιστούμε να βάλλουμε μια τάξη.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Δεν είναι εύκολο για τον καθένα να βλέπει την μεγάλη εικόνα

Εκεί που κλείνω απαισιόδοξα έρχεται η επόμενη λέξη να άνοιξει μια χαραμάδα. Ένα κομμάτι της ζωής μας και αυτή η οικονομική κρίση, που θα τελειώσει κάποτε χωρίς κανείς να γνωρίζει την επόμενη μέρα. Μπορεί η ιστορία να επαναλαμβάνεται, ο χρόνος όμως δεν γυρίζει πίσω. Τα γεγονότα, όσο και αν μοιάζουν μεταξύ τους σε άλλο χρόνο είναι άλλα. Και αυτή η κρίση που αποτελεί ένα κομμάτι του παρόντος μας, δεν είναι τίποτα άλλο από μια κουκίδα στις πολλές που συνθέτουν τη ζωή μας . Κάποια στιγμή θα μπει στο φάκελλο της ιστορίας μας, θα ταξινομηθεί και θα περιμένει μέχρι να συμπληρωθεί και να κλείσει...
Ο,τι ζήσαμε πριν την κρίση τα ζήσαμε,ακόμα και αν αποκτήσουμε την αγοραστική δύναμη που είχαμε, η επόμενη μέρα θα είναι διαφορετική. Τίποτα δεν αφήσαμε στη μέση, αυτή είναι η ζωή μας και συνεχίζεται. Και συνεχίζεται με στιγμές καλές και κακές και μέσα στη κρίση. Καταλαβαίνω, δεν είναι εύκολο για το καθένα να βλέπει την μεγάλη εικόνα.. Δεν είναι εύκολο να χάνεται στην απεραντοσύνη του ουρανού και να μονολογεί μια κουκίδα είναι γη και μεις ούτε κουκίδα και ταυτόχρονα να γίνεται ο ίδιος ουρανός.
 

Η αναφορά στην θλίψη είναι επιβεβλημένη, για να μη γίνει κατάθλιψη. Πως λέτε τόσα χρόνια καταφέραμε ν’ αντέξουμε; Δεν είναι ο Χειμώνας, που μας δημιουργεί μελαγχολία είναι οι μέρες, είναι οι ώρες της υπομονής .
Έτσι γίνεται κάθε χρόνο, ο κάθε χρόνος που αποτελεί μια μικρογραφία της ζωής, αρχίζει με τις ημέρες να μεγαλώνουν και τελειώνει στην έκλειψη του φωτός.
Επιστρέφω όμως πάντα αγαπητή φίλη στις ανεπίκαιρες αλήθειες. Αυτές ισχύουν. Όπως το κίτρινο φθινοπωρινό φύλλο, που δηλώνει μοίρα πανάρχαια.
«Μαραίνεται αλλά θυμάται την άνοιξη. Πεθαίνει αλλά περιμένει την άνοιξη. Κι ας μην το αφορά. Θα είναι εκεί άλλα φύλλα, πράσινα, νέα. Κάτι θάχει συμβάλλει κι αυτό στην παρουσία τους. 'Έστω και μόνο σαν λίπασμα. Παρελθούσα η μέλλουσα ζωή. Κάθε φορά το κίτρινο φύλλο είναι είδηση. Είναι νέο. 'Όπως κάθε γενεά που το αντιμετωπίζει. Όπως κάθε φθινόπωρο. Όλα ξανάρχονται αλλά τίποτα δεν είναι ίδιο».Οι σκιές δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος. Δεν είναι ικανές να δημιουργήσουν διλήμματα. Πάντα έτσι ήταν και πάντα έτσι θα είναι. Στο κάθε πράσινο φύλλο, ζούνε όλα τα κίτρινα που λησμονήσαμε..







Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Θα εξαντλήσουμε όλα τα περιθώρια ελπίδας

Δεκέμβρης. Χειμώνας και με τη βούλα. Χριστούγεννα. Αν δεν υπήρχαν τα περασμένα, όχι τα περσινά, αλλά όλα αυτά που έχουμε ζήσει και κυρίως τα παιδικά, δεν ξέρω τι νόημα θα είχε η γιορτή. Χριστούγεννα! Τι να γεννηθεί μετά από μια τέτοια χρονιά, που μας έκλεψε και μας υποθήκευσε το μέλλον; Τι να γραφτεί στην επόμενη λευκή σελίδα; Γιατί να γιορτάσουμε; Ας είναι καλά το ψεύδος του παραμυθιού, που το κουβαλάμε από εκείνες τις μονοψήφιες ηλικίες. Αυτό το ψευδός μας στήριξε και μας στηρίζει ακόμα, αυτό το παραμύθι μας κράτησε σε ισορροπία.
Γιορτή σημαίνει ανάμνηση, για όλους εμάς που έχουμε παρελθόν. Για τα παιδιά είναι διαφορετικά, ζουν το παρόν το μέλλον ευτυχώς δεν το γνωρίζουν. Για το παρελθόν ο λόγος, που θα φορτωθεί ακόμα ένα χρόνο.
Θυμάμαι τα Χριστούγεννα του 66’, στην πρώτη δημοτικού, μας είχαν μοιράσει στο σχολείο δώρα, κάτι γελασούδια, ένα μολύβι μια ξύστρα ένα τετράδιο, ήταν η πρώτη φορά που συνδύασα τη γιορτή με τα δώρα, απέραντη χαρά. Τον επόμενο χρόνο δεν θυμάμαι να μοίρασαν δώρα, θυμάμαι που ήρθε η δικτατορία

Τα Χριστούγεννα όμως που ζωντάνεψαν τα παραμύθια, παιδάκια με κόκκινες μύτες και μάλλινους σκούφους, έλκηθρα, χιονισμένες στέγες, καμινάδες που κάπνιζαν, και έστελναν μηνύματα οικογενειακής θαλπωρής, άστρα λαμπρά που με χτύπησαν κατακούτελα, ήταν του ’72, τα Χριστούγεννα των Χριστουγέννων. Ο πρώτος έρωτας, το πρώτο ραντεβού. Η αφορμή να κόψουμε το κυπαρίσσι που θα στολίζαμε, και η ευκαιρία να απομακρυνθούμε όσο γίνεται πιο μακριά από το χωριό. Σε μια πλαγιά ακουμπισμένοι σε ένα δέντρο, ανταλλάσσοντας ντροπές και παιδικές χαζομάρες. Τότε ζούσαμε το παρόν και ευτυχώς δεν γνωρίζαμε το μέλλον
Θα τα γιορτάσουμε και φέτος τα Χριστούγεννα, θα εξαντλήσουμε όλα τα όρια της ελπίδας, όσο και αν η προσδοκία μας έχει κουράσει. Η αλήθεια είναι ότι τίποτα δεν προδικάζει την αισιοδοξία.



Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Η ήττα περιμένει στην στροφή

Είναι μια περίοδος αναμονής. Σε πυκνό χρόνο η ελληνική κοινωνία έζησε πολλά και το πιο σημαντικό, πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση. Γκρεμίστηκε ο πάλαι ποτέ δικομματισμός, καλλιεργήθηκαν ελπίδες αλλά και διαψευστήκαν προσδοκίες, αναθεωρήθηκαν προγραμματικές δεσμεύσεις και η ζωή συνεχίζεται χωρίς μέχρι στιγμής να έχει αλλάξει η εικόνα ενός συστήματος που η ελληνική κοινωνία στο σύνολο το έχει αποδοκιμάσει. Και είναι αυτό το σύστημα που μέχρι σήμερα δεν έχει κατορθώσει να ανταποκριθεί ούτε στοιχειωδώς στις πραγματικές ανάγκες του Λαού.
Σήμερα παρατηρούμε μια αριστερή κυβέρνηση στο ρόλο του διαχειριστή της εξουσίας χωρίς ουσιαστικά να ασκεί πολιτική. Και πως θα μπορούσε άλλωστε, από την στιγμή που επιχειρεί με τα ίδια υλικά ενός φθαρμένου συστήματος; Η ήττα, περιμένει στην στροφή.
Σε άρθρο σε αγγλικό περιοδικό ο Σλοβένος φιλόσοφος Σλάβοϊ Ζίζεκ, παρουσιάζει την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί με την τρέχουσα κρίση, εξηγώντας ότι, κατά τη γνώμη του, δεν υπάρχει μια ορατή εναλλακτική προοπτική και δεν μπορούμε παρά να αναμένουμε την πραγματοποίηση του «αδύνατου». Του αδύνατου που θα υπερβεί την κυριαρχία της ιδεολογίας της μονίμως «επείγουσας οικονομικής κατάστασης», την παντοδυναμία των «δημοκρατικών μηχανισμών» που εμποδίζουν την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων, την έλλειψη προγραμματικού περιεχομένου στα αιτήματα της αριστεράς, και την απόσταση ασφάλειας των αριστερών διανοουμένων από τα πραγματικά γεγονότα.
 

Τι σημαίνει όμως καταλήγει ο Σλάβοϊ Ζίζεκ ότι «το αδύνατο μπορεί να συμβεί»; Πρόκειται για το αδύνατο όπως το κατανοούν, οι περισσότεροι αριστεροί διανοούμενοι της εποχής μας, και επειδή συνδέονται με πολιτικές οργανώσεις και κόμματα, για τον τρόπο με τον οποίο πολλά από αυτά προσεγγίζουν το μέλλον. Στον ισχυρισμό ότι «σήμερα δεν γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε, αλλά πρέπει να δράσουμε τώρα, διότι η επίπτωση της μη δράσης μπορεί να είναι καταστροφική», πρέπει να απαντήσει κανείς ότι στον κόσμο μας υπάρχουν διάσπαρτες πολύτιμες προγραμματικές επεξεργασίες και προτάσεις, σημαντικές εναλλακτικές πρακτικές, παραδείγματα δηλαδή και σχέδια του δυνατού. Προτάσεις και πρακτικές που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση μιας απάντησης στη κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική, με την εμπλοκή όλο και περισσοτέρων ανθρώπων και κοινωνικών ομάδων στην «δημόσια χρήση της λογικής», με σκοπό την επέκταση μιας ανανεωμένης προσέγγισης της αρμονικής και διατηρήσιμης συμβίωσης των ανθρώπων.
Να τα λάβουμε σοβαρά υπ’ όψη μας τα παραπάνω. Να δράσουμε, γιατί δεν μπορούμε να μείνουμε απαθείς. Με όπλα, όλες τις πολύτιμες, διάσπαρτες επεξεργασμένες προτάσεις, γιατί το αδύνατο μπορεί ν’ αργήσει, ή να μην έρθει και ποτέ…Να το λάβει σοβαρά υπ’ όψη της και η αριστερή κυβέρνηση προχωρώντας πιο κοντά στα πραγματικά γεγονότα, και προσεγγίζοντας το δυνατό, μέσα από τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία.















Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

«ιδιωτικό» ό,τι μας συμφέρει και «δημόσιο» ό,τι δεν μας αφορά

Βλέποντας τον όγκο των σκουπιδιών, αυτές τις μέρες που ήταν κλειστός ο ΧΥΤΑ του Τεμπλονίου, τρόμαξα. Όχι από τα σκουπίδια. Τρόμαξα από την συμπεριφορά των κατοίκων αυτής της πόλης... Όχι κάποιων ασυνείδητων, αυτά τα τεράστια βουνά από σκουπίδια, δεν μπορούν να τα δημιουργήσουν κάποιοι. Αυτή η εικόνα ντροπής είναι εικόνα που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των κατοίκων αυτής της πόλης, την παιδεία ενός Λαού, που περηφανεύεται για τον πολιτισμό του. Δεν θα συνεχίσω, γιατί αυτές οι λέξεις που βγαίνουν δεν γράφονται.
Σε παλαιότερο   ρεπορτάζ της κυριακάτικης «Καθημερνής» γράφει η Μαρία Κατσούνακη «Αθήνα, μια βρώμικη πόλη – δυστυχώς…», ( όπου Αθήνα βάλτε Κέρκυρα ). Πληροφορούμαστε, μεταξύ άλλων, από τους δημάρχους της Στοκχόλμης, του Μπέρμιγχαμ και της Δουνκέρκης, την πολιτική περισυλλογής απορριμμάτων, τις μεθόδους που εφαρμόζουν, τα κονδύλια που δαπανούν. Και κυρίως: παντού υπάρχουν ειδικοί χώροι, τα σκουπίδια δεν εκτίθενται στους δρόμους, όσοι δεν υπακούουν τιμωρούνται με υψηλά πρόστιμα. Όμως οι Κερκυραίοι είναι, ως γνωστόν, «νοικοκυραίοι». Γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα (Ευρωπαίο) πολίτη πώς να απομακρύνουν τη βρωμιά, να την ξεφορτωθούν, γιατί εκτός σπιτιού - διαμερίσματος, πρόκειται για μια «άλλη πόλη». Μια Κέρκυρα που ανήκει αποκλειστικά στον δήμαρχο και στους πολιτικούς της, που δεν είναι στη δική μας δικαιοδοσία, που υπόκειται σε διαφορετικό ιδιοκτησιακό καθεστώς. Ξένο έδαφος, δηλαδή. Και συμπεριφερόμαστε αναλόγως.
Ας μην προχωρήσουμε σε πιο σύνθετες έννοιες, όπως διαχωρισμός απορριμμάτων. Γιατί τότε, αν είμαστε (πολιτειακά) υπεύθυνοι και με στοιχειώδη (αστική) αξιοπρέπεια θα πρέπει να βάλουμε τα κλάματα ως μετεξεταστέοι με ανυπέρβλητα μαθησιακά προβλήματα. Έως ότου επιτύχουμε τις επιδόσεις (όλων) των άλλων Ευρωπαίων, θερμή παράκληση προς τον Δήμο Κερκυραίων: Μήπως θα μπορούσατε κ. Δήμαρχε να εγκαταστήσετε έναν υπάλληλο έξω από κάθε κάδο, ο οποίος να αναλαμβάνει να εξυπηρετεί τους πολίτες εκείνους με ανεπτυγμένο αίσθημα καθαριότητας που σιχαίνονται να χρησιμοποιήσουν τον μηχανισμό; Και αν αυτό το μέτρο σάς φαίνεται δαπανηρό, μήπως συμφέρει καλύτερα να τοποθετήσετε ένα ηλεκτρονικό σύστημα που να αντιδρά στην εντολή «κάδε, άνοιξε». Με κίνδυνο βέβαια να εκτοξεύεται η εντολή μαζί με τα απόβλητα από τους ορόφους. Γιατί πάντα θα επιλέγουμε την πιο ξεκούραστη λύση. Γιατί πάντα «ιδιωτικό» θα σημαίνει ό,τι μας συμφέρει και «δημόσιο» ό,τι δεν μας αφορ
ά


Αυτήν την πόλη την απροσδιόριστη και για να μην την αδικήσω θα προτιμούσα καλύτερη να ήταν άδεια. Θα μου πείτε τώρα, αν δεν υπήρχε κόσμος πώς θα υπήρχε πόλη; Αυτό είναι άλλη ιστορία.
«Η πόλη μας μοιάζει να εγκληματεί πρωτόγνωρα: Μας ενθαρρύνει τα μέγιστα να θαφτούμε στη σκόνη της. Απλανείς μας χρειάζεται «με τα χέρια μας να βουλιάζουν στις τσέπες και να παίζουν τα κλειδιά των δικαιωμάτων μας.»   
Συνέχισε αγαπητή αναγνώστρια: «Βγήκα στην πλατεία. Δεν είχε κρύο. Μόνο φύσαγε πολύ. Τα μαλλιά μου, το σακάκι μου, τα έσπρωχνε επίμονα ο αέρας. Θέλησα να μείνω εκεί, με χέρια και σακάκι ανοιχτά να με χτυπά ο αέρας και να διώχνει τις λύπες. Να με περάσει ολόκληρη ένας αέρας που θα πάρει μαζί του θυμούς και πίκρες, χρωστούμενα και αδιέξοδα. Όλα να τα πάρει μακριά. Κι εγώ να μείνω εκεί, στη μέση μιας πλατείας φαρδιάς, ανοιχτής, και να ανασαίνω μια καινούργια πνοή. Να γεμίζω τα πνευμόνια μου με καθαρό αέρα, το μυαλό μου με καινούργιες ιδέες. Να μη λερώνεται τίποτα απ’ τους λεκέδες του χτες.
Εκεί που η σκέψη είναι ελεύθερη, απαλλαγμένη από συμβάσεις συμφερόντων, κοινωνική υποχρέωση και συγκατάβαση εξ ανάγκης.
Εκεί που η πόλη μου ντύνεται τα καλά της και μιλά για τους ανθρώπους της, παλιούς και καινούργιους και τα έργα τους.
Μα τι λέω; Ένας αέρας ήταν, και κράτησε λίγο, όσο κρατούν τα όνειρα στη χώρα των λεπρών. Λερωμένα τα πάντα κι η πλατεία κι η πόλη κι η χώρα κι ο κόσμος.
Μόνο η σκέψη, ίσως καθαρίσει αν μπορεί κανείς να ψηλώσει, για να συναντήσει καθαρό αέρα.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Το ξεπλυμένο κόκκινο δεν αντέχει στο φως

Μάταια ψάχνω κάποιες λέξεις.   Δεν υπάρχουν τέτοιες,   που να μπορούν να κλείνουν τους  δρόμους, τους πεπατημένους. Τα βήματα τις περισσότερες φορές αυτενεργούν. Εμείς μένουμε να σχολιάζουμε.  Εκ του ασφαλούς δε λέω, όμως μέχρι εκεί.
Τώρα δεν έχω άλλες. Και οι ίδιες χάνουν την αξία τους, αν επαναληφθούν.
Μόνο στο χρόνο ελπίζω.  Και στο φως.  Ας μην  μείνουμε  άλλο στις σκιές, θα μελαγχολήσουμε. “Ας είναι αυτά τα τελευταία  λόγια σε μια ζωή  που μας διέψευσε. Πολύ μουντάδα  και αυτό το ξεπλυμένο κόκκινο χώμα,  που άφησε τη φυσική του θέση,  και ταξίδεψε στον ουρανό για να μας κρύψει τον ήλιο, που θα πάει,  πάλι στο χώμα θα βρεθεί.”
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα απαλλαγούμε από τον θύτη, με τα θύματα όμως; Πώς να υπάρξουν ανατροπές, όταν το μεγάλο σώμα του κοινωνικού ιστού, παραμένει σταθερό σε νοοτροπίες, παρελθόντων ετών; Ο,τι λέμε και ό,τι κάνουμε, υπαγορεύεται από μια σκοπιμότητα, κληρονομιά των χρόνων της επίπλαστης ευμάρειας και της εικονικής πραγματικότητας που προηγήθηκαν.
Αυτό περιμένουμε τελικά, τη δική μας σωτηρία. Ελπίζουμε ότι εμείς θα επιβιώσουμε και άλλοι θα πεθάνουν. Ζούγκλα. Μπορεί να μας πήραν και τα σώβρακα, μας έμαθαν όμως να σκεφτόμαστε καπιταλιστικά δηλαδή ατομικά και αυτή είναι η μεγαλύτερη ζημιά. Δεν υπάρχει κοινωνική συνοχή.
«Και πώς να βρεις εφαρμογή σ’ αυτόν τον κόσμο. Το κακό είναι ότι όποιος δεν μπορεί να αφομοιωθεί, να εξομοιωθεί να γίνει φωτοτυπία, τον απομακρύνει, τον αποκόπτει, τον ξερνάει. Όποιος κάνει μια σκέψη παραπάνω, όποιος διαφοροποιεί τον βηματισμό του, βρίσκεται εκτός. Ο κόσμος όταν δεν βουλιάζεις στα νερά του, είναι μια ξένη πόλη».
 

Όσο  οι επαναλήψεις, αποτελούν μέρος της επικαιρότητας, τόσο σκάβουμε πιο βαθιά το λάκκο μας. Τόσο μένουμε σε χρόνο νεκρό  από τα ίδια και τα ίδια. Τελικά αυτό τ’ αμάξι μόνο όπισθεν διαθέτει.
Ευτυχώς τα αμυντικά συστήματα ακόμα λειτουργούν αποτελεσματικά. Είναι φυσικό μετά από τόσες επιθέσεις, να έχουν αναπτύξει μια ευχέρεια στις αποκρούσεις. Θα το επαναλάβουμε:
Όχι, δεν θα γίνεις στήλη άλατος από ένα άδικο Θεό.  Θα χάσεις τις λέξεις όμως, που ανακάλυψες.  Όπως: «θέλω να περπατώ όλο το δρόμο», «θέλω να κάνω όλο το ταξίδι», «θέλω να ζω».   
Που είναι η ζωή σου; Την έβαλες σε μια γραμμή  και ύστερα την έσφιξες πάνω σου, έτοιμη να σε πνίξει...”
τελικά η μάχη που δώσαμε και χάσαμε δεν μας δίνει σήμερα τη δυνατότητα ν' αντέξουμε την ήττα. Άλλο είναι γενναίοι και ηττημένοι και άλλο ηττημένοι δειλοί και προδομένοι...

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...