Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Σαν να κλαίει. Και όμως γελά

Γαϊδουριά, κυκλοφόρησε το τελευταίο μυθιστόρημα της φίλης μου της Ελένης και ούτε μια αναφορά. « Πλήθος είμαι» ο τίτλος του και να το αγοράσετε. Στην άμυνα και η Ελένη και θα κρατήσει, στην άμυνα που είναι καλύτερη επίθεση. Από μια πρόχειρη ματιά στο οπλοστάσιο της, η νίκη είναι προδιαγραμμένη. Έμαθε, όπως και εγώ, να κάνει την αδυναμία της προτέρημα, αν προσθέσεις και τα αδιαφιλονίκητα προσόντα, η ήττα δεν πλησιάζει.
Τελικά η Ελένη είναι συγγραφέας και ξέρει καλά να το υποστηρίζει, τόσο που είναι ευτυχισμένη. Αν κάτι της διαταράξει την πορεία, έχει δοκιμασμένες συνταγές για να το προσπεράσει. Ιδού:

«Θέλω να ζήσω με τον εαυτό μου,
να χαρώ το καλό που χρωστάω στους ουρανούς,
μόνος, χωρίς κανένα μάρτυρα,
απαλλαγμένος από αγάπη, από ζήλια,
από μίσος, από ελπίδα, από την έγνοια...»

«... Ένας συγγραφέας, αλλά και κάθε άνθρωπος, πρέπει να πιστεύει πως ό,τι και να του συμβεί, είναι ένα εργαλείο: καθετί μας δίνεται για ένα σκοπό, κι αυτό ισχύει πολλώ μάλλον προκειμένου για έναν καλλιτέχνη. Ο,τι του συμβαίνει, και δεν εξαιρώ και τις ταπεινώσεις, ούτε τις ντροπές, ούτε τις κακοτυχίες, ό,τι του συμβαίνει, λοιπόν, του προσφέρεται σαν πηλός, σαν πρώτη ύλη για την τέχνη του. Πρέπει να το δεχτεί. Να για ποιο λόγο μιλώ σ' ένα ποίημα για την αρχαία τροφή των ηρώων: ταπείνωση, δυστυχία, διχόνοια. Όλα αυτά μας δίνονται για να τα μεταπλάσουμε, για να μεταμορφώσουμε τις άθλιες περιστάσεις της ζωής μας σε κάτι που είναι - ή φιλοδοξεί να είναι- αιώνιο....»

"Η τυφλότητα" από τις "Εφτά νύχτες", "Δοκίμια" του Χ.Λ.Μπόρχες

Μια γεύση από το μυθιστόρημα «Πλήθος είμαι», που θα σας συντροφεύει στις διακοπές



Τα εύθραυστα εκείνα που αντέχουν στον χρόνο

«Τα μόνα πράγματα που αντέχουν στον χρόνο, είναι εκείνα που δεν υπήρξαν ποτέ», σκέφτεται και βιάζεται. Ως συνήθως. «Γι’ αυτά που δεν υπήρξαν ποτέ».
Η γυναίκα χαμογελά μ’ ένα χαμόγελο σαν κλάμα και ανεβαίνει φορτωμένη σακούλες χάρτινες τη σκάλα. Για μια στιγμή κοντοστέκεται’ ν’ αφήσει τις μισές κι ύστερα πάλι. Όσο πετά μια πεταλούδα η σκέψη κι ύστερα βιαστικό βάδισμα, πού να τις αφήσει τώρα, αφού τις κρατά. Γερά να μη της ξεφύγουν απ’ το χέρι. Σαν πεπρωμένο τις κρατά.
Το πρώτο που έφτασε ως εκείνη ήταν ο κρότος. Ένας ήχος υπόκωφος με αντήχηση στο χαρτί. Στο χρώμα της άμμου με μπλε πεταλούδες. Από την ώρα που την συσκεύασε κοιτούσε μαγεμένη αυτό το φίνο χαρτί. Κοιτούσε μαγεμένη την τεράστια χάρτινη στο χρώμα της άμμου με τις μπλε πεταλούδες σακούλα. Και τώρα την κοιτά σαστισμένη, δεν το τολμά να σκεφτεί. Μπαίνει στο δωμάτιο, σχεδόν θολωμένη, διστακτικά.
Την υποδέχονται οι γυναίκες του Γκατζουράκη, ο άνδρας του Θεοφίλη χωρίς χαρακτηριστικά κι ένα κυβιστικό χρώματα- χρώματα που της φτιάχνει το κέφι. Κάθε βράδυ όταν βάζει το κλειδί στην πόρτα για να μπει στο άδειο της σπίτι, της φτιάχνει το κέφι.
Δεξιά, ο τυμπανιστής της οροφής την κοιτά τρυφερά. Στην πόρτα του διαδρόμου ο κλόουν’ σα να κλαίει, αλλ’ όμως γελά…

3 σχόλια:

alef είπε...

Με συγκινείς.
Ναι, σα να κλαίει. Κι όμως γελά. Χαρμολύπη.
Πώς αντέχουμε τόσα χρόνια, ε? Με τόσα και τόσα και τόσους και τόση θάλασσα και στεριά ανάμεσα. Λέω να 'ρθω.
Φιλί, Ευχαριστώ (ναι το υπερασπίζομαι, δεν ξέρω κάτι άλλο να κάνω, δεν γνωρίζω άλλη ζωή. Πώς?)
άλεφ- ελένη

alef είπε...

Τα εύθραυστα, εμείς, που αντέχουμε τόσο στον χρόνο...

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...