Η βροχή που μας θυμάται
Βρέχει από το πρωί. Όχι δυνατά. Έτσι όπως ξέρει η Κέρκυρα να βρέχει, σαν να τρίβει με το νύχι της τον ουρανό. Άνοιξα το παράθυρο για να μπει λίγος αέρας και να δούμε αν το μέλλον έχει ακόμα μυρωδιά από χώμα και αλμύρα. Μου φάνηκε πως κάτι ψιθύρισε. Μη ξεχνιέσαι.
Δεν κρατώ πια τις παλιές μας ιδέες σαν λάβαρα. Τις κρατώ σαν απόδειξη ότι κάποτε ζητήσαμε κάτι μεγαλύτερο από τη βολή. Οι νεότεροι μας κοιτούν με το ήρεμο, ευγενικό τους χαμόγελο. Μιλούν μια γλώσσα που έμαθαν από τις οθόνες και όχι από τις πλατείες. Η εποχή δεν αντέχει μεγάλες κουβέντες, θέλει άμεσες απαντήσεις.
Κι όμως, κάθε φορά
που σκέφτομαι αυτά τα παιδιά, μου έρχεται στο νου εκείνο το παλιό αίνιγμα με
τον Θεό και τον πηλό. Πως κάπου στην αρχή κάτι στράβωσε όταν αποκοιμήθηκε με τα
χέρια μέσα στη λάσπη. Όταν ξύπνησε, λένε, περίσσευε μια εντολή. Κανείς δεν την
ανακοίνωσε. Μην ξεχνάτε να σηκώνεστε.
Η δική μας εποχή
προτιμά να μας βλέπει καθιστούς. Σε γραφεία, σε ουρές, πίσω από φωτισμένες
οθόνες. Με λίγες κινήσεις, λίγες διεκδικήσεις, λίγη φασαρία. Χωρίς να ταράζουμε
τίποτα. Η ακινησία έγινε αρετή και το περπάτημα πολυτέλεια.
Όμως όταν βρέχει
εδώ, όταν ο δρόμος γυαλίζει και τα καντούνια μυρίζουν πέτρα βρεγμένη, κάτι
ξυπνά. Το σώμα θυμάται ότι δεν γεννήθηκε για να βολεύεται. Θυμάται την παλιά
του κλίση προς το όρθιο, προς το να πηγαίνει, όχι απλώς να περιμένει.
Ίσως λοιπόν η πιο
αθόρυβη επανάσταση να μην είναι κραυγή αλλά κίνηση. Να σταθούμε όρθιοι σε έναν
κόσμο που μας θέλει καθιστούς. Να περπατήσουμε έστω λίγα μέτρα κόντρα στη συνήθεια.
Και η βροχή να συνεχίζει, σαν να μας θυμάται.

Σχόλια