Η πόλη που βουλιάζει στον ύπνο της
Χθες γράψαμε για ένα δείπνο, που έγινε ωραιότερο μέσα στο σκοτάδι. Καλό είναι αυτό. Μόνο που, την ίδια ώρα, η πόλη πλήρωνε τον λογαριασμό. Γιατί οι διακοπές ρεύματος δεν είναι αφορμές μόνο για αισθησιακές στιγμές. Είναι υπενθυμίσεις μιας πραγματικότητας που έχουμε κουραστεί να παραδεχόμαστε.
Η Κέρκυρα έχει έναν παράξενο τρόπο να ανέχεται. Ανέχεται τις λακκούβες, την υγρασία, τις ουρές, τους θορύβους που δεν ανήκουν σε καμία πόλη που σέβεται τον εαυτό της. Ανέχεται και τις διακοπές ρεύματος, σαν μικρές προειδοποιήσεις ότι κάτι μέσα μας έχει κι αυτό καεί, χωρίς να το παραδεχόμαστε.
Η ανοχή έχει γίνει τρόπος ζωής. Πέφτει το ρεύμα, κλείνουν τα πάντα. Τα φανάρια σβήνουν, τα μαγαζιά σταματούν, οι ηλικιωμένοι ψάχνουν στο σκοτάδι. Κάποιοι εγκλωβίζονται, άλλοι τρέμουν μήπως χαλάσει το οξυγόνο, άλλοι απλώς βλαστημούν. Και όλοι, μα όλοι, περιμένουν. Λες και το ρεύμα δεν είναι δημόσιο αγαθό.
Κάθε φορά το ίδιο έργο. Κάποια γραμμή κουράστηκε, κάποιο καλώδιο το πήρε απόφαση, κάποιος πίνακας δεν άντεξε. Και μαζί τους δεν αντέχει και η πόλη. Αργά, κουρασμένα, με τον ρυθμό ενός τόπου που έχει συνηθίσει να υπομένει και όχι να απαιτεί.
Χθες δύο άνθρωποι είδαν το σκοτάδι αλλιώς. Οι υπόλοιποι είδαν απλώς την αλήθεια. Ότι η Κέρκυρα βουλιάζει λίγο περισσότερο κάθε φορά που πέφτει ο διακόπτης. Όχι γιατί έμεινε χωρίς φως, αλλά γιατί έμεινε χωρίς αντίδραση.
Όταν έσβησε το φως, μείναμε γυμνοί μπροστά στο ίδιο μας το χάος. Κι αντί να θυμώσουμε, αντί να απαιτήσουμε, απλώς ανάψαμε ένα κερί και περιμέναμε. Σαν να φοβόμαστε μήπως αν σηκώσουμε κεφάλι ανακαλύψουμε πως είμαστε κι εμείς μέρος της βλάβης.
Το πραγματικό blackout δεν είναι στα καλώδια. Είναι μέσα μας. Κι όσο δεν το ανάβουμε, τόσο η πόλη θα κοιμάται όρθια. Σε έναν ύπνο που κανείς δεν θυμώνει και κανείς δεν ξυπνά.
H φωτογραφία είναι του Νick de Wolf 1956
Δ

Σχόλια