Στην άκρη του χρόνου
Πού να φανταστώ. Από το ’12 που γράφτηκε το παρακάτω, ως το ’25, οι εποχές άλλαξαν πιο γρήγορα από μας. Η ζωή γύρισε ανάποδα και ζήτησε να συνεχίσουμε σαν να μην έγινε τίποτα. Κι εγώ ακόμη δεν μπορώ να αντικαταστήσω τις λέξεις που με βαραίνουν. Το παράπονο δεν το έχω με τους άλλους. Μαζί μου τα έχω. Με όσα άφησα να με παρασύρουν, με όσα επέτρεψα να θολώσουν τον έρωτα, την πίστη, την ανάσα.
Κάθε αλλαγή χρόνου μετριέται σε απουσίες. Σε καρέκλες άδειες, σε πρόσωπα που χάθηκαν, σε στιγμές που δεν πρόλαβαν. Κουβαλάμε μια ποινή που δεν ξέρουμε ποιος την όρισε. Βαδίζουμε σε λεπτές ισορροπίες, ανάμεσα σε πραγματικότητες που μας τρομάζουν και ψευδαισθήσεις που μας βολεύουν. Είναι πιο εύκολες οι ψευδαισθήσεις. Δεν ζητάνε θάρρος.
Ανεβαίνω στην ταράτσα. Δεν έχω στολίδια, δεν έχω λαμπιόνια να παίζουν χαζούς ρυθμούς. Απέναντι μπαλκόνια φωτισμένα, σαν να θέλουν να νικήσουν το σκοτάδι με μπαταρίες. Γελάω λίγο, για να μην τους ζηλέψω. Και τότε έρχεται το παράπονο, πάντα ακάλεστο. Να με δικαιώσει, να με προστατεύσει, να με φυλακίσει. Σκεπάζει τα πάντα σαν χιόνι.
Μόνο που φέτος, μέσα στο χιόνι, υπάρχει κάτι ακόμη.
Μια μικρή ζεστασιά που δεν την είχα ξανανιώσει.
Σαν να άφησε ο χρόνος ένα κενό για να χωρέσω επιτέλους κάτι αληθινό.
Ψιθυρίζω: Δεν θέλω να μείνω μόνος.
Το λέω πρώτη φορά χωρίς ντροπή. Χωρίς άμυνα.
Κι εκεί, στο κέντρο της ταράτσας μου, καταλαβαίνω πως κάτι μπορεί να γεννηθεί κι από έναν, αρκεί να τολμήσει να σηκώσει το βλέμμα. Να δει το μικρό φως που επιμένει. Να εμπιστευτεί τη μικρή ζεστασιά που τον διαπερνά.
Δ

Σχόλια