Το βάρος του καρπουζιού και η σιωπή της θάλασσας
Κάθε καλοκαίρι επιστρέφει με τα ίδια φώτα, τις ίδιες μυρωδιές, όμως εσύ δεν είσαι πια εκείνος που τα ζούσε.
Ακόμα κρατά η γλώσσα μου το αποτύπωμα από τα μπισκότα «Σπίγγος»· μια λεπτομέρεια που ξεγελά τη λήθη, που την κάνει να λυγίσει μπροστά στην αφή της παιδικής ανάμνησης. Κάθε 1η Ιουλίου, οι Άγιοι Ανάργυροι ανασταίνουν το πανηγύρι τους μέσα μου. Δεν είναι πια γιορτή, είναι τελετή μύησης σ’ έναν κόσμο όπου ο χρόνος, αντί να προχωρά, κυλά πίσω σαν το αίμα στη μήτρα της αθωότητας.
Είναι καλό, να περνά ο καιρός και να μένεις ακίνητος στα τοπία εκείνα που δεν σε θυμούνται, μα εσύ δεν τα ξεχνάς. Να μην επιστρέφεις ως παιδί, αλλά ως ενήλικος που ζητά να ξαναβαπτιστεί στην καθαρότητα της πρώτης ύλης της ζωής του. Στα καλοκαίρια όπου όλα είχαν μια πρώτη φορά. Στιγμές άγουρες αλλά αληθινές, χωρίς προσδοκία ή φόβο. Τότε που ο Ιούνιος και ο Ιούλιος δεν ήταν μήνες – ήταν μυρωδιές, ώριμα φρούτα, ξυπόλυτες διαδρομές στο χώμα.
Σκέφτομαι συχνά πως, όσο μεγαλώνω, νιώθω πως περισσεύω στο παρελθόν που ήθελα να γίνει μέλλον. Και ίσως γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια, τα καλοκαίρια μου φέρνουν συγκίνηση, αλλά όχι ενθουσιασμό. Είναι όλα ίδια – οι μουσικές, οι θάλασσες, ακόμα και η γεύση του καρπουζιού μετά το μπάνιο. Μα εγώ δεν είμαι ο ίδιος.
Ο χρόνος δεν σβήνει, μεταφράζει. Και κάθε καλοκαίρι, η μετάφραση γίνεται πιο υπαινικτική, πιο πικρή, πιο αληθινή. Εκεί όπου κάποτε ξεκινούσε η ανεμελιά, τώρα αρχίζει ο στοχασμός.

Σχόλια